Το Κράτος τουΙσραήλ (εβραϊκά: מדינת יִשְׂרָאֵל, προφέρεται Μεντινάτ Iσραέλ, αραβικά: دولة اسرائيل, προφέρεται Ντάουλατ Ισραΐλ) είναι ένα μικρό, πυκνοκατοικημένο και ανεπτυγμένο κράτος της Μέσης Ανατολής, με έκταση 20.770 τετρ. χλμ. και πληθυσμό 9.974.300[1] κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2024. Ιδρύθηκε στις 14 Μαΐου 1948, στα εδάφη της Βρετανικής Εντολής της Παλαιστίνης, με σκοπό να μετατραπεί σε εθνική εστία όσων απανταχού Εβραίων επιθυμούν να πολιτογραφηθούν πολίτες του απ΄όπου και αν προέρχονται.
Ωστόσο το σύγχρονο κράτος του Ισραήλ διεκδικεί ιστορική συνέχεια με τα αρχαία βιβλικά κράτη του Ισραήλ και της Ιουδαίας, τα οποία έχουν κεντρική θέση στην ιουδαϊκή θρησκεία. Η πλειονότητα των κατοίκων του κράτους είναι Εβραίοι (74,8%), ενώ η μεγαλύτερη μειονότητα είναι Άραβες (20,9%), εκ των οποίων 84% είναι Μουσουλμάνοι, 8% είναι Χριστιανοί διαφόρων δογμάτων και 8% είναι Δρούζοι, που κατοικούν κυρίως στο βορειοανατολικό Ισραήλ, κυρίως στα Υψίπεδα του Γκολάν, κοντά στα σύνορα με τη Συρία. Το υπόλοιπο 4,8% του πληθυσμού, (περίπου 434.000 άτομα) ορίζεται ως "άλλα", συμπεριλαμβανομένων ατόμων εβραϊκής καταγωγής που θεωρούνται μη Εβραίοι με βάση τον ιουδαϊκό θρησκευτικό νόμο και άτομα μη εβραϊκής καταγωγής που είναι μέλη της οικογένειας Εβραίων μεταναστών (κανείς από τους οποίους δεν είναι εγγεγραμμένοι στο Υπουργείο Εσωτερικών ως Εβραίοι), μη Άραβες Χριστιανοί, μη Άραβες Μουσουλμάνοι και όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι, που δεν έχουν ούτε εθνική, ούτε θρησκευτική κατάταξη.
Ακόμα και σήμερα υπάρχει ένα σταθερό κύμα μετανάστευσης Εβραίων και εβραϊκής καταγωγής ατόμων προς το Ισραήλ, περίπου 20.000 άτομα το έτος, τόσο από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης όσο και εκτός αυτής. Το Ισραήλ είναι ανεπτυγμένη χώρα και μέλος του ΟΟΣΑ από το 2010, κατέχει την 29η θέση στο ΑΕΠ και την 13η στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ.[5]
Οι Εβραίοι ζούσαν εδώ και χιλιάδες χρόνια στην περιοχή της Ιουδαίας μέχρι ότου εκδιώχθηκαν από τους Ρωμαίους και κατοίκησαν σε διάφορα μέρη του κόσμου. Οι Ρωμαίοι μετονόμασαν τη χώρα από Ιουδαία σε Παλαιστίνη κατά την «Παλαιστίνη Συρία» του Ηροδότου. Η περιοχή κατακτήθηκε μεταγενέστερα από Βυζαντινούς (330-640 μ.Χ.), κατόπιν Άραβες (7ο αιώνα μ.Χ.), Σελτζούκους Τούρκους (1071 μ.Χ.), Σταυροφόρους Ευρωπαίους (1099 - 1187 μ.Χ.), Μαμελούκους Αιγύπτιους (περί το 1250 - 1516 μ.Χ.), Οθωμανούς (1516-1831), Αιγύπτιους (1831-1841) και πάλι Οθωμανούς/Τούρκους (1841 - 1917) ενώ διετέλεσε βρετανικό προτεκτοράτο μεταξύ 1920 - 1948. Δηλαδή η περιοχή της Παλαιστίνης παρέμεινε ως επί το πλείστον μουσουλμανική κατά πλειονότητα των κατοίκων της από το 1270 μ.Χ. έως και τον 20ο αιώνα.
Ο πρώτος μαζικός επαναπατρισμός Εβραίων συνέβη κατά τον 14ο αιώνα κυρίως από την Ισπανία προς την Ιερουσαλήμ. Από τον 19ο αιώνα το σιωνιστικό κίνημα (που είχε ιδρυθεί το 1897 με σκοπό την ίδρυση του Ισραήλ), απαίτησε τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου εβραϊκού κράτους, ενώ ανέλαβε τη μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων Εβραίων (Πρώτη Αλιγιά) στην Παλαιστίνη, την οποία προσπάθησαν αρχικά να σταματήσουν οι Βρετανοί οι οποίοι είχαν μετατρέψει την περιοχή σε προτεκτοράτο. Το 1917 όμως η Βρετανία άλλαξε στάση και ο υπουργός εξωτερικών Άρθουρ Τζέιμς Μπάλφουρ δήλωσε πως υποστηρίζει τη μελλοντική ίδρυση Εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη «στο βαθμό που δεν επηρεάζονται οι Άραβες κάτοικοι». Η Εβραϊκή μετανάστευση (Δεύτερη Αλιγιά, Τρίτη Αλιγιά) συνεχίστηκε και αυξήθηκε σημαντικά στα επόμενα χρόνια και πολλές καθαρά εβραϊκές νέες πόλεις και ιδρύματα χτίστηκαν.
Την περίοδο 1936 -1939 οι Άραβες ξεσηκώθηκαν ένοπλα εναντίον των Βρετανών και σε μικρότερο βαθμό πραγματοποίησαν επιθέσεις σε εβραϊκούς οικισμούς. Με την έναρξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και καθ´όλη τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος οι Βρετανοί απαγόρευσαν την είσοδο Εβραίων στη χώρα. Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου μια εβραϊκή μυστική στρατιωτική οργάνωση, η Χαγκανά (Άμυνα), που σχηματίστηκε στα χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα, άρχισε να μάχεται τους Βρετανούς και τους Άραβες, επιχειρήσεις που η ισραηλινή ιστορία καταγράφει ως την αρχή του ισραηλινού «πολέμου της ανεξαρτησίας». Το 1947, ο ΟΗΕ ανέλαβε τον έλεγχο της Παλαιστίνης, και στις 29 Νοεμβρίου η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε την απόφαση Αρ. 181 για τη διαίρεση της Παλαιστίνης σε ένα ισραηλινό και ένα αραβικό κράτος, και τη μετατροπή της Ιερουσαλήμ σε διεθνή πόλη εκτός συνόρων. Σύμφωνα με αυτήν την απόφαση η παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ, καθώς και η δυτική όχθη του Ιορδάνη, τέθηκε υπό τον έλεγχο της Ιορδανίας, ενώ η νέα πόλη ελέγχθηκε από τους Ισραηλινούς. Οι Άραβες άρχισαν βίαιες διαμαρτυρίες κατά των Εβραίων, τη στιγμή που στην περιοχή κατοικούσαν 590.000 Εβραίοι και 1.320.000 Άραβες.
Από την ανεξαρτησία μέχρι το 2000
Στις 14 Μαΐου1948, μία ημέρα πριν λήξει η βρετανική Εντολή στην περιοχή, το ανώτατο εβραϊκό συμβούλιο ανακήρυξε την ανεξαρτησία του Ισραήλ και όρκισε πρόεδρο τον Χάιμ Βάιζμαν και πρωθυπουργό τον σιωνιστή ηγέτη, Νταβίντ Μπεν Γκουριόν. Παράλληλα, η Χαγκανά παρουσιάζεται πλέον ως ο τακτικός στρατός του κράτους του νεοσύστατου Ισραήλ που έκτοτε ονομάζεται Αμυντική Ισραηλινή Δύναμη' (Israel Defense Force/IDF, Εβραϊκά: Τσβα Χαγκανά Λε-Γισραέλ) γνωστότερος στους Ισραηλινούς, από τα αρχικά, του ως 'Τσαχάλ'. Την επόμενη ημέρα ξέσπασε ο πρώτος Αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1948, όταν πέντε αραβικές χώρες (Αίγυπτος, Ιορδανία, Συρία, Λίβανος και Ιράκ) εισέβαλαν στρατιωτικά, με την αρωγή και άλλων στρατευμάτων από την Υεμένη και τη Σαουδική Αραβία. Η Αίγυπτος και η Ιορδανία προσάρτησαν τότε το Σινά και τη Γάζα η πρώτη και τη Δυτική Όχθη η δεύτερη. Μετά από ένα χρόνο εχθροπραξιών υπεγράφη ανακωχή.
