* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα.
† Συμμετοχές (Γκολ).
Ο Φέρεντς Πούσκας (ουγγρικά: Puskás Ferenc, ˈfɛrɛnt͡s ˈpuʃkaːʃ, 1 Απριλίου 1927 – 17 Νοεμβρίου 2006) ήταν Ούγγροςποδοσφαιριστής και προπονητής. Θεωρείται ως το πρώτο υπέρλαμπρο αστέρι του παγκοσμίου ποδοσφαίρου[1][2] και ένας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών με πολυάριθμους τίτλους σε ομαδικό και ατομικό επίπεδο.[3][4][5][6] Ψηφίστηκε ως έκτος καλύτερος παίκτης του 20ού αιώνα στις εκλογές της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ιστορίας και Στατιστικής Ποδοσφαίρου (IFFHS),[7] ενώ ήταν επίσης έβδομος καλύτερος του αιώνα σε ειδική ψηφοφορία του περιοδικού France Football, ανάμεσα στους νικητές της Χρυσής Μπάλας το 1999.[8] Ένας ιδιαίτερα παραγωγικός επιθετικός, το 1995 αναγνωρίστηκε από την IFFHS ως ο κορυφαίος σκόρερ του 20ού αιώνα στο επίπεδο της υψηλότερης εθνικής κατηγορίας πρωταθλήματος.[9]
Ο Πούσκας, γνωστός και ως «Ο Καλπάζων Ταγματάρχης», έπαιξε για σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα για τρεις ομάδες και όταν έπαιζε για αυτές, ήταν οι καλύτερες στον κόσμο, στοιχείο μοναδικό στην ιστορία. Ξεκίνησε την καριέρα του στη Χόνβεντ Βουδαπέστης, όπου αγωνίστηκε για 13 χρόνια και κέρδισε όλους τους τίτλους που διεκδίκησε και μετά από μικρή υποχρεωτική παύση συνέχισε την πορεία του με τη Ρεάλ Μαδρίτης πράτοντας το ίδιο. Ήταν επίσης ηγετική φυσιογνωμία της καλύτερης Εθνικής Ουγγαρίας που υπήρξε στην ποδοσφαιρική ιστορία, γνωστής ως
«Μαγικοί Μαγυάροι» και το πρώτο μεγάλο «δεκάρι» του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.[10][11][12]
Το σώμα του δεν ήταν ευλογημένο για να πρωταγωνιστήσει στο άθλημα όντας υπέρβαρος, όμως το χαμηλό κέντρο βάρους λειτούργησε θετικά όπως αποδείχθηκε και το αριστερό του πόδι (το οποίο χρησιμοποιούσε σχεδόν κατά αποκλειστικότητα) είχε την ικανότητα να εξαπολύει με τρομακτικό ρυθμό ισχυρότατα σουτ, με πολύ συχνά επιτυχημένα αποτελέσματα.[13][14][15] Δεν είναι τυχαίο ότι το βραβείο της FIFA για το καλύτερο γκολ της χρονιάς πήρε το όνομά του, έχοντας κλείσει την καριέρα του με αναλογία τερμάτων ανά αγώνα 1,02 για τους επίσημους αγώνες (και σχεδόν 1,00 σε εθνικό επίπεδο) και με 802 γκολ βρίσκεται στην έβδομη θέση όλων των εποχών.[16] Η αγωνιστική του παρουσία με την εθνική ομάδα της Ουγγαρίας του χάρισε τη φήμη ως του κορυφαίου ποδοσφαιριστή της υφηλίου στο πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1950, ορίζοντας το άθλημα την εποχή του[17][18][19] κατέρριψε ρεκόρ κόσμου διεθνών συμμετοχών και τερμάτων αλλά όχι τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή, με την ευκαιρία του 1954 να χάνεται, προϊόν ευρέως αποδεκτής αδικίας ποικίλων παραγόντων, με την ομάδα να θεωρείται ως η καλύτερη που δεν κατέκτησε τον κορυφαίο ποδοσφαιρικό θεσμό.[20][21][22] Ως προπονητής οδήγησε το 1971 τον Παναθηναϊκό στη μεγαλύτερη επιτυχία που είχε ποτέ ελληνική ομάδα στην Ευρώπη: στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, όπου ηττήθηκε από τον Άγιαξ.[23]
Βιογραφία
Πρώτα χρόνια
Ο Φέρεντς Πούσκας γεννήθηκε από πτωχή οικογένεια σλαβικής καταγωγής, υπό την ονομασία Φέρεντς Πούρτσελντ Μπίρο (ουγγρικά: Purczeld Bíró Ferenc, γερμανικό επίθετο με προέλευση από τη Σουαβία) σύμφωνα με τα έγγραφα.[24][25][26] Η πραγματική ημερομηνία γέννησης είναι 1η Απριλίου όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Γκιέργκι Σέλουσι (György Söllősi) αλλά αυτή είναι η ημέρα των ανόητων στην Ουγγαρία και ο Πούσκας δεν ήθελε να είναι γνωστή αυτή η πληροφορία αλλάζοντας την ημερομηνία σε 2 Απριλίου και καταστρέφοντας όλα τα δεδομένα της ημερομηνίας γέννησής του, εκτός από εκείνα που υπήρχαν στο διαβατήριό του.[27][28][29] Ο πατέρας ήταν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής έχοντας το ίδιο μικρό όνομα και η μητέρα μοδίστρα. Στην οικογένεια σταδιακά, η μητέρα και τα παιδιά δεν μιλούσαν πλέον γερμανικά. Το 1937 άλλαξε το επίθετό του.[25][30][31] Αυτό έγινε λόγω του αυξανόμενου εθνικισμού του τότε καθεστώτος που υποχρέωσε τους Ούγγρους με ονόματα που είχαν τυπικά εθνικά χαρακτηριστικά να τα αλλάξουν. Έτσι το όνομα της οικογένειας Πούρτσελντ άλλαξε σε Πούσκας. Πέρασε τα πρώτα του χρόνια σε ένα σπίτι στο Κισπέστ, που βρίσκονταν πολύ κοντά στο γήπεδο της τοπικής ομάδας ποδοσφαίρου, όπου αγωνιζόταν ο πατέρας του ως μέσος μέχρι το 1937. Το 1938 ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στις ομάδες μικρών ηλικιών της γενέθλιας πόλης του χρησιμοποιώντας το όνομα Μίκλος Κόβατς (ουγγ. Miklós Kovács) καθώς η κατώτερη επιτρεπόμενη ηλικία ήταν αυτή των 12 ετών.[14][32][33] Στο διπλανό σπίτι μετακόμισε και η οικογένεια του Γιόζεφ Μπόζικ, με τους δύο νεαρούς να συνδέονται με στενή φιλία και κοινό ενδιαφέρον για το ποδόσφαιρο.[25][34]
Η πρώτη περίοδος της καριέρας στην Ουγγαρία
Ξεκίνησε την επαγγελματική καριέρα του σε πολύ νεαρή ηλικία (16 ετών) στην ουγγρική Κισπέστ, ομάδα της εποχής σε απόσταση εννέα χιλιομέτρων από την πρωτεύουσα και όπου ο πατέρας του εργαζόταν πλέον ως προπονητής από το 1937. Του έδωσαν γρήγορα το παρατσούκλι Öcsi (από το ντεμπούτο του το Νοέμβριο του 1943 σε αγώνα απέναντι της Ναγκιβάραντι ΑΚ - Nagyváradi AC - στην Οράντεα), κάτι σαν ο αγαπημένος μικρός όλων, αφού από πολύ νωρίς επιβεβαίωσε ότι διέθετε θεόσταλτο ταλέντο και εν ολίγοις ήταν γεννημένος για να παίζει ποδόσφαιρο.[35][36][37] Στις 8 Δεκεμβρίου 1943 σημείωσε το πρώτο του γκολ στον τρίτο επίσημο αγώνα του απέναντι στην Ντιόσγκιορι ΒΤΚ, για το πρωτάθλημα που έληξε με νίκη της δεύτερης με 3–2. Το 1944 ήταν ήδη στη βασική ενδεκάδα και το 1945–46 σημείωσε 35 γκολ στο πρωτάθλημα, από τα οποία πέντε στον αγώνα απέναντι στην Μπεκετσάμπα Πούρσουιτ ΜΤΕ (Békéscsaba Pursuit MTE, 5–1, 4 Απριλίου 1946).[38][39] Τη χρονιά εκείνη η ομάδα ήταν τέταρτη στο πρωτάθλημα, η καλύτερη κατάταξη σχεδόν για δύο δεκαετίες.[34][40]
Την αγωνιστική περίοδο 1946–47 ήταν δεύτερος σκόρερ του πρωταθλήματος με 32 τέρματα και η ομάδα ήταν δευτεραθλήτρια καταλαμβάνοντας την καλύτερη θέση μέχρι τότε, με αξιοσημείωτη τη νίκη επί της Φερεντσβάρος στις 13 Απριλίου 1947 με 3–0, με χατ τρικ του Πούσκας.[41][42] Την επόμενη χρονιά ήταν για πρώτη φορά πρώτος σκόρερ με 50 γκολ από τα 82 που σημείωσε συνολικά η Κισπέστ, χωρίς όμως αντίστοιχη επιτυχία από το σύλλογο που κατετάγη στην τέταρτη θέση της βαθμολογίας.[43][44] Το σεζόν 1948–49 σημείωσε 46 γκολ στο πρωτάθλημα, που δεν ήταν αρκετά για τον τίτλο του πρώτου σκόρερ,[31] και στο τέλος της χρονιάς, την ομάδα του την ανέλαβε διοικητικά ο Ουγγρικός Στρατός μετονομάστηκε σε Χόνβεντ Βουδαπέστης, άλλαξε έδρα μεταφερόμενη στη γειτονική πρωτεύουσα. Ο Πούσκας απέκτησε στρατιωτικό βαθμό και σταδιακά το βαθμό του ταγματάρχη και από τότε έγινε γνωστός ως «Ο Καλπάζων Ταγματάρχης», με τον τρόπο που εφορμούσε προς την αντίπαλη περιοχή να ξεσηκώνει τους φιλάθλους (στην Ελλάδα καθιερώθηκε ο χαρακτηρισμός «Ο Καλπάζων Συνταγματάρχης»).[23][45][46] Αγωνιζόταν ως αριστερός εσωτερικός επιθετικός (inside forward) στα τότε συστήματα με τους πέντε επιθετικούς έχοντας έντονο επιθετικό προσανατολισμό (σε νεότερες εποχές αντίστοιχη θέση θα ήταν αυτή του επιθετικού μέσου). Η ικανότητά του να καθοδηγεί, να δίνει το παράδειγμα με την αγωνιστικότητά του, η εξαιρετική τεχνική του κατάρτιση με την ιδιαίτερη ικανότητά του να βλέπει κενούς χώρους και να υπερέχει σε ποιότητα, οξυδέρκεια και αποτελεσματικότητα, τον κατέστησαν εύλογα κυρίαρχο. Συνέδεσε τον υπέρτατο έλεγχο της μπάλας με την πρόβλεψη της σκέψης αποφεύγοντας να την κρατά όταν επιτίθονταν θεωρώντας το χάσιμο χρόνου. Έτσι, συχνά επιχειρούσε μακρινές μεταβιβάσεις διαθέτοντας αξιοθαύμαστη ακρίβεια, αναγνωρίζοντας τη σημασία της υποταγής στη συλλογική προσπάθεια.[47][48][49]
Η στρατιωτική πλέον (οι παίκτες ασκούνταν περιστασιακά με όπλα[50]) ομάδα της Χόνβεντ συγκέντρωσε από τις άλλες ομάδες μερικούς από τους πιο ταλαντούχους παίκτες της χώρας και έτσι ο Πούσκας έγινε συμπαίκτης με τα μετέπειτα μέλη της Εθνικής Ουγγαρίας της δεκαετίας του 1950, όπως ο αμυντικός Γκιούλα Λόραντ και οι επιθετικοί Ζόλταν Τσίμπορ και Σάντορ Κότσις.[51][52][53] Μέχρι τότε η ομάδα δεν είχε κατακτήσει κανένα τίτλο πρωταθλήματος και η αναδιοργάνωσή της την κατέστησε κυρίαρχη δύναμη.[54] Με τη Χόνβεντ ο Πούσκας κατέκτησε τα δύο πρώτα αναδιοργανωμένα πρωταθλήματα (1949–50, 1950, τα πρώτα στην ιστορία της), στο δε δεύτερο η ομάδα να σημειώνει 67 τέρματα σε μόνο 15 αγώνες (13 νίκες και μόνο μία ήττα) από τα οποία 25 του Πούσκας και συνολικά πέντε πρωταθλήματα Ουγγαρίας. Το πρωτάθλημα του 1952 η ομάδα έμεινε αήττητη και σημείωσε 100 γκολ σε 26 αγώνες, ο δε Πούσκας 22.[42][47][55] Η ομάδα θεωρείται ως μια από τις καλύτερες όλων των εποχών[56][57][58] αποτελώντας και τη βάση της Εθνικής και ο ίδιος αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ τις αγωνιστικές περιόδους 1947–48, 1949–50, 1950 και 1953.[59][60][61] Η επίδοση των 50 τερμάτων σε μία αγωνιστική περίοδο το 1948 τον ανέδειξε επίσης πρώτο σκόρερ όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και σε όλο τον κόσμο.[19][62] Στις 19 Φεβρουαρίου 1949 στον αγώνα πρωταθλήματος με την Γκιόρι ΕΤΟ ΦΚ (11–3) σημείωσε 7 τέρματα, επίδοση που δεν έχει επαναληφθεί έκτοτε στο πρωτάθλημα Ουγγαρίας.[63][64]
