Το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου[1][2] (αγγλικά: FIFA World Cup) είναι μία ποδοσφαιρική διοργάνωση, η οποία πραγματοποιείται κάθε τέσσερα χρόνια υπό την αιγίδα της Διεθνούς Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (ΦΙΦΑ). Σε αυτήν παίρνουν μέρος οι εθνικές ομάδες των χωρών μελών της παγκόσμιας ομοσπονδίας, οι οποίες κατάφεραν να προκριθούν ύστερα από προκριματικούς αγώνες. Θεωρείται η κορυφαία ποδοσφαιρική διοργάνωση, η οποία καταφέρνει να προσελκύσει πλήθος θεατών, τηλεθεατών και χορηγών. Από το 1978 και τη διοργάνωση της Αργεντινής, ο όρος «Μουντιάλ» (Mundial) απαντάται συχνά στην καθομιλουμένη.[3]
Το έτος 2022, το Παγκόσμιο Κύπελλο διεξήχθη στη χώρα του Κατάρ με τη συμμετοχή 32 εθνικών ομάδων και από τις πέντε ηπείρους και για πρώτη φορά κατά την χειμερινή περίοδο. Νικήτρια ανακηρύχθηκε η εθνική ομάδα της Αργεντινής, νικώντας στον τελικό της διοργάνωσης την εθνική ομάδα της Γαλλίας.
Αν και η πρώτη ποδοσφαιρική ομάδα στον κόσμο δημιουργήθηκε το 1857 στη Μεγάλη Βρετανία (Σέφιλντ ΦΚ, Sheffield Football Club), το 1905 έγινε η πρώτη συζήτηση για τη δημιουργία ενός παγκόσμιου ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος από τη FIFA.[4]
Το ποδόσφαιρο έκανε την πρώτη παγκόσμια εμφάνισή του στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1908 στο Λονδίνο, αγώνες οι οποίοι δεν στέφθηκαν με επιτυχία. Όμως 13 χρόνια αργότερα ο Ζυλ Ριμέ εκλέχθηκε πρόεδρος της FIFA και ονειρεύτηκε όλος ο πλανήτης να ενωθεί με μία ποδοσφαιρική μπάλα, επιδιώκοντας να μιλήσουν όλοι τη γλώσσα του ποδοσφαίρου. Η πρόταση συνάντησε εμπόδια αρχικά και ο Ριμέ ήρθε σε σύγκρουση με τον πρόεδρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, Πιερ ντε Κουμπερτέν, αλλά και με την Αγγλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, που είχαν εξ' αρχής αντιταχθεί στην ιδέα του Γάλλου για τη δημιουργία μιας τέτοιας διοργάνωσης.[5] Κατά τη δεκαετία του 1920, η ιδέα για μια παγκόσμια ποδοσφαιρική διοργάνωση, βρήκε πολλούς υποστηρικτές, και έτσι το 1928, στο Άμστερνταμ, 30 μέλη της FIFA ψήφισαν υπέρ της έναρξης του Παγκοσμίου Κυπέλλου, το οποίο θα τελούταν ανά τετραετία. Έτσι το 1928, υπό την εποπτεία και προεδρία του Ριμέ, μία πενταμελής επιτροπή (Μπονέ, Μέισλ, Ντελονέ, Φερετί και Λίνεμαν) σχεδίασε τη δημιουργία του Πρώτου Παγκοσμίου Κυπέλλου. Οι προτάσεις, που διαδέχονταν η μία μετά την άλλη, εγκρίθηκαν και ο Μπονέ έγινε ο πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Η χώρα στην οποία αποφασίστηκε τελικά να διοργανωθεί το πρώτο παγκόσμιο κύπελλο ήταν η Ουρουγουάη, παρά τις αντιρρήσεις πολλών ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες απείλησαν με αποχή τους από τη διοργάνωση εάν αυτή διεξαγόταν σε χώρα της Λατινικής Αμερικής.[4]
Τελικά, στις 7 Ιουλίου1930 έγινε η πρώτη κλήρωση για τους τέσσερις ομίλους του Παγκοσμίου Κυπέλλου με μόνο 13 ομάδες να συμμετέχουν, ενώ 6 μέρες αργότερα το σφύριγμα του διαιτητή Ντομίνγκο Λομπάρντι ξεκίνησε τον αγώνα μεταξύ Μεξικού και Γαλλίας. Στο 19ο λεπτό ο Γάλλος Λοράν άνοιξε το σκορ και έγινε ο πρώτος παίκτης που σκόραρε σε παγκόσμιο κύπελλο, σε έναν αγώνα όπου οι Γάλλοι επικράτησαν τελικά με 4–1. Η ιστορία αρχίζει να γράφεται.
