Η Χρυσή Μπάλα (γαλλικά: Ballon d'Or) είναι ένα ποδοσφαιρικό βραβείο που ως το 2009 απονεμόταν από το γαλλικό περιοδικό France Football κάθε χρόνο στον καλύτερο ποδοσφαιριστή της Ευρώπης. Αναφερόταν επίσης ως το βραβείο του «Καλύτερου Ευρωπαίου ποδοσφαιριστή της χρονιάς» (European Footballer of the Year award). Από το 2010 συγχωνεύτηκε με το βραβείο Παίκτης της Χρονιάς της ΦΙΦΑ, που αφορούσε τον καλύτερο ποδοσφαιριστή στον κόσμο. Το ενιαίο βραβείο ονομάστηκε Χρυσή Μπάλα ΦΙΦΑ (FIFA Ballon d'Or). Από το 2016 το βραβείο απονέμεται στον «Καλύτερο ποδοσφαιριστή της χρονιάς» σύμφωνα με το γαλλικό περιοδικό.[1]
Διαδικασία - Ιστορικό
Η Χρυσή Μπάλα δημιουργήθηκε το 1956 και θεωρείται η πιο αξιόπιστη από τις πολλές ανάλογες ετήσιες διακρίσεις που διοργανώνουν διάφοροι ανεπίσημοι φορείς. Ο Γάλλος πρώην ποδοσφαιριστής και δημοσιογράφος Γκαμπριέλ Ανό (Gabriel Hanot), συντάκτης της αθλητικήςεφημερίδαςL'Équipe και του περιοδικούFrance Football (Φρανς Φουτμπόλ), εμπνευστής του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης λίγο νωρίτερα, καθιερώνει ένα βραβείο για τον ποδοσφαιριστή που έχει γνωρίσει σημαντική επιτυχία με την ομάδα του. Ήθελε δηλαδή, πέρα από την καλύτερη ομάδα στην Ευρώπη, να αναδεικνύεται και ο καλύτερος ποδοσφαιριστής. Λόγω του κύρους του περιοδικού, καθιερώθηκε ως το σημαντικότερο ατομικό ποδοσφαιρικό βραβείο. Απονέμεται στον ποδοσφαιριστή, ο οποίος κατά τη διάρκεια της ποδοσφαιρικής σεζόν (μέχρι το 2021 κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους[2]) είχε την καλύτερη απόδοση και παρουσία. Η επιλογή γίνεται ανάμεσα σε παίκτες που αγωνίζονται σε ευρωπαϊκά σωματεία, δηλαδή σε πρωταθλήματα χωρών που υπάγονται στην UEFA.[3][4] Ως το 1995 η απονομή αφορούσε μόνο Ευρωπαίους στην εθνικότητα ποδοσφαιριστές. Από το 1995 κι εντεύθεν υποψήφιοι για διάκριση είναι όλοι όσοι αγωνίζονται σε ομάδες της UEFA ανεξάρτητα από την εθνική τους προέλευση. Από το 2010 η «Χρυσή Μπάλα» συγχωνεύτηκε με το βραβείο Παίκτης της Χρονιάς της ΦΙΦΑ, που αφορούσε τον καλύτερο ποδοσφαιριστή στον κόσμο σε ένα ενιαίο βραβείο που ονομάστηκε «Χρυσή Μπάλα ΦΙΦΑ» (FIFA Ballon d'Or). Στην επιλογή συμμετείχαν Ομοσπονδιακοί προπονητές και αρχηγοί εθνικών ομάδων.[5][6] Μετά το 2016 οι δύο φορείς διαχώρισαν τα βραβεία τους και η «Χρυσή Μπάλα» επανήλθε στη διαδικασία που ίσχυε μέχρι το 2009 με το δημοσιογραφικό κόσμο να επιλέγει το νικητή.[7]