Η φήμη του συλλόγου εξαπλώθηκε πέρα από την Ουγγαρία και στις 13 Δεκεμβρίου 1954 αγωνίστηκε με τη Γουλβς, την πρωταθλήτρια Αγγλίας που εκείνα τα χρόνια διένυε την καλύτερη περίοδο της ιστορίας της στο Στάδιο Μόλινιου του Γούλβερχαμπτον, σε φιλική συνάντηση. Στο κατάμεστο στάδιο (και σε σκόπιμα - επιπλέον της βροχής που είχε προηγηθεί - βρεγμένο αγωνιστικό χώρο που δεν ευνοούσε τους τεχνικά υπέρτερους Ούγγρους[65][66]) η Χόνβεντ προηγήθηκε με 2–0 στο ημίχρονο, Πούσκας και Μπόζικ κυριάρχησαν στο χώρο του κέντρου αλλά τελικά έχασαν με 3–2. Οι Άγγλοι ήταν ενθουσιασμένοι με το αποτέλεσμα θεωρώντας την ουγγρική ομάδα ως την καλύτερη στην Ευρώπη ή και στον κόσμο.[67][68] Η Χόνβεντ αγωνίστηκε επίσης και έχασε από τον Ερυθρό Αστέρα στο Βελιγράδι. Ήταν τέτοια τα παιχνίδια που έδωσαν την ιδέα για τη δημιουργία μιας πανευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης, κάτι που υλοποιήθηκε με την έναρξη του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1955 μετά την πρωτοβουλία του Γκαμπριέλ Ανό (Gabriel Hanot), αρχισυντάκτη της γαλλικής εφημερίδας L'Équipe.[65][69][70] Ο Ανό είχε παραβρεθεί στον αγώνα του Σταδίου Μόλινιου και είχε επικρίνει τους πανηγυρισμούς των Άγγλων που θεωρούσαν ότι η ομάδα τους ήταν η καλύτερη του κόσμου με αυτή τη νίκη και προερχόμενοι από νίκες σε φιλικούς αγώνες με ισχυρούς αντιπάλους.[65][71] Το 1954 ο Πούσκας ψηφίστηκε ως ο καλύτερος παίκτης του κόσμου κερδίζοντας το νεοδημιουργημένο βραβείο Pallone d'Oro (Χρυσή Μπάλα) που απένειμε η ιταλική εφημερίδα La Gazzetta dello Sport, ιδέα που τελικά επικράτησε (έστω και διαφορετικά) από το γαλλικό περιοδικό France Football δύο χρόνια αργότερα.[55][72] Στις 9 Ιανουαρίου 1955 στο πιο εντυπωσιακό παιχνίδι στην ιστορία του πρωταθλήματος Ουγγαρίας (και ίσως όχι μόνο), η Χόνβεντ εκτός έδρας μπροστά σε 25.000 θεατές νίκησε τον ισχυρότερο εγχώριο αντίπαλο εκείνης της εποχής ΜΤΚ Βουδαπέστης (η οποία είχε εξίσου ισχυροποιηθεί το 1949) με 9–7 με τέσσερα τέρματα του Πούσκας και ίσο αριθμό από το Νάντορ Χιντεγκούτι της ΜΤΚ. Η Χόνβεντ ήταν ήδη πρωταθλήτρια με την αντίπαλο της στη δεύτερη θέση της κατάταξης και τα επιθετικά σχέδια των ομάδων βρήκαν την ευκαιρία να κυριαρχήσουν, με τον Πούσκας να σημειώνει χατ τρικ σε λιγότερο από πέντε λεπτά στο πρώτο ημίχρονο σε ένα από τα καλύτερα παιχνίδια της καριέρας του.[73][74][75] Κλείνοντας τη σταδιοδρομία του στην ομάδα ήταν ο πρώτος σκόρερ της με 360 γκολ σε 352 αγώνες πρωταθλήματος πρώτης κατηγορίας.[76][77][78]
Το 1956 με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ουγγαρία και την εισβολή των σοβιετικών στη Βουδαπέστη, μεταδόθηκε μέσω μεγάλου ειδησεογραφικού πρακτορείου ότι ο Πούσκας είχε σκοτωθεί (27 Οκτωβρίου). Την ώρα που τα νέα έκαναν τον γύρο του κόσμου, ο Πούσκας ήταν κανονικά με την υπόλοιπη αποστολή της Ουγγαρίας πριν τη συνάντηση με τη Σουηδία, που τελικά ματαιώθηκε.[79][80][81] Λόγω της έκρυθμης κατάστασης στη χώρα, η Χόνβεντ υποχρεώθηκε να δώσει φιλοξενούμενη τον αγώνα του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου Πρωταθλητριών στην Ισπανία (22 Νοεμβρίου), όπου έχασε από την Ατλέτικο Μπιλμπάο με 3–2. Με την πατρίδα τους σε αναταραχή, οι παίκτες επέλεξαν να παίξουν το δεύτερο στις Βρυξέλλες όπου, καθώς η αποτυχημένη επανάσταση στην πατρίδα τους έγινε αιματηρή, έφτασαν στο 3–3 (ένα γκολ σημείωσε ο Πούσκας), ο τραυματισμός του τερματοφύλακα των Μαγυάρων ανάγκασε τον Τσίμπορ να αγωνιστεί ως τερματοφύλακας και η ομάδα αποκλείστηκε.[69][82] Ο Πούσκας υποστήριξε την εξέγερση των συμπατριωτών του και η Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου της Ουγγαρίας προσπάθησε να ματαιώσει το παιχνίδι, αλλά «Ο Καλπάζων Συνταγματάρχης», ως αρχηγός, διευκρίνησε ότι η ομάδα δεν αναγνώριζε πλέον την εξουσία της Ομοσπονδίας. Η καταγγελία του για την Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου ήταν ασυνήθιστη για τους αθλητές των καθεστώτων του Ανατολικού Μπλοκ και επιπλέον, ο Πούσκας δεν είχε ιστορικό πολιτικής έκφρασης, ούτε ενδιαφέρθηκε για την πολιτική και σε μεταγενέστερο χρόνο. Στη συνέχεια, οι αβέβαιες εγχώριες συνθήκες οδήγησαν τον Πούσκας στο να παραμείνει στο εξωτερικό μαζί με άλλους συμπαίκτες του αρνούμενοι να επιστρέψουν ως διαμαρτυρία προς το νέο καθεστώς.[83][84][85] Αρχικά οι παίκτες της ομάδας έμειναν στην Ισπανία δίνοντας φιλικούς αγώνες, πρώτα με μία μικτή ομάδα της Μαδρίτης αποτελούμενη από παίκτες της Ρεάλ και της Ατλέτικο, αγώνας που έληξε με 5–5 με ένα γκολ του Πούσκας και τρία του Αλφρέδο Ντι Στέφανο μετά με μικτή ομάδα της Σεβίλλης (ήττα με 6–2) και τέλος νικώντας τη Μπαρτσελόνα με 4–3.[86][87] Μετά από αγώνες στην Ιταλία και την Ισπανία, η νέα διοίκηση της Ομοσπονδίας της Ουγγαρίας σε αντίδραση, απαγόρευσε στην ομάδα να χρησιμοποιεί το όνομα και τα χρώματα της Χόνβεντ σε οποιαδήποτε αγώνα της. Έτσι γεννιέται η Hungaria, η οποία με τα χρώματα της ουγγρικής σημαίας αναχωρεί για τη Βραζιλία, προκειμένου να ξεκινήσει την περιοδεία της χωρίς άδεια από την Ομοσπονδία της χώρας.[88][89][90] Το ταξίδι ήταν προγραμματισμένο για τη συμμετοχή σε φιλικούς αγώνες με αντιπάλους τις καλύτερες βραζιλιάνικες ομάδες απέναντι σε αυτή που θεωρούνταν ως η κορυφαία ομάδα του κόσμου. Στον πρώτο και καλύτερο αγώνα, σχεδόν 120.000 θεατές συγκεντρώθηκαν στο Στάδιο Μαρακανά μαζί με τον πρόεδρο της δημοκρατίας της χώρας και απόλαυσαν ένα θεαματικό παιχνίδι και τη νίκη της Φλαμένγκο με 6–4, με τον Πούσκας να σημειώνει δύο γκολ.[85][91] Μέχρι τη στιγμή της επιστροφής του Φεβρουαρίου η πολιτική αναταραχή είχε λήξει, ο Πούσκας και πολλά άλλα μέλη της ομάδας αποφάσισαν να παραμείνουν στη Βιέννη φοβούμενοι την αντιμετώπιση των νέων αρχών της πατρίδας τους. Η ομάδα διαλύθηκε τελικά με 11 παίκτες να επιστρέφουν στην Ουγγαρία, ενώ οι υπόλοιποι έμειναν στο εξωτερικό.[61][82]
Η FIFA απαγόρευσε σε όλους τους παίκτες να αγωνιστούν για δύο χρόνια μετά από παρέμβαση της Ουγγρικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας.[51][92][93] Η ποινή αργότερα μειώθηκε στους 18 μήνες.[94][95][96] Στις 31 Μαρτίου 1957 έληξε το τελεσίγραφο των ουγγρικών αρχών για την επιστροφή των παικτών, αλλά ο Πούσκας δεν γύρισε πίσω. Τον Απρίλιο του 1957, ο Εθνικός τον προσέγγισε και τον έφερε στην Ελλάδα μαζί με τον Κότσις για να ενισχύσουν την εξαιρετική εκείνον τον καιρό ομάδα του Πειραιά. Το ΠΟΚ (Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός, ΑΕΚ) αντέδρασε έντονα και η διεθνής απαγόρευση επέτρεψε στους δύο Ούγγρους να αγωνιστούν μόνο για ένα ημίχρονο σε φιλική συνάντηση.[90][97] Οι πολιτικές αρχές της Ουγγαρίας τον χαρακτήρισαν «προδότη» και του απαγορεύτηκε η είσοδος στις χώρες του τότε σοβιετικού συνασπισμού.[98][99][100] Το ίδιο καλοκαίρι αγωνίστηκε και στην Κύπρο με τον Πεζοπορικό.[101] Μετά την άφιξη της συζύγου του Έρζερμπετ (πρώην αθλήτριας χάντμπολ) και της κόρης του Ανίκο στη Βιέννη υπέγραψε σύμβαση με ομάδα της Αυστρίας, αλλά δεν είχε άδεια να αγωνιστεί, οπότε η σταδιοδρομία του διακόπτεται. Μετακόμισε αρχικά στην Ιταλία, όπου υπέγραψε τετραετές συμβόλαιο με την Ίντερ, το οποίο όμως επίσης δεν είχε καμία ισχύ λόγω της τιμωρίας του. Ενδιαφέρον έδειξαν ακόμα η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και η Γιουβέντους.[29][93][102] Τελικά κατέληξε στην Ισπανία, με τη Μπαρτσελόνα να είναι η πρώτη ομάδα που ενδιαφέρθηκε έχοντας ήδη δύο διεθνείς Ούγγρους στη σύνθεσή της αλλά συμφωνία δεν επιτεύχθηκε.[103] Αγωνίστηκε σε κάποια ανεπίσημα παιχνίδια με την Εσπανιόλ Βαρκελώνης και το 1958 υπέγραψε τελικά στη Ρεάλ Μαδρίτης. Καταλυτικό ρόλο στη μεταγραφή έπαιξε ο τέως προπονητής του στη Χόνβεντ Εμίλ Οστράιχερ (Emil Östreicher), που είχε ακολουθήσει τον Πούσκας στο εξωτερικό και είχε αναλάβει τεχνικός σύμβουλος στην ισπανική ομάδα. Επιπλέον τα δύο χρόνια αγωνιστικής απραξίας ήταν η αιτία της αύξησης του βάρους του κατά 18 κιλά.[95][104][105]
Η δεύτερη περίοδος της καριέρας στην Ισπανία
Όταν πήγε ο Πούσκας στη Ρεάλ, ο σύλλογος ήταν ήδη στην κορυφή της Ευρώπης και είχε ήδη μεγάλους παίκτες στη σύνθεσή της. Χάνοντας το επιπλέον βάρος με εντατική προπόνηση έξι εβδομάδων έγινε το ίδιο σημαντικός όσο και ο Αλφρέδο Ντι Στέφανο, δημιουργώντας παράλληλα και ένα δίδυμο που οδήγησε την ομάδα στην αναγνώρισή της ως της πιο επιτυχημένης όλων των εποχών.[106][107][108] Η διαφορά ήταν ότι πλέον δεν ήταν ο ηγέτης αυτής της ομάδας (κάτι που ο ίδιος το ήξερε[109]), και προσαρμόστηκε ανάλογα στο νέο του ρόλο (περισσότερο εκτελεστικό) με εξαιρετική επιτυχία. Οι δύο κορυφαίοι ποδοσφαιριστές του κόσμου την εποχή εκείνη να συνδέονται σαν ραδιοκύματα που ταξίδευαν στην ίδια συχνότητα, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον και αναγνωρίζωντας ο ένας τον άλλον με χαρακτηριστική ευχέρεια για έξι χρόνια δημιουργώντας το πιο επικίνδυνο και επιτυχημένο δίδυμο στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.[15][110][111] Είναι ενδεικτικό ότι στο τελευταίο παιχνίδι της πρώτης χρονιάς του Ούγγρου, ο ίδιος και ο Ντι Στεφάνο ήταν ισοδύναμοι ως οι πρώτοι σκόρερ του πρωταθλήματος έχοντας από 21 τέρματα. Ο Πούσκας πέρασε τον τερματοφύλακα αλλά αντί να σκοράρει, γύρισε τη μπάλα στον ελεύθερο εκείνη τη στιγμή Αργεντινό προκειμένου να τη στείλει ο τελευταίος στα δίχτυα και να αναδειχθεί μόνος του κορυφαίος σκόρερ, ενώ ο ίδιος κατατάχθηκε τελικά δεύτερος.[104][112][113] Στο βιβλίο του Gracias, vieja ο Ντι Στέφανο έγραψε ότι