Έκτοτε ακολούθησαν πολλές ακόμα συγκρούσεις που συνεχίζονται μέχρι και τις μέρες μας. Κύριες στιγμές της Αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης ήταν ο πόλεμος των Έξι Ημερών (Δεύτερος Αραβοϊσραηλινός πόλεμος) το 1967, όταν το Ισραήλ επιτέθηκε πρώτο στις δυνάμεις της Αιγύπτου, της Ιορδανίας και της Συρίας που ήταν έτοιμες να του επιτεθούν, και προέλασε στο έδαφος τους καταλαμβάνοντας τη χερσόνησο του Σινά, τη Λωρίδα της Γάζας, τη Δυτική Όχθη και τα Υψώματα του Γκολάν, και ο πόλεμος του Γιομ Κιππούρ του 1973 όταν και πάλι οι Αιγυπτιο-Συριακές δυνάμεις επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά την ημέρα της ιερότερης θρησκευτικής γιορτής των Εβραίων, αυτή τη φορά με επιτυχία (το Ισραήλ σώθηκε με αμερικανική παρέμβαση). Ταυτόγχρονα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 έως τις μέρες μας, ένας μυστικός τρομοκρατικός πόλεμος με εκατέρωθεν δολοφονίες τόσο στο Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη όσο και σε τρίτες χώρες εξελίσσεται ανάμεσα σε διάφορες αραβικές οργανώσεις και την ισραηλινή μυστική υπηρεσία «Μοσάντ». Για παράδειγμα η δολοφονία ένδεκα Ισραηλινών αθλητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972 και, πρόσφατα, η δολοφονία παλαιστινίου προμηθευτού όπλων της Χαμάς στο Ντουμπάι.
Από τις 19 Νοεμβρίου του 1977, ο πρωθυπουργός της ΑιγύπτουΑνουάρ αλ-Σαντάτ, ξεκινά ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μαζί με το Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, με αποτέλεσμα στις 26 Μαρτίου του 1979, να υπογραφεί στο Καμπ Ντέιβιντ συμφωνία, σύμφωνα με την οποία η Αίγυπτος αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ, ενώ το Ισραήλ αποσύρθηκε από το Σινά. Η Ισραηλινή πλευρά υποσχέθηκε επιπλέον να αρχίσει συνομιλίες με τους Παλαιστίνιους. Αντί του τελευταίου όμως ο τότε ισραηλινός πρωθυπουργός Μεναχέμ Μπέγκιν, άρχισε να επιχορηγεί τους, παράνομους σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, Εβραϊκούς εποικισμούς στη Δυτική Όχθη, προκαλώντας την οργή των Παλαιστινίων, πολιτική που συνεχίζεται έως τις μέρες μας.
Εν συνεχεία, ακολούθησε ο πόλεμος του Λιβάνου το 1982, αμέσως μετά την επιχείρηση δολοφονίας του ισραηλινού πρεσβευτή στο Λονδίνο, (η οποία τελικά οδήγησε στην οριστική παράλυσή του) από μέλη μίας παλαιστινιακής οργάνωσης με έδρα τον Λίβανο, αντιτιθέμενη στην PLO. Ο ισραηλινός στρατός εισέβαλε στη συνέχεια στον, (τότε χαώδη λόγω του συνεχιζόμενου εμφυλίου) Λίβανο, με τη συνδρομή Λιβανέζων Χριστιανών. Μετά από μάχες με ένοπλους Λιβανέζους και Παλαιστίνιους, οι Ισραηλινοί κατέλαβαν μεγάλο μέρος της χώρας και τελικά περικύκλωσαν και στο τέλος εξεδίωξαν τους Παλαιστίνιους μαχητές από τη Δυτική Βηρυτό. Με την ανοχή του Ισραηλινού στρατού, Χριστιανοί Λιβανέζοι ένοπλοι έπραξαν τη φοβερή σφαγή Παλαιστινίων μουσουλμάνων στα στρατόπεδο προσφύγων Σάμπρα και Σατίλα. Στη συνέχεια, ο ισραηλινός στρατός αυτοπεριορίστηκε στην κατοχή του Νοτίου Λιβάνου μέχρι το 2000, οπότε και αποχώρησαν και οι τελευταίες δυνάμεις.
Η Ιντιφάντα, η συνεχιζόμενη ένοπλη εξέγερση Παλαιστινίων στα κατεχόμενα από το Ισραήλ εδάφη της Δυτικής Όχθης, ξεκίνησε το 1987 και συνεχίζεται σε μικρότερη κλίμακα έως τις μέρες μας.
Μετά την Αίγυπτο, το 1994, η Ιορδανία έγινε η δεύτερη αραβική χώρα που αναγνώρισε το Ισραήλ. Οι διαφορές Αράβων και Ισραηλινών φάνηκαν να διευθετούνται προσωρινά με τις Συνθήκες του Όσλο του 1994, που προέβλεπαν τη δημιουργία της Παλαιστινιακής Αρχής, ξεχωριστού κράτους των Παλαιστινίων, χωρίς ωστόσο οι συγκρούσεις να σταματήσουν. Το 1994 ο πρωθυπουργός Ισαάκ Ραμπίν (Γιτζάκ Ράμπιν), έλαβε από κοινού με τον Γιάσερ Αραφάτ το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης για τη συμφωνία και λίγο αργότερα ο Ραμπίν δολοφονήθηκε από τον ακροδεξιό Ισραηλινό εξτρεμιστή Γιγκάλ Αμίρ.
21ος αιώνας
Το Ισραήλ αποχώρησε μονομερώς από τη Γάζα τον Αύγουστο του 2005, υπό πρωθυπουργίας του Αριέλ Σαρόν, μετά από βίαιη απομάκρυνση Εβραίων εποίκων από τον Ισραηλινό στρατό.
Τον Ιούνιο του 2006 μαχητές της Σιϊτικής οργάνωσης του Λιβάνου, Χεζμπολά πρώτα σκότωσαν πέντε και απήγαγαν δύο Ισραηλινούς στρατιώτες στα ισραηλινο-λιβανέζικα σύνορα και στη συνέχεια εξαπέλυσαν καταιγισμό οβίδων, αλλά και πυραύλων Ιρανικής προέλευσης, που έπληξαν μεγάλες Ισραηλινές πόλεις στον βορρά, όπως η Χάιφα, σκοτώνοντας 43 Ισραηλινούς πολίτες, προξενώντας υλικές ζημιές και μεγάλο πανικό στον άμαχο πληθυσμό. Περίπου 200.000-500.000 Ισραηλινοί χρειάστηκε να εγκαταλείψουν προσωρινά τα σπίτια τους. Το Ισραήλ απάντησε με ένα σκληρότατο βομβαρδισμό εκτεταμένων στρατιωτικών, αλλά και πολιτικών στόχων στον Λίβανο από ξηρά, αέρα και θάλασσα, που προξένησε πολύ μεγάλες απώλειες αμάχων και τεράστιες υλικές ζημιές. Το Ισραήλ κατηγορήθηκε από πολλές χώρες για χρήση βίας εκτός μέτρου, αλλά οι ΗΠΑ απέτρεψαν την καταδίκη του από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, εξασκώντας δικαίωμα 'βέτο.' Τον ίδιο μήνα, Ιούνιο του 2006, ένας άλλος Ισραηλινός στρατιώτης, ο Γκιλάντ Σαλίτ, απήχθη στα σύνορα με τη Γάζα, ο οποίος τελικά επέστρεψε στην οικογένειά του τον Οκτώβριο του 2011.[9]
Στις 25 Ιανουαρίου του 2006, η Χαμάς κέρδισε τις παλαιστινιακές εκλογές, αλλά το δικαίωμά της να κυβερνήσει υπονομεύθηκε εξ' αρχής από τους αντιπάλους της στη Φατάχ, το Ισραήλ και τη Δύση. Τον Δεκέμβριο ξέσπασε παλαιστινιακός εμφύλιος πόλεμος. Έκτοτε οι Παλαιστίνιοι της Δυτικής Όχθης ακολουθούν την Παλαιστινιακή Αρχή αναγνωρισμένη από τη διεθνή κοινότητα και το Ισραήλ, αλλά αυτοί της Γάζας διοικούνται από την οργάνωση Χαμάς, που έχει ως στόχο της την καταστροφή του Ισραήλ και την ανακήρυξη Ισλαμικού Παλαιστινιακού κράτους.