Η επιλογή γίνεται με ψηφοφορία, στην οποία ψηφίζει ένας επιλεγμένος αριθμός Ευρωπαίων δημοσιογράφων από πολλές χώρες. Κάθε ψηφοφόρος επιλέγει πέντε ποδοσφαιριστές από μια λίστα 30 υποψηφίων, την οποία έχει καταρτίσει το France Football και τους βαθμολογεί από το ένα ως το πέντε. Οι δημοσιογράφοι είναι ένας από κάθε χώρα των 100 πρώτων χωρών στην κατάταξη της UEFA και η 1η θέση δίνει έξι βαθμούς, η 2η τέσσερις, η 3η τρεις, η 4η δύο και η 5η έναν βαθμό. Αν υπάρξει ισοβαθμία, ως κριτήριο θα μετρήσει ο αριθμός των πρώτων θέσεων. Το σύνολο των πόντων αναδεικνύει το νικητή. Απονέμεται επίσης ασημένιο και χάλκινο έπαθλο στο δεύτερο και στον τρίτο της βαθμολογίας. Τα κριτήρια ανάδειξης του καλύτερου παίκτη του κόσμου άλλαξαν, το 2022 και λαμβάνεται υπόψιν η απόδοση του εκάστοτε ποδοσφαιριστή ανά αγωνιστική περίοδο και όχι ανά ημερολογιακό έτος, ενώ μειωμένος είναι και ο αριθμός των δημοσιογράφων που έχουν δικαίωμα ψήφου.[8][9]
Η πρώτη απονομή της Χρυσής Μπάλας έγινε στις 18 Δεκεμβρίου 1956 στο Παρίσι, με νικητή τον θρύλο του αγγλικού ποδοσφαίρου Στάνλεϊ Μάθιους.[10][11]
Αρχικά το περιοδικό ψήφιζε τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή της Ευρώπης, ενώ στο δημοψήφισμα έπαιρναν μέρος μόνο Ευρωπαίοι ποδοσφαιριστές (και φυσικά δημοσιογράφοι). Το 1995 άλλαξαν τα πράγματα, καθώς είχε γίνει και η πολύκροτη «υπόθεση Μποσμάν» που άλλαξε πολλά στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, η διεύθυνση του France Football αποφάσισε και άλλαξε τον κανονισμό. Έτσι ψηφιζόταν τότε ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής των Ευρωπαϊκών γηπέδων, με πρώτο νικητή τον Λιβεριανό Ζορζ Γουεά, ο οποίος αγωνιζόταν στην Ιταλία με την φανέλα της Μίλαν. Το 2007 όμως η διοίκηση του France Football έκρινε πως πρέπει να υπάρξει κι άλλη αλλαγή. Αποφάσισε λοιπόν πως πλέον πρέπει να επιβραβεύεται ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής του κόσμου, ανεξάρτητα σε ποια ομάδα παίζει. Πρώτος νικητής ήταν ο Βραζιλιάνος επιθετικός μέσος της ΜίλανΚακά, ο οποίος τον Μάιο της ίδια χρονιάς του 2007 δηλαδή είχε οδηγήσει την ιταλική ομάδα στην κατάκτηση του ΟΥΕΦΑ Τσάμπιονς Λιγκ.[12] Μετά το 2011, η UEFA δημιούργησε το βραβείο «UEFA καλύτερου παίκτη στην Ευρώπη» για να διατηρήσει την παράδοση της αρχικής «Χρυσής Μπάλας», να τιμάται ειδικά ένας ποδοσφαιριστής από την Ευρώπη.[13]
Ως το 2008 οι νικητές του βραβείου προέρχονταν από 17 διαφορετικές εθνικότητες, από 21 διαφορετικούς συλλόγους αλλά μόνο από 10 διαφορετικά πρωταθλήματα. Τρεις ποδοσφαιριστές έχουν καταφέρει να κατακτήσουν το έπαθλο τρεις φορές την περίοδο μέχρι το 2009, οι Ολλανδοί Γιόχαν Κρόιφ και Μάρκο φαν Μπάστεν και ο Γάλλος Μισέλ Πλατινί. Ο Κρόιφ και ο Γερμανός Φραντς Μπεκενμπάουερ κατέχουν το ρεκόρ ψήφων σε αυτό το διάστημα, τις οποίες έλαβαν στα δώδεκα χρόνια στα οποία βαθμολογήθηκαν.
