* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα.
† Συμμετοχές (Γκολ).
Ο Μανουέλ Φρανσίσκο ντος Σάντος (Manoel Francisco dos Santos), γνωστός ως Γκαρίντσα (Garrincha, ορθή προφορά: Γκαρίνσα, 28 Οκτωβρίου 1933 – 20 Ιανουαρίου 1983) ήταν Βραζιλιάνος διεθνής ποδοσφαιριστής που κατέκτησε δύο Παγκόσμια Κύπελλα με την Εθνική Βραζιλίας, το 1958 και το 1962, ενώ το 1962 ήταν πρώτος σκόρερ και αναδείχθηκε πολυτιμότερος παίκτης της διοργάνωσης. Αγωνιζόταν ως δεξιός ακραίος επιθετικός και θεωρείται ως ένας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών.[1][2][3][4] Στις εκλογές της IFFHS ψηφίστηκε όγδοος καλύτερος παίκτης για τον 20ό αιώνα.[5]
Αγωνίστηκε σε όλη (σχεδόν) την καριέρα του στη Βραζιλία, τα περισσότερα χρόνια με την Μποταφόγκο, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες των ευρωπαϊκών συλλόγων να τον εντάξουν στο δυναμικό τους. Με χαρακτηριστικό του τρόπου παιχνιδιού του τις ικανότητες στο ντριμπλάρισμα γνώρισε διαχρονική καταξίωση, θεωρούμενος ως ο δεύτερος καλύτερος Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών μετά τον Πελέ.[6][7][8][9][10] Το 2011 ήταν ένα από τα 15 πρώτα μέλη που εισήχθησαν στην Αίθουσα Φήμης του Ποδοσφαίρου (Salón de la Fama del Fútbol) στην Πατσούκα, της πολιτείας Ιδάλγο του Μεξικού.[11][12]
Βιογραφία
Πρώτα χρόνια
Ο Γκαρίντσα, κατά κόσμον Μανουέλ Φρανσίσκο ντος Σάντος, (από τους φιλάθλους στη Βραζιλία αναφέρεται συχνά και ως Μανέ - υποκοριστικό του Μανουέλ - ή Μανέ Γκαρίντσα, όνομα που δόθηκε και στο Εθνικό Στάδιο της Μπραζίλια) γεννήθηκε στο Πάου Γκράντε στις 28 Οκτωβρίου του 1933, με παραμόρφωση στη σπονδυλική στήλη και τη λεκάνη, εξαιτίας της οποίας το δεξί του πόδι ήταν κοντύτερο κατά περίπου έξι εκατοστά από το άλλο.[13][14] Μάλιστα, ορισμένες εκτιμήσεις γιατρών στην αρχή της ζωής του προέβλεπαν δυσκολία ακόμα και να μπορέσει να περπατήσει.[15] Η μητέρα του ήταν μουλάτα και ο πατέρας του Ινδός.[16] Σχολείο πήγε μέχρι τη δεύτερη τάξη του δημοτικού.[17] Ως έφηβος δεν είχε κανένα ενδιαφέρον να γίνει ποδοσφαιριστής, παρά το γεγονός ότι εντυπωσίασε τους συναδέλφους του με τις δεξιότητές του στο τοπικό εργοστάσιο παραγωγής υφασμάτων, όπου άρχισε να εργάζεται όταν ήταν 14 ετών για να βοηθήσει τα οικονομικά της πολυμελούς οικογένειας,[18] Η οποία τον Ιούνιο του 1949 έχασε τη μητέρα του, ενώ πατέρας του με ήταν εθισμένος στο αλκοόλ.[19] Στα 16 του ήταν βασικό μέλος της ομάδας του εργοστασίου και ήδη αναγνωρίζονταν ως ένα από τα περισσότερο υποσχόμενα ταλέντα της περιοχής.[20]
Το σωματικό μειονέκτημα κατάφερε να το μετατρέψει σε ποδοσφαιρικό πλεονέκτημα, αφού ντρίμπλαρε «σαν το διάολο», όπως αναφέρεται. Χάρις κυρίως στο ταλέντο και λιγότερο στην επιμονή του, έγινε παίκτης παγκόσμιας κλάσης. Γνωστός και ως «άγγελος με λυγισμένα πόδια» και με απρόβλεπτους ελιγμούς βασικό στοιχείο στον τρόπο παιχνιδιού του, θεωρείται ότι οι κορυφαίες ικανότητές του οφείλονταν σε αυτή τη σωματική του ατέλεια.[13][21][22]
