* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα.
† Συμμετοχές (Γκολ).
Ο Φάμπιο Καναβάρο (ιταλ.: Fabio Cannavaro, γεννηθείς στις 13 Σεπτεμβρίου1973) είναι Ιταλός πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής. Θεωρείται από τους καλύτερους αμυντικούς της δεκαετίας του 1990 και του 2000 και ήταν ο νικητής του διαγωνισμού της Χρυσής Μπάλας και του τίτλου του καλύτερου ποδοσφαιριστή του κόσμου το 2006, χρονιά που κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο με την εθνική Ιταλίας.[1][2][3]
Βιογραφία
Πρώτα χρόνια
Ο Καναβάρο γεννήθηκε στη Νάπολη. Ως νεαρός έπαιξε για μια ομάδα από το Μπανόλι πριν εντοπιστεί από τους ανιχνευτές της Νάπολι, την πατρίδα του και την αγαπημένη παιδική του ομάδα. Προσχώρησε στην ομάδα νέων του συλλόγου, αρχικά αγωνιζόμενος ως μέσος προτού ο προπονητής της τον αλλάξει στο ρόλο του κεντρικού αμυντικού. Κέρδισε φήμη όταν, σε μια προπόνηση στη Νάπολη, ο νεαρός Φάμπιο προκάλεσε μια ισχυρή κόντρα στον Μαραντόνα, που ήταν τότε το αδιαμφισβήτητο αστέρι του συλλόγου. Ο ίδιος ο Μαραντόνα υπερασπίστηκε τον πολλά υποσχόμενο νεαρό και τον ενθάρρυνε να παίξει με τον τρόπο που ήθελε, και σύμφωνα με πληροφορίες συνεχάρη τον Καναβάρο, δίνοντάς του τα παπούτσια του ως αναμνηστικό μετά την προπόνηση.[4]
Καριέρα σε συλλόγους
Το ντεμπούτο του στο πρωτάθλημα ήρθε στις 7 Μαρτίου 1993, στο Τορίνο, σε ήττα 4–3 από τη Γιουβέντους. Ωστόσο, παρά τις πολλά υποσχόμενες επιδόσεις του, η μετα-Μαραντόνα Νάπολι χρειαζόταν απεγνωσμένα κεφάλαια και σύντομα αναγκάστηκε να πουλήσει τον παίκτη στην Πάρμα, όπου ο Καναβάρο κατέκτησε το Κύπελλο UEFA και το Κύπελλο Ιταλίας, και πήρε τον τίτλο του καλύτερου αμυντικού του πρωταθλήματος. Στη Νάπολι έμεινε μέχρι το 1995, παίζοντας σχεδόν σε συνολικά 60 εμφανίσεις με τον σύλλογο.[5]
Στην πρώτη του αγωνιστική περίοδο στη Πάρμα, καθιερώθηκε στη βασική ενδεκάδα ομάδα, σκοράροντας μία φορά σε 29 εμφανίσεις στο πρωτάθλημα. Θα συνέχιζε όχι μόνο να κερδίζει τρόπαια με τον σύλλογο, αλλά και με προσωπικά επιτεύγματα, ονομαζόμενος και αρχηγός της ομάδας.
Στην τέταρτη σεζόν του με τον σύλλογο, κέρδισε το μοναδικό του ευρωπαϊκό τρόπαιο, το Κύπελλο UEFA. Η Πάρμα τερμάτισε τη σεζόν εκείνη στην τέταρτη θέση του πρωταθλήματος. Στην αγωνιστική περίοδο 2000–01 η Πάρμα έφτασε σε έναν άλλο τελικό του Κυπέλλου, στον οποίο ηττήθηκε από τη Φιορεντίνα.[6] Η Πάρμα τελείωσε επίσης τη σεζόν στην τέταρτη θέση για τρίτη συνεχόμενη αγωνιστική περίοδο. Στην καριέρα του με το σύλλογο, ο Καναβάρο έκανε πάνω από 250 εμφανίσεις σε όλες τις διοργανώσεις, πετυχαίνοντας πέντε γκολ.[5]
Το καλοκαίρι του 2002 εντάχθηκε στην Ίντερ, καθώς η Πάρμα εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες. Μετά από δύο χρόνια με τον σύλλογο, πουλήθηκε στη Γιουβέντους, μετά από πάνω από 50 εμφανίσεις και δύο γκολ. Η συμφωνία περιελάμβανε επίσης την ανταλλαγή εφεδρικού τερματοφύλακα, ο οποίος έφυγε για την Ίντερ και οι δύο παίκτες έφτασαν τα 10 εκατομμύρια ευρώ.[7] Ο Καναβάρο αργότερα στην καριέρα του δήλωσε ότι τα χρόνια που πέρασε στην Ίντερ ήταν τα χειρότερα της καριέρας του.[8] Μετακόμισε στο Τορίνο, επανενώθηκε με τους πρώην συμπαίκτες του στην Πάρμα Λιλιάν Τουράμ και Τζιανλουίτζι Μπουφόν, και μαζί το τρίο σχημάτισε μια από τις πιο ισχυρές άμυνες στην Ευρώπη. Η Γιουβέντους κέρδισε δύο πρωταθλήματα το 2005 και 2006, αν και υπέστη διαδοχικούς αποκλεισμούς στα προημιτελικά στο Τσάμπιονς Λιγκ. Ο Καναβάρο κέρδισε επίσης τέσσερα βραβεία Oscar del Calcio, τα ιταλικά ποδοσφαιρικά Όσκαρ, για τις εξαιρετικές του σεζόν με την ομάδα της Βόρειας Ιταλίας.
