Το Σουδάν είναι χώρα της Αφρικής, με έκταση 1.861.484 τ.χλμ. και πληθυσμό 50.449.000 κατοίκους, σύμφωνα με τη μέση εκτίμηση των Ηνωμένων Εθνών για το 2024[3].
Αποτελεί την τρίτη μεγαλύτερη σε έκταση χώρα της αφρικανικής ηπείρου, τη δεύτερη μεγαλύτερη αραβική και η δέκατη έκτη μεγαλύτερη χώρα παγκοσμίως. Συνορεύει με την Αίγυπτο (Βόρεια), την Ερυθραία και την Αιθιοπία (Ανατολικά), το Νότιο Σουδάν (Νότια) και την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία (Νοτιοδυτικά), το Τσαντ (Δυτικά) και τη Λιβύη (Βορειοδυτικά), ενώ βρέχεται και από την Ερυθρά θάλασσα. Το Σουδάν διασχίζει ο ποταμός Νείλος. Πρωτεύουσά του είναι η πόλη Χαρτούμ. Το Σουδάν έχει υποστεί δύο εμφυλίους πολέμους (1955 έως 1972 ο πρώτος και 1983 έως 2005 ο δεύτερος) μεταξύ βορρά και νότου, που οδήγησε τελικά στην ανεξαρτητοποίηση του νότιου μέρους της χώρας το 2011. Επίσης, τόσο στα ανατολικά του όσο και στα δυτικά του έχει ανοιχτά μέτωπα. Συγκεκριμένα, πολύ γνωστό λόγω της τραγικής κατάστασης που επικρατεί είναι το Νταρφούρ.
Εκτιμάται ότι στην περιοχή Νταρφούρ του Σουδάν υπάρχουν 1,2 εκατομμύρια εκτοπισμένοι άνθρωποι, ενώ περίπου 2 εκατομμύρια άνθρωποι χρειάζονται επειγόντως τρόφιμα.[7] Στην περιοχή βρίσκονται διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις με στόχο να απαλύνουν τον πόνο των προσφύγων και των κατοίκων. Η επαφή μεταξύ Ελλάδας και Σουδάν είναι γνωστή. Από τα αρχεία του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών αναφέρεται ότι η ελληνική παρουσία στο Σουδάν χρονολογείται περίπου από τις αρχές του 20ού αιώνα και σήμερα περί τα 150 άτομα δραστηριοποιούνται κυρίως στον βιομηχανικό και εμπορικό τομέα.[8] Τον Ιανουάριο του 2007 επέστρεψε η λίρα Σουδάν ως νομισματική μονάδα.
Ιστορία
Προϊστορία
Μέχρι την έβδομη χιλιετία π.Χ., νεολιθικοί άνθρωποι είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή, μέσα σε οχυρωμένα χωριά από τούβλα, όπου ζούσαν από το κυνήγι, την αλιεία στον Νείλο, τη συλλογή σιτηρών και την εκτροφή βοοειδών. Κατά τη διάρκεια της πέμπτης χιλιετίας, οι μεταναστεύσεις από την ξηραντική Σαχάρα έφεραν νεολιθικούς πληθυσμούς στην κοιλάδα του Νείλου μαζί με τη γεωργία. Ο πληθυσμός που προέκυψε από αυτή την πολιτισμική και γενετική ανάμειξη ανέπτυξε την κοινωνική ιεραρχία κατά τους επόμενους αιώνες και έγινε το Βασίλειο του Κους (με την πρωτεύουσα στο Κέρμα) το 1700 π.Χ.. Οι ανθρωπολογικές και αρχαιολογικές έρευνες δείχνουν ότι κατά την προ-δυναστική εποχή η Κάτω Νουβία και η Άνω Αίγυπτος του Ναγκαντάν ήταν εθνικά και πολιτιστικά σχεδόν πανομοιότυπες. Έτσι εξελίχθηκαν ταυτόχρονα τα συστήματα της βασιλείας των Φαραώ το 3300 π.Χ.. Μαζί με άλλες χώρες της Ερυθράς Θάλασσας, το Σουδάν θεωρείται η πιο πιθανή τοποθεσία της γης που είναι γνωστή στους αρχαίους Αιγυπτίους ως Punt (ή "Ta Netjeru", που σημαίνει "γη του Θεού"), η πρώτη αναφορά του οποίου χρονολογείται στον 25ο αιώνα π.Χ..