Στις 19 Δεκεμβρίου του 2008, η Χαμάς ανακοίνωσε μονομερώς τον τερματισμό της εκεχειρίας που είχε κηρυχθεί με το Ισραήλ και ταυτόχρονα δεκάδες αυτοσχέδιες οβίδες από τη Γάζα άρχισαν να πέφτουν καθημερινά, μέσα και γύρω από τη γειτονική Ισραηλινή πόλη Σντερότ, στέλνοντας τον πανικόβλητο κόσμο στα καταφύγια, αλλά προξενώντας μόνον ένα θάνατο και ελάχιστες υλικές ζημιές.[10] Μια εβδομάδα σχεδόν μετά τη λήξη της εξάμηνης εκεχειρίας, η ισραηλινή αεροπορία εξαπέλυσε 30 πυραύλους εναντίον στόχων στη Λωρίδα της Γάζας. Οι νεκροί ξεπέρασαν τους 1.400, ενώ τουλάχιστον 5.100 άνθρωποι τραυματίστηκαν.[11] Το Ισραήλ κατηγορήθηκε για προφανή χρήση του απαγορευμένου λευκού φωσφόρου στις επιθέσεις του κατά της Γάζας και έγιναν παγκόσμιες διαδηλώσεις οργής κατά των επιθέσεων στη Γάζα, ακόμη και από Εβραίους εκτός του Ισραήλ[12]. Μεταξύ των νεκρών ήταν και ο επικεφαλής της Αστυνομίας στην πόλη, μέλος της Χαμάς και πολλοί άμαχοι πολίτες και παιδιά. Η περιοχή της Γάζας δεν έχει ανοικοδομηθεί έκτοτε και παραμένει σε αποκλεισμό, αντιμετωπίζοντας προβλήματα σίτισης, ύδρευσης & υγιεινής. Το Ισραήλ κατηγορήθηκε επίσημα από όλες τις ισλαμικές χώρες, τη Βολιβία, τον Ισημερινό (Εκουαδόρ) και τη Βενεζουέλα, η οποία μάλιστα διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις της με το Ισραήλ.
Στις 31 Μαΐου του 2010, στα πλαίσια του συνεχιζόμενου ναυτικού αποκλεισμού της Γάζας, το ισραηλινό κράτος κατέλαβε με στρατιωτική επίθεση, πλοία του διεθνούς στολίσκου που μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα[13]. Καταλήφθηκαν τα ελληνικά πλοία, «Ελεύθερη Μεσόγειος» και «Σφενδόνη», όπως και τα πλοία με σημαία ΗΠΑ και Ιρλανδίας. Υφίσταται ισχυρισμός ότι στην αρχή της επιχείρησης μερικοί επιβάτες ενός από τα πλοία, του τουρκικής σημαίας Μαβί Μαρμαρά (Mavi Marmara), ξυλοκόπησαν ισραηλινούς κομάντος, όταν αυτοί κατέβηκαν στο κατάστρωμα από ελικόπτερο[εκκρεμεί παραπομπή] και στη συνέχεια, υπό άγνωστες ακόμα συνθήκες, Ισραηλινοί σκότωσαν πλήθος επιβατών. Οι ειδήσεις των διεθνών μέσων ενημέρωσης έκαναν λόγο για 10 νεκρούς και 60 περίπου τραυματίες. Η επίθεση ξεσήκωσε σειρά επίσημων αντιδράσεων, ιδιαίτερα του τουρκικού κράτους που ανακάλεσε τον πρεσβευτή του στο Ισραήλ (για δεύτερη φορά σε μισό χρόνο) και έφερε το θέμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ενώ ο Τούρκος πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν επέσπευσε την επιστροφή του από επίσημη επίσκεψη στη Χιλή. Η ελληνική κυβέρνηση έθεσε σε λειτουργία τον μηχανισμό διαχείρισης κρίσεων και ανακοίνωσε τη ματαίωση κοινής άσκησης της ελληνικής και ισραηλινής πολεμικής αεροπορίας. Ανεπίσημες αντιδράσεις με διαμαρτυρίες πραγματοποιήθηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Μαυριτανία, μία από τις επτά αραβικές χώρες που αναγνώρισαν το Ισραήλ, «πάγωσε» τις διπλωματικές σχέσεις αρχικά, εκδίωξε τον ισραηλινό πρεσβευτή και το προσωπικό της πρεσβείας τον Μάρτιο του 2009 και τελικά διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις στις 21 Μαρτίου 2010. Το επίσημο κράτος έως τώρα θεωρεί την επίθεση πλήρως δικαιολογημένη. Ο ΟΗΕ διόρισε ειδική επιτροπή για να μελετήσει τη νομιμότητα του ισραηλινού ναυτικού αποκλεισμού της Γάζας, αλλά και της κατάληψης των σκαφών. Η επιτροπή αποφάνθηκε ότι το Ισραήλ έδρασε «νόμιμα, αλλά υπερβολικά» [14]
Στις 17 Νοεμβρίου 2012 η Γάζα εκτοξεύει ρουκέτες στο Ισραήλ και στο Τελ Αβίβ ηχούν σειρήνες πολέμου. Το Ισραήλ αμύνεται με αμυντικά οπλικά συστήματα. Ήδη 737 ρουκέτες έχουν εκτοξευθεί από τη Γάζα προς το Ισραήλ, από τις οποίες 492 χτύπησαν τον στόχο, ενώ 245 απετράπησαν από το αμυντικό σύστημα "IRON DOME".[15]
Στις 7 Δεκεμβρίου του 2017, ο Πρόεδρος των Η.Π.Α.Ντόναλντ Τραμπ, αναγνώρισε την Ιερουσαλήμ ως την πρωτεύουσα του Ισραήλ και μετέφερε εκεί την πρεσβεία των ΗΠΑ, που βρισκόταν στο Τελ Αβίβ, κάνοντας το πρώτο βήμα στην ειρήνη στη Μέση Ανατολή, να επιλύσει ειρηνευτικά την ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση. Στις 13 Αυγούστου 2020, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ξεκίνησαν διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ, αποτελώντας την τρίτη αραβική χώρα, που εξομαλύνει τις σχέσεις της με το Εβραϊκό Κράτος, μετά την Αίγυπτο (1979) και την Ιορδανία (1994). Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, έγιναν η πρώτη χώρα του Περσικού Κόλπου, που ξεκίνησε επίσημες διπλωματικές σχέσεις με το Κράτος του Ισραήλ, στα πλαίσια των Συμφωνιών του Αβραάμ. Οι Παλαιστίνιοι, αντέδρασαν αρνητικά στην κίνηση των Η.Α.Ε., θεωρώντας ότι πρέπει πρώτα να λυθεί η Ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση. Τον Σεπτέμβριο του 2020, μια άλλη χώρα του Περσικού Κόλπου, το Μπαχρέιν, ξεκίνησε κι αυτή διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ στα πλαίσια των Συμφωνιών του Αβραάμ και αποτέλεσε την τέταρτη αραβική και δεύτερη χώρα του Κόλπου, που αναγνώρισε το Εβραϊκό Κράτος. Στις 15 Σεπτεμβρίου, σε επίσημη τελετή του Λευκού Οίκου, υπογράφτηκαν οι συμφωνίες μεταξύ του Ισραήλ, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Μπαχρέιν, παρουσία του Προέδρου Τραμπ. Στις 23 Οκτωβρίου 2020, στα βήματα της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Μπαχρέιν, ακολούθησε το Σουδάν, και έγινε η πέμπτη αραβική χώρα, που αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ. Σε αυτό έπαιξε ρόλο ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, μιας και ήρε επίσημα τον χαρακτηρισμό ότι η αφρικανική χώρα υποστηρίζει την τρομοκρατία. Τέλος, στις 10 Δεκεμβρίου, αντιπροσωπία του Ντόναλντ Τραμπ, με επικεφαλής τον γαμπρό και σύμβουλο του Προέδρου των Η.Π.Α., Τζάρεντ Κούσνερ, μετέβη στο Μαρόκο, ώστε να ενεργοποιηθούν ξανά οι σχέσεις Μαρόκου με το Ισραήλ, οι οποίες είχαν ψυχρανθεί από το 2000 και να γίνουν επίσημες, παρουσία του Βασιλιά Μοχάμεντ ΣΤ'. Το Μαρόκο ανέκαθεν διατηρούσε σχέσεις με το Ισραήλ, μιας και η συγκεκριμένη χώρα διέθετε τον μεγαλύτερο αριθμό Εβραίων στον Αραβικό και Μουσουλμανικό Κόσμο και η πλειοψηφία των Εβραίων κατοίκων που κατοικούν στο Ισραήλ, έχουν καταγωγή από το Μαρόκο. Η χώρα της Βορείου Αφρικής, αναγνώρισε το Ισραήλ, ούσα η έκτη αραβική χώρα που αποκτά επίσημες διπλωματικές σχέσεις με το Εβραϊκό Κράτος και έτσι ολοκληρώθηκε η επιτυχής εξωτερική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ στη Μέση Ανατολή. Στις 12 Δεκεμβρίου του 2020, το Μπουτάν, που δεν διατηρούσε καν διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ, υπέγραψε συνθήκη ειρήνης και ξεκίνησαν οι επίσημες διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών.
