Το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου του 1958 ήταν η 6η διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου και διεξήχθη στη Σουηδία, από τις 8 Ιουνίου μέχρι τις 29 Ιουνίου. Σε αυτή τη διοργάνωση έκανε την εμφάνιση του ο τότε άγνωστος Πελέ, πριν ακόμη κλείσει τα 18 του χρόνια οδηγώντας τη χώρα του στον πρώτο παγκόσμιο τίτλο της. Η διοργάνωση ήταν η πρώτη με παγκόσμια τηλεοπτική μετάδοση (η προηγούμενη του 1954 είχε περιοριστεί στην Ευρώπη[1]) θεωρήθηκε ως η καλύτερη που είχε γίνει ως τότε,[2][3] ενώ εξακολουθεί να αναγνωρίζεται ως μία από τις καλύτερες όλων των εποχών.[4][5][6]
Σημαντική συμβολή σε αυτό είχε και το συνολικό παιχνίδι της Βραζιλίας που ήταν εντυπωσιακό, θεωρούμενη ως μια από τις καλύτερες ομάδες όλων των εποχών.[7][8] Η εμβληματική μορφή του Σοβιετικού ποδοσφαίρου Ίγκορ Νέτο να περιγράφει χαρακτηριστικά: «Αυτό δεν είναι ποδόσφαιρο. Θα πρέπει να βρεθεί νέα λέξη γι’ αυτό το πράγμα».[9] Ο Ντάνι Μπλαντσφλάουερ, αρχηγός της Βόρειας Ιρλανδίας έδωσε τη δική του ετυμηγορία: «Λοιπόν, είναι καταπληκτικό... είναι όλοι σπουδαίοι παίκτες. Ελπίζω να μην έρθουν ποτέ στην Αγγλία. Ένας κάθε φορά, ίσως, αλλά ποτέ μαζί».[10] Η δευτεραθλήτρια κόσμου του 1950 είχε ως παρελθόν όλους τη σύνθεσή της και λίγοι παίκτες της βραζιλιάνικης ομάδας του 1954 ήταν παρόντες. Η ομάδα είχε αναδιαμορφωθεί και, μέχρι τώρα, ήταν αδύνατο να γνωρίζουμε ότι ήταν προς το καλύτερο.[11] 6 από τους 11 παίκτες της καλύτερης ενδεκάδας της διοργάνωσης ήταν Βραζιλιάνοι.[12] Οι Βραζιλιάνοι κυριάρχησαν και στα ατομικά βραβεία με το Ντίντι πολυτιμότερο παίκτη και τον Πελέ δεύτερο πολυτιμότερο παίκτη, δεύτερο σκόρερ και καλύτερο νέο παίκτη της διοργάνωσης.[3] Εκτός αυτών κατέρριψε και ρεκόρ ως νεότερος παίκτης, σκόρερ και νικητής, ορισμένα από τα οποία παραμένουν ακατάρριπτα.[13] Η ομάδα της Βραζιλίας ήταν η πρώτη γνήσια πολυφυλετική ομάδα που κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο.[14]
Ο μέσος όρος των γκολ στη διοργάνωση αυτή ήταν 3,60 ανά αγώνα (126 γκολ σε 35 αγώνες), η τελευταία διοργάνωση που ο μέσος όρος ήταν υψηλότερος από τρία γκολ,[15][16] καθώς στη συνέχεια επικράτησαν πιο αμυντικογενή συστήματα στο ποδόσφαιρο.
Επιλογή διοργανωτή
Η απόφαση για τον οικοδεσπότη του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1958 πάρθηκε στις 23 Ιουνίου 1950 στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας. Ενδιαφέρον για να αναλάβει τη διοργάνωση υπήρξε μόνο από τη Σουηδία και για αυτό τον λόγο ανάλαβε τη διοργάνωση χωρίς ανθυποψήφιο.