Έχει καταγραφεί ότι ο Μεντουχοτέπ Β΄, ο ιδρυτής του 21ου αιώνα π.Χ. του Μέσου Βασιλείου, είχε κάνει εκστρατείες εναντίον του Κους κατά το 29ο και 31ο έτος της βασιλείας του. Αυτή είναι και αρχαιότερη αιγυπτιακή αναφορά στο όνομα «Κους», ενώ η περιοχή της Νουβίας είχε άλλα ονόματα κατά το Παλαιό Βασίλειο[9]. Υπό τον Τούθμωσι Α΄, η Αίγυπτος έκανε πολλές εκστρατείες νότια[10]. Τελικά αυτό κατέληξε στην προσάρτηση της Νουβίας περίπου το 1504 π.Χ. Μετά την κατάκτηση, ο Πολιτισμός Κέρμα αιγυπτιοποιήθηκε σταδιακά, αλλά οι εξεγέρσεις συνέχισαν για άλλα 220 χρόνια μέχρι το περίπου 1300 π.χ. Κατά το Νέο Βασίλειο, η Νουβία έγινε επαρχία κεντρικής σημασίας για αυτό, οικονομικά, πολιτικά και πνευματικά. Όντως, πολλές φαραωνικές τελετές πραγματοποιούνταν στο Γκέμπαλ Μπαρκάλ κοντά στη Νάπατα[11]. Ως αιγυπτιακή αποικία από το 16ο π.Χ., τη Νουβία («Κους») κυβερνούσε Αιγύπτιος Αντιβασιλέας του Κους. Με την κατάρρευση του Νέου Βασιλείου περίπου το 1070 π.Χ., το Κους έγινε αυτόνομο βασίλειο με κέντρο τη Νάπατα, στο σημερνό βόρειο Σουδάν[12].
Η έκταση της πολιτισμικής και πολιτικής συνέχειας μεταξύ του Πολιτισμού της Κέρμα και του χρονολογικά διάδοχου Βασιλείου του Κους είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Το τελευταίο άρχισε να εμφανίζεται γύρω στο 100 π.Χ., 500 χρόνια μετά του τέλους του Βασιλείου της Κέρμα. Μέχρι το 1200 π.Χ. η αιγυπτιακή παρέμβαση στην περιοχή της Ντόνγκολα ήταν ανύπαρκτη. Μέχρι τον 8ο αιώνα π.Χ. το νέο Κουσιτικό Βασίλειο εμφανίστηκε από τη Νάπατα. Ο πρώτος βασιλιάς της Νάπατα Αλάρα, αφιέρωσε την αδελφή του στη λατρεία του Άμμωνα στον αναστηλωμένο ναό στον Ναό στο Κάουα, ενώ ναοί χτίστηκαν και στο Μαρκάλ και στην Κέρμα. Μια στήλη του Κάστα στην Ελεφαντίνη τοποθετούν τους Κουσίτες στο σύνορο με την Αίγυπτο, στα μέσα του 18ου αιώνα. Την πρώτη αυτή περίοδο του βασιλείου, της Νάπατα, διαδέχτηκε η Μεροϊκή περίοδος, όταν τα βασιλικά νεκροταφεία εγκαταστάθηκαν στη Μερόη περίου το 300 π.Χ.[13]
Οι Κουσίτες έθαβαν τους βασιλιάδες τους μαζί τους αυλικούς τους σε μαζικούς τάφους. Οι αρχαιολόγοι αναφέρονται σε αυτού του είδους τους τάφους ως «τηγανοειδείς» (pan-grave)[14]. Το όνομα είναι από τον τρόπο ταφής, με ένα ρηχό λάκκο και με την τοποθέτηση πετρών γύρω σε κύκλο[15]. Επίσης είχαν ταφικούς λόφους και πυραμίδες, ενώ είχαν και κάποιους κοινούς θεούς με τους Αιγυπτίους, κυρίως των Άμμωνα και την Ίσιδα. Με τη λατρεία αυτών, οι Κουσίτες βασιλιάδες άρχισαν να εντάσσουν τα ονόματα των θεών αυτών στα ονόματα θρόνων τους.