Κοινωνικές τάσεις
Σε γενικές γραμμές η εβραϊκή πλειονότητα της σύγχρονης ισραηλινής κοινωνίας διαχωρίζεται όλο και περισσότερο ανάμεσα στους κοσμικούς φιλελεύθερους (συνήθως περισσότερο μορφωμένους και πιο εύπορους) και τους υπερ-ορθόδοξους (Χαρεντίμ), μοντέρνους Ορθόδοξους και παραδοσιακούς θρησκευόμενους Εβραίους[16] με επίκεντρο το Τελ Αβίβ και την Ιερουσαλήμ αντίστοιχα. Ως επί το πλείστον οι πρώτοι είναι ρεαλιστικοί εθνικιστές και επιζητούν ειρηνική γειτονία με ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος και την εκλαΐκευση του οικογενειακού δικαίου που παραμένει θρησκευτικό (π.χ. δεν υπάρχει πολιτικός γάμος, ενώ οι γυναίκες δεν δικαιούνται να ζητήσουν διαζύγιο). Οι δε δεύτεροι, ακολουθώντας την Παλαιά Διαθήκη θεωρούν ότι ο Θεός «υποσχέθηκε» στους Εβραίους όλη την περιοχή της Βιβλικής «Γης Χαναάν», μέρος της οποίας είναι και πατρίδα των Παλαιστινίων, και γι' αυτό το λόγο εποικίζουν διαρκώς τη Δυτική Όχθη (άλλωστε, αν και το 2018 αποτελούσαν μόνο το 10% του πληθυσμού της χώρας, αποτελούσαν όμως το ένα τρίτο των εποικιστών στη Δυτική Όχθη και πλειοψηφία σε μεγάλους οικισμούς όπως το Μοντιίν Ιλίτ)[17] κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, αλλά και απαιτούν να γίνει ο Ιουδαϊκός νόμος η αποκλειστική πηγή δικαίου της χώρας. Πάντως, αρκετοί Εβραίοι δεν υποστηρίζουν τη λύση του διεθνούς δικαίου.[18] Λόγω του εκλογικού συστήματος, (που είναι η απλή αναλογική), όλες οι κυβερνήσεις μέχρι σήμερα είναι πολυκομματικές και περιλαμβάνουν και τα πολλά θρησκευτικά κόμματα. Έτσι, είτε τα κόμματα που πλειοψηφούν είναι κοσμικά αριστερά είτε θρησκευόμενα δεξιά, βασίζονται στην υποστήριξη των Ορθοδόξων μαξιμαλιστών, σε αντάλλαγμα της οποίας προσφέρουν ανοχή στους εποίκους της Δυτικής Όχθης. Ένας μικρός αριθμός υπερορθόδοξων Εβραίων ισραηλινών (υπολογίζονται σε 5.000 άτομα εκ των οποίων περίπου 100 δραστηριοποιούνται πολιτικά υπέρ των Αράβων), είναι αντισιωνιστές. Τα μέλη της οργάνωσής τους, επονομαζόμενης Νατουρέι Κάρτα, αρνούνται να αναγνωρίσουν το κράτος του Ισραήλ, με τον ισχυρισμό ότι μόνον ο ερχόμενος Μεσσίας δικαιούται να ανασυστήσει αυτό το αρχαίο κράτος.[19] Μία άλλη κοινωνική διαφοροποίηση εντοπίζεται ανάμεσα στους Ασκενάζι, Σεφαρδίτες και Μιζραχί δηλ. Εβραίους πολίτες που ήρθαν στη χώρα αντίστοιχα από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη οι πρώτοι, την Ιβηρική χερσόνησο, Μαρόκο και Βαλκάνια οι δεύτεροι, και τις αραβικές χώρες, την Αιθιοπία, τον Καύκασο, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν και την Ινδία οι τρίτοι. Η ελίτ της διανόησης, οικονομίας, διοίκησης και της πολιτικής στελεχώνεται, σε δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό, από Ασκενάζι.
Οι ισραηλινοί Άραβες (20,8% του πληθυσμού) αντιπροσωπεύονται ισότιμα στη Βουλή και τους άλλους θεσμούς πλην του στρατού[20] - εξαιρούνται της στρατιωτικής θητείας - αλλά πολλοί ισχυρίζονται πως αντιμετωπίζουν συχνές ανεπίσημες διακρίσεις (π.χ.. στις κρατικές δαπάνες, στην εργασία, στη στέγη) ενώ πολλοί Εβραίοι ακροδεξιοί τους αντιμετωπίζουν ανοικτά με καχυποψία, π.χ. το κόμμα του νυν Υπουργού Εξωτερικών Α. Λίμπερμαν ζητά όπως ζητηθεί από τους Άραβες πολίτες είτε να δώσουν όρκο πίστης στο κράτος του Ισραήλ ως 'Δημοκρατικό κράτος με επίσημη θρησκεία τον Ιουδαϊσμό', είτε να εξαναγκαστούν σε εξορία. Οι ισραηλινοί Δρούζοι (περίπου 120.000 άτομα) είναι καλά ενσωματωμένοι στο Ισραηλινό κράτος. Χιλιάδες παλαιστίνιοι κάτοικοι της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης, παρ' ότι τυπικά υπήκοοι της Παλαιστινιακής Αρχής ζουν σε περιοχές που είναι ακόμα κάτω από Ισραηλινή στρατιωτική κατοχή και αντιμετωπίζουν οξύτατα προβλήματα σεβασμού των δικαιωμάτων τους. Οι βιαιότεροι των Εβραίων εποικιστών, ορισμένοι εκ των οποίων ζουν σε καλά οχυρωμένους καλοσχεδιασμένους οικισμούς-πόλεις και άλλοι σε νεότερους από λίγα λιτά λυόμενα σπίτια, συχνά παρενοχλούν τους ντόπιους Άραβες.