Προκριματικά
Στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1958 από τις 95 χώρες που ήταν μέλη της FIFA, συμμετείχαν οι 53, με πολλές ομάδες όμως να αποχωρούν από τα προκριματικά χωρίς να αγωνιστούν σε κανένα παιχνίδι, γεγονός αρκετά σύνηθες για την εποχή εκείνη.[17] Οι 2 από τις 16 θέσεις είχαν καλυφθεί από την προηγούμενή νικήτρια Δυτική Γερμανία και τη διοργανώτρια Σουηδία. Για πρώτη φορά στη διοργάνωση συμμετείχαν η Βόρεια Ιρλανδία, η Ουαλία (σημειωτέον όμως ότι η Ουαλία κατάφερε να ξαναπροκριθεί μετά για πρώτη φορά μόλις στη διοργάνωση του 2022) και η Σοβιετική Ένωση. Χαρακτηριστικό είναι ότι προκρίθηκαν και οι τέσσερις εθνικές ομάδες που αποτελούν τη Μεγάλη Βρετανία.[16][18] Δεν έλειψαν οι εκπλήξεις με τον αποκλεισμό της Ιταλίας μ, καθώς και της Ισπανίας για δεύτερη φορά.[19] Η Ιταλία είχε υποτιμήσει τη Βόρεια Ιρλανδία, τον αντίπαλό της στην προκριματική φάση. Οι Ιταλοί και οι Ιρλανδοί έπαιξαν ένα ισόπαλο παιχνίδι, το οποίο περιγράφηκε ως «φιλικό» (με τον διαιτητή πολύ επιεική), αλλά ήταν ένα από τα πιο σκληρά διεθνή παιχνίδια ποδοσφαίρου που είχαν γίνει. Η Βόρεια Ιρλανδία κέρδισε τον επαναληπτικό και προκρίθηκε. Ομάδες από την Αφρική και τη Ασία δεν συμμετείχαν, επειδή αρνήθηκαν να αγωνισθούν με το Ισραήλ, για πολιτικούς λόγους. Στον πρώτο ομιλο, η Ταϊβάν αποχώρησε αντί να παίξει με την Ινδονησία, η οποία νίκησε την Κίνα για να πάρει τον τίτλο του ομίλου. Στον 2ο όμιλο, η Τουρκία παραιτήθηκε αιφνιδιαστικά όταν ταξινομήθηκε ως Αφρο-ασιατική παρά ως ευρωπαϊκή, χάνοντας έτσι ένα σχεδόν βέβαιο πέρασμα στους 16 της τελικής φάσης και αφήνοντας το Ισραήλ νικητή του ομίλου. Η Κύπρος δεν μπόρεσε να συνεννοηθεί για να συναντήσει τους Αιγύπτιους, στους οποίους παραχωρήθηκε έτσι η πρωτιά του 3ου ομίλου χωρίς αγώνα. Το Σουδάν κέρδισε τη Συρία στον 4ο όμιλο, αλλά ούτε το Σουδάν ούτε η Αίγυπτος θα συμφωνούσαν να παίξουν με το Ισραήλ. Τότε η Ινδονησία δεν μπόρεσε να συμφωνήσει σε ουδέτερη τοποθεσία στην οποία θα έπαιζε το Ισραήλ και επίσης αποχώρησε από τα προκριματικά. Το 1956, Αίγυπτος και Ισραήλ ήλθαν σε πόλεμο, ως επακόλουθο της κρίσης στο Σουέζ.[10][20]
Οι ομάδες
Οι 16 ομάδες που εξασφάλισαν τη συμμετοχή τους στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1958 ήταν οι εξής:
Οι φωτογραφίες των σταδίων παραπέμπουν στην τωρινή τους μορφή
Διαιτητές
Νότια Αμερική
Χουάν Μπρόσι
Χοσέ Μαρία Κοδεσάλ
Ευρώπη
Ρέτζιναλντ Λιφ
Φρίντριχ Ζάιπελτ
Στεν Άλνερ
Άρθουρ Έλις
Φερνάντες Ζοακίμ Κάμπος
Μορίς Γκιγκ
Χουάν Γκαρδεαθάμπαλ
Ρέιμον Βίσλινγκ
Μπέντζαμιν Γκρίφιθς
Βιντσέντσο Ορλαντίνι
Μάρτιν Μάτσκο
Νικολάι Λατίσεφ
Λέο Λέμεσιτς
Τζον Μόγουατ
Λούσιεν βαν Λίφεν