Οι Κουσίτες ηγεμόνες θεωρούνταν ως φύλακες της κρατικής θρησκείας, και ήταν υπεύθυνοι για τη διατήρηση των Οίκων των θεών[16]. Κάποιοι μελετητές πιστεύουν ότι η οικονομία του Βασιλείου του Κους ήταν αναδιανεμητικό σύστημα. Το κράτος συγκέντρωνε του φόρους με τη μορφή πλεονάσματος της παραγωγής, και το αναδιένειμε στους πολίτες. Άλλοι πιστεύουν ότι το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας δούλευε τη γη και δεν απαιτούσε τίποτα από το κράτος και δεν συνέβαλε κάτι στο κράτος. Το βόρειο Κους φαίνεται ότι ήταν πιο παραγωγικό και πλούσιο από το τη νότια περιοχή του Κους[16].
Ανάλυση απολιθωμάτων δοντιών από τη Μεροϊκή περίοδο στη Σέμνα βρήκε ότι ήταν πιο κοντά σε πληθυσμούς με αφροασιτικές γλώσσες που κατοικούν στην περιοχή του Νείλου, το Κέρας της Αφρικής, το Μαγκρέμπ και τις Κανάριες Νήσους. Οι Μεροϊτικοί σκελετοί και εκείνα τα αρχαία και πρόσφατα απολιθώματα ήταν επίσης φαινοτυπικά διαφορετικά από εκείνα που ανήκουν σε πρόσφατα πληθυσμούς με Νιγηρό-Κονγκολέζικη και Νειλό-Σαχάρια γλώσσα στην Υποσαχάρια Αφρική, όπως και τους κατοίκους της Μεσολιθικής περιόδου του Τζέμπελ Σαχάμπα στη Νουβία[17].
Η αντίσταση στη Δέκατη όγδοη Δυναστεία από το γειτονικό Κους μαρτυρείται στα γραπτά του Αχμόσε, γιο του Εμπάνα, Αιγύπτιου πολεμιστή που υπηρέτησε υπό τους Νεμπετριά Αχμόσε (1539-1514 π.Χ.), Ντζεσερκαρά Αμενχοτέπ Α΄(1514-1493 π.Χ.) και Αακχεπερκαρά Τούθμωσι Α΄(1493-1481 π.Χ.). Κατά το τέλος της Δεύτερης μεταβατικής περιόδου (μέσα του 16ου αιώνα), η Αίγυπτος αντιμετώπισε δύο απειλές εναντίον της ύπαρξή της— τους Υξώς στα βόρεια και τους Κουσίτες στα νότια. Στα γραπτά του Αχμόσε, οι Κουσίτες περιγράφονται ως τοξότες: «Αφού η Μεγαλειότητα του εξόντωσε τους Μπέντουαν της Ασίας, έπλευσε στο ρεύμα προς την Άνω Νουβία για να καταστρέψει του Νούβιους τοξότες.»[18]. Οι επιγραφές του τάφου του περιέχουν δύο ακόμα αναφορές για τους Νούβιους τοξότες του Κους.