Παρόλα τα προσόντα του, δυσκολεύτηκε να βρει επαγγελματική ποδοσφαιρική ομάδα να παίξει μπάλα, διότι καμιά ομάδα δεν εμπιστευόταν ένα προβληματικό ποδοσφαιριστή. Ο ίδιος δεν ενδιαφέρονταν να αγωνιστεί σε επαγγελματικό επίπεδο, καθώς θεωρούσε το άθλημα περισσότερο ως διασκέδαση.[23][24] Το 1950 θέλησε να δοκιμαστεί από τη Βάσκο ντα Γκάμα, αλλά πηγαίνοντας στο σύλλογο δεν πήρε μαζί του τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια νομίζοντας ότι κάποιος θα του έδινε ένα ζευγάρι. Αυτό ήταν αρκετό για την αποτυχία του.[25]
Καριέρα σε συλλόγους
Μποταφόγκο
Εντοπίστηκε από έναν πρώην παίκτη της Μποταφόγκο κατά τη διάρκεια ενός εργοστασιακού τουρνουά και χρειάστηκε χρόνος πριν αποφασίσει να πάει στο Ρίο για να δοκιμαστεί στο σύλλογο το 1953. Στην πρώτη δοκιμή, στις 10 Ιουνίου, εντυπωσίασε με τις προσπάθειές του απέναντι στον Νίλτον Σάντος, κορυφαίο αμυντικό της ομάδας την εποχή εκείνη. Έτσι, ξεκίνησε να παίζει επαγγελματικά σχετικά μεγάλος, σε ηλικία 19 ετών στη Μποταφόγκο υπογράφοντας ένα ιδιαίτερα χαμηλόμισθο συμβόλαιο.[25][26] Ήταν κατά τη διάρκεια της νεανικής πορείας του που απέκτησε το προσωνύμιο Γκαρίντσα (από το όνομα ενός μικρού τοπικού καφέ πουλιού με μαύρες ραβδώσεις στην πλάτη που προτιμά να πεθάνει παρά να πιαστεί) που έδωσε η αδελφή του Ρόζα λόγω του βαδίσματός του, της ζωντάνιας του και του χαρακτήρα του.[27][28] Όταν άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο, το υποκοριστικό αναφερόταν στο τρόπο που έτρεχε, παρόμοια με αυτή ενός πουλιού που χοροπηδάει. Είχε επίσης το παρατσούκλι από τους συγγενείς του «Μανέ», επειδή έχει πολύ πυκνά μαλλιά (κυριολεκτικά στα πορτογαλικά σημαίνει «χαίτη»).[19]
Ο Γκαρίντσα σημείωσε τρία τέρματα στο πρώτο του παιχνίδι με την ομάδα με αντίπαλο τη Μπονσουσέσο (6–3), και γοήτευσε γρήγορα τους υποστηρικτές του με τις κουνιστές ντρίμπλες του, δικαιολογώντας το ψευδώνυμό του.[26][27] Ο τρόπος παιχνιδιού του ήταν πολύ γρήγορος, με το πρώτο του βήμα συχνά διστακτικό αλλά πάντα απρόβλεπτος στη συνέχεια, με τον απόλυτο έλεγχο της μπάλας σαν να είναι σχεδόν κολλημένη στα πόδια του.[29] Οι εντυπωσιακές του εμφανίσεις τον οδήγησαν το 1955 να κάνει το ντεμπούτο του στην εθνική ομάδα.[30] Το 1957, με 20 γκολ σε 26 αγώνες, συνέβαλε σημαντικά στην κατάκτηση του τίτλο της ομάδας του στο πρωτάθλημα Καριόκα, ενώ ο ίδιος ήταν δεύτερος σκόρερ του πρωταθλήματος. Εντυπωσιακή ήταν η εμφάνισή του στον αγώνα με τη Φλουμινένσε (6–2) στις 22 Δεκεμβρίου 1957, όπου σημείωσε ένα γκολ και έδωσε δύο ασίστ, σε αναμέτρηση που έκρινε τον τίτλο υπέρ της ομάδας του. Οι ντρίμπλες του και η χαμηλή προέλευσή του τον έκαναν γρήγορα δημοφιλή και αγαπητό από όλους.[19][31]