Τρόπαιο
Από το 1930 μέχρι το 1970, στους νικητές απονεμόταν το τρόπαιο Ζυλ Ριμέ (φωτό). Αρχικά ήταν γνωστό ως Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά το 1946 μετονομάστηκε σε «Ζυλ Ριμέ» προς τιμήν του ανθρώπου που διοργάνωσε το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου του 1970, η ποδοσφαιρική ομάδα της Βραζιλίας κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο για τρίτη φορά και αποφασίστηκε το τρόπαιο να της παραχωρηθεί μόνιμα, δυστυχώς όμως το 1983 εκλάπη από το μουσείο της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της χώρας και δεν βρέθηκε ποτέ.[6]
Μετά το 1970, σχεδιάστηκε ένα νέο τρόπαιο, γνωστό ως Τρόπαιο του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Μετά την κλοπή του Ζυλ Ριμέ, αποφασίστηκε να μη δοθεί ξανά σε κανέναν μόνιμα, όσες φορές και αν το κατακτήσει μια ομάδα. Η Αργεντινή, η Γερμανία (ως Δυτική Γερμανία), η Ιταλία κι η Βραζιλία, έχουν κερδίσει το δεύτερο τρόπαιο δύο φορές. Το τρόπαιο δεν θα αντικατασταθεί μέχρι το 2038, οπότε και θα συμπληρωθεί ο χώρος στο κύπελλο, όπου αναγράφονται τα ονόματα των τροπαιούχων.
Το τρόπαιο είναι από χρυσό 18 καρατίων, έχει ύψος 36,8 εκατοστά, βάρος 4,97 κιλά το ίδιο και 6,175 κιλά μαζί με τη βάση του, η οποία αποτελείται από δύο στρώματα ημιπολύτιμου μαλαχίτη. Σε αυτήν αναγράφονται οι χρονιές και οι νικητές του κυπέλλου από το 1974 και έπειτα.[7]
Οι νικητές κρατούν το κύπελλο για τέσσερα χρόνια, μέχρι την επόμενη διοργάνωση και ύστερα παίρνουν ένα επιχρυσωμένο ακριβές αντίγραφο.
Δομή
Προκριματική φάση
Από το δεύτερο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934, θεσπίστηκε η προκριματική φάση για να ορίζονται οι ομάδες που θα μετέχουν στην τελική φάση. Η προκριματική φάση γίνεται σε κάθε ηπειρωτική ζώνη (Αφρική, Ασία, Βόρεια και Κεντρική Αμερική και Καραϊβική, Νότια Αμερική, Ωκεανία, Ευρώπη) που επιτηρούνται από τις αντίστοιχες συνομοσπονδίες τους. Η FIFA ορίζει εκ των προτέρων τον αριθμό των θέσεων για κάθε ζώνη, που οδηγεί στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ο αριθμός αυτός προκύπτει τόσο από τη σχετική δυναμική των εθνικών ομάδων που μετέχουν στην εκάστοτε συνομοσπονδία, όσο και από την πίεση που ασκούν οι τελευταίες στην FIFA.
Η διαδικασία των προκριματικών ξεκινά δύο χρόνια πριν από την έναρξη της τελικής φάσης. Οι δομές των προκριματικών τουρνουά διαφέρουν ανάμεσα στις ηπειρωτικές ζώνες. Συνήθως, μία ή δύο θέσεις αποδίδονται στους νικητές διηπειρωτικών πλέι οφ.
Από το 1938 και ύστερα, οι διοργανώτριες χώρες παίρνουν αυτόματα μια θέση για τα τελικά, χωρίς να αγωνίζονται στην προκριματική φάση. Αυτό το προνόμιο είχαν κι οι νικήτριες χώρες για να υπερασπιστούν τον τίτλο τους στην επόμενη διοργάνωση, αλλά από το 2006 καταργήθηκε. Πλέον κι οι νικήτριες χώρες αγωνίζονται κανονικά στα προκριματικά της αντίστοιχης ηπειρωτικής τους ζώνης.
Τελική φάση
Στη σημερινή τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου μετέχουν 48 εθνικές ομάδες που αγωνίζονται για έναν περίπου μήνα στα γήπεδα της διοργανώτριας χώρας (ή χωρών, αν πρόκειται για συνδιοργάνωση). Η τελική φάση, με τη σειρά της, χωρίζεται σε δυο επιμέρους φάσεις, σε αυτή των ομίλων και των νοκ άουτ αγώνων.