Άρνε Έρικσον
Ίστβαν Ζολτ
Άλμπερτ Ντους
Καρλ Γιόργκενσεν
Γιαν Μπρόνκχορστ
Οι αγώνες της πρώτης φάσης της διοργάνωσης
Η διοργάνωση του 1958 ξεχώρισε για το γεγονός πως έλειψαν οι βιαιοπραγίες του παρελθόντος. Ήταν η πιο fair play έκδοση ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου από όσα είχαν γίνει μέχρι εκείνη την στιγμή. Η διαδικασία πρόκρισης από τη φάση των ομίλων έγινε πιο ορθολογική, καθώς οι ομάδες χωρίστηκαν ξανά σε τέσσερις ομίλους, αλλά σε αντίθεση με ότι συνέβη το 1954, όλοι παίζουν με όλους.[21] Οι Σουηδοί οπαδοί είχαν εξαιρετική συμπεριφορά, αλλά ήταν και απρόσμενα ενθουσιώδεις. Η γηπεδούχος ομάδα έχει πάντα ένα ξεκάθαρο προβάδισμα στο ποδόσφαιρο, με την ομάδα τους αυτή τη φορά να διαθέτει διεθνώς καταξιωμένους ποδοσφαιριστές[6] και οι Σουηδοί είναι οι μόνοι που είχαν τελειοποιήσει την οργανωμένη επευφημία. Το εκκωφαντικό τους Heja Sverige friskt humoer, det aer det som susen goer, heja, heja, heja (έλα Σουηδία, υγιή πνεύματα, αυτό θα κάνει το κόλπο, έλα, έλα, έλα!) έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να πάει η ομάδα τους μέχρι τον τελικό.[10]
Η Βραζιλία ήρθε πολύ καλά προετοιμασμένη στη διοργάνωση δίνοντας φιλικούς αγώνες στην Ευρώπη πρωτύτερα, ενώ είχε εξαιρετική υποστήριξη για τα δεδομένα της εποχής σε επιστημονικά επίπεδο. Ένας 17χρονος νεαρός, γνωστός ως Πελέ, έκανε για πρώτη φορά την εμφάνιση του στον τελευταίο αγώνα του τέταρτου ομίλου με την Σοβιετική Ένωση που διέθετε ισχυρή ομάδα και από τότε το ποδόσφαιρο δεν ήταν ποτέ ξανά το ίδιο. Δεν είχε συμμετάσχει στους αγώνες προετοιμασίας και έτσι ήταν ένας άγνωστος αντίπαλος.[22] Οι Βραζιλιάνοι όμως είχαν και άλλους σπουδαίους παίκτες, όπως ο Γκαρίντσα, ο Ντίντι, ο Βαβά, ο Νίλτον Σάντος και ο Μάριο Ζαγκάλο και έμελλε να φτάσουν μέχρι το τέλος. Στο πλαίσιο του τετάρτου ομίλου νίκησε την Αυστρία με 3-0, αναδείχθηκε ισόπαλη της Αγγλίας με 0-0 και επικράτησε με 2-0 της Σοβιετικής Ένωσης του κορυφαίου τερματοφύλακα όλων των εποχών Λεβ Γιασίν.[20][13][21] Από την Ουγγαρία έλειπαν οι κορυφαίοι παίκτες που είχαν αγωνιστεί στο προηγούμενο Παγκόσμιο Κύπελλο (μόνο τρεις ήταν από την ομάδα του 1954[15]). Η πνευματική πατρίδα του ποδοσφαίρου, Αγγλία είχε την ικανοποίηση ότι ήταν η μόνη ομάδα που κατάφεραν να μην χάσουν από τους θαυματουργούς από τη Νότια Αμερική, καθώς απέσπασε 0-0 και μάλιστα ήταν η πρώτη λευκή ισοπαλία που σημειώθηκε στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων. Ο μεγαλύτερος θρίαμβος της Δυτικής Γερμανίας ήταν το 3-1 επί της εθνική ομάδα της Αργεντινής, που ήταν η μεγαλύτερη απογοήτευση της διοργάνωσης και αποκλείστηκε από τον πρώτο γύρο με μια νίκη και δύο ήττες (η μία ταπεινωτική από την Τσεχοσλοβακία με 6-1) και όταν επέστρεψε στο Μπουένος Άιρες έγινε αντικείμενο χλευασμού από το πλήθος.[15][23]