Η Ρεάλ Μαδρίτης αγόρασε τον Καναβάρο μετά την τιμωρία της Γιουβέντους για το σκάνδαλο "καλτσιόπολι". Ο Ιταλός πέρασε τρεις αγωνίστηκες περιόδους στη Μαδρίτη, κερδίζοντας τον τίτλο του πρωταθλήματος το 2006–07 και το 2007–08,[9] και τη Χρυσή Μπάλα, μόλις ο τρίτος αμυντικός που κατάφερε κάτι τέτοιο.[10]
Κατά την τελευταία σεζόν του στη Μαδρίτη, η πτώση του άρχισε να είναι εμφανής και έτσι τρία χρόνια μετά την αποχώρησή του από τη Γιουβέντους, το καλοκαίρι του 2009 αποφάσισε να επιστρέψει στον σύλλογο. Ξεκίνησε τη νέα χρονιά καλά, αλλά μετά το φθινόπωρο η φόρμα της Γιουβέντους πήγε προς το χειρότερο. Έχοντας τραυματιστεί για λίγο στα τέλη του 2009 και με κακή πορεία της ομάδας στη συνέχεια που προκάλεσε την αρνητική στάση των οπαδών, ο σύλλογος ανακοίνωσε τη μη συνέχιση της συνεργασίας με τον ποδοσφαιριστή.
Τον Οκτώβριο του 2009 βρέθηκε θετικός σε αναβολική ουσία, ωστόσο ο ίδιος είχε λάβει κορτιζόνη λόγω τσιμπήματος εντόμου και δημιουργήθηκε θέμα, καθώς ένα από τα έγγραφα που απαιτούνταν χάθηκε.[11] Λίγες ημέρες αργότερα απαλλάχθηκε των κατηγοριών από την πειθαρχική επιτροπή.
Τον Ιούνιο του 2010 υπέγραψε διετές συμβόλαιο με την ομάδα Αλ Αχλί του Ντουμπάι, όπου έπαιξε τελικά μόνο ένα χρόνο.[12][13]
Διεθνής καριέρα
Έκανε το ντεμπούτο του με την εθνική ομάδα στις 22 Ιανουαρίου 1997 σε αγώνα με αντίπαλο τη Βόρεια Ιρλανδία στη νίκη με 2–0. Γρήγορα καθιερώθηκε στη βασική ενδεκάδα και έγινε αρχηγός της ομάδας μετά το 2002.[14] Στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 2006 στη Γερμανία αναδείχθηκε τροπαιούχος και ψηφίστηκε δεύτερος καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης πίσω από τον Ζινεντίν Ζιντάν.[15] Η σθεναρή του παρουσία στην άμυνα είχε ως αποτέλεσμα να δεχθεί η ομάδα δύο μόνο γκολ σε επτά αγώνες, από τα οποία ένα με πέναλτι και ένα αυτογκόλ.[16][17] Ως αρχηγός της εθνικής Ιταλίας, σήκωσε το πολύτιμο κύπελλο στις 9 Ιουλίου 2006, στο συγκλονιστικό τελικό με τη Γαλλία, ο οποίος έληξε με 5–3 στα πέναλτι. Ήταν η 100ή συμμετοχή του με τη φανέλα της εθνικής Ιταλίας. Οι επιτυχείς εμφανίσεις του χάρισαν τον τίτλο του καλύτερου ποδοσφαιριστή του κόσμου στο διαγωνισμό της FIFA, ο πρώτος αμυντικός που κέρδισε αυτό τον τίτλο από την καθιέρωση του θεσμού το 1991 και μέχρι σήμερα ο μόνος.[18][19] Παράλληλα, κέρδισε και τη Χρυσή Μπάλα του France Football, ο τρίτος αμυντικός στην ιστορία που κατάφερε κάτι τέτοιο.[20]