Το διεθνές κύρος της Αιγύπτου είχε γνωρίσει κατάπτωση προς το τέλος της Τρίτης μεταβατικής περιόδου. Οι ιστορικοί της σύμμαχοι, οι κάτοικοι της Χαναάν, είχαν υποκύψει στη Μέση Ασσυριακή Αυτοκρατορία (1365-1020 π.Χ.), και μετά στη Νεό-Ασσυριακή Αυτοκρατορία (935-605 π.Χ.). Οι Ασσύριοι, από τον 10ο αιώνα π.Χ. και μετά είχαν ακόμα μια φορά επεκταθεί από τη βόρεια Μεσοποταμία, και κατέκτησαν μια αχανή αυτοκρατορία που περιελάμβανε όλη την Εγγύς Ανατολή και το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολίας, την ανατολική Μεσόγειο, τον Καύκασο την περιοχή του Ιράν της εποχής της πρώιμης Εποχής του Σιδήρου.
Το 945 π.Χ., ο Σοσένκ Α΄ και Λίμπου πρίγκιπες απόκτησαν τον έλεγχο του Δέλτα του Νείλου και ίδρυσαν την Εικοστή δεύτερη Δυναστεία, γνωστή επίσης ως Λιβυακή ή Βουβαστική δυναστεία, η οποία θα κυβερνούσε για περίπου 200 χρόνια. Ο Σοσένκ επίσης απέκτησε τον έλεγχο της νότιας Αιγύπτου τοποθετώντας μέλη της οικογένειάς του σε σημαντικές θέσεις αρχιερέων. Το 711, ο Σοσένκ έκανε τη Μέμφιδα νότια πρωτεύουσά του[19]. Όμως, ο έλεγχος των Λίβυων άρχισε να φθίνει καθώς η αντίπαλη δυναστεία στο Δέλτα ανήρθε στη Λεοντόπολι και οι Κουσίτες απειλούσαν από τον νότο.
ο Αλάρα ίδρυσε τη Δυναστεία της Νάπατα ή 25η, Κουσιτική Δυναστεία στη Νουβία, σήμερα στο Σουδάν. Ο διάδοχος του Αλάρα, Κάστα, επέκτεινε τον Κουσιτικό έλεγχο βόρεια στην Ελεφαντίνη και τις Θήβες στην Άνω Αίγυπτο. Ο διάδοχος του Κάστα Πιύ απέκτησε τον έλεγχο της Κάτω Αιγύπτου περίπου το 727 π.Χ.[20]. Η «Στήλη της Νίκης» του Πιύ, ανεγέρθη στον Ναό του Άμμωνα στο Γκέμπελ Μπαρκάλ για να τιμήσει αυτές τις νίκες. Ο Πιύ είχε εισβάλει σε μια Αίγυπτο που ήταν διαιρεμένη σε τέσσερα βασίλεια που κυβερνούσαν οι Πεφτζαουαουϊμπάστ, Νιμλότ, Ιουπούτ Β΄ και Οσορκόν Δ΄[21]:115,120.
Ο διάδοχος του Πιύ, ο Σαμπακά, νίκησε τους ηγεμόνες που είχαν βάση τη Σάις στη βόρεια Αίγυπτο μεταξύ το 711-710 π.Χ., και έγινε βασιλιάς στη Μέμφιδα. Εγκαθίδρυσε σχέσεις με τον Σαργών Β΄[21]:120.
Ο γιος του Πιύ Ταχάρκα είχε μια κάποια επιτυχία στις προσπάθειές του να επανακτήσει αιγυπτιακή επιρροή στην Εγγύς Ανατολή. Βοήθησε τον βασιλιά Εζεκία στην επίθεση από τον Σενναχειρείμ και του Ασσυρίους (Βασιλειών Δ΄19:9Αρχειοθετήθηκε 2019-02-13 στο Wayback Machine., Ησαΐας 37:9Αρχειοθετήθηκε 2020-02-03 στο Wayback Machine.), όμως αρρώστια στον στρατό των Ασσυρίων που πολιορκούσε την πόλη φαίνεται να είναι ο κυριότερος λόγος αποτυχίας κατάκτησης της Ιερουσαλήμ παρά κάποιο στρατιωτικό πρόβλημα, και οι Ασσυριακές αναφορές φαίνεται να δείχνουν ότι ο Εζεκίας υποχρεώθηκε να πληρώσει φόρο υποτέλειας. Στη συνέχεια, ο Σενναχιρείμ κίνησε τον Ταχάρκα και έδιωξε τους Νούβιους και Αιγυπτίους από την περιοχή, πέρα από το Σινά και μέχρι την Αίγυπτο.