Φάση Ομίλων
Όλες οι ώρες που αναγράφονται είναι σε τοπική ώρα Σουηδίας (UTC +2)
Μετά την πρώτη φάση των ομίλων, η Βραζιλία άρχισε να προβάλλει ως ένα από τα φαβορί για την κατάκτηση του τίτλου. Ο προπονητής Βισέντε Φεόλα εφαρμόζοντας σύστημα 4–2–4, πρωτοποριακό για την εποχή, που μετά αντέγραψαν σχεδόν όλες οι ομάδες, και με την εντυπωσιακή επιθετική της παρουσία έφτασε εύκολα στον πρώτο της τίτλο. Το νέο σύστημα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1930, εφαρμόστηκε στη Σάντος και τη Σάο Πάολο τη δεκαετία του 1950 και προσαρμόστηκε για να ταιριάζει στις ικανότητες, τη νοοτροπία, το ταμπεραμέντο και πάνω απ' όλα τις ιδιαιτερότητες και τις ειδικές δεξιότητες των Βραζιλιάνων. Ταιριάζει με την επιθυμία τους για καλλιτεχνία και την απόλαυση στο παιχνίδι, τη δημιουργικότητά τους και την αγάπη τους για αυτοσχεδιασμό.[24][25][26] Το σύστημα το οποίο εφάρμοσε ο Φέολα, δεν ήταν τυχαίο. Σε αυτό είχε τα κατάλληλα "εξαρτήματα", ποδοσφαιριστές με την απαράμιλλη ποιότητα του Ντίντι στο κέντρο, το ανυπέρβλητο ταλέντο των Πελέ και Γκαρίντσα, τον Βαβά έξυπνο και αποτελεσματικό στις αντίπαλες περιοχές, τους δύο Σάντος να συνθέτουν δύο από τα καλύτερα δίδυμα πλάγιων αμυντικών όλων των εποχών, τον Ζίτο να αποδεικνύεται άψογος στην ανασταλτική δουλειά του κέντρου.[27] Με την εξαίρεση του Νίλτον Σάντος, όλοι αυτοί οι παίκτες δεν ήταν στη βασική ενδεκάδα του πρώτου αγώνα στη διοργάνωση, με την ομάδα να αλλάζει κατά τα 5/11 μέχρι τον τελικό, η μεγαλύτερη διαφοροποίηση στην ιστορία του θεσμού.[28]
Ο ημιτελικός με τη Γαλλία (της πρώτης μεγάλης εθνικής ομάδας της χώρας στην ποδοσφαιρική ιστορία) ήταν ένας από τους καλύτερους αγώνες εκείνης της διοργάνωσης (ίσως ο καλύτερος[29][30]) και διεξήχθη στο στάδιο Ρασούντα της Σόλνα στις 24 Ιουνίου. Η Γαλλία ήταν η ομάδα με την αποτελεσματικότερη επίθεση μέχρι τότε με 15 γκολ σε τέσσερα παιχνίδια, είχε όμως και την ασθενέστερη άμυνα δεχόμενη 7 γκολ.[31] Ως εκ τούτου, δεν ήταν έκπληξη όταν η Βραζιλία πήρε το προβάδισμα μετά από λιγότερο από δύο λεπτά, χάρη σε τέρμα από τον Βαβά. Ομοίως, κανείς δεν εξεπλάγη που είδε τον Ζυστ Φονταίν να βρίσκει το πίσω μέρος των διχτύων για άλλη μια φορά, χάρη σε μια εξαιρετική πάσα από το Ρεϊμόν Κοπά, για να ισορροπήσει τα σκορ μέσα στα πρώτα δέκα λεπτά. Η πρώτη μισή ώρα του παιχνιδιού ήταν γρήγορη και συναρπαστική, με δύο εξαιρετικά ταλαντούχες ομάδες γεμάτες επιθετικές προθέσεις να πηγαίνουν από το ένα τέρμα στο