«Οι νεότερες γενιές δεν είδαν τον Πούσκας να παίζει, δεν ξέρουν τι έχασαν».[114] Δύο άλλα προσωνύμια που απέκτησε ο Πούσκας στην Ισπανία, ήταν το «Πάντσο» και το «Κανοντσίτο Πουμ» για τη δύναμη των σουτ του.[115][116] Είναι ο Ντι Στέφανο που «βαπτίζει» τον Ούγγρο ως «Πάντσο».[117][118] Ο τρόπος παιχνιδιού της ομάδας προσομοίαζε προς αυτό της Χόνβεντ και της Εθνικής Ουγγαρίας βασιζόμενο στην απελευθέρωση από την τακτική ορθοδοξία του σχηματισμού WM που ήταν κυρίαρχος για δεκαετίες με τη συνεχή κίνηση.[119]
Στις 15 Αυγούστου 1958 έκανε το ντεμπούτο του με τη μαδριλένικη ομάδα σε φιλικό αγώνα με τη Ρίβερ Πλέιτ (0–1).[120]
Έκανε το επίσημο ντεμπούτο του στις 14 Σεπτεμβρίου στη νίκη 1–2 απέναντι στη Λας Πάλμας. Ήδη από την πρώτη του χρονιά σημείωσε τέσσερα χατ τρικ, από τα οποία το πρώτο στον πρώτο αγώνα που σκόραρε απέναντι στη Σπόρτινγκ Χιχόν (21 Σεπτεμβρίου).[121][122][123] Τη δεύτερη χρονιά ήταν πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος, τίτλο που κατέκτησε άλλες τρεις φορές (η τελευταία το 1963–64 σε ηλικία 37 ετών), ενώ ήταν και πρωταθλητής με το σύλλογο για πρώτη φορά το 1961 (με τη Ρεάλ να παραμένει αήττητη στο πρωτάθλημα) ακολουθούμενο από τέσσερις ακόμη συνεχόμενους τις επόμενες χρονιές.[124][125] Στον πρώτο τίτλο πρωταθλήματος του 1960–61 η ομάδα σημείωσε 15 συνεχόμενες νίκες, επίδοση ρεκόρ στο ισπανικό ποδόσφαιρο που ξεπεράστηκε μισό αιώνα αργότερα, με τον Πούσκας να σημειώνει 16 γκολ σε αυτούς, όσα και ο Ντι Στέφανο σε αυτό το διάστημα, όμως ο Ούγγρος ολοκλήρωσε τις 30 αγωνιστικές με 28 γκολ αφήνοντας τον Ισπανό συμπαίκτη του στη δεύτερη θέση στον πίνακα των σκόρερ.[126][127][128] Είχε προηγηθεί ο πρώτος διεθνής τίτλος το 1959, όταν στέφθηκε πρωταθλητής Ευρώπης με την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Σημείωσε το νικητήριο γκολ στον επαναληπτικό ημιτελικό στη Σαραγόσα επί της Ατλέτικο Μαδρίτης (νίκη με 2–1).[55][129] Ωστόσο, δεν αγωνίστηκε στον τελικό στη Στουτγάρδη καθώς ο προπονητής υποστήριξε ότι η παρουσία του θα μπορούσε να προδιαθέσει το κοινό εναντίον της Ρεάλ,[129] αφού η Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου της Δυτικής Γερμανίας είχε απαγορεύσει στους συλλόγους της να παίζουν εναντίον ομάδων που τον είχαν στη σύνθεσή τους μετά από δηλώσεις του Ούγγρου κατά των Γερμανών παικτών με αφορμή το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954.[130][131] Η απαγόρευση ανεστάλη μετά από επίσημη επιστολή συγγνώμης του Πούσκας πριν τον τελικό του 1960.[132][133] Τα δύο πρώτα πρωταθλήματα χάθηκαν από τη Μπαρτσελόνα (του 1960 στη διαφορά τερμάτων,[134] ο Πούσκας όμως ήταν για πρώτη φορά πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος με 25 γκολ[125]),[135] ενώ και το Κύπελλο Ισπανίας του 1960 χάθηκε στον τελικό. Η ευρωπαϊκή κυριαρχία με την αγαστή συνεργασία των δύο μεγάλων ποδοσφαιριστών οδήγησε και στην κατάκτηση του κόσμου την ίδια χρονιά με την επικράτηση επί της Πενιαρόλ στο διπλό τελικό του πρώτου Διηπειρωτικού Κυπέλλου. Το πρώτο παιχνίδι του Μοντεβίδεο συνοδεύτηκε από ρεκόρ εισιτηρίων στο Στάδιο Σεντενάριο αλλά όχι από ανάλογη ποιότητα σε ένα λασπωμένο γήπεδο (αποτέλεσμα 0–0), ενώ το δεύτερο στη Μαδρίτη μπροστά σε 125.000 θεατές έληξε με 5–1 με δύο γκολ του Πούσκας, το πρώτο από τα οποία έμεινε στη μνήμη πολλών για την ομορφιά του. Ο επαναληπτικός τη Μαδρίτης είχε κριθεί στα δέκα πρώτα λεπτά με τους γηπεδούχους να φτάνουν το σκορ στο 3–0 σε λιγότερο από 15 λεπτά. Ο Πούσκας σκόραρε το πρώτο γκολ, ο Ντι Στέφανο σκόραρε με τακουνάκι και ο Ούγγρος με απευθείας φάουλ από την άκρη της περιοχής ολοκλήρωσε το ρεσιτάλ επιθετικότητας και αποτελεσματικότητας.[136][137][138] Παράλληλα, στο εσωτερικό οι δύο παίκτες παρέμειναν αήττητοι σε εντός έδρας αγώνες πρωταθλήματος τα έξι χρόνια της συνεργασίας τους οδηγώντας την ομάδα σε ρεκόρ κόσμου 121 αγώνων που διακόπηκε το 1965 με το Ντι Στέφανο να έχει αποχωρήσει και που διατηρήθηκε για σχεδόν έξι δεκαετίες.[139][140][141]
«Δεν έχω ξαναδεί πιο θανατηφόρο παίκτη από αυτόν. Εκεί που έβλεπαν τα μάτια του, έστελνε τη μπάλα. Πέρναγα συχνά στον Πούσκας και γυρνούσα προς το πλήθος πριν σουτάρει στο τέρμα. Έβλεπα τους οπαδούς να σηκώνουν τα χέρια τους και άρχιζα να πανηγυρίζω». Αλφρέδο Ντι Στέφανο[142]
Στη Μαδρίτη ο Πούσκας παρέμεινε μέχρι το τέλος της καριέρας του το 1966, πετυχαίνοντας 324 τέρματα σε 372 επίσημες και φιλικές εμφανίσεις,[143][144] σαρώνοντας τους τίτλους τόσο στις εγχώριες όσο και στις διεθνείς διοργανώσεις (πέντε Πρωταθλήματα Ισπανίας, ένα Κύπελλο, τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών και ένα Διηπειρωτικό Κύπελλο).[129][145][146] Το ρεκόρ του με 15 τέρματα στη διοργάνωση του Κυπέλλου Ισπανίας 1960–61 παραμένει ακόμα ακατάρριπτο. Στον πρώτο ημιτελικό εκείνης της διοργάνωσης απέναντι στη Ρεάλ Μπέτις που διεξήχθη στη Μαδρίτη στις 18 Ιουνίου 1961 και έληξε με 7–1 σημείωσε έξι γκολ, επίδοση ρεκόρ για τη Ρεάλ σε επίσημο αγώνα που παραμένει επίσης ακατάρριπτο.[147][148] Ικανός και στις απ' ευθείας εκτελέσεις φάουλ, ο πέτυχε ένα γκολ εις διπλούν, σαν εκείνο που είχε πετύχει ο Ζιζίνιο στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950. Το 1961 σε αγώνα με αντίπαλο την Ατλέτικο Μαδρίτης εκτέλεσε ένα φάουλ στη γραμμή της μεγάλης περιοχής και έστειλε την μπάλα στα δίχτυα, όμως ο διαιτητής πλησίασε τον Ούγγρο, που πανηγύριζε και του είπε με ύφος απολογητικό: «...λυπάμαι, αλλά δεν είχα σφυρίξει ακόμα». Και ο Πούσκας εκτέλεσε πάλι το φάουλ, με τον ίδιο τρόπο και η μπάλα διέγραψε την ίδια ακριβώς τροχιά καταλήγοντας στα δίχτυα.[37][95][149]
Αξιομνημόνευτος παραμένει ο τελικός του 1960 απέναντι στην Άιντραχτ Φρανκφούρτης (7–3, 18 Μαΐου), θεωρούμενος ως ο θεαματικότερος στην ιστορία του θεσμού και από τα καλύτερα παιχνίδια όλων των εποχών, στη Γλασκώβη μπροστά σε περίπου 130.000 θεατές (αριθμός ρεκόρ στην ιστορία των τελικών που παραμένει).[150][151][152] Για ορισμένους στο καλύτερο παιχνίδι της καριέρας του, ο Ούγγρος σημείωσε τέσσερα συνεχόμενα τέρματα μετατρέποντας το σκορ από 2–1 σε 6–1 και ο Ντι Στέφανο τρία, με τη γερμανική ομάδα να παίρνει το προβάδισμα στο σκορ στο 18ο λεπτό και στη συνέχεια να δέχεται το σύνολο των επιθετικών πυρών της μαδριλένικης αρμάδας.[153][154][155] Το ρεκόρ του αυτό παραμένει ακατάρριπτο.[156][157][158] Μετά το τέλος της συνάντησης, οι εντυπωσιασμένοι φίλαθλοι απαίτησαν από τους παίκτες της ισπανικής ομάδας να ξαναμπούν στον αγωνιστικό χώρο τρεις φορές για να τους αποθεώσουν.[159][160] Οι δύο κορυφαίοι παίκτες εξακολουθούν να παραμένουν οι δύο από τους τρεις μόνο που σημείωσαν χατ τρικ σε τελικό του μεγάλου Ευρωπαϊκού Κυπέλλου, ενώ παραμένουν οι πρώτοι σκόρερ των τελικών με επτά τέρματα.[156][161] Το 2018 το France Football αναγνώρισε την επιθετική τριάδα Ντι Στέφανο - Πούσκας - Χέντο εκείνης της σεζόν ως την καλύτερη στην ιστορία του θεσμού.[162] Το 2015 τοποθέτηκε αναμνηστική πλάκα που αναγνωρίζει το αξεπέραστο επίτευγμα του Πούσκας στον τελικό και τον επαινεί ως «ο μεγαλύτερος σκόρερ του 20ού αιώνα», στο Εθνικό Μουσείο Ποδοσφαίρου του Χάμπντεν.[163] Στα ημιτελικά της διοργάνωσης του 1959–60 υπήρξε η σύγκρουση με τη Μπαρτσελόνα (συμμετείχε ως πρωταθλήτρια Ισπανίας της προηγούμενης σεζόν) και που συνοδεύτηκε με δύο νίκες με 3–1, με ένα γκολ του Πούσκας στη Μαδρίτη και δύο στη Βαρκελώνη, στην πρώτη συνάντηση των δύο ομάδων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ειδικά ο πρώτος αγώνας της 27ης Απριλίου στην πρωτεύουσα της Καταλονίας απέκτησε ιστορική αξία, καθώς έθεσε σε κρίση την αντίπαλο που είχε δυναμώσει μεταγραφικά και επιθυμούσε τον εκθρονισμό της Ρεάλ.[164][165][166] Την ίδια χρονιά ήταν και πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης με 12 τέρματα, τίτλο που επανέλαβε τη χρονιά 1963–64, ο πρώτος που κατάφερε κάτι τέτοιο, ενώ παραμένει και ο μεγαλύτερος σε ηλικία πρώτος σκόρερ.[167][168] Το 1960 ήταν δεύτερος στην ψηφοφορία της Χρυσής Μπάλας.[169] Παρά τα σημαντικά ατομικά και ομαδικά επιτεύγματά του εκείνη τη χρονιά που θα δικαιολογούσαν την πρωτιά του,[170][171][172] υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για τη διείσδυση και του πολιτικού παράγοντα που έπαιζε δυσανάλογα μεγάλο ρόλο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.[173] Ο νικητής Λουίς Σουάρεθ αργότερα υποβάθμισε τη σημασία του βραβείου του.[174] Στη μεγαλύτερη εκτός έδρας νίκη της Ρεάλ σε Ελ Κλάσικο (27 Ιανουαρίου 1963 για το πρωτάθλημα, αποτέλεσμα 1–5), ο Πούσκας σημείωσε χατ τρικ, ενώ έδωσε και μια ασίστ.[175][176][177]