Πολλά στοιχεία συνάδουν ώστε το Ισραήλ να έχει μια συγκεκριμένη αισθητική και ατμόσφαιρα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως 'ασφαλειο-κεντρική'. Όλοι οι πολίτες (Εβραίοι, Δρούζοι και Κιρκάσιοι[21], απόγονοι των προσφύγων που μετανάστευσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία τον 19ο αιώνα καθώς εκδιώχθηκαν από τους Ρώσους στον Καύκασο), πλην των Αράβων, στρατεύονται υποχρεωτικά. Η αρχική στρατιωτική θητεία διαρκεί 32 μήνες (με σχέδια να μειωθεί στους 30 από το 2024)[22] για τους άνδρες και δύο χρόνια για τις γυναίκες. Όμως πολλοί συνεχίζουν να καλούνται συχνά ως έφεδροι για αρκετές εβδομάδες ετησίως και επί σειρά ετών. Οι περισσότεροι πολίτες έχουν συγγενείς που έπεσαν θύματα είτε των Γερμανών ναζί στο Ολοκαύτωμα (μάλιστα, θεωρείται ότι το Ολοκαύτωμα παίζει βασικό ρόλο στη διαμόρφωση της ταυτότητας των Ισραηλινών Εβραίων)[23] είτε στους διάφορους Ισραηλινο-αραβικούς πολέμους, είτε σε τρομοκρατικές επιχειρήσεις παλαιστινίων. Σημαντικά τμήματα σύγχρονων ισραηλινών πόλεων κτίσθηκαν πάνω από ερειπωμένους Αραβικούς οικισμούς μετά τη φυγή των Αράβων κατοίκων - είτε κατόπιν διωγμού είτε εθελούσια (αλλά κατ' αυτούς προσωρινά). Παρότι αυτό το φαινόμενο συναντάται σε πολλά κράτη, εντυπωσιάζει το γεγονός ότι το Ισραήλ ιδρύθηκε πριν μόλις μερικές δεκαετίες και πολλοί από τους Παλαιστίνιους πρώην ιδιοκτήτες - και έκτοτε πρόσφυγες σε γειτονικές χώρες - ζουν ακόμη με την προσμονή της «επιστροφής» σε σπίτια που κατεδαφίστηκαν πριν δεκαετίες και στη θέση των οποίων υπάρχουν τώρα ισραηλινές πόλεις, πανεπιστήμια, μονάδες παραγωγής κλπ.
Μετά από δεκαετίες πολέμου, στην πλειονότητά τους οι ισραηλινοί πολίτες δεν αισθάνονται ότι οι γειτονικές χώρες θα αποδεχθούν ποτέ ειλικρινά το Ισραήλ και έτσι θεωρούν ότι οι πόλεμοι θα διαιωνίζονται. Υπάρχει ακόμα μια διάχυτη συνείδηση του αληθινού ή και φανταστικού αντισημιτισμού των υπολοίπων εθνών, όπως και της υποτιθέμενης αδιαφορίας των εθνών απέναντι στο ισραηλινό «πρόβλημα ασφάλειας». Εν πολλοίς το Ισραήλ αισθάνεται «έθνος ανάδελφο». Η πολύχρονη στρατιωτική θητεία και εφεδρείες ανδρών και γυναικών, σημαίνει ότι πολλοί πολίτες οπλοφορούν ή φορούν στολή. Τα αντιτρομοκρατικά μέτρα είναι αυξημένα σε όλους τους δημόσιους χώρους. Ένα μεγάλο τείχος, μήκους 703 χλμ., χτίσθηκε ανάμεσα στο Ισραήλ και τα κατεχόμενα εδάφη, που σε ορισμένα σημεία περνά μέσα από τα τελευταία, κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου. Το τείχος έχει σχεδόν εξαφανίσει τις τρομοκρατικές επιθέσεις μέσα στο Ισραήλ, αλλά επίσης οριστικοποίησε την άγνοια ή και αδιαφορία πολλών ισραηλινών, για τις δραματικά κατώτερες συνθήκες ζωής πολλών Παλαιστινίων και παγίωσε τη γενική έλλειψη επαφής των δύο λαών.
Γεωγραφία
Το Ισραήλ έχει στενόμακρο σχήμα και καταλαμβάνει έκταση 20.770 τ.χλμ. Το βορειο-νότιο μήκος της χώρας φτάνει τα 424 χλμ. ενώ στο στενότερο ανατολικο-δυτικό σημείο μόλις τα 15 χλμ. Ανατολικά συνορεύει με τη Δυτική Όχθη, τη Συρία και την Ιορδανία. Βόρεια έχει τον Λίβανο, νότια την Αίγυπτο και την Ερυθρά Θάλασσα ενώ δυτικά συνορεύει με τη Γάζα και βρέχεται από τη Μεσόγειο θάλασσα. Το Ισραήλ έχει προσαρτήσει στο έδαφος του, μονομερώς και χωρίς διεθνή αναγνώριση, ακόμα 1.150 τ.χλμ Συριακού εδάφους τα λεγόμενα Υψώματα του Γκολάν. Επιπλέον το Ισραήλ έχει τον στρατιωτικό έλεγχο των περισσότερων από τα εδάφη της Δυτικής Όχθης (27.779 τ.χλμ).
Το Ισραήλ είναι, γενικά, πεδινή χώρα. Έχει αρκετές εύφορες πεδιάδες, κυριότερα στο βόρειο μέρος που ονομάζεται Γαλιλαία. Η Εσδραηλών, στη Σαμάρεια είναι κυριολεκτικά ο σιτοβολώνας του Ισραήλ. Τα βουνά της χώρας είναι το Μερών (1.208 μ.) στον βορρά, ο Κάρμηλος, το Θαβώρ και οι λόφοι της Ιουδαίας και της ερήμου Νέγκεβ. Το χιονοσκέπαστο βουνό Ερμών (2.244 μ.) στην περιοχή του Γκολάν έχει προσαρτηθεί από το Ισραήλ αλλά σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο αποτελεί συριακό έδαφος υπό Ισραηλινή κατοχή. Εκεί λειτουργεί και το μοναδικό χιονοδρομικό κέντρο στη διάθεση του Ισραήλ. Το νότιο Ισραήλ αποτελεί η Έρημος Νέγκεβ που σε μέγεθος ξεπερνά τη μισή έκταση της χώρας. Το Ισραήλ έχει έναν μόνο αξιόλογο ποταμό, τον Ιορδάνη (320 χλμ. μήκους), που τα νερά του αρδεύουν σχεδόν όλη την Παλαιστίνη. Πηγάζει από τον Αντιλίβανο, περνάει από τις λίμνες Σαμαχωνίτιδα και Τιβεριάδα και χύνεται στη Νεκρά Θάλασσα, όνομα που πήρε λόγω της έλλειψης υδρόβιας ζωής, γεγονός που οφείλεται στην υψηλή περιεκτικότητα των νερών της σε αλάτι και πίσσα. Βρίσκεται 394 μ. χαμηλότερα από τη στάθμη της θάλασσας και το βάθος της φτάνει τα 400 μέτρα. Η Νεκρά Θάλασσα αποτελεί και το φυσικό σύνορο του Ισραήλ με την Ιορδανία. Ο μικρός ποταμός Γιαρκόν (27,5 χλμ.) διασχίζει το βόρειο Τελ Αβίβ και χύνεται στη Μεσόγειο θάλασσα. Η μόνη αξιοσημείωτη λίμνη της χώρας με γλυκό νερό είναι αυτή της Γαλιλαίας που οι Ισραηλινοί ονομάζουν Κινέρετ και η οποία είναι επίσης γνωστή ως Τιβεριάδα ή Γεννησαρέτ.
Κλίμα
Το κλίμα του Ισραήλ είναι μεσογειακό κοντά στη θάλασσα, με πολύ ζεστά καλοκαίρια και βραχείς χειμώνες. Στα υψώματα της Ιερουσαλήμ -όπως και στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη- κάνει περισσότερο κρύο και κατά καιρούς χιονίζει. Στον νότο το κλίμα είναι πολύ πιο ξηρό και υπάρχει έρημος.