Την ίδια σεζόν, σε αγώνα με τη Ρίβερ Πλέιτ στις 20 Φεβρουαρίου, οι θεατές εντυπωσιάστηκαν τόσο πολύ από το παιχνίδι του που αντιδρούσαν σε κάθε του ενέργεια με την κραυγή «Όλε!», που σύντομα έγινε ένα από τα σύμβολα του ποδοσφαίρου στη Λατινική Αμερική και μετέπειτα σε όλο τον κόσμο με τα μέσα ενημέρωσης να μεταφέρουν το γεγονός. Ο αμυντικός της Ρίβερ Πλέιτ Φεντερίκο Βάιρο ταλαιπωρήθηκε υπερβολικά από τις απανωτές ντρίμπλες του Βραζιλιάνοι και αντικαταστάθηκε στον αγώνα.[32][33] Ο προπονητής της ομάδας, Ζοάο Σαλντάνια (μετέπειτα και της Εθνικής Βραζιλίας), άφησε το Γκαρίντσα σε απόλυτα ελευθερία κινήσεων, ζητώντας από τους υπόλοιπους παίκτες να μην παρεμβαίνουν στα πλάγια του, αλλά να περιμένουν ασίστ. Μετά την οδηγία αυτή, ο αριθμός τους τριπλασιάστηκε. Απλός, πρόθυμος να ψυχαγωγήσει το κοινό, απέκτησε το ψευδώνυμο «η χαρά του λαού» (πορτογαλικά: Alegria do Povo).[34][35]
Η Μποταφόγκο σταδιακά ενδυναμώνει και έγινε ένας από τους καλύτερους συλλόγους της εποχής μαζί με τη Σάντος του Πελέ.[36] Η φήμη του γιγαντώνεται και συμμετέχει σε πολυάριθμους φιλικούς αγώνες σε όλο τον κόσμο, όπως η νίκη στο διεθνές τουρνουά στην Κολομβία το 1960. Ο Γκαρίντσα ήταν στην κορυφή της καριέρας του: είναι σε θέση να ντριμπλάρει τους αντιπάλους του με ευκολία και αθροίζει τέρματα. Ο σύλλογός του κέρδισε το πρωτάθλημα Καριόκα στα τέλη του 1961, το πρωτάθλημα του Ρίο-Σάο Πάολο στις αρχές του 1962 απέναντι στη Σάντος, και την αντίστοιχη διοργάνωση, προάγγελος του πρωταθλήματος της Βραζιλίας, αφού το έχασε ελάχιστα την προηγούμενη χρονιά. Μεγάλοι ευρωπαϊκοί σύλλογοι προσπάθησαν να τον αποκτήσουν, όπως η Γιουβέντους το 1954, η Ρεάλ Μαδρίτης το 1959 και το 1963 και οι τρεις μεγαλύτερες ιταλικές ομάδες (Ίντερ, Μίλαν, Γιουβέντους) τον πολιορκούσαν, αλλά αυτός προτίμησε να παραμείνει στη χώρα του.[37][38][39] Το 1961 ήταν ο καλύτερος παίκτης στο Πρωτάθλημα Καριόκα και με ένα γκολ στον καθοριστικό αγώνα στις 14 Δεκεμβρίου εναντίον της Φλουμινένσε, ξεκίνησε μια σειρά ρεκόρ 41 συνεχόμενων αγώνων χωρίς να χάσει ποτέ. Οι ντρίμπλες ήταν το μέσο έκφρασής του, ήταν εντελώς αδιάφορος για την τακτική, τους αντιπάλους ή ακόμα και το σκορ.[19] Όπως έγραψε και ο Εδουάρδο Γκαλεάνο: «Σε ολόκληρη την ιστορία του ποδοσφαίρου κανείς δεν έκανε περισσότερους ανθρώπους ευτυχισμένος. Όταν ήταν σε φόρμα, το γήπεδο γινόταν τσίρκο. Η μπάλα γινόταν ένα υπάκουο ζώο και το παιχνίδι έγινε πρόσκληση για πάρτι. Ο Γκαρίντσα θα προστάτευε το κατοικίδιό του, τη μπάλα και μαζί θα δημιουργούσαν μερικά υπέροχα κόλπα που θα έκαναν τους θεατές να διασκεδάζουν. Θα πήγαινε πάνω στη μπάλα και αυτή θα αναπηδούσε πάνω του. Τότε θα κρυβόταν πριν ξεφύγει μόνο για να τη βρει να τρέχει μπροστά του. Κατά τη διάρκεια της προσπάθειας, οι διώκτες του συντρίβονται στις προσπάθειές τους να τον σταματήσουν».[40][41] Φαινόταν όμως σαν να παίζει για τη διασκέδασή του τις περισσότερες φορές. Συχνά εμφανιζόταν στο σύλλογο χωρίς να γνωρίζει ποιος ήταν ο αγώνας. Δεν ήταν συνεπής στις προπονήσεις, συχνά απουσιάζοντας στην ιδιαίτερη πατρίδα του.[42]