Η δύναμη της 25ης Δυναστείας έφτασε στο απόγειό της με τον Ταχάρκα. Η αυτοκρατορία της Κοιλάδας του Νείλου ήταν τόσο μεγάλη όσο είχε να είναι από την εποχή του Νέου Βασιλείου. Νέα ευμάρεια[22] αναβίωσε τον αιγυπτιακό πολιτισμό[23]. Η θρησκεία, οι τέχνες, και αρχιτεκτονική αποκαταστάθηκαν στο μεγαλείο του Παλαιού, Μέσου και Νέου Βασιλείου. Οι Νούβιοι φαραώ έχτισαν ή αναστήλωσαν ναούς και μνημεία σε όλη τη χώρα, περιλαμβανομένων των Μέμφις, Καρνάκ, Κάουα και Γκέμπελ Μπαρκάλ[24]. Κατά την 25η Δυναστεία η Κοιλάδα του Νείλου «είδε» την πρώτη εκτεταμένη κατασκευή πυραμίδων (πολλές στο σημερινό Σουδάν) από την εποχή του Μέσου Βασιλείου[25][26][27]. Οι Κουσίτες ανέπτυξαν τη δικιά τους γραφή, τη Μεροϊτική γραφή, η οποία είχε επηρεαστεί από τα αιγυπτιακά συστήματα γραφής που υπήρχαν περίπου του 700-600 π.χ., αν και φαίνεται να περιοριζόταν μόνο στη βασιλική αυλή και τους κυριώτερους ναούς[28].
Ο Ταχάρκα αρχικά νίκησε τους Ασσυρίους, όταν ξέσπασε πόλεμος το 674 π.Χ. Όμως, το 671 π.Χ. ο Ασσύριος βασιλιάς Εσαρχαδών κατέκτησε τη Μέμφιδα, και ο Ταχάρκα υποχώρησε στα νότια, ενώ ο διάδοχός του και άλλα μέλη της οικογενείας του μεταφέρθηκαν στην Ασσυρία ως αιχμάλωτοι. Όμως, οι ντόπιοι Αιγύπτιοι υποτελείς ηγεμόνες που είχε τοποθετήσει ο Εσσαρχαδών ως «μαριονέτες» δεν μπόρεσαν να κρατήσουν επιτυχώς τον πλήρη έλεγχο, και οΤαχάρκα μπόρεσε να ανακαταλάβει τον έλεγχο της Μέμφιδας. Η εκστρατεία του Εσσαρχαδών εκ νέου το 669 π.Χ. για να εκτοπίσει τον Ταχάρκα εγκαταλείφτηκε όταν ο πρώτος πέθανε στην Παλαιστίνη ενώ βρισκόταν καθοδόν για την Αίγυπτο. Ο διάδοχος του Εσσαρχαδών Ασσουρμπανιπάλ νίκησε όμως τον Ταχάρκα, ο οποίος πέθανε λίγο μετά[21]:121.
Ο διάδοχος του Ταχάρκα Τανταμανί προσπάθησε να επανακτήσει την Αίγυπτο. Νίκησε τον Νεχώ Α΄, τον υποτελή βασιλιά που είχε εγκαταστήσει ο Ασσουρμπανιπάλ, καταλαμβάνοντας στην πορεία και τις Θήβες. Οι Ασσύριοι, οι οποίοι διατηρούσαν στρατιωτική παρουσία στον βορά, έστειλαν μεγάλο στρατό στα νότια το 663 π.Χ. ο Τανταμανί εκδιώχτηκε και οι Θήβες λεηλατήθηκαν σε τέτοιο βαθμό που στην πραγματικότητα ποτέ δεν ανέκαμψαν. Ο Τανταμανί καταδιώχτηκε πίσω στη Νουβία, και ποτέ ξανά δεν απείλησε την Ασσυριακή Αυτοκρατορία. Ένας ντόπιος ηγεμόνας, ο Ψαμμήτιχος Α΄ τοποθετήθηκε στον θρόνο ως υποτελής του Ασσουρμπανιπάλ[22][29]. Οι τελευταίοι δεσμοί μεταξύ του Κους και της Άνω Αιγύπτου κόπηκαν μετά τις εχθροπραξίες μεταξύ των Σαϊτικών βασιλιάδων τη δεκαετία του 590 π.Χ.[21]:121-122.