Ο Λιονέλ Μέσι είναι ο πολυνίκης του θεσμού με τέσσερις κατακτήσεις και ο κάτοχος ρεκόρ όπως: ο μοναδικός στην ιστορία που κατέκτησε το βραβείο σε τρεις διαφορετικές δεκαετίες, με τρεις διαφορετικές ομάδες (Μπαρτσελόνα, Παρί Σεν Ζερμέν, Ίντερ Μαϊάμι) και ο μόνος που το κέρδισε παίζοντας εκτός Ευρώπης (ΗΠΑ).[15][16]
Ειδικά βραβεία
Το 1989 το France Football συμπλήρωσε 30 χρόνια ζωής. Με αφορμή τα γενέθλιά του, το περιοδικό αποφάσισε να δώσει την «Σούπερ Χρυσή Μπάλα». Μετά την ψηφοφορία μεταξύ των νικητών μέχρι εκείνη τη χρονιά, ξεχώρισαν τρεις μεγάλοι ποδοσφαιριστές. Ο Αλφρέδο Ντι Στέφανο, ο Γιόχαν Κρόιφ και ο Μισέλ Πλατινί. Ο τελικός νικητής μετά από νέα ψηφοφορία ήταν ο Ντι Στέφανο, που έτσι έγινε ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που στη συλλογή του πρόσθεσε την Σούπερ Χρυσή Μπάλα.[17][18][19]
Τον Ιανουάριο του 2014 η FIFA σε συνεργασία με το France Football απένειμαν στον Πελέ την τιμητική FIFA Ballon d'Or Prix d'honneur (η μόνη που έχει δοθεί), ως επιβράβευση της αξίας και της προσφοράς του ως κορυφαίου ποδοσφαιριστή όλων των εποχών. Ο Πελέ δεν είχε τη δυνατότητα να τιμηθεί με το βραβείο της Χρυσής Μπάλας με βάση τον τρόπο λειτουργίας της έως το 1994.[21]
Νικητές της Χρυσής Μπάλας
Για τους νικητές μετά την ένωση με το βραβείο Καλύτερος Παίκτης της ΦΙΦΑ (2010 έως 2015), δείτε εδώ.
Τη Χρυσή Μπάλα έχουν κερδίσει ποδοσφαιριστές από 18 εθνικότητες, στις οποίες δεν συνυπολογίζονται οι Σοβιετικοί και οι Τσεχοσλοβάκοι, οι οποίοι τοποθετήθηκαν στις εθνότητες που ανήκουν. Τα περισσότερα βραβεία, από επτά, πήραν ποδοσφαιριστές από τη Γερμανία, την Ολλανδία και τη Γαλλία. Τρεις μη ευρωπαϊκές χώρες ανέδειξαν νικητές, η Βραζιλία πέντε φορές, η Αργεντινή και η Λιβερία από μία. Υπάρχουν και δύο Αργεντινοί που είχαν αλλάξει υπηκοότητα κι έτσι συνυπολογίστηκαν, ο ένας ως Ιταλός κι ο άλλος ως Ισπανός.
Σημειώσεις: 1Μεταξύ των Ιταλών περιλαμβάνεται και ο Αργεντινός Όμαρ Σίβορι, ο οποίος είχε αποκτήσει την ιταλική υπηκοότητα. 2 Μεταξύ των Ισπανών περιλαμβάνεται και ο Αργεντινός Αλφρέδο Ντι Στέφανο, ο οποίος είχε αποκτήσει την ισπανική υπηκοότητα. 3 Από τους τρεις Σοβιετικούς οι δύο ήταν Ουκρανοί (Μπλαχίν, Μπελάνοφ) και ένας ήταν Ρώσος (Γιασίν). Αναφέρονται και με τις δύο χώρες. 4 Στους Τσέχους περιλαμβάνεται και ο Μάζοπουστ της ενιαίας Τσεχοσλοβακίας.
Βραβεία ανά πρωτάθλημα
Οι νικητές της Χρυσής Μπάλας προέρχονται μόνο από δέκα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα με τους περισσότερους από το ισπανικό (20+2 φορές). Η ταξινόμηση έγινε με βάση το σωματείο που αγωνιζόταν ο νικητής το β΄ μισό του έτους (μέχρι και το 2021). Οι έξι περιπτώσεις στις οποίες οι νικητές αγωνίζονταν σε ομάδα άλλου πρωταθλήματος κατά το πρώτο εξάμηνο, επισημαίνονται με ένα (+).*