άλλο. Το παιχνίδι ήταν ισορροπημένο, όταν ο κεντρικός αμυντικός Ζονκέ αποχώρησε τραυματισμένος. Εκείνη την εποχή (πριν το 1970) δεν επιτρέπονταν οι αλλαγές κατά τη διάρκεια των αγώνων και ο τραυματισμός του στα 35 λεπτά άφησε τη Γαλλία για σχεδόν μία ώρα να παίζει με δέκα παίκτες. Του εγχύθηκε αναλγητικό στο ημίχρονο, επιτρέποντάς του να σταθεί, αλλά ήταν άχρηστος στο γήπεδο. Λίγοι θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν την ομάδα της Βραζιλίας του 1958 με 11 παίκτες και με 10 ήταν αδύνατο. Ένα γκολ από τον Ντίντι και ένα χατ τρικ από τον Πελέ μέσα σε 23 λεπτά στο δεύτερο ημίχρονο (52ο λεπτό - 75ο) έδωσαν στη Βραζιλία μια άνετη νίκη, με ένα γκολ παρηγοριάς των Γάλλων να διαμορφώνει το τελικό 5–2.[32][33][34] Μετά τον ημιτελικό κόντρα στη Γαλλία, ο Γάλλος τερματοφύλακας φέρεται να είπε: «Προτιμώ να παίξω εναντίον 10 Γερμανών παρά ενός Βραζιλιάνου».[35]
Την προηγούμενη νύχτα του τελικού οι Σουηδοί διοργανωτές κάλυψαν το στάδιο για την περίπτωση βροχής, κάτι που αν συνέβαινε θα ευνοούσε τους γηπεδούχους.[36]
Στον τελικό, το όμοιο χρώμα των ομάδων που θα αγωνιζόταν οδήγησε τη Σουηδία στη διατήρηση του δικού της και τη Βραζιλία να αλλάζει χρώμα, επιλέγοντας το μπλε, το χρώμα του μανδύα της Παναγίας της Απαρεσίντα, ελπίζοντας η αλλαγή χρώματος να μην έχει την κατάληξη της διοργάνωσης του τελικού του 1950 με την τότε επιλογή του λευκού να συνδέεται με την ιστορική απώλεια του τίτλου.[37] Οι Σουηδοί πήραν το προβάδισμα αλλά στη συνέχεια με δύο γκολ ο Πελέ οδήγησε τη Βραζιλία στην εύκολη επικράτηση με 5-2, σκορ που παραμένει μέχρι σήμερα το υψηλότερο σε τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου.[19][38][39] Το πρώτο γκολ του Πελέ και τρίτο στον αγώνα θεωρείται από τα καλύτερα της ιστορίας του Παγκοσμίου Κυπέλλου.[40]
Η Βραζιλία στο 1-1 είχε και ένα σουτ στο δοκάρι με τον Πελέ.[41]
Ο Πελέ θεώρησε ότι αυτή ήταν η πιο ταλαντούχα (σε ατομικό επίπεδο) εθνική Βραζιλίας όλων των εποχών.[37][42] Μετά τη λήξη του τελικού οι παίκτες της παγκόσμιας πρωταθλήτριας πανηγύρισαν τον θρίαμβο τους ανεμίζοντας την σημαία της χώρας τους, ενώ οι Σουηδοί φίλαθλοι τους χειροκροτούσαν, παρά το βαρύ σκορ. Οι φίλαθλοι ήταν επίσης μάρτυρες μιας ευγενούς «συνάντησης»: ο Σουηδός βασιλιάς μπήκε στον αγωνιστικό χώρο πριν την απονομή για να συγχαρεί τους πρωταθλητές του Κυπέλλου, συμπεριλαμβανομένου του Πελέ.[21][43][44] Στην ιστορία έχει μείνει και ο για πρώτη φόρα πανηγυρισμός του τίτλου με ανάρτηση του Κυπέλλου στα χέρια από τον αρχηγό της Βραζιλίας Χιλντεράλντο Μπελίνι, διαδικασία που έκτοτε καθιερώθηκε.[45]