Νεότερη ιστορία
Το Σουδάν μέχρι την ανεξαρτητοποίησή του ήταν υπό την κατοχή της Αιγύπτου και Βρετανικήαποικία. Η ανεξαρτησία του δόθηκε και εγγυήθηκε ταυτόχρονα από τις δυο χώρες όταν η Αίγυπτος παραιτήθηκε από τις διεκδικήσεις της το 1954. Ωστόσο, οι διαφορές ανάμεσα στον ισλαμικό Βορρά και τον κατοικημένο από ανιμιστές και χριστιανούς Νότο, έρμαιο διαφόρων επιρροών, ήταν βαθιές και έγινε γρήγορα ορατή η προσπάθεια του ισλαμικού στοιχείου να αναδειχθεί σε ρυθμιστή της κατάστασης.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ξέσπασαν οι πρώτες βίαιες συγκρούσεις, λίγο μετά την απόφαση για την ανεξαρτησία του Σουδάν, που απέκτησε επίσημα την ανεξαρτησία του το 1956. Οι πρώτες συμπλοκές έγιναν μεταξύ στασιαστών στις πόλεις του νότου και των δυνάμεων της βρετανικής διοίκησης.
Η ανατροπή του στρατιωτικού καθεστώτος του προέδρου Αμπούντ στις 21 Οκτωβρίου του 1964 δεν οδήγησε σε εξομάλυνση της κατάστασης, αφού οι δύο πολιτικές κυβερνήσεις συνασπισμού υπό τον Καλίφα κατέρρευσαν λόγω ασυμφωνίας μεταξύ συντηρητικών κομμάτων και Μουσουλμανικής Αδελφότητας από τη μία πλευρά, κομμουνιστών και φιλονασερικών από την άλλη, σε ό,τι αφορά κυρίως στους χειρισμούς στο νότιο Σουδάν. Τελικά, τον Απρίλιο του 1965 διεξήχθησαν εκλογές, στις οποίες νικητής, χωρίς απόλυτη πλειοψηφία, αναδείχθηκε το δεξιό κόμμα ΟΥΜΑ. Η εκλογική διαδικασία σφραγίστηκε από την προσπάθεια του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος να παρεμποδίσει την ψηφοφορία, γεγονός που έγινε αιτία να σκοτωθούν 15 άτομα στα τέλη Απριλίου σε συγκρούσεις με την αστυνομία, σε πόλη κοντά στη μεθόριο με την Αιθιοπία. Τον Ιούνιο σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Μωχάμεντ Αχμέντ Μαχγκούμπ, η οποία βρέθηκε αντιμέτωπη με τη δράση της αυτονομιστικής οργάνωσης Άνια Νία στον Νότο[30]. Τον Ιούλιο άρχισαν οι εχθροπραξίες μεταξύ κυβερνητικών στρατευμάτων και ανταρτών (Πρώτος Σουδανικός Εμφύλιος Πόλεμος), με αποτέλεσμα, εκτός από τις βαριές απώλειες, οι κάτοικοι των περιοχών να υποφέρουν από λιμό και επιδημίες. Προάγγελοι μελλοντικών καταστάσεων, 20.000 οπαδοί μουσουλμανικής σέκτας, προερχόμενοι από απομακρυσμένες περιοχές της χώρας, πραγματοποίησαν πορεία στο Χαρτούμ με το σύνθημα «Ο κομμουνισμός είναι ο μοναδικός εχθρός του Ισλάμ», ύστερα από έκκληση του ιμάμη Αλ Μόχντι «να προασπίσουν τα κεκτημένα της επανάστασης της 21ης Οκτωβρίου του 1964»[31].