Κλείνοντας την καριέρα του ήταν δεύτερος συνολικά σκόρερ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών με 36 τέρματα (35 με τη Ρεάλ), πίσω μόνο από το Ντι Στέφανο, ενώ και τα επόμενα χρόνια ξεπεράστηκε μόνο από τον Εουσέμπιο πριν η επέκταση στο Τσάμπιονς Λιγκ τη δεκαετία του 1990 δώσει στους σύγχρονους επιθετικούς πολύ περισσότερες ευκαιρίες για γκολ με την αύξηση του αριθμού των αγώνων. Παραμένει όμως τρίτος σε παραγωγικότητα, όπως αυτή εκφράζεται με την αναλογία γκολ ανά αγώνα.[24][178][179] Επίσης, σε έναν από τους καλύτερους τελικούς της διοργάνωσης, το 1962 στο Άμστερνταμ με αντίπαλο τη Μπενφίκα, ο Πούσκας ήταν και πάλι πρωταγωνιστές σημειώνοντας τα τρία γκολ της Ρεάλ, δίνοντας το προβάδισμα με δύο τέρματα (όλα στο πρώτο ημίχρονο με ένα από αυτά με εντυπωσιακό αριστερό σουτ[180]), στην ήττα της με 5–3.[181][182] Έφτασε έτσι τα επτά (ίδιος αριθμός για τον Ντι Στέφανο) σε τελικούς της κορυφαίας ευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης, ένα ακόμα ρεκόρ που δεν έχει καταρριφθεί.[147][156][158] Στην τελευταία χρονιά της καριέρας του έγινε ο μεγαλύτερος σε ηλικία ποδοσφαιριστής που σκόραρε σε ευρωπαϊκή διοργάνωση με τα τέσσερα γκολ που σημείωσε με αντίπαλο τη Φέγενορντ το 1965 σε ηλικία 38 ετών και 175 ημερών.[167] Με τα πέντε γκολ σε δύο αγώνες κατά της ολλανδικής ομάδας βοήθησε ουσιαστικά το νεανικό σύνολο να κατακτήσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών του 1965–66. Ήταν το τρίτο τέτοιο τρόπαιο στην καριέρα του, αλλά δεν αγωνίστηκε στον τελικό λόγω υποτροπής ενός μακροχρόνιου τραυματισμού που υπέστη τον χειμώνα της ίδιας χρονιάς και από τον οποίο ανάρρωσε τον Απρίλιο.[121][183] Το 1962 κατέκτησε το Κύπελλο Ισπανίας σημειώνοντας και τα δύο γκολ της Ρεάλ στον νικητήριο τελικό επί της Σεβίλλης (2–1). Είχε σκοράρει και στους δύο προηγούμενους τελικούς από ένα γκολ αλλά και τις δύο φορές ο τίτλος πήγε στη συμπολίτισα Ατλέτικο.[184][185] Ο τελευταίος επίσημος αγώνας του για το μαδριλένικο σωματείο ήταν στις 8 Μαΐου 1966 σε συνάντηση για τη φάση των 16 του Κυπέλλου απέναντι στη Ρεάλ Μπέτις εκτός έδρας που συνοδεύτηκε με ήττα 2–1 και αποκλεισμό, σε ένα αγώνα που έγινε διάσημος καθώς ολοκληρώθηκε μετά από 149 λεπτά κανονικής διάρκειας και παράτασης (την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν πέναλτι).[186][187][188] Παρέμεινε ως ο μεγαλύτερος σε ηλικία παίκτης που έχει αγωνιστεί με τη Ρεάλ σε επίσημο αγώνα μέχρι τον Οκτώβριο του 2024.[189][190] Στις οκτώ σεζόν του στο σύλλογο της Μαδρίτης ήταν αυτός που συνέβαλε τα μέγιστα, μαζί με το Ντι Στέφανο και το Χέντο, για να σφυρηλατηθεί η εικόνα της Ρεάλ και να προβληθεί προς ένα άφθαρτο μέλλον. Όχι μόνο ήταν σκόρερ αξεπέραστης δύναμης και ακρίβειας, αλλά και ένας εξαιρετικός πασαδόρος.[191] Το 2013 η Ρεάλ Μαδρίτης τον τίμησε με τοποθέτηση προτομής στις εγκαταστάσεις του προπονητικού της κέντρου.[146][192]
Διεθνής καριέρα
Με την Εθνική Ουγγαρίας είχε 85 συμμετοχές και 84 τέρματα (τα 11 από αυτά με εκτελέσεις πέναλτι[59]), ενώ αγωνίστηκε και 4 φορές με την Εθνική Ισπανίας χωρίς να καταφέρει να σκοράρει.[193][194] Η παρουσία του στην ομάδα της χώρας του ήταν καταλυτική: ο συμπαίκτης του, Τζένο Μπουζάντσκι, είχε πει πως «αν ένας καλός παίκτης έχει τη μπάλα, έχει συνήθως τρεις διαφορετικές επιλογές. Ο Πούσκας ήταν ο μόνος που έβλεπε τουλάχιστον πέντε».[104] Η ικανότητά του να βλέπει τρεις ή τέσσερις κινήσεις μπροστά και να ενεργεί ανάλογα, ήταν αυτό που τον έκανε ξεχωριστό.[51] Η θέση του ήταν συχνά πιο προωθημένη με τον Χιντεγκούτι να αγωνίζεται ως «ψευδής» κεντρικός επιθετικός.[195] Στην επιτυχία της εθνικής ομάδας ο εγκεφαλικός τρόπος παιχνιδιού του ήταν πιθανά περισσότερο χρήσιμος σε σχέση με τις αναμφισβήτητες ατομικές του ικανότητες.[196] Ήταν αρχηγός της ομάδας από το 1950 και για 56 αγώνες.[197]
Πρώτα χρόνια
Τον Αύγουστο του 1945 συμμετείχε στον πρώτο διεθνή αγώνα με την ουγγρική εθνική ομάδα σε ηλικία 18 ετών και τεσσάρων μηνών, στην πρώτη της συνάντηση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στη νίκη επί της Αυστρίας με 5–2, σημειώνοντας και το πρώτο διεθνές του τέρμα ανοίγοντας το σκορ στο 12ο λεπτό.[194][198][199] Ο ομοσπονδιακός προπονητής, Γκούσταβ Σέμπες είχε αναλάβει υπό την επίβλεψή του και τη Χόνβεντ από το 1949, εντυπωσιάστηκε από τον τρόπο παιχνιδιού του Πούσκας με τις εξαιρετικές τεχνικές, οργανωτικές και εκτελεστικές ικανότητές του με κυρίαρχο στοιχείο το ισχυρότατο αριστερό σουτ που συχνά χρησιμοποιούσε από αποστάσεις 30–35 μέτρων, θεωρούμενος από πολλούς ως ο καλύτερος σουτέρ της ποδοσφαιρικής ιστορίας προκαλώντας ακόμα και φόβο στους αντιπάλους[183][200])[36][201][202] Ο Λουίς Σουάρεθ (συμπαίκτης του στην εθνική Ισπανίας) σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του, θυμήθηκε ένα στοίχημα σε μια προπόνηση, όταν ο Πούσκας έστησε τη μπάλα σε απόσταση 20–25 μέτρων και διαγώνια από το τέρμα. Η πρόκληση ήταν να σουτάρει 30 φορές και να βρει τη συμβολή των δοκαριών τουλάχιστον τις μισές. Ο Πούσκας έστειλε τη μπάλα 27 φορές στη συμβολή.[37] Δεν είναι λίγες οι αναμνήσεις ακόμα και ανθρώπων άσχετων με το ποδόσφαιρο που εντυπωσιάστηκαν από την υποδειγματική του ευστοχία.[203] Ο Σέμπες προέβλεψε δε ότι ο μαθητής του θα γίνει ένας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές στον κόσμο, συνέβαλε δε σημαντικά στην περαιτέρω εκπαίδευση και επιτυχία του. Οι δύο άνδρες συχνά συζητούσαν ζητήματα τακτικής με τον παίκτη να αποτελεί τον κύριο εκφραστή των ιδεών του προπονητή, ενώ είχε την ικανότητα να επηρεάζει και τις απόψεις του.[204][205][206] Οι πρώτες εμφανίσεις του έφεραν και διεθνή αναγνώριση και μετά από φιλικό αγώνα Ουγγαρίας - Ιταλίας στο Τορίνο που έληξε με νίκη της δεύτερης με 3–2 και ένα γκολ του Πούσκας, το 1947 η Γιουβέντους του έκανε δελεαστικότατη πρόταση που την απέρριψε.[31][50][207] Ως κίνητρο παραμονής η Χόνβεντ του πρόσφερε ένα κατάστημα σιδερικών για εκμετάλλευση από κοινού με τον Μπόζικ για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους.[208]
Η πρώτη διεθνής επιτυχία του Πούσκας ήρθε άμεσα μεταπολεμικά (1947) με την κατάκτηση του Βαλκανικού και Κεντροευρωπαϊκού πρωτάθληματος ποδοσφαίρου με την εθνική Ουγγαρίας να σημειώνει τέσσερις νίκες σε ισάριθμους αγώνες και ο ίδιος να πετυχαίνει τρία τέρματα σε δύο αγώνες που συμμετείχε.[209] Η καριέρα του στη συνέχεια με την Εθνική Ουγγαρίας (γνωστής ως Aranycsapat - «Αράντσιπατ», «Χρυσή ομάδα» - ή «Μαγικοί Μαγυάροι») ήταν λαμπρή συμπεριλαμβανομένων του χρυσού μεταλλίου της Ολυμπιάδας του 1952, δύο νικών σε βάρος της Αγγλίας (3–6 και 7–1), με τον πρώτο (25 Νοεμβρίου 1953) να αποτελεί την πρώτη εντός έδρας ήττα της Αγγλίας στην ιστορία της από μη βρετανική ομάδα, ονομαζόμενος στην εποχή του «ο αγώνας του αιώνα»[210][211] και τον δεύτερο (23 Μαΐου 1954) τη μεγαλύτερη σε έκταση ήττα της[19] και ένα ρεκόρ που κράτησε τέσσερις δεκαετίες με 32 συνεχόμενες συναντήσεις αήττητη (28 νίκες, 4 ισοπαλίες) σε χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών και ενός μηνός.[50][212] Η ήττα στην Πράγα από την Τσεχοσλοβακία τον Απρίλιο του 1949 ήταν η αφορμή για την αρχή. «Η Ουγγαρία έπρεπε να εξελίξει μία εντελώς νέα μέθοδο παιχνιδιού αν θέλαμε να προχωρήσουμε στο διεθνές ποδόσφαιρο» έγραψε ο Πούσκας στην αυτοβιογραφία του. Και το έκαναν, παράγοντας μια νέα λειτουργική δομή. «Οι παίκτες άλλαζαν συνεχώς θέση σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο». «Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι αντίπαλοί μας δεν μπορούσαν να μαντέψουν τα σχέδιά μας και βρέθηκαν σε δυσκολίες που δεν θα είχαν βιώσει αν ακολουθούσαμε τη συνήθη αγγλική μέθοδο παιχνιδιού».[22][213] Χατ τρικ σημείωσε ο Πούσκας τον επόμενο μήνα του στο πρώτο παιχνίδι της νέας εποχής που διεξήχθη στη Βουδαπέστη με αντίπαλο την Αυστρία με πέντε αλλαγές στη βασική ενδεκάδα που οδήγησαν σε μία μάλλον απρόσμενη συντριπτική νίκη με 6–1 δίνοντας το απαραίτητο ηθικό για τη συνέχεια.[214] Η ομάδα έδινε ένα φιλικό αγώνα κάθε εβδομάδα προκειμένου να αποκτήσει την απαραίτητη ομοιογένεια και τους αυτοματισμούς που ήθελε ο προπονητής της.[102] Η αήττητη αρχή έγινε το Μάιο του 1950 στη Βαρσοβία με τη νίκη επί της Πολωνίας με 5–2 με δύο τέρματα του αρχηγού.[215]
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950 η Ουγγαρία δε συμμετείχε.[216]