Το καυτό καλοκαίρι και οι λίγες βροχές κάνουν σχεδόν αδύνατη την καλλιέργεια χωρίς άρδευση. Σήμερα υπάρχουν πηγάδια που χρησιμοποιούν τα υπόγεια νερά και έτσι ξερές εκτάσεις μεταβάλλονται σε καλλιεργήσιμες. Καλλιεργούνται πολύ τα εσπεριδοειδή, δημητριακά, μπανάνες κ.ά.
Οικονομία
Το Ισραήλ είναι ανεπτυγμένη χώρα με υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα (το διπλάσιο από αυτό της Ελλάδας, βάσει στοιχείων του 2019)[εκκρεμεί παραπομπή]. Έχει σημαντική και αναπτυσσόμενη βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας - ιδιαίτερα πληροφορικής, όπλων και εναλλακτικής ενέργειας - καθώς και σημαντικό τομέα υπηρεσιών. Ο τουρισμός, ιδιαίτερα ο θρησκευτικός, είναι υπολογίσιμη πηγή εσόδων. Οι μεγάλες στρατιωτικές δαπάνες του επιχορηγούνται ετήσια από τις ΗΠΑ. Η χώρα διαθέτει ανταγωνιστική οικονομία και κατατάσσεται 3η σε επιχειρηματικότητα στην Αναφορά Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (στα αγγλικά: World Economic Forum's Global Competitiveness Report). Μετά τις Αμερικανικές, οι Ισραηλινές εταιρίες έρχονται δεύτερες σε εγγραφές στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Μονάδες παραγωγής διατηρούν μεγάλες εταιρίες τεχνολογίας όπως οι Intel, Microsoft, IBM, Cisco Systems και Motorola. Η γεωργία και η κτηνοτροφία γίνονται με σύγχρονα επιστημονικά μέσα. Ιδιαίτερη ανάπτυξη έχει η καλλιέργεια εσπεριδοειδών και λουλουδιών, καθώς και η εκτροφή πουλερικών και αυγών.
Το Ισραήλ εξάγει κυρίως εσπεριδοειδή, λουλούδια, ιατροφαρμακευτικά είδη, όπλα και γενικά στρατιωτική τεχνολογία, αεροπλάνα, προϊόντα πληροφορικής και κατεργασμένα διαμάντια, ενώ κάνει εισαγωγές σε δημητριακά, ζάχαρη, καύσιμα και βιομηχανικά είδη. Ορυκτός πλούτος δεν υπάρχει αξιόλογος, εκτός από ορυχεία χαλκού.
Τα Κιμπούτς αποτελούν έναν τύπο συλλογικής συνειδητής κοινότητας και έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της χώρας και στην απορρόφηση μεταναστών.
Πολιτισμός
Παραδοσιακά το Ισραήλ είναι χώρα της Μέσης Ανατολής, αλλά με πολλές επιρροές ευρωπαϊκών μεταναστών. Π.χ. η Λευκή Πόλη είναι παράδειγμα της Γερμανικής και διεθνούς αρχιτεκτονικής του Μπαουχάους. Το Μουσείο Τέχνης του Τελ Αβίβ είναι ένα από τα διεθνώς σημαντικά μουσεία σύγχρονης τέχνης. Ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της χώρας ήταν ο σατιρικός Εφραίμ Κισόν.
Ο πολυποίκιλος πολιτισμός του Ισραήλ πηγάζει από την ποικιλομορφία του πληθυσμού του. Εβραίοι από κοινότητες της διασποράς από πολλές περιοχές του κόσμου έφεραν μαζί τους τις θρησκευτικές και πολιτιστικές πεποιθήσεις από τις χώρες τους, δημιουργώντας ένα ποτ πουρί Εβραϊκών εθίμων και πίστεων.[24] Οι αραβικές επιρροές είναι εμφανείς σε πολλές σφαίρες του πολιτισμού της χώρας,[25][26] όπως την αρχιτεκτονική,[27] τη μουσική,[28] και την κουζίνα.[29] Το Ισραήλ είναι η μόνη χώρα στον κόσμο όπου η ζωή περιστρέφεται γύρω από το εβραϊκό ημερολόγιο. Οι εργασιακές και σχολικές αργίες ορίζονται από τις εβραϊκές αργίες και η επίσημη ημέρα ανάπαυσης είναι το Σάββατο.[30]
Δημογραφία
Ο πληθυσμός του Ισραήλ είναι 9.974.300[1] κάτοικοι (εκτίμηση 2024). Το Ισραήλ έχει δύο επίσημες γλώσσες, την Εβραϊκή και την Αραβική, που είναι συγγενικές σημιτικές γλώσσες. Εβραϊκά μιλά η εβραϊκή πλειονότητα (περίπου 76%), καθώς και ένα μεγάλο ποσοστό Ισραηλινών Αράβων. Αραβικά μιλούν κατά πλειονότητα, οι Άραβες Ισραηλινοί καθώς και οι Εβραίοι που μετανάστευσαν από Αραβικές χώρες. Ο Εβραϊκός πληθυσμός του Ισραήλ χωρίζεται σε τέσσερις διαφορετικές ομάδες: τους κοσμικούς, τους παραδοσιακού, τους σύγχρονους Ορθόδοξους και τους υπερορθόδοξους. Το 42% των Εβραίων Ισραηλινών είναι κοσμικοί, το 31% είναι παραδοσιακοί(το 16% παραδοσιακοί αλλά όχι πολύ θρησκευόμενοι και το 13% παραδοσιακοί θρησκευόμενοι), το 15% σύγχρονοι Ορθόδοξοι και το 12% υπερορθόδοξοι. Οι Άραβες Ισραηλινοί ανέρχονται στο 21%. Από αυτούς το 82% είναι μουσουλμάνοι και το 9% χριστιανοί και το 9% Δρούζοι. Το 22% του συνολικού πληθυσμού είναι Εβραίοι μετανάστες πρώτης γενιάς, κυρίως από την πρώην Σοβιετική Ένωση και άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, την Αιθιοπία. Γι' αυτό το λόγο μιλιούνται επίσης Ρωσικά (έως και 20% του πληθυσμού), Ρουμανικά (έως και 500.000), Αμχαρικά (130.000 ομιλητές) κ.α. Στο Ισραήλ ζουν επίσης τουλάχιστον 200.000 οικονομικοί μετανάστες από χώρες της Αφρικής, Αν. Ευρώπης, Σρι Λάνκα, Φιλιππίνες κ.α. Ο πληθυσμός είναι γενικά εξαιρετικά πολύγλωσσος.
Ο πληθυσμός του Ισραήλ αυξάνεται και εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 11,4 εκατομμύρια το 2035.[31] Το 2059 εκτιμάται ότι θα φτάσει περίπου τα 18 εκατομμύρια, με το 29% των κατοίκων να είναι υπερορθόδοξοι.[32] Η γονιμότητα των Εβραίων έχει αυξηθεί κατά 0.51 παιδιά το 2000-2018 από 2.66 παιδιά το 2000 σε 3.17 παιδιά το 2018, ενώ το 2018 η γονιμότητα ήταν 3.09 παιδιά ανά γυναίκα (από 2.95 το 2000). Ωστόσο η γονιμότητα των Μουσουλμάνων έχει μειωθεί από 4.74 το 2000 σε 3.20 το 2018. Οι υπερορθόδοξοι Εβραίοι συμβάλλουν σημαντικά στη γρήγορη πληθυσμιακή άνοδο του Ισραήλ: Ενδεικτικά η γεννητικότητα των χαρεντί Ασκεναζί αυξήθηκε από 6,91 παιδιά το 1980 σε 8,51 το 1996 και τα νούμερα του 2008 είναι ακόμη υψηλότερα. Επίσης, οι γεννήσεις έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, από 136.390 το 2000 σε 184.370 το 2018.