Η διαμάχη ανάμεσα στο βόρειο και το νότιο τμήμα του Σουδάν έληξε τον Μάρτιο του 1972, με την Ειρηνευτική Συνθήκη της Αντίς Αμπέμπα, ενώ υπολογίζεται πως στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από 500.000 ανθρώπους.
Το 1983 ξέσπασαν νέες διαμάχες μεταξύ του βόρειου και του νότιου τμήματος της χώρας (Δεύτερος Σουδανικός Εμφύλιος Πόλεμος). Την εποχή αυτή ιδρύθηκε στην περιοχή ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός του Σουδάν (Sudan People's Liberation Army - SPLA και το πολιτικό του τμήμα Λαϊκό Απελευθερωτικό Κίνημα του Σουδάν, Sudan People's Liberation Movement - SPLM). Οι διαμάχες μεταξύ του Στρατού της Κυβέρνησης του Σουδάν και του SPLA κράτησαν μέχρι το 2005, όταν οι δυο πλευρές υπέγραψαν στην Κένυα στις 9 Ιουλίου τη Συνολική Ειρηνευτική Συμφωνία (Comprehensive Peace Agreement - CPA, γνωστή και ως Συμφωνία της Ναϊβάσα). Τα θύματα αυτού του δεύτερου πολέμου υπολογίζονται γύρω στα δύο εκατομμύρια, ενώ περίπου τέσσερα εκατομμύρια κάτοικοι της περιοχής υπολογίζεται πως αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν.[32] Η εν λόγω ένοπλη σύρραξη ήταν ο εμφύλιος πόλεμος με τη μεγαλύτερη διάρκεια στην αφρικανική Ιστορία.
Από το 2003 στο δυτικό Σουδάν, στην περιοχή του Νταρφούρ, μαίνεται διαμάχη μεταξύ των ντόπιων Αφρικανών κατοίκων και Αράβων νομάδων βορινότερων περιοχών. Λόγω της μείωσης των εδαφών των βοσκότοπων στις βόρειες περιοχές, ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής, μεγάλος αριθμός νομάδων, υπό την προστασία της κυβέρνησης του Σουδάν, αποφάσισαν να μετακινηθούν προς το Νταρφούρ, εκτοπίζοντας με τη βία τους ντόπιους. Η αντίδραση των κατοίκων ήρθε με τη δημιουργία ένοπλων αντάρτικων ομάδων. Στις 5 Μαΐου του 2006, μια ομάδα ενός από τα μεγαλύτερα τότε αντάρτικα σώματα της περιοχής, του «Σουδανικού Απελευθερωτικού Στρατού» (SLA), που βρισκόταν υπό την ηγεσία του Μίνι Μινάουι υπέγραψε ειρηνευτική συμφωνία με την κυβέρνηση του Χαρτούμ στην πρωτεύουσα της ΝιγηρίαςΑμπούτζα, η οποία έμεινε γνωστή ως Συμφωνία του Μαΐου. Κανένα άλλο από τα αντάρτικα σώματα του Νταρφούρ δεν προχώρησε σε συμφωνία ειρήνευσης, ενώ και ο ίδιος ο Μινάουι το 2011 δήλωσε πως η Συμφωνία απέτυχε πλήρως και ξεκίνησε ξανά νέες μάχες κατά της Κυβέρνησης.[33][34]
Τον Μάιο του 2008 το Σουδάν διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με το Τσαντ, κατηγορώντας το ότι πρόσφερε βοήθεια στους αντάρτες του «Κινήματος για την Ισότητα και τη Δικαιοσύνη» (JEM) της περιοχής του Νταρφούρ [35] να εξαπολύσουν επίθεση εναντίον του Χαρτούμ (11 Μαΐου 2008). Οι δυο χώρες υπέγραψαν στις 3 Μαΐου του 2009 στην Ντόχα συμφωνία συμφιλίωσης, η οποία προβλέπει ανάμεσα στα άλλα τον έλεγχο των συνόρων, ώστε να εμποδιστεί η διείσδυση ανταρτών του Τσαντ προερχομένων από το Σουδάν και Σουδανών ανταρτών προερχομένων από το Τσαντ.[36] Οι συνομιλίες διεξήχθησαν με πρωτοβουλία της Λιβύης και του Κατάρ.