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι το 1952, «οι Μαγικοί Μαγυάροι» κέρδισαν εύκολα το χρυσό μετάλλιο με πέντε νίκες σε ισάριθμους αγώνες, συντελεστή τερμάτων 20–2, νικώντας στον ημιτελικό την κάτοχο του τίτλου Σουηδία με 6–0 και στον τελικό τη Γιουγκοσλαβία με 2–0. Η εμφάνισή τους προκάλεσε έκπληξη, ενώ το φαβορί της διοργάνωσης φαίνονταν η Σοβιετική Ένωση.[187][217][218] Ο Πούσκας σημείωσε τέσσερα τέρματα, δύο στον προημιτελικό απέναντι στην Τουρκία (7–1), ένα στον ημιτελικό με τη Σουηδία (6–0) και το τέταρτο στον τελικό αγώνα με ατομική προσπάθεια ανοίγοντας το σκορ στο 70ο λεπτό, ενώ έδωσε και μια ασίστ για το δεύτερο γκολ της συνάντησης.[219][220] Συνολικά παρείχε έξι ασίστ συνολικά συμβάλλοντας έτσι στα μισά γκολ της Ουγγαρίας. Στον τελικό έχασε και πέναλτι, ένα από τα μόλις τρία χαμένα στην καριέρα του (70 στα 73).[35][221][222] Επιλέχθηκε ως ο καλύτερος παίκτης και στην καλύτερη ενδεκάδα της διοργάνωσης.[223] Σε εκείνη τη διοργάνωση ξεκίνησε η εφαρμογή του νέου τρόπου παιχνιδιού της ομάδας που έφερε την επανάσταση στον κόσμο του ποδοσφαίρου.[224][225][226] Το 1953 κατέκτησε το πέμπτο Διεθνές Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης, όπου συμμετείχαν έξι εθνικές ομάδες και θεωρείται ως ο πρόδρομος του Κυπέλλου Εθνών Ευρώπης (αργότερα Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου). Στον σημαντικότερο αγώνα της διοργάνωσης στο νεόκτιστο Ολυμπιακό Σταδίο της Ρώμης (17 Μαΐου) η Ουγγαρία νίκησε την Ιταλία με 3–0 με τον Πούσκας να σημειώνει δύο γκολ. Ήταν καλύτερος παίκτης και πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης με 10 τέρματα σε 8 αγώνες.[227][228][229]
Στον ηχηρό θρίαμβο επί της Αγγλίας στο Στάδιο Γουέμπλεϊ στις 25 Νοεμβρίου 1953, ο Πούσκας στην προθέρμανση έκανε μια εκθαμβωτική επίδειξη κόλπων, όπως τρέχοντας την μπάλα από τον ώμο του και κάτω από την αριστερή πλευρά του σώματός του και μέχρι το παπούτσι του, που σίγησαν το πλήθος των θεατών.[230] Το προβάδισμα των Ούγγρων ήταν από το πρώτο λεπτό και ο ίδιος πέτυχε το τρίτο γκολ που παραδέχθηκε αργότερα ότι ήταν από τα καλύτερα της καριέρας του. Πριν νικήσει τον Άγγλο τερματοφύλακα, είχε την πολυτέλεια να ντροπιάσει τον Άγγλο αρχηγό Μπίλι Ράιτ με μία ντρίπλα, τραβώντας τη μπάλα προς τα πίσω με τη σόλα του. Οι Τάιμς του Λονδίνου (The Times) χαρακτήρισαν τον Άγγλο αρχηγό «σαν μια πυροσβεστική μηχανή που πήγε σε λάθος φωτιά». Το αποτέλεσμα σε εκείνο τον αγώνα θα μπορούσε να ήταν πολύ ευρύτερο καθώς οι Ούγγροι είχαν 35 τελικές προσπάθειες και οι Άγγλοι μόνο έξι, παρά το γεγονός ότι δεν θεωρείται ότι έπαιξαν άσχημα.[231][232][233] Ο Ράιτ είπε μετά τον αγώνα ότι «εννέα φορές στις 10 θα είχα κερδίσει αυτή τη μπάλα, αλλά αυτή ήταν η δέκατη και ο αντίπαλός μου ήταν ο ασύγκριτος Πούσκας».[210] Η εξαιρετική απόδοση του Πούσκας εκτός από τα δύο γκολ που σημείωσε συμπληρώθηκε και με την ασίστ στο έκτο που σημείωσε ο Χιντεγκούτι.[112][234] Ο αγώνας αυτός συνέβαλε τα μέγιστα στην ατομική του καταξίωση.[195] Στις αρχές του 1954 σε ψηφοφορία ειδικών της ελβετικής αθλητικής εφημερίδας Sport της Ζυρίχης συμπεριλήφθηκε στην «καλύτερη ποδοσφαιρική ομάδα όλων των εποχών».[235] Και στη νίκη της Βουδαπέστης σημείωσε δύο γκολ, ενώ παρείχε και δύο ασίστ.[19][236][237] Όπως τόνισε ο ίδιος: «Δείξαμε τον χρυσό κανόνα του ποδοσφαίρου, και αυτός είναι: ο καλός παίκτης συνεχίζει να παίζει ακόμα και χωρίς μπάλα. Όλη την ώρα τοποθετείται έτσι ώστε όταν έρθει η μπάλα να μπορεί να την εκμεταλλευτεί σωστά». Αυτό είναι βασικό στοιχείο στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, αλλά τότε, για τα μάτια των Άγγλων, ήταν εξωπραγματικό.[17] Ο μύθος της αγγλικής ανωτερότητας καταστράφηκε αμετάκλητα με ριζικές αλλαγές (αρχικά στη Αγγλία) στον παραδοσιακό τρόπο παιχνιδιού που ουσιαστικά ήταν αναλλοίωτο για ένα τέταρτο του αιώνα.[238][239][240] Λίγοι από τις ευρωπαϊκές χώρες περίμεναν την ουγγρική ομάδα να πρωταγωνιστήσει, παρά την ιστορία της Ουγγαρίας πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι άλλες ομάδες εξεπλάγησαν από την ικανότητα των Μαγυάρων και η Ουγγαρία συγκλόνισε τον κόσμο με τις εμφανίσεις και με την εύκολη επικράτησή της ως κορυφαίας ομάδας της εποχής.[241][242] Όπως εξηγεί ο συγγραφέας ποδοσφαίρου Τζόναθαν Ουίλσον (Jonathan Wilson) στο βιβλίο του The Names Heard Long Ago η χρυσή εποχή του ουγγρικού ποδοσφαίρου διαμόρφωσε το σύγχρονο παιχνίδι - με τα λόγια του κεντρικού μέσου της εθνικής Αγγλίας Σιντ Όουεν χαρακτηριστικά «το να παίζεις εναντίον τους ήταν σαν να παίζεις με ανθρώπους από το διάστημα».[94][243] Ο Πούσκας βοήθησε την ουγγρική εθνική ομάδα να αναπτύξει λειτουργία ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου με την ολλανδική σχολή να το υλοποιεί πλήρως αργότερα, απλά η ουγγρική έκδοση του ποδοσφαίρου της νέας εποχής θεωρείται ημιτελής, αλλά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο πρόδρομος:[4][239][244][245] το 2–3–5 που ήταν το σύστημα που κυριάρχησε τις προηγούμενες δεκαετίες άρχισε να αποκτά διαφοροποιήσεις, τόσο στη διάταξη, όσο και στις κινήσεις των ποδοσφαιριστών, τεχνικά θεωρούμενη ως άτυπη εφαρμογή του συστήματος 4–2–4, που επικράτησε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 πρωτίστως από τη Βραζιλία στο επόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο.[246][247][248]
Παγκόσμιο Κύπελλο 1954
Στην εντυπωσιακή σειρά των Μαγυάρων περιλαμβάνονται και οι δύο πρώτοι αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954 στην Ελβετία, όπου ο φυσικός της ηγέτης σημείωσε τρία τέρματα, δύο κατά της Νότιας Κορέας (το πρώτο στον εναρκτήριο αγώνα και το τελευταίο) στη μεγαλύτερη νίκη στην ιστορία της διοργάνωσης με 9–0 και ένα στο θρίαμβο με 8–3 απέναντι στη Δυτική Γερμανία στην πρώτη φάση, σε μια από τις καλύτερες εμφανίσεις εκείνης της ομάδας.[249][250][251] Η ήττα ήρθε στο σημαντικότερο όμως αγώνα, στον τελικό (4 Ιουλίου 1954 - ίσως το συγκλονικότερο όλων των τελικών), όπου η Δυτική Γερμανία νίκησε με 3–2 προς έκπληξη όλων (από τους 40 δημοσιογράφους που κάλυπταν τον αγώνα μόνο ένας πίστευε σε νίκη των Γερμανών).[252][253] Ο Πούσκας άνοιξε το σκορ στο έκτο λεπτό δύο λεπτά αργότερα τα γκολ έγιναν δύο. Η καταρρακτώδης βροχή που ξέσπασε ευνόησε τους σκληροτράχηλους Δυτικογερμανούς απέναντι στους τεχνίτες (και ίσως εφησυχασμένους - γεγονός που παραδέχθηκε ο Πούσκας μεταγενέστερα[254]) αντιπάλους τους, που πέτυχαν τρία τέρματα, τα δύο πρώτα γρήγορα στο πρώτο ημίχρονο και το τελευταίο στο 84ο λεπτό ανατρέποντας το αποτέλεσμα. Η υπεροχή των Ούγγρων ήταν σαφής με 26 τελικές προσπάθειες έναντι 16 των Γερμανών.[255] Δύο λεπτά πριν από το τέλος του παιχνιδιού, ο Πούσκας πέτυχε τέρμα ισοφαρίζοντας τον τελικό, αλλά ακυρώθηκε από τον Βρετανό διαιτητή Ουίλιαμ Λινγκ ως οφσάιντ, με την υπόδειξη του Ουαλού επόπτη, παρά τις διαμαρτυρίες των Ούγγρων και πολλών από το πλήθος. Όλοι ήταν έκπληκτοι καθώς το γκολ φαίνονταν νόμιμο, αλλά το αποτέλεσμα δεν άλλαξε και έμεινε γνωστό ως το «θαύμα της Βέρνης». Στο τελευταίο λεπτό των καθυστερήσεων, ο Κότσις θα ανατραπεί αντικανονικά μέσα στην περιοχή αλλά πέναλτι δεν θα δοθεί. Ο αγώνας θα τελειώσει με τους Δυτικογερμανούς να κάνουν το «θαύμα» νικώντας και τους Ούγγρους να ξεσπούν σε κλάματα.[20][256][257][258][259] Ο διαιτητής αρχικά είχε κατακυρώσει το γκολ.[260] Η απόδοση του Πούσκας ήταν κατώτερη των δυνατοτήτων του, όμως και ο ίδιος επέμενε στη συμμετοχή του.[45][230][261] Το γκολ του όμως που ακυρώθηκε και θα άλλαζε την εξέλιξη του τελικού ακόμα και ο Γερμανός επιθετικός Χανς Σάφερ (Hans Schäfer) επιβεβαίωσε αργότερα στη γερμανική εφημερίδα Zeit, δεν ήταν σε καμία περίπτωση από θέση οφσάιντ.[262] Οι φήμες ότι η απόδοση των παικτών της γερμανικής εθνικής δεν ήταν φυσική αλλά ότι ήταν ντοπαρισμένοι έκαναν άμεσα την εμφάνισή τους. Οκτώ από τους νέους παγκόσμιους πρωταθλητές νοσηλεύονται με ίκτερο, ενώ και η μεταγενέστερη πορεία Δυτικογερμανών παικτών ενισχύουν τις ενδείξεις με την ενδεκάδα του τελικού να μην αγωνίζεται ποτέ ξανά.[130][263] Έγινε λόγος για ντόπινγκ, μετά την ανακάλυψη φιαλιδίων στις τουαλέτες της γερμανικής ομάδας. Παρά τις επίσημες δηλώσεις των Γερμανών υπευθύνων (οι οποίοι θα υποστηρίξουν ότι υπήρχαν μόνο γλυκόζη και βιταμίνη C στις φιάλες), υπήρχε η υποψία ότι κάποια άλλη ουσία ήταν το περιεχόμενο.[264] Ακόμη και μισό αιώνα αργότερα γίνονταν έρευνες για τα όσα συνέβησαν σε εκείνο το Παγκόσμιο Κύπελλο από τον γερμανικό τύπο και όχι μόνο. Η Γερμανική Ολυμπιακή Επιτροπή το 2010 αποκάλυψε ότι οι παίκτες είχαν ντοπαριστεί με περβιτίνη, μία μεθαμφεταμίνη επίσης γνωστή ως «φάρμακο του στρατιώτη».[265][266][267] Το 2013 έρευνα του Πανεπιστημίου του Βερολίνου επιβεβαίωσε την ύπαρξη ενός προγράμματος υψηλού κόστους που υποστηρίζονταν από τη γερμανική κυβέρνηση, το οποίο ξεκίνησε τη δεκαετία του 1940 και συνεχίστηκε για χρόνια.[268][269]