Στη φάση των ομίλων, οι ομάδες χωρίζονται σε δώδεκα ομίλους των τεσσάρων ομάδων. Οι δώδεκα καλύτερες ομάδες της διοργάνωσης (που προκύπτουν με βάση τη βαθμολογία της FIFA αλλά και την απόδοσή τους στα προηγούμενα Παγκόσμια Κύπελλα) μπαίνουν επικεφαλής σε κάθε όμιλο. Οι υπόλοιπες ομάδες κατανέμονται τυχαία. Έτσι, η κάθε ομάδα δίνει τρεις αγώνες στον όμιλό της, ενώ στον τελευταίο γύρο (τρίτος αγώνας) οι αγώνες του ομίλου γίνονται ταυτόχρονα ώστε να είναι δίκαιο για όλες τις ομάδες.
Οι δύο πρώτες ομάδες και οι οκτώ καλύτερες τρίτες του κάθε ομίλου προκρίνονται για τη φάση των νοκ άουτ αγώνων. Η βαθμολογία των ομάδων στους ομίλους γίνεται με πόντους. Από το 1994, η νίκη ισούται με τρεις βαθμούς, η ισοπαλία ισούται με ένα βαθμό και η ήττα δεν δίνει πόντο (προηγουμένως η νίκη έδινε δύο βαθμούς αντί για τρεις). Αν δυο ή περισσότερες ομάδες ισοβαθμήσουν, χρησιμοποιούνται ως κριτήρια κατάταξης πρώτα η διαφορά τερμάτων, μετά το σύνολο των τερμάτων που πέτυχε κάθε ομάδα, ακολούθως τα αποτελέσματα των μεταξύ των ισοβαθμούντων ομάδων αγώνων και τέλος ο αριθμός των ισοπαλιών.
Η φάση των αγώνων νοκ άουτ διεξάγεται με μονούς αγώνες, από τους οποίους προκύπτει ένας νικητής. Αν υπάρξει ισοπαλία, τότε ακολουθεί παράταση του αγώνα και αν χρειαστεί εκτελούνται και πέναλτι. Η φάση των νοκ άουτ ξεκινά από τον γύρο των 32. Μετά ακολουθούν ο γύρος των 16, τα προημιτελικά, τα ημιτελικά και ο μεγάλος τελικός. Οι ομάδες που ηττώνται στα ημιτελικά αγωνίζονται στον μικρό τελικό για την τρίτη θέση.
Επιλογή διοργανωτών
Η διοργάνωση των πρώτων Παγκοσμίων Κύπελλων δίνονταν στις χώρες κατά τη διάρκεια των συναντήσεων της συνέλευσης της FIFA. Η επιλογή της τοποθεσίας διεξαγωγής των αγώνων υπήρξε τότε πεδίο αντιπαράθεσης, ιδιαίτερα ανάμεσα στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Ευρώπης, τα δύο ποδοσφαιρικά κέντρα της εποχής, αλλά και διαχρονικά. Κι αυτό γιατί τις δύο ηπείρους χώριζε ταξίδι τριών εβδομάδων με πλοίο. Για παράδειγμα, η επιλογή της Ουρουγουάης ως τη χώρα που θα διοργάνωνε το πρώτο Μουντιάλ, οδήγησε στη συμμετοχή μόνο τεσσάρων ευρωπαϊκών εθνικών ομάδων στο τουρνουά.[1] Τα δύο επόμενα Παγκόσμια Κύπελλα διεξήχθησαν στην Ευρώπη και ιδιαίτερα η απόφαση για τη δεύτερη συνεχόμενη διοργάνωση στην Ευρώπη το 1938, αποτέλεσε πεδίο διαμάχης, καθώς οι αμερικάνικες ομάδες ήθελαν το Παγκόσμιο Κύπελλο να εναλλάσσεται διαδοχικά ανάμεσα στις δύο ηπείρους. Το αποτέλεσμα ήταν οι εθνικές ομάδες της Αργεντινής και της Ουρουγουάης να απέχουν από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1938, στη Γαλλία.[2]
Το 2003, προσδιορίστηκε η Νότια Αμερική ως η ήπειρος όπου θα διεξαχθεί το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014 και εκλήθησαν να τοποθετηθούν τα μέλη της Νοτιοαμερικανικής Συνομοσπονδίας (CONMEBOL) για την πρόταση της FIFA. Πολύ σύντομα όλα τα κράτη υποστήριξαν την υποψηφιότητα της Βραζιλίας για να αναλάβει τη διοργάνωση και (έστω και ανεπίσημα) είχε επί της ουσίας καθοριστεί ο διοργανωτής του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 2014, με τη Βραζιλία να αναλαμβάνει τελικά και επίσημα τη διοργάνωση.