Οι φυλετικές συγκρούσεις στο Νταρφούρ συνεχίστηκαν και στο τέλος του 2008, παρά την παρουσία των ειρηνευτικών δυνάμεων.[37] Τον Μάρτιο του 2009 βρήκαν τον θάνατο 750 άνθρωποι σε φυλετικές συγκρούσεις ανάμεσα στις φυλές Νουέρ και Μούρλε στο κρατίδιο Τζονγλέι ύστερα από επιδρομές ενόπλων σε χωριά με στόχο να κλέψουν βοοειδή.[38]
Με βάση τη Συμφωνία της Ναϊβάσα, τον Ιανουάριο του 2011 διενεργήθηκε δημοψήφισμα με το οποίο οι πολίτες του νοτίου Σουδάν αποφάσισαν την ανεξαρτητοποίησή τους από τη Δημοκρατία του Σουδάν. Στις 9 Ιουλίου 2011 το Νότιο Σουδάν αποσπάστηκε και έγινε ανεξάρτητη χώρα [39].
Διακυβέρνηση
Πρόεδρος της χώρας ήταν επί 30 χρόνια, από το 1989 έως το 2019, οπότε ανατράπηκε σε πραξικόπημα του στρατού, ο Ομάρ Μπασίρ. Έπειτα από συμφωνία και με βάση την Προσωρινή Συνταγματική Διακήρυξη του 2019, την αρχηγία του κράτους ασκεί συλλογικά από τις 21 Αυγούστου 2019 το Συμβούλιο Κυριαρχίας του Σουδάν, με επικεφαλής τον Αμπντέλ Φατάχ Αλ Μπουρχάν. Από τον Απρίλιο του 2019 τη νομοθετική εξουσία ασκεί Μεταβατικό Στρατιωτικό Συμβούλιο. Στις 5 Ιουλίου του 2005 επικυρώθηκε, με βάση ειρηνευτική συμφωνία, ένα προσωρινό Σύνταγμα, το οποίο ανεστάλη το 2019.
Τον Δεκέμβριο του 2005 υπογράφτηκε το Σύνταγμα του Νοτίου Σουδάν, το οποίο αποσχίστηκε από το Σουδάν στις 9 Ιουλίου 2011 και έγινε ανεξάρτητο. Το Σουδάν αναγνώρισε το νέο κράτος.
Οι περισσότεροι Σουδανοί είναι αραβόφωνοιμουσουλμάνοι, αν και η πλειονότητα μιλά και μια παραδοσιακή μη-αραβική γλώσσα (π.χ. νουβικά, φουρ, νούμπα, ινγκεσσάνα κλπ.). Ανάμεσα σε αυτούς υπάρχουν αρκετές διακριτές φυλετικές ομάδες.
↑Morkot, Roger G. "On the Priestly Origin of the Napatan Kings: The Adaptation, Demise and Resurrection of Ideas in Writing Nubian History" in O'Connor, David and Andrew Reid, eds. Ancient Egypt in Africa (Encounters with Ancient Egypt) (University College London Institute of Archaeology Publications) Left Coast Press (1 Aug 2003) (ISBN978-1-59874-205-3) p.151
↑ 16,016,1Welsby, Derek A. The Kingdom of Kush: the Napatan and Meroitic Empires. Princeton, NJ: Markus Wiener, 1998. Google Scholar. Web. 20 Oct. 2011