Εκείνος ο τελικός έμεινε στην ιστορία ως η μεγαλύτερη αδικία σε τελική φάση της κορυφαίας ποδοσφαιρικής διοργάνωσης.[53][272][273] Όταν οι αναφορές αφορούν στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου στην Ελβετία, μια ομάδα και ο πρωταγωνιστής τους ξεχωρίζουν, η Ουγγαρία και ο Φέρεντς Πούσκας, στο πρόσωπο του οποίου αναγνώρισαν τον καλύτερο ποδοσφαιριστή που έχει εμφανιστεί μέχρι τότε, παρά το γεγονός ότι έχασε εκείνο τον αγώνα.[274][275][276] Ήταν ο δεύτερος από τους τρεις αγώνες με πρωταγωνιστή τον Ούγγρο, που έμειναν στην ιστορία για την αξία τους από πολλαπλές πλευρές, ο δε ίδιος σκόραρε και στους τρεις.[130] Ο Άλεξ Φέργκιουσον είχε δηλώσει σχετικά με τον Πούσκας και τον τελικό: «Ήταν εξαιρετικός παίκτης στην εποχή του χωρίς αμφιβολία. Το πως η Ουγγαρία δεν κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954 με ξεπερνά».[277][278][279] Στον προηγούμενο αγώνα της διοργάνωσης απέναντι στη Δυτική Γερμανία ο Πούσκας υπέστη κάταγμα αστραγάλου (από μαρκάρισμα κατά πολλούς εσκεμμένο) και απείχε του προημιτελικού και του ημιτελικού.[280][281][282] Το φάουλ του Βέρνερ Λίμπριχ (Werner Liebrich) έγινε 20 λεπτά πριν το τέλος του παιχνιδιού όταν αυτό ήταν ήδη στο 5–1 υπέρ των Ούγγρων[11][254] και επικρίθηκε ακόμα και από το γερμανικό τύπο.[283] Στα δύο ιστορικά παιχνίδια με τις δύο φιναλίστ του προηγούμενου Παγκοσμίου Κυπέλλου, Βραζιλία και Ουρουγουάη οι Μαγυάροι επιβλήθηκαν με το ίδιο σκορ (4–2). Για τον τελικό ο Πούσκας δεν ήταν ιατρικά έτοιμος αλλά η συμμετοχή του δεν ήταν υπό αμφισβήτηση.[259][261] Ψηφίστηκε καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης και στην καλύτερη ομάδα.[250][284] Σε πέντε αγώνες της διοργάνωσης η ομάδα σημείωσε 27 τέρματα (μ.ο. ανά αγώνα 5,4, ρεκόρ που παραμένει ακατάρριπτο), ενώ ακατάρριπτα μένουν και τα ρεκόρ για τη μεγαλύτερη διαφορά τερμάτων και τον αντίστοιχο μέσο όρο (+17, +3,4).[285][286] Η απογοήτευση των Ούγγρων φιλάθλων ήταν μεγάλη στη Βουδαπέστη με την αποστολή της ομάδας να καθυστερεί την άφιξή της. Οι πολίτες επιτέθηκαν στα διαμερίσματα των παικτών και στην έδρα του εθνικού ραδιοφωνικού σταθμού. Οι παίκτες φοβόντουσαν για τουλάχιστον δύο εβδομάδες ακόμη και να κυκλοφορήσουν. Ο Πούσκας και ο Σέμπες ήταν οι κύριοι στόχοι και έφτασαν στα σπίτια τους με αστυνομική προστασία.[130][287]
Η αποτυχία κατάκτησης του παγκόσμιου τίτλου δεν επηρέασε την μακροχρόνια ευρεία αναγνώρισή του ως ένας από τους δύο κορυφαίους Ευρωπαίους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών με το Γιόχαν Κρόιφ να επαναλαμβάνει την ιστορία σε Παγκόσμιο Κύπελλο δύο δεκαετίες αργότερα.[204][288][289][290][291][292] Ο Πούσκας συνέχισε τη διεθνή καριέρα του με την ομάδα της Ουγγαρίας διατηρώντας το αήττητο με την ομάδα μέχρι το τέλος. Τελευταίος αγώνας του ήταν στις 14 Οκτωβρίου 1956 σε φιλική αναμέτρηση με την Αυστρία στη Βιέννη, όπου και πέτυχε και το τελευταίο του γκολ με την εθνική Ουγγαρίας (αποτέλεσμα 0–2).[194][120][293] Οι επιδόσεις του Πούσκας με την εθνική του ομάδα σε συμμετοχές και τέρματα αποτελούσαν ρεκόρ κόσμου, με την επίδοση των 84 γκολ να καταρρίπτεται 47 χρόνια αργότερα,[31][294] ενώ ως ευρωπαϊκή μετά από 62 χρόνια.[295][296][297] Έγινε κάτοχος του ρεκόρ τερμάτων με το 60ό που ήταν το πρώτο του που σημειώθηκε στον ιστορικό αγώνα με την Αγγλία στο Λονδίνο και του ρεκόρ συμμετοχών στις 15 Ιουλίου 1956 σε αγώνα με αντίπαλο την Πολωνία όταν έκανε την 81η του εμφάνιση.[298] Παραμένει ο κάτοχος του παλαιότερου εθνικού ρεκόρ στον κόσμο που δεν έχει καταρριφθεί ή ισοφαριστεί.[299]
Τελευταία χρόνια
Έλαβε την ισπανική ιθαγένεια το 1961 και συμμετείχε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962 στη Χιλή ως μέλος της Ισπανικής εθνικής ομάδας. Ωστόσο, η απόδοσή του ήταν απογοητευτική και δεν κατάφερε να βρει το στόχο σε κανέναν από τους τρεις αγώνες, χρησιμοποιούμενος όμως ως κεντρικός επιθετικός (ο τραυματίας Ντι Στέφανο δεν μπόρεσε να αγωνιστεί) που δεν ήταν η θέση του. Η Ισπανία αποκλείστηκε από τη δεύτερη φάση.[35][97] Το 1962 έπαιξε τον τέταρτο και τελευταίο αγώνα της διεθνούς δραστηριότητάς του με τη νέα εθνική του απέναντι στη Βραζιλία στις 6 Ιουνίου (νίκη των μετέπειτα πρωταθλητών Βραζιλιάνων με 2–1), τον τελευταίο αγώνα της Εθνικής Ισπανίας στη διοργάνωση.[194][300] Στις 28 Οκτωβρίου 1963 συμμετείχε σε αγώνα της ανεπίσημης ομάδας της Μαδρίτης σημειώνοντας δύο γκολ.[301] Παρά την απόκτηση της ισπανικής υπηκοότητας, κατά την παραμονή του στην ηβηρική χώρα παρακολουθούνταν από τις μυστικές υπηρεσίες του καθεστώτος της Ισπανίας, η αλληλογραφία του με την πατρίδα του παρεμποδίζονταν.[118][302]
Τους πρώτους μήνες του 1967 συμμετείχε σε μερικούς φιλικούς αγώνες με τη Ρεάλ, ενώ αξιομνημόνευτη είναι η συμμετοχή του σε αγώνα που διοργανώθηκε από την ομάδα του Νότιου Λίβερπουλ στις 8 Μαΐου ανάμεσα σε επίλεκτες ομάδες, τα έσοδα του οποίου θα πήγαιναν σε τοπικές φιλανθρωπικές οργανώσεις για να βοηθήσουν τα στερημένα παιδιά, τους συνταξιούχους και τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Ο Πούσκας αγωνίστηκε και γνώρισε την αποθέωση από τους 10.000 φιλάθλους σημειώνοντας χατ τρικ στο τελικό 5–3.[307][308][309] Στις 26 Μαΐου 1969, η Ρεάλ Μαδρίτης διοργάνωσε αποχαιρετιστήριο αγώνα προς τιμή του αντιμετωπίζοντας στο γήπεδό της τη Ραπίντ Βιέννης μπροστά σε 80.000 φιλάθλους. Η ισπανική ομάδα νίκησε με 4–2.[212][310]
Προπονητής
Μετά την αποχώρησή του από τα γήπεδα ακολούθησε προπονητική καριέρα σε διάφορες χώρες σε τέσσερις ηπείρους ακολουθώντας παραδοσιακά συστήματα στον αγωνιστικό χώρο και εστιάζοντας στον ομαδικό τρόπο παιχνιδιού.[105][311][312] Ξεκίνησε την καριέρα του για μικρά χρονικά διαστήματα στην Ισπανία και στο Πρωτάθλημα της Βόρειας Αμερικής χωρίς επιτυχία.[313][314] Στη συνέχεια έγινε ιδιαίτερα γνωστός με την καριέρα του στην Ελλάδα, καθώς ανέλαβε το 1970 τον Παναθηναϊκό (έως το 1974), καταφέρνοντας να τον οδηγήσει στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971 (2 Ιουνίου) στο Στάδιο Γουέμπλεϊ του Λονδίνου, όπου ηττήθηκε με 2–0 από την τότε ανερχόμενη υπερδύναμη του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου Άγιαξ.[33][315][316]
Ο Παναθηναϊκός είχε μείνει χωρίς προπονητή μετά την αποχώρηση του Λάκη Πετρόπουλου για την Εθνική και ο τότε πρόεδρος έψαχνε για αντικαταστάτη και βρήκε τον Πούσκας ως το καταλληλότερο πρόσωπο για επιτυχημένη ευρωπαϊκή πορεία, παρά τη μικρή του εμπειρία. Πράγματι, στις 2 Ιουνίου 1970 ο Ούγγρος ανέλαβε την ομάδα και ήδη στους πρώτους μήνες, ο Παναθηναϊκός είχε ισοφαρίσει το ευρωπαϊκό ρεκόρ των ελληνικών ομάδων που είχαν προχωρήσει σε δεύτερο γύρο ευρωπαϊκής διοργάνωσης μόνο δύο φορές στο παρελθόν. Με τον αποκλεισμό στο δεύτερο γύρο της προ διετίας νικήτριας του Κυπέλλου Κυπελλούχων, Σλόβαν Μπρατισλάβας, έκανε αίσθηση στην Ευρώπη.[317][318][319] Με τις συναντήσεις απέναντι στην Έβερτον και τον Ερυθρό Αστέρα Βελιγραδίου (σε μία από τις μεγαλύτερες ανατροπές στη μέχρι τότε ιστορία του θεσμού, ήττα με 4–1 στη Γιουγκοσλαβία, νίκη 3–0 στην Αθήνα) η αθηναϊκή ομάδα κατάφερε κάτι που δεν είχε συμβεί μέχρι τότε και ούτε έχει ξανασυμβεί έκτοτε: να φτάσει στον τελικό της κορυφαίας ευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης, διάκριση που παρέμεινε ιστορική για το σύλλογο και το ελληνικό ποδόσφαιρο. Με τους «πράσινους» κέρδισε και δύο πρωταθλήματα, αγαπήθηκε όσο ελάχιστοι από τους οπαδούς του σωματείου, ενώ στην ιστορία έμεινε η φράση που χρησιμοποιούσε «έντεκα αυτοί, έντεκα και εμείς»,[100][318] ή λέγοντας «οι αντίπαλοι παίκτες έχουν μόνο δύο πόδια σαν εμάς και έχουν μόνο 11 παίκτες».[315][318] Έφερε σημαντικές αλλαγές στην ομάδα τόσο από πλευράς τακτικής με την καθιέρωση νέων παικτών - ορισμένοι από τους οποίους πρωταγωνίστησαν στο ελληνικό ποδόσφαιρο μέχρι και την επόμενη δεκαετία όπως οι Καψής, Ελευθεράκης - όσο και από πλευράς νοοτροπίας, δίνοντας αίγλη στο σύλλογο: όπου και αν πήγαινε η ομάδα οι δημοσιογράφοι επικεντρώνονταν σε αυτόν.[109] Ανήμερα της συμπλήρωσης 43 χρόνων από τον τελικό έγιναν αποκαλυπτήρια της προτομής - αναμνηστικής πλάκας του Φέρεντς Πούσκας στο γήπεδο της Λεωφόρου παρουσία του πρωθυπουργού της Ουγγαρίας.[315][320]
Το 1975 ανέλαβε τη Ρεάλ Μούρθια, ενώ την επόμενη χρονιά ήταν προπονητής της εθνικής ομάδας της Σαουδικής Αραβίας και την ίδια χρονιά διηύθυνε την Κόλο-Κόλο της Χιλής, όπου πέρασε δύο χρόνια, χωρίς να γνωρίσει αξιοσημείωτη επιτυχία.[197][313] Τη σεζόν 1978–79 ήταν και πάλι στην Ελλάδα ως προπονητής της ΑΕΚ.[28][146] Ο σύλλογος της Αθήνας κατέκτησε το πρωτάθλημα και ο Πούσκας μοιράστηκε τον τίτλο μαζί με τον Ανδρέα Σταματιάδη, που τον διαδέχθηκε.[316] Στην Ελλάδα αγαπήθηκε ιδιαίτερα: εξωστρεφής χαρακτήρας, πρόσχαρος και φιλικός, γλεντζές, ταίριαζε στη νοοτροπία του κόσμου. Διατηρούσε το ηθικό του και μετά τις αποτυχίες και ο επικοινωνιακός Ούγγρος το μετέφερε με ευκολία στους παίκτες του.[109][321]
Το 1989 ανέλαβε την ελληνική-ομογενειακή ομάδα της Νότιας Μελβούρνης (Σάουθ Μέλμπουρν ΦΚ) στην Αυστραλία οδηγώντας την στην κατάκτηση ενός πρωταθλήματος και δύο Κυπέλλων. Το αυστραλιανό ποδόσφαιρο ήταν ακόμα ημιεπαγγελματικό το 1989 και η εθνική του ομάδα, εκτός από μια μοναδική εμφάνιση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, σε μεγάλο βαθμό ήταν ανώνυμη στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Μία μικρή εγχώρια σκηνή όπου κυριαρχούσαν από κοινότητες που έφτασαν στην Αυστραλία στο κύμα μετανάστευσης από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που, με το ποδόσφαιρο να χρησιμεύει ως συνδετικός κρίκος ένωσε αυτούς με τους νέους Αυστραλούς, δημιούργησαν συλλόγους που έκτοτε ήρθαν και σχημάτισαν τη ραχοκοκαλιά του εθνικού πρωταθλήματος NSL. Ο Πούσκας έδειξε αναμφισβήτητο πάθος και ισχυρή εστίαση στην ανάπτυξη του αθλήματος, το NSL όμως επισκιαζόταν από άλλα αθλήματα στην Αυστραλία. Παλεύοντας για τη δημοφιλή αναγνώριση, οι θεατές ήταν σχετικά λίγοι και οι σύλλογοι διοικούνταν σε μεγάλο βαθμό από εθελοντές και όχι επαγγελματίες. Ο ομογενής παίκτης Άγγελος Ποστέκογλου (τότε αρχηγός της ομάδας και μετέπειτα προπονητής, μεταξύ των ομάδων που ανέλαβε ήταν και η Σέλτικ Γλασκώβης) αναφέρεται τονίζοντας ότι