Το σύστημα επιλογής της διοργανώτριας χώρας εξελίχθηκε έτσι ώστε σήμερα η επιλογή γίνεται από μια ειδική επιτροπή της FIFA.
Παγκόσμιο Κύπελλο και τηλεόραση
Το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο που καλύφθηκε από την τηλεόραση ήταν του 1954. Σήμερα το τουρνουά αποτελεί το αθλητικό γεγονός που έχει τη μεγαλύτερη τηλεθέαση στον κόσμο, ξεπερνώντας ακόμα και τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Οι τηλεθεατές που παρακολούθησαν το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002 έφτασαν τα 2,82 δισεκατομμύρια, ενώ τον τελικό παρακολούθησαν 1,1 δις άνθρωποι. Την κλήρωση των ομίλων εκείνου της διοργάνωσης παρακολούθησαν 300 εκατομμύρια τηλεθεατές.
Κάθε Παγκόσμιο Κύπελλο συνήθως έχει τη δική του μασκότ. Ο Γουΐλι, στη διοργάνωση του 1966, ήταν η πρώτη μασκότ του θεσμού.
Κατά τον 21ο αιώνα μασκότ της διοργάνωσης ήταν οι εξής: Το 2002 οι Άτο, Νικ και Καζ, τρεις φιγούρες ενεργειακών σωματιδίων, μωβ, κίτρινου και μπλε χρώματος. Το 2006 ο Γκολέο το λιοντάρι κι ο Πίλε η μπάλα. Το 2010 ο Ζακούμι, ένας λεόπαρδος με πράσινα μαλλιά. Το 2014 ο Φουλέκο, με την μορφή αρμαντίλο. Το 2018 ο Ζαμπιβάκα, ένας λύκος. Το 2022 ο Λαΐμπ, που είχε την μορφή μιας παραδοσιακής αραβικής καφίγια (κάλυμμα κεφαλής) που θύμιζε φάντασμα.
1 Στην πρώτη διοργάνωση του 1930 δεν υπήρξε μικρός τελικός ανάμεσα στις ηττημένες των δύο ημιτελικών, Η.Π.Α. και Γιουγκοσλαβία. Ωστόσο σήμερα η FIFA κατατάσσει στην 3η θέση τις Η.Π.Α. και στην 4η τη Γιουγκοσλαβία, με κριτήριο το σύνολο των αποτελεσμάτων τους στη διοργάνωση.
2 Στη διοργάνωση του 1950 δεν διεξήχθη φάση με αγώνες νοκ άουτ, αλλά δημιουργήθηκε ένας τελικός όμιλος στον οποίο συμμετείχαν οι 4 ομάδες που προκρίθηκαν ως πρώτες από τους αρχικούς ομίλους. Ως εκ τούτου, δεν διοργανώθηκε τελικός και μικρός τελικός. Οι δύο αγώνες Ουρουγουάη – Βραζιλία και Σουηδία – Ισπανία λογαριάζονται ως τέτοιοι, καθώς συμπτωματικά έτυχε να διεξαχθούν την τελευταία αγωνιστική και να κρίνουν τις θέσεις 1–2 και 3–4.
Συνολικά, 211 ομάδες έχουν συμμετάσχει σε προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου και 80 από αυτές έχουν προκριθεί τουλάχιστον μία φορά στα τελικά. Όμως μόνο 8 ομάδες έχουν κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο και 13 συνολικά έχουν φτάσει στον τελικό. Οι οχτώ εθνικές ομάδες που έχουν στεφθεί πρωταθλήτριες κόσμου έχουν προσθέσει αστέρια στις φανέλες τους, τόσα όσες και οι κατακτήσεις του κυπέλλου.
Η Βραζιλία είναι η πιο επιτυχημένη ομάδα της διοργάνωσης με 5 Παγκόσμια Κύπελλα, ενώ είναι και η μόνη ομάδα που έχει συμμετάσχει σε όλες τις διοργανώσεις ανεξαιρέτως. Ακολουθούν η Ιταλία και η Γερμανία με 4 κατακτήσεις η καθεμία, ενώ σε ηπειρωτικό επίπεδο η Ευρώπη προηγείται με 12 τρόπαια έναντι 10 της Νοτίου Αμερικής.