Το Ισραήλ ιδρύθηκε με στόχο να αποτελέσει την εθνική εστία των απανταχού Εβραίων του κόσμου και σύμφωνα με τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του, αποτελεί «δημοκρατικό» και «Εβραϊκό κράτος». Γι' αυτό το λόγο οι δημογραφικές τάσεις ανάμεσα στους Εβραίους και Άραβες αποκτούν μείζονα πολιτική σημασία. Από το 1950 νόμος προβλέπει το δικαίωμα οποιουδήποτε Εβραίου ή απογόνου Εβραίου, και του/της συζύγου αυτού/ής, να πολιτογραφηθεί Ισραηλινός πολίτης και να εγκατασταθεί στη χώρα με κρατική βοήθεια, αυτό που στα εβραϊκά ονομάζεται Αλιγιά. Μόνο μεταξύ 1990-1994 ο εβραϊκός πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε 12% λόγω της μαζικής εισροής Εβραίων μεταναστών από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Προβλήματα προκαλεί η διαφορετική αντίληψη του κράτους και των ορθοδόξων ραβίνων περί «εβραϊκότητας» όσων μεταναστών είχαν μη-Εβραία μητέρα (ο εβραϊκός θρησκευτικός νόμος αναγνωρίζει ως Εβραίους μόνο όσους είχαν μάνα και γιαγιά Εβραία και όσους έγιναν Εβραίοι, μια διαδικασία που διαρκεί έως και ένα έτος θρησκευτικών σπουδών). Έτσι περίπου 300.000 από το 1.000.000 των ρωσόφωνων πολιτών δεν αναγνωρίζονται ως «γνήσιοι Εβραίοι» και έτσι δεν μπορούν να παντρευτούν, να υιοθετήσουν κ.α. σύμφωνα με το οικογενειακό δίκαιο της χώρας που παραμένει θρησκευτικό.
Επίσημη πρωτεύουσα του Ισραήλ και έδρα των κρατικών θεσμών είναι η Ιερουσαλήμ (900.000 κάτοικοι το 2018), στο εσωτερικό της χώρας, αλλά οι περισσότερες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, διατηρούν τις πρεσβείες τους στο παραθαλάσσιο Τελ Αβίβ (450.000 κάτ. το 2018) έως ότου ξεκαθαριστεί το καθεστώς της Ιερουσαλήμ την οποία διεκδικούν και οι Παλαιστίνιοι. Η Γιάφα-Τελ Αβίβ είναι διπλή πόλη: Η παλιά πόλη Ιόππη (Γιάφα), οι Άραβες της οποίας έχουν περιοριστεί στο 26%, έχει ενωθεί με τη σύγχρονη πόλη, το Τελ Αβίβ μια καθαρά φιλελεύθερη και Εβραϊκή πόλη με μεγάλη παραλία, σημαντικά πολιτιστικά δρώμενα, πολλά μεσοπολεμικά σπίτια τύπου Μπάουχαους που στο σύνολό τους αναγνωρίζονται από την UNESCO ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, αλλά και μαζικά κατασκευασμένες μικρές πολυκατοικίες κτισμένες 1950-1970, και υπερσύγχρονους ουρανοξύστες. Το μητροπολιτικό συγκρότημα Τελ Αβίβ (3.206.400 κάτοικοι) περιλαμβάνει τη Γιάφα-Τελ Αβιβ καθώς και προάστια και ορισμένες πάρα πολύ κοντινές πόλεις οι οποίες ουσιαστικά είναι ενωμένες με το Τελ Αβίβ όπως η Χερτσλία, Ραμάτ Χα-Σαρόν, Μπνέι Μπρακ, Πετάχ Τίκβα, Χολόν, κτλ. Σε αυτή την περιοχή βρίσκεται και το οικονομικό κέντρο της χώρας.
Στον βορρά, η Χάιφα, είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη, σημαντικό λιμάνι, βιομηχανικό και ενεργειακό κέντρο και έδρα σημαντικών πανεπιστημίων. Επίσης μεγάλες πόλεις είναι η Ρισόν Λε Ζιόν (217.500 κάτοικοι) και Ασντόντ (200.800 κάτοικοι). Στον νότο, το Ελάτ είναι λιμάνι και παραθεριστικό κέντρο στην Ερυθρά Θάλασσα.
Επίσης στο Ισραήλ υπάρχουν και πολλές άλλες μικρότερες πόλεις, που είναι όμως γνωστές, γιατί αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη και στην Καινή Διαθήκη. Τέτοιες είναι η Ναζαρέτ, η οποία η πλειονότητα των κατοίκων είναι Άραβες, η Κανά, η Βηρ-Σεβαέ (Μπερ Σεβά) κ.α. Επίσης βιβλικές πόλεις βρίσκονται στην, υπό μερική Ισραηλινή κατοχή στη Δυτική Όχθη όπως η Ιεριχώ, η Βηθλεέμ η γενέτειρα του Χριστού, η Χεβρώνα κ.α.. Στις πόλεις αυτές όπως και στις υπερορθόδοξες Εβραϊκές πόλεις(πόλεις με υπερορθόδοξη πλειοψηφία) και στην Ιερουσαλήμ υπάρχουν σημαντικότατα ιερά μνημεία και των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών, και οι πολυάριθμοι λειτουργοί και πιστοί κυριαρχούν με την παρουσία τους. Σε αντίθεση οι σύγχρονες ισραηλινές πόλεις είναι 'δυτικού' χαρακτήρα, ηθών και εμφάνισης.
Περίπου 450.000 Ισραηλινοί (Ιούλιος 2019) ζουν σε, κατά το Διεθνές Δίκαιο παράνομους οικισμούς στην Παλαιστινιακή Δυτική Όχθη, 210.000 στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, και πάνω από 20.000 στο Γκολάν. Οι οικισμοί διαφέρουν σε μέγεθος και χαρακτήρα από μικρές αγροτικές κοινότητες σε πόλεις με πάνω από 30.000 κάτοικους. Το ισραηλινό κράτος παρέχει πλήρως δημόσιες υπηρεσίες και ασφάλεια στους οικισμούς αυτούς. Στο παρελθόν τέτοιοι οικισμοί υπήρξαν και στη χερσόνησο Σινά και στη Γάζα, αλλά εκκενώθηκαν όταν το Ισραήλ αποσύρθηκε από αυτές τις περιοχές.
Στο δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης του 2016 το Ισραήλ κατατάχθηκε στην 19η θέση. Σε ευρωπαϊκά επίπεδα βρίσκονται η γενικότερη υποδομή του κράτους, η δημόσια περίθαλψη, η εκπαίδευση, και η συγκοινωνία. Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 82,6 χρόνια (80,8 χρόνια οι άνδρες και 84,4 οι γυναίκες).[33]
Τα οκτώ κρατικά πανεπιστήμια της χώρας έχουν σημαντική ερευνητική παραγωγή. Τα σημαντικότερα είναι το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο στην Ιερουσαλήμ, τα πανεπιστήμια του Τελ Αβίβ και της Χάιφα καθώς και τα Ινστιτούτα Τέκνιον και το Ινστιτούτο Επιστημών Βάιτσμαν. Το Πανεπιστημιακό νοσοκομείοΧαντάσα στην Ιερουσαλήμ είναι διεθνούς φήμης σε πολλές ειδικότητες (συνεργάζεται δε με το νοσοκομείο Μεμόριαλ της Νέας Υόρκης). Έξι, από τους συνολικά δέκα Ισραηλινούς νομπελίστες ήταν επιστήμονες (χημικοί και οικονομολόγοι).
Μεταφορές
Υπάρχουν 17.870 χλμ. ασφαλτοστρωμένων δρόμων εκ των οποίων 230 χλμ. αυτοκινητόδρομοι. Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά.
Το σιδηροδρομικό δίκτυο μέχρι τη δεκαετία του 1990 βρισκόταν σε πτώση. Μετέπειτα ξεκίνησε ένα πρόγραμμα ανανέωσης. Οι κρατικοί σιδηρόδρομοι Israel Railways διαθέτουν σήμερα σύγχρονο τροχαίο υλικό. Επίσης υπάρχει το δίκτυο λεωφορείων της Egged, που λειτουργεί παρόμοια με τα ΚΤΕΛ.