δεν ήταν μόνο αυτό που πρόσφερε ως προπονητής, αλλά ολόκληρη η φιλοσοφία του στη ζωή και στο ποδόσφαιρο. Παρά το γεγονός ότι ο Πούσκας δεν έπαιξε ποτέ στη Αυστραλία (οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1956 στη Μελβούρνη διοργανώθηκαν όταν ήδη είχαν ξεσπάσει τα γεγονότα στην Ουγγαρία και η εθνική δεν συμμετείχε), ένα άγαλμά του διακοσμεί το Ολυμπιακό χωριό στη Μελβούρνη από το 2017 προς τιμή της συνεισφοράς του στην ανάπτυξη του δημοφιλέστερου αθλήματος στη μικρότερη των ηπείρων.[322][323]
Επιστροφή στην Ουγγαρία
Το 1981 επέστρεψε στην πατρίδα του μετά από 25 χρόνια με την ευκαιρία του γυρίσματος ταινίας αφιερωμένης στη «Χρυσή Ομάδα». Έλαβε θερμή υποδοχή, αλλά η αποκατάσταση στο πρόσωπό ήταν ανεπίσημη με τις μέχρι τότε οι αναφορές να μην επιτρέπονταν λόγω της φυγής του από τη χώρα. Δόθηκε και ένας τιμητικός αγώνας βετεράνων μπροστά σε 80.000 θεατές στον οποίο συμμετείχε και ο ίδιος.[24][92][324] Για τη συνάντηση αυτή, η ζήτηση εισιτηρίων ξεπέρασε τη χωρητικότητα του γηπέδου κατά πέντε φορές, παρόλο που η ενημέρωση έγινε αποκλειστικά από στόμα σε στόμα με τα εθνικά μέσα ενημέρωσης να μην καλύπτουν τον αγώνα.[325] Εγκαταστάθηκε μόνιμα στην πατρίδα του το 1991 και του αποδόθηκαν όλοι οι τίτλοι (προήχθη σε αντισυνταγματάρχη και κατόπιν σε συνταγματάρχη) και οι τιμές του παρελθόντος. Ανέλαβε αρχικά διευθυντής διεθνών σχέσεων της Ομοσπονδίας και επόπτης της ομάδας νέων έως το 1997. Το 1993 είχε την τεχνική ευθύνη ως προπονητής της εθνικής ομάδας της χώρας του για τέσσερις αγώνες στην προσπάθεια να οδηγήσει την Ουγγαρία στους τελικούς του Παγκοσμίου Κυπέλλου, χωρίς όμως να τα καταφέρει.[26][230][326] Στις 20 Ιανουαρίου 1997 στο Μόναχο βραβεύτηκε από την IFFHS ως ο κορυφαίος σκόρερ των πρωταθλημάτων πρώτης κατηγορίας με 512 τέρματα,[13][197][327] ενώ το τότε εκτιμώμενο σύνολο ήταν 780 τέρματα σε επίσημους αγώνες.[328] Η πιο πρόσφατη τεκμηρίωση της RSSSF (2023) αναφέρει 516 τέρματα σε 532 αγώνες πρώτης κατηγορίας πρωταθλήματος.[76] Στις 2 Απριλίου 1997 με τη συμπλήρωση των 70 χρόνων του η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) στη Βουδαπέστη τον τίμησε με το ασημένιο Ολυμπιακό Τάγμα, μόλις ο δεύτερος τότε ποδοσφαιριστής που του έγινε η τιμή.[197][220] Το 1998 έγινε ένας από τους πρώτους πρεσβευτές της FIFA - Παιδικά Χωριά SOS,[329] ενώ τον Ιούλιο του 1999, η κυβέρνηση της χώρας του τον ανακήρυξε επίτιμο πρεσβευτή του αθλητισμού των Μαγυάρων στον κόσμο.[197] Η επιστροφή του στην πατρίδα τον έβαλε στη σφαίρα του εθνικού μύθου θεωρούμενος ως μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στην ιστορία της χώρας.[48][92][330] Το 1999 η γαλλική αθλητική εφημερίδα L'Équipe τον ονόμασε Ευρωπαίο ποδοσφαιριστή του αιώνα.[94][331] Το 2000 η Χόνβεντ απέσυρε τη φανέλα με τον αριθμό 10.[40]
Το 2005 ιδρύθηκε ποδοσφαιρικός σύλλογος με το όνομά της προς τιμή του (Πούσκας Ακαντέμια-Puskás Ferenc Labdarugó Akadémia ή απλά Puskás Akadémia) με έδρα το Felcsút της Ουγγαρίας. Το γήπεδο της ομάδας εγκαινιάστηκε το 2014, και ονομάστηκε «Πάντσο Αρένα». Στόχος των δημιουργών είναι να ιδρύσουν μια ακαδημία και να δημιουργήσουν ένα κατάλληλο μνημείο-μουσείο για τον εθνικό ποδοσφαιριστή. Η συλλογή βασίζεται στη μεγάλη κληρονομιά του που ήρθε από την Ισπανία το 2011, αλλά η ακαδημία συλλέγει όλα τα αντικείμενα, φωτογραφίες, τρόπαια και έγγραφα που διακηρύσσουν τη δόξα του παρελθόντος του ουγγρικού ποδοσφαίρου. Μίλησαν επίσης για ένα νέο ακαδημαϊκό σύστημα για την επανεκκίνηση του ουγγρικού ποδοσφαίρου. Ο Πούσκας είχε την ιδέα μιας Ακαδημίας με σκοπό την αναβάθμιση του αθλήματος στη χώρα που βρίσκεται σε κατακόρυφη πτώση τις τελευταίες δεκαετίες. Μετά το θάνατό του, η χήρα του συμφώνησε να ονομαστεί η νεοσύστατη ακαδημία με το όνομα του συζύγου της.[330][332][333]
Το 2000 ο Πούσκας διαγνώστηκε ότι έπασχε από τη νόσο Αλτσχάιμερ, για την οποία χρειάστηκε νοσηλεύτηκε μέχρι το τέλος της ζωής του.[36] Το 2001 ψηφίστηκε αθλητής του αιώνα στην Ουγγαρία από το Nemzeti Sport υπό την αιγίδα της Ολυμπιακής Επιτροπής της Ουγγαρίας.[96] Το 2002 το κεντρικό στάδιο της Βουδαπέστης πήρε το όνομά του προς τιμή του.[324][334] Ο ίδιος παραβρέθηκε στην τελετή που έγινε παρουσία 50.000 κόσμου αλλά η κατάσταση της υγείας του δεν του επέτρεψε να χαρεί ανάλογα της τιμής.[97] Το 2003 επελέγη ως ο «χρυσός παίκτης» της Ουγγαρίας στην επέτειο των 50 χρόνων της UEFA,[335] ενώ το 2004 ονομάστηκε «Αθλητής του Έθνους».[336] Παρά και τη γεμάτη επιτυχίες καριέρα του τελείωσε τη ζωή του σε οικονομική ανάγκη. Αποτυχημένες επενδύσεις και η απλόχερη αντιμετώπιση ανθρώπων του περιβάλλοντός του τον έφεραν σε αυτή τη θέση.[114][337][338] Το 2005 η οικογένειά του δημοπράτησε βραβεία του όπως το ασημένιο μετάλλιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954 ή του «χρυσού παπουτσιού» του κορυφαίου σκόρερ για να χρηματοδοτήσει τη θεραπεία της ασθένειας του Αλτσχάιμερ.[56][272][339] Διακομίστηκε σε νοσοκομείο της Βουδαπέστης τον Σεπτέμβριο του 2006. Απεβίωσε στις 17 Νοεμβρίου του 2006 από πνευμονία.[2][334] Το φέρετρό του μεταφέρθηκε από το Στάδιο «Φέρεντς Πούσκας» στην Πλατεία Ηρώων για στρατιωτικό χαιρετισμό. Ενταφιάστηκε στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου, τιμή που δίνεται σε πολιτικούς ηγέτες και αγίους.[30][340][341]
Για τη σχέση του με το ποδόσφαιρο ο Πούσκας είχε δηλώσει: «Αγαπούσα το ποδόσφαιρο, αγαπώ το ποδόσφαιρο! Αγάπησα την οικογένειά μου και ήμουν πάντα στο γήπεδο ποδοσφαίρου, δεν με ενδιέφερε τίποτα άλλο. Η μπάλα ήταν πάντα το κατοικίδιο ζώο μου. Θα μπορούσα να αισθάνομαι βέβαιος όταν είχα την μπάλα ή όταν την κλωτσούσα».[293][342] Το 1997 κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία του με τίτλο PUSKAS on Puskas.[343]
Παρά το γεγονός ότι στη μεγαλύτερη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, τόσο σε επίπεδο συλλόγων, όσο και εθνικής ομάδας συνυπήρξε με άλλους ιδιαίτερα ικανούς σκόρερ,[10] η αποτελεσματικότητά του έμεινε στην ιστορία.[183][279] Σύμφωνα με την RSSSF (Rec. Sport.Soccer Statistics Foundation) κατά τη διάρκεια της καριέρας του σημείωσε 802 γκολ σε 792 επίσημους αγώνες (με 548 τέρματα στα πρωταθλήματα).[16][344] Ανήκει στο μικρό κλαμπ των παικτών που έχουν πετύχει περισσότερα από 1.000 γκολ στην επαγγελματική καριέρα τους σε επίσημους και φιλικούς αγώνες (σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα του 1.176 τέρματα,[345] σύμφωνα με τα στοιχεία της RSSSF 1.569 ευρισκόμενος εδώ στη τέταρτη θέση.[16][346][347]). Σημείωσε συνολικά 61 χατ τρικ: 33 με τη Χόνβεντ (30 στο πρωτάθλημα, 3 στο Κύπελλο), 23 με τη Ρεάλ Μαδρίτης (12 στο πρωτάθλημα, 6 στο Κύπελλο, 5 στο Κύπελλο Πρωταθλητριών) και 5 με την εθνική ομάδα.[348][349] Παραμένει ο μόνος παίκτης που σκόραρε σε όλους τους διεθνείς τελικούς που συμμετείχε: Κυπέλλου Κεντρικής Ευρώπης, Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου, Ολυμπιακών Αγώνων, Κυπέλλου Πρωταθλητριών και Διηπειρωτικού Κυπέλλου.[336] Η ικανότητά του να παρέχει τελικές πάσες (ασίστ) ήταν επίσης εντυπωσιακή με τους υπολογισμούς να του αποδίδουν 404 ασίστ στα 719 από τα 792 επίσημα παιχνίδια που αγωνίστηκε (ανεπίσημα στοιχεία), τις περισσότερες από οποιοδήποτε άλλο στην ποδοσφαιρική ιστορία.[350][351][352] Ο αριθμός των ασίστ του με την εθνική Ουγγαρίας (53 ή 54 κατά άλλες πηγές) ήταν ρεκόρ κόσμου (ανεπίσημα) που ξεπεράστηκε περισσότερο από μισό αιώνα αργότερα.[353][354][355]
Το 2009 η FIFA καθιέρωσε το «Βραβείο Πούσκας» προς τιμή του που απομένεται ετήσια στον ποδοσφαιστή ή ποδοσφαιρίστρια που θα σημειώσει το πιο θεαματικό γκολ κατά τη διάρκεια της χρονιάς.[356][357] Το 2011 ήταν ένα από τα 15 πρώτα μέλη που εισήχθησαν στην Αίθουσα Φήμης του Ποδοσφαίρου (Salón de la Fama del Fútbol) στην Πατσούκα, της πολιτείας Ιδάλγο του Μεξικού.[358][359]