Ως αποτέλεσμα, η Βραζιλία έγινε η πρώτη ομάδα μιας ηπείρου που κέρδισε τον τίτλο σε άλλη ήπειρο.[46][47] Ο τρόπος παιχνιδιού της Βραζιλίας ήταν ιδιαίτερος και οι δημοσιογράφοι τον ονόμασαν τον samba football, αλλά στην πραγματικότητα ήταν το τζίντζα (ginga, η λέξη κυριολεκτικά σημαίνει «ταλάντευση»[48]), ένας τρόπος ποδοσφαίρου βασισμένος στις βραζιλιάνικες παραδόσεις της σάμπα και της καποέιρα, που συνδυάζει πολεμικές τέχνες και χορό, ένα στυλ γεμάτο δημιουργικότητα και εκπλήξεις. Μία ισορροπία μεταξύ του αθλητισμού και της τέχνης, όπου η τέχνη, μεταξύ άλλων, ήταν να διατηρείται ο έλεγχος της μπάλας ενώ υλοποιούνταν μία εκπληκτική ντρίμπλα, με κύριους εκφραστές τους Πελέ και Γκαρίντσα.[49][50] Η βραζιλιάνικη ποδοσφαιρική τέχνη ονομάστηκε futebol-arte, και ήταν κάτι περισσότερο από τακτική, ένας τρόπος χαράς ή στην ποδοσφαιρική πραγματικότητα «μία μάχη μεταξύ αισθητικής και αποτελεσμάτων». Το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο ήταν ένα είδος χορού, όπου η πραγματική Βραζιλία της σύνθεσης των φυλών έλαμπε. Αντίθετα, το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο ήταν υπερβολικά μηχανικό, χωρίς περιθώρια δημιουργικότητας, αναγνωρίζοντας τη σκληρή δουλειά και τη συλλογικότητα.[51] Η ομάδα που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 άφησε ανεξίτηλο σημάδι στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο από πολλαπλές απόψεις. Θα κυριαρχούσε στο διεθνές στερέωμα τα επόμενα χρόνια, με την πλειοψηφία της ομάδας να σχηματίζει και εκείνη που κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο στη Χιλή τέσσερα χρόνια αργότερα.[5] Ίσως το πιο σημαντικό ήταν ότι η ομάδα του 1958 σχεδόν ποτέ δεν έχασε τη χαρά στο παιχνίδι που κατοχύρωσε τότε.[52]
Οι πανηγυρισμοί στη Βραζιλία ξεπέρασαν όχι μόνο κάθε προηγούμενο αλλά και κάθε επόμενο: το αεροπλάνο της επιστροφής προσγειώθηκε πρώτα στο Ρεσίφε και μετά στην τότε πρωτεύουσα Σάο Πάολο. Στο πυροσβεστικό όχημα ο Μπελίνι κρατούσε υψωμένο το Κύπελλο μέσα σε μία πορεία αναρίθμητων ανθρώπων που είχαν ακούσει από το ραδιόφωνο τους αγώνες.[53]
Στην ιστορία έμεινε και ο μικρός τελικός της διοργάνωσης ανάμεσα σε Γαλλία και Δυτική Γερμανία, στον οποίο σημειώθηκαν εννέα γκολ (αποτέλεσμα 6-3 υπέρ των Γάλλων). Σε εκείνο τον αγώνα ο Ζυστ Φονταίν σημείωσε τέσσερα τέρματα και έφτασε τα συνολικά 13, καταρρίπτοντας το ρεκόρ του Σάντορ Κότσις από την προηγούμενη διοργάνωση. Η ιστορική επίδοση του Φονταίν επιτεύχθηκε σε έξι αγώνες και είναι και αυτή ακατάρριπτο ρεκόρ.[54][55][56] Τα 23 γκολ της Γαλλίας στη διοργάνωση ήταν η καλύτερη επίθεση και παραμένει η τρίτη καλύτερη όλων των εποχών,[57] (αν και επίσης δέχτηκε 15 γκολ).