Το μεγαλύτερο αεροδρόμιο της χώρας είναι το Διεθνές Αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν. Βρίσκεται στην πόλη Lod στη μητροπολιτική περιοχή του Τελ Αβίβ και είναι έδρα των αεροπορικών εταιριών El Al, Sun D'Or, Israir, CAL και Arkia. θεωρείται από τα ασφαλέστερα αεροδρόμια παγκοσμίως λόγω των εκτεταμένων ελέγχων. Εσωτερικές πτήσεις πραγματοποιούνται μεταξύ Εϊλάτ-Τελ Αβίβ και Εϊλάτ-Χάιφα.
Το πολίτευμα του Ισραήλ είναι η δημοκρατία. Αρχηγός Κράτους είναι ο Πρόεδρος, ο οποίος εκλέγεται από το Κοινοβούλιο (Κνέσετ) -το οποίο απαρτίζεται από 120 μέλη- αλλά η πραγματική εξουσία είναι στα χέρια του Πρωθυπουργού. Η χώρα δεν έχει επίσημο Σύνταγμα. Όμως, μεταξύ 1958-1998 η Κνέσετ νομοθέτησε εννέα 'Βασικούς Νόμους' (Εβραϊκά ḥŭḳḳēi ha-yyǝsōd חוקי היסוד) αναφορικά με τη δομή και τους θεσμούς του κράτους. Το 1992 ψηφίστηκαν ακόμα δύο νέοι Βασικοί Νόμοι αναφορικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών οι οποίοι υπήρξαν η βάση για τη μετέπειτα απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας με την οποία διακήρυξε την αρμοδιότητά του να εξασκεί έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων. Το 1998 ο Πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου, σε μια ακόμα «συνταγματική επανάσταση», ανακήρυξε ότι αυτοί οι Βασικοί Νόμοι είναι συνταγματικά κατοχυρωμένοι.
Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω.[34] Η Βουλή, που ονομάζεται «Κνέσετ», έχει 120 μέλη, εκλέγεται με το σύστημα της απλής αναλογικής. Η κυβέρνηση εκλέγεται από τη βουλή, όπως και ο Πρόεδρος της χώρας. Η πραγματική πολιτική εξουσία ασκείται από τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς, ενώ ο πρόεδρος έχει μόνο συμβολικά την ανώτατη πολιτειακή θέση.
↑Με βάση τον «Βασικό Νόμο του Εβραϊκού έθνους-κράτους» η πόλη, ολόκληρη και ενωμένη είναι πρωτεύουσα του Ισραήλ και αποτελεί έδρα της κυβέρνησης, της οικίας του Προέδρου, του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Κοινοβουλίου (Κνεσέτ), όπως επίσης και των κυβερνητικών γραφείων. Τα Ηνωμένα Έθνη και οι περισσότερες χώρες δε δέχονται τον νόμο αυτό (δες Kellerman, 1993, σελ. 140) και διατηρούν πρεσβείες σε άλλες πόλεις, όπως το Τελ Αβίβ, η Ραμάτ Γκαν και η Χερτζλίγια. (βλέπε το CIA Factbook και τον Χάρτη του Ισραήλ) Η Παλαιστινιακή Αρχή θεωρεί την ανατολική Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα ενός μελλοντικού παλαιστινιακού Κράτους και το τελικό καθεστώς της πόλης αναμένεται εν μέσω συνομιλιών μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων (δες "Negotiating Jerusalem", University of Maryland[νεκρός σύνδεσμος]).
Παραπομπές
↑ 1,01,11,2«Population». Central Bureau of Statistics. Ανακτήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2024.
↑Mitchell, Travis (8 Μαρτίου 2016). «Israel's Religiously Divided Society». Pew Research Center's Religion & Public Life Project (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 2022.
↑Mendel, Yonatan· Ranta, Ronald (2016). From the Arab Other to the Israeli Self: Palestinian Culture in the Making of Israeli National Identity. Routled. σελ. 137. ISBN978-1-317-13171-7. early settlers found it useful and suitable to imitate, adopt, adapt and later appropriate local customs, traditions, symbols and words. This was the principal process that we have unearthed in the book, and which changed in style, volume and recognition with time and with the shifting political environment in Palestine/Israel, yet was kept in the DNA of what Jewish-Israelis perceive as 'Israeliness'. It was an ongoing love-hate tango with the Arab-Palestinian 'other', which on the one hand represented the opposite of the 'self', and on the other hand, its presence was a mandatory ingredient in the creation of many of the customs, traditions and practices considered as local and as Israeli [...] the line of thinking according to which the Arab-Palestinian influence on Hebrew culture has been dramatically reduced following the creation of Israel as an independent state in 1948, is simply inaccurate and does not reflect the reality of Jewish-Arab-Palestinian relations. Not only were the early relations between settlers and Arab-Palestinians important – we would say essential – to our understanding of modern life in Israel and to Jewish-Israeli identity and culture, but the fascination leading to adaptation of Arab and Arab-Palestinian cultures did not end in 1948, it is in fact an ongoing process [...] many of the customs and traditions, which Jewish-Israelis define as belonging to the Israeli way of life and that represent 'Israeliness', are based on those early relations and cultural appropriations.
↑Mendel, Yonatan· Ranta, Ronald (2016). From the Arab Other to the Israeli Self: Palestinian Culture in the Making of Israeli National Identity. Routledge. σελίδες 140–141. ISBN978-1-317-13171-7. Jewish-Israeli identity and culture [...] have had a wide range of influences, among these were also Arab and Arab-Palestinian elements. When we looked at them in greater detail through Israeli food, Israeli dance, Israeli music, or Israeli symbols, we found – somewhere in their very root – also an Arab component. This is a unique influence not only because the Arab-Palestinian influence is common in different cultural fields, but because it seems that these influences are the least noted [...] Arab and Arab-Palestinian influence is much more important in understanding Jewish-Israeli identity and culture than given credit or recognised, and that it had an effect – at times basic and at times more profound – on the deferent cultural fields that constitute what Jewish-Israelis perceive as 'Israeliness' and the Israeli way of life. We believe that due to political reasons, the Arab influence on Israeli culture has been underestimated and overlooked [...] presentation of the Jewish and Arab identity and culture as two binaries is misleading. The two identities should be viewed more accurately as a scale with overlapping points, while acknowledging that – despite the conflict and at times because of the conflict – it is hard to admit that at the end of many Hebrew sentences sits an Arab smoking a 'nargilah' and that the Arab-Palestinian 'Other' is actually at the very heart of the Jewish-Israeli 'Self'... Jewish-Israelis and Arab-Palestinians share a number of similarities and points of contact that allow for easier diffusion of culture and symbols. These include, for example the presence of large communities of Jews who have originated in Arab countries and the increasing visibility and involvement of Arab-Palestinians in Israeli politics, economy and society. It is therefore expected that this proximity will result in constant cultural diffusion.
Abadi, Jacob (2004), Israel's Quest for Recognition and Acceptance in Asia: Garrison State Diplomacy, Routledge, ISBN0714655767
Ausubel, Natan (1964), The Book of Jewish Knowledge, New York, New York: Crown Publishers, ISBN051709746X
Barton, John; Bowden, Julie (2004), The Original Story: God, Israel and the World, Wm. B. Eerdmans Publishing Company, ISBN0802829007
Barzilai, Gad (1996), Wars, Internal Conflicts, and Political Order: A Jewish Democracy in the Middle East, State University of New York Press, ISBN0-7914-2943-1
Best, Anthony (2003), International History of the Twentieth Century, Routledge, ISBN0415207398
1 Τμήμα της χώρας ανήκει στην Αφρική. 2 Συνήθως γεωγραφικά θεωρείται Ασιατική χώρα, αλλά ωστόσο για πολιτισμικούς και ιστορικούς λόγους εντάσσεται συχνά στην Ευρώπη. 3 Τμήμα της χώρας ανήκει στην Ευρώπη.