Η δημοφιλία του αυξήθηκε μετά το θάνατό του καθώς πολλά στοιχεία της καριέρας του ήρθαν στο φως της ευρύτερης δημοσιότητας στα τέλη του 20ού αιώνα. Αλλά δεν είναι, ίσως, τόσο ευρέως γνωστός όσο θα έπρεπε - ορισμένες φορές υποτιμάται στις εκτιμήσεις αρθρογράφων των τελευταίων δεκαετιών για τους κορυφαίους όλων των εποχών.[46][289][360] Οι αναφορές των ειδικών της εποχής του ακόμα και τον 21ο αιώνα τον αναγνωρίζουν στο ανώτατο επίπεδο των Πελέ, Ντιέγκο Μαραντόνα και Αλφρέδο Ντι Στέφανο.[4][46][262][361] Ο Πελέ είπε ενδεικτικά: «Αν ζούσε σήμερα, στην εποχή της τηλεόρασης και του διαδικτύου, ο Πούσκας θα ήταν ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής, όχι μόνο στη Γη αλλά ακόμα και στο φεγγάρι».[362] Εκείνη δε η εθνική Ουγγαρίας αναλυόμενη περαιτέρω με 42 νίκες, 7 ισοπαλίες και μία μόνο ήττα θεωρείται από πολλούς ως η καλύτερη όλων των εποχών.[24][99][183][363][364][365] Το 2016 σε διαδικτυακή ψηφοφορία του goal.com., πάνω από ένα εκατομμύριο άτομα επέλεξαν τον Πούσκας ως τον καλύτερο ποδοσφαιριστή στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων, ενδεικτικό της αξίας του ως ένα από τα μεγαλύτερα ποδοσφαιρικά είδωλα, ακόμα και δέκα χρόνια μετά το θάνατό του.[278][286][366] Την ίδια χρονιά η ιταλική ομάδα ΣΣ Σίνια 1914 (SS Signa 1914) ονόμασε τη νέο της γήπεδο με το όνομα του Πούσκας. Ο Ούγγρος ποδοσφαιριστής κατά τη διάρκεια της τιμωρίας του τον Ιανουάριο του 1958 αγωνίστηκε με το σύλλογο σε αγώνα με την Έμπολι.[367][368]
Ο αστεροειδής (82656) Puskás, που ανακαλύφθηκε το 2001 από το Παρατηρητήριο Καλάρ Άλτο στην Αλμερία, φέρει αυτό το όνομα στη μνήμη του, ο δεύτερος ποδοσφαιριστής (από τους μόνο τέσσερις) που του έγινε αυτή η τιμή.[369][370]
7ος καλύτερος παίκτης του 20ού αιώνα σε ψηφοφορία του γαλλικού περιοδικού France Football, ανάμεσα στους νικητές της Χρυσής Μπάλας
World Soccer περιοδικό : 7ος καλύτερος παίκτης του 20ού αιώνα
Κορυφαίος Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα - εφημερίδα L' Equipe
Το 1995, η Διεθνής Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του ποδοσφαίρου (IFFHS) βράβευσε τον Πούσκας ως τον κορυφαίο σκόρερ πρώτης κατηγορίας όλων των εποχών αναγνωρίζοντας 512 τέρματα σε 528 αγώνες πρωταθλήματος.
Gyorgy Szollosi : Puskas: Madrid, Magyars and the Amazing Adventures of the World’s Greatest Goalscorer (Freight Books, 2026) ISBN 978-0752444352
Jonathan Wilson : The Names Heard Long Ago: How the Golden Age of Hungarian Football Shaped the Modern Game. (Blink Publishing, 2019) ISBN 978-1788702263
Wilson, Jonathan : Inverting the Pyramid: The History of Football Tactics. (London: Orion Books, 2010), ISBN 978-9606829192
Terry Crouch : The World Cup: The Complete History. (DeCoubertin Book, 2014) ISBN 978-1845131494
Luigi Panella : Colonnello Ferenc: La leggenda di Puskás tra Honvéd, Real e Grande Ungheria. (Ultra, 2017) ISBN 978-8867765911
Cette page concerne l'année 1441 du calendrier julien. Chronologies Le Couronnement de la Vierge, de Fra Filippo Lippi. la peinture en 1441 sur CommonsDonnées clés 1438 1439 1440 1441 1442 1443 1444Décennies :1410 1420 1430 1440 1450 1460 1470Siècles :XIIIe XIVe XVe XVIe XVIIeMillénaires :-Ier Ier IIe IIIe Chronologies thématiques Art Arts plastiques (Dessin, Gravure, Peinture et Sculpture), () et Musique classique ...
American linguist (1887–1949) Not to be confused with Leonard Blomefield, Leonard Broom, or Leonard Bloom (Basque linguist at University of Bridgeport). Leonard BloomfieldBorn(1887-04-01)April 1, 1887Chicago, Illinois, USDiedApril 18, 1949(1949-04-18) (aged 62)New Haven, Connecticut, USAlma materHarvard College, University of Wisconsin, University of Chicago, University of Leipzig, University of GöttingenSpouseAlice SayersScientific careerFieldsLinguistics, EthnolinguisticsInstit...
Pour les articles homonymes, voir Pombal. Si ce bandeau n'est plus pertinent, retirez-le. Cliquez ici pour en savoir plus. Cet article ne cite pas suffisamment ses sources (décembre 2023). Si vous disposez d'ouvrages ou d'articles de référence ou si vous connaissez des sites web de qualité traitant du thème abordé ici, merci de compléter l'article en donnant les références utiles à sa vérifiabilité et en les liant à la section « Notes et références ». En pratique...
1992 film by David Fincher This article is about the 1992 film. For other uses, see Alien 3 (disambiguation). Alien 3Theatrical release posterDirected byDavid FincherScreenplay by David Giler Walter Hill Larry Ferguson Story byVincent WardBased onCharactersby Dan O'BannonRonald ShusettProduced by Gordon Carroll David Giler Walter Hill Starring Sigourney Weaver Charles S. Dutton Charles Dance Lance Henriksen CinematographyAlex ThomsonEdited byTerry RawlingsMusic byElliot GoldenthalProductionco...
此條目需要补充更多来源。 (2021年7月4日)请协助補充多方面可靠来源以改善这篇条目,无法查证的内容可能會因為异议提出而被移除。致使用者:请搜索一下条目的标题(来源搜索:美国众议院 — 网页、新闻、书籍、学术、图像),以检查网络上是否存在该主题的更多可靠来源(判定指引)。 美國眾議院 United States House of Representatives第118届美国国会众议院徽章 众议院旗...
Questa voce o sezione sull'argomento musicisti tedeschi non cita le fonti necessarie o quelle presenti sono insufficienti. Puoi migliorare questa voce aggiungendo citazioni da fonti attendibili secondo le linee guida sull'uso delle fonti. Questa voce sugli argomenti musicisti tedeschi e rock è solo un abbozzo. Contribuisci a migliorarla secondo le convenzioni di Wikipedia. Segui i suggerimenti del progetto di riferimento. Oliver RiedelOliver Riedel in concerto con i Rammstein ...
دانيال أليخاندرو هرنانديز معلومات شخصية الميلاد 10 ديسمبر 1990 (العمر 33 سنة)ميديلين الطول 1.76 م (5 قدم 9 1⁄2 بوصة) مركز اللعب وسط الجنسية كولومبيا مسيرة الشباب سنوات فريق ليونيس المسيرة الاحترافية1 سنوات فريق م. (هـ.) 2011 ليونيس 2 (0) 2012–2013 Cortuluá [الإنجليزية]...
Zug–Lucerne railwayZürich-Luzern railways: the Zug–Lucerne railway is shown in green and the original Zürich–Zug railway is shown in blueOverviewOwnerSwiss Federal RailwaysLine number660LocaleSwitzerlandTerminiZug, Canton of ZürichLucerne, Canton of LucerneTechnicalLine length67 km (42 mi)Track gauge1,435 mm (4 ft 8+1⁄2 in) standard gaugeElectrification15 kV/16.7 Hz AC overhead catenaryHighest elevation514 m (1,686 ft)Maximum incline1.1% ...
Greek soldier and officer Georgios BakosΓεώργιος ΜπάκοςMinister of National Defense of GreeceIn office30 April 1941 – 7 April 1943Prime MinisterGeorgios TsolakoglouKonstantinos LogothetopoulosPreceded byTheodoros PanagakosSucceeded byIoannis Rallis Personal detailsBornGeorgios Bakosc. 1892Athens, Kingdom of GreeceDied6 January 1945 (aged 52)Military serviceAllegiance Kingdom of Greece Second Hellenic Republic Hellenic State Branch/service Hellenic ArmyYears ...
Questa voce o sezione sull'argomento Competizioni calcistiche non è ancora formattata secondo gli standard. Commento: Si invita a seguire il modello di voce Contribuisci a migliorarla secondo le convenzioni di Wikipedia. Segui i suggerimenti del progetto di riferimento. Premijer liga BiH 2011-2012 Competizione Premijer liga BiH Sport Calcio Edizione 12ª Organizzatore N/FSBiH Date dal 6 agosto 2011al 23 maggio 2012 Luogo Bosnia ed Erzegovina Partecipanti 16 Formula girone...
OK Liga 2003-2004 Competizione OK Liga Sport hockey su pista Edizione 35ª Organizzatore RFEP Date dall'11 ottobre 2003al 25 giugno 2004 Luogo Spagna Partecipanti 16 Formula Girone unico+Play-off Risultati Vincitore Barcellona(17º titolo) Retrocessioni Cibeles Alcobendas Tordera Cronologia della competizione 2002-2003 2004-2005 Manuale L'OK Liga 2003-2004 è stata la 35ª edizione del torneo di primo livello del campionato spagnolo di hockey su pista; disputa...
Point to which functions converge in analysis For the mathematical concept in general, see Limit (mathematics). x {\displaystyle x} sin x x {\displaystyle {\frac {\sin x}{x}}} 1 0.841471... 0.1 0.998334... 0.01 0.999983... Although the function sin x x {\displaystyle {\tfrac {\sin x}{x}}} is not defined at zero, as x becomes closer and closer to zero, sin x x {\displaystyle {\tfrac {\sin x}{x}}} becomes arbitrarily close to 1. In othe...
Rice dish from Hong Kong This article needs additional citations for verification. Please help improve this article by adding citations to reliable sources. Unsourced material may be challenged and removed.Find sources: Yin yang fried rice – news · newspapers · books · scholar · JSTOR (May 2016) (Learn how and when to remove this message) Yin yang fried rice Yin yang fried rice in Chinese restaurant Yin yang fried rice (also transliterated as yuenyeung...
Para otros usos de este término, véase ABC. American Broadcasting Company Eslogan America's network: ABC (La cadena de América: ABC)Tipo de canal Televisión digital terrestreProgramación GeneralistaPropietario The Walt Disney CompanyOperado por Disney General Entertainment ContentPaís Estados UnidosIdioma InglésFundación 19 de abril de 1948 (76 años)Fundador Edward John NobleLouis BlancheInicio de transmisiones 12 de octubre de 1943 (80 años) (Inicio como emisora ra...
Structure that repeats in time; a novel type or phase of non-equilibrium matter For the electronic component, see timing crystal.This article may be too technical for most readers to understand. Please help improve it to make it understandable to non-experts, without removing the technical details. (March 2024) (Learn how and when to remove this message)Condensed matter physics PhasesPhase transitionQCP States of matterSolidLiquidGasPlasmaBose–Einstein condensateBose gasFermionic condensate...