* = Διοργανώτριες ^ = Περιλαμβάνονται τα αποτελέσματα της Δυτικής Γερμανίας μεταξύ του 1954 και του 1990 # = Χώρες οι οποίες έχουν διασπαστεί σε δύο ή περισσότερα ανεξάρτητα κράτη
Έξι από τους οκτώ πρωταθλητές έχουν κατακτήσει τουλάχιστον έναν από τους τίτλους ως διοργανωτές. Εξαίρεση αποτελούν η Βραζιλία, η οποία καμία από τις δύο φορές που διοργάνωσε το Παγκόσμιο Κύπελλο δεν το κατέκτησε (το 1950 έχασε στον τελικό από την Ουρουγουάη και το 2014 τερμάτισε στην τέταρτη θέση) και η Ισπανία (το 1982 αποκλείστηκε στη δεύτερη φάση των ομίλων). Η Αγγλία το 1966 έχει κερδίσει τον μοναδικό τίτλο της ως διοργανώτρια. Η Ουρουγουάη, η Ιταλία, η Γαλλία κι η Αργεντινή κατέκτησαν τα πρώτα τους τρόπαια ως διοργανωτές αλλά έχουν αναδειχθεί παγκόσμιοι πρωταθλητές κι άλλες φορές. Η Γερμανία κέρδισε το δεύτερό της μουντιάλ ως διοργανώτρια. Τα περισσότερα έθνη είχαν αρκετά καλές πορείες όταν το κύπελλο διεξήχθη στις χώρες τους. Η Σουηδία αγωνίστηκε στον τελικό του 1958 κι η Νότια Κορέα προχώρησε μέχρι τους ημιτελικούς του 2002 ως συνδιοργανώτρια, παρά το γεγονός ότι μέχρι τότε δεν είχε προκριθεί ποτέ από τον πρώτο γύρο. Το Μεξικό έφτασε μέχρι τα προημιτελικά δυο φορές και τις δύο ως διοργανώτρια χώρα. Η επιτυχία σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο αποτελεί έναν από τους λόγους που τα κράτη πασχίζουν και πιέζουν προς κάθε κατεύθυνση για να αναλάβουν τη διοργάνωση του, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση η υποστήριξη των φιλάθλων αποτελεί τον 12ο παίκτη. Όλα τα Παγκόσμια Κύπελλα που έχουν διεξαχθεί στην Ευρώπη τα έχουν κερδίσει ευρωπαϊκές ομάδες, με εξαίρεση το παγκόσμιο κύπελλο του 1958, το οποίο κατακτήθηκε από τη Βραζιλία. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ομάδες της Λατινικής Αμερικής για τις διοργανώσεις που έχουν διεξαχθεί στην αμερικάνικη ήπειρο, με εξαίρεση το 2014, το οποίο κατέκτησε η Γερμανία. Το 2002 στα γήπεδα της Ν. Κορέας και της Ιαπωνίας το τρόπαιο κατέκτησε η Βραζιλία, ενώ το 2010, όταν το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου διεξήχθη στη Νότια Αφρική, νικήτρια ομάδα αναδείχθηκε η Ισπανία.
Για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 1930 χρησιμοποιήθηκαν 2 μπάλες για τον τελικό του Κυπέλλου: η Αργεντινή έδωσε τη μπάλα 'Tiento' και με αυτή αγωνίστηκαν οι ποδοσφαιριστές στο πρώτο ημίχρονο και η Ουρουγουάη έδωσε τη μπάλα 'T-Model', όπου με αυτή αγωνίστηκαν στο δεύτερο ημίχρονο[38]
Η Crack Top Star ήταν η αυθεντική μπάλα. Ο Άγγλος διαιτητής Κέν Άστον ήταν εντυπωσιασμένος από τη χιλιανή μπάλα, που την έφερε στην Ευρώπη, αλλά οι ευρωπαϊκές ομάδες δεν την εμπιστεύτηκαν. [38][43][45]
Η Telstar ήταν η πρώτη μπάλα με 32 τμήματα, η οποία ήταν ασπρόμαυρη. Μόνο 20 δόθηκαν από την Adidas, μεταξύ αυτών μία καφέ μπάλα (στον αγώνα Γερμανία-Περού) και μία άσπρη μπάλα (πρώτο ημίχρονο στον αγώνα Ιταλία-Γερμανία).
Η μπάλα Teamgeist είχε 14 τμήματα. Κάθε μπάλα είχε τις αντίπαλες ομάδες και την ημερομηνία διεξαγωγής του αγώνα. Στον τελικό, χρησιμοποιήθηκε η Teamgeist Berlin.
↑ 43,043,1Norlin, Arne (2008). «Bollen "Made in Sweden"». 1958: När Folkhemmet Fick Fotbolls-VM (στα Σουηδικά). Malmo: Ross & Tegner. σελίδες 130–6. ISBN978-91-976144-8-1.
↑«Top Star 1958» (στα Ισπανικά και Αγγλικά). balones-oficiales.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2011.