Μετά την επιστροφή του από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962, όπου ο ίδιος λάμπει, εμφανίστηκε ως ζευγάρι με την επιτυχημένης τραγουδίστριας Έλζα Σοάρες, ενώ ήταν ήδη παντρεμένος από την ηλικία των 19 ετών και πατέρας οκτώ κοριτσιών. Μητέρα έξι παιδιών, μεταξύ των οποίων δύο θνησιγενή, χήρα στα 21, η Σοάρες είχε την ευκαιρία να βγει από τη φτώχεια. Ο Γκαρίντσα ξεχνούσε όλο και πιο συχνά το δρόμο για το Πάου Γκράντε, και μετά, το 1963, εγκατέλειψε την οικογένειά του για να εγκατασταθεί με την Έλζα στο Ilha do Governador, κοντά στο σπίτι του Νίλτον Σάντος. Η υπόθεση ήταν σκανδαλώδης, αλλά διαρκεί μέχρι το σημείο που οι δύο παντρεύονται το 1966, απέκτησαν ένα γιο το 1977 και παρέμειναν μαζί μέχρι το 1978.[39][43][44] Το 1963 η Ίντερ προσφέρει μια περιουσία στους ηγέτες της Μποταφόγκο και στον Βραζιλιάνο, αλλά η προσφορά δεν πετυχαίνει.[45] Την επόμενη χρονιά ο Γκαρίντσα φτάνει στο απόγειο της απόδοσής του: σε διαμάχη με την Μποταφόγκο που δεν θέλει να αυξήσει τον μισθό του, απειλεί να μην παίξει τον καθοριστικό αγώνα με τη Φλαμένγκο, αλλά μετά, πεπεισμένος από τους φίλους του, αγωνίστηκε και μπροστά σε σχεδόν 160.000 θεατές, λάμπει και σκοράρει δύο φορές στον τελικό, ενώ και το τρίτο γκολ προέκυψε από δική του προσπάθεια που οδήγησε σε αυτογκόλ της άμυνας της Φλαμένγκο (3–0). Την επόμενη μέρα η εφημερίδα O Globo απεικόνισε τη Μποταφόγκο στο εξώφυλλο ως αποτελούμενο από 11 Γκαρίντσα. Η ομάδα του κράτησε το στέμμα της πρωταθλήτριας στα τέλη του 1962, όπως και το προηγούμενο έτος.[19][39] Η Μποταφόγκο συνεχίζει να περιοδεύει και συγκεκριμένα κέρδισε το περίφημο τουρνουά του Παρισιού το 1963. Έφτασε και στους ημιτελικούς του Κόπα Λιμπερταδόρες το 1963, αλλά αυτή τη φορά έχασε από τη Σάντος. Ο Πελέ σκόραρε τέσσερα από τα πέντε γκολ της ομάδας του σε αυτή τη διπλή αναμέτρηση.[46][47]
Τα πρώτα προβλήματα ήταν η οστεοαρθρίτιδα του γόνατος που ξεκίνησε να τον ταλαιπωρεί, η αρχική του άρνηση να χειρουργηθεί υποχωρεί μετά από τρεις μήνες συντηρητικής αντιμετώπισης και η εγχείρηση του 1963 τον αφήνει πίσω αγωνιστικά. Ο Γκαρίντσα άρχισε να βρίσκεται σε μια διαρκή αγωνιστική πτώση και η δημοτικότητά του άρχισε να χάνεται. Ο αλκοολισμός του είναι επιζήμιος, συχνά τραυματίζει τον εαυτό του και η ντρίμπλα του δεν είναι πλέον τόσο εκρηκτική όσο πριν και γίνεται πιο αργός με την αύξηση του βάρους του. Την επόμενη χρονιά, έχασε την αρχική του θέση και του επιβλήθηκε πρόστιμο κατά 50 % του μισθού του επειδή αρνήθηκε να περιοδεύσει στο εσωτερικό.[17] Παίζει όλο και λιγότερο (30 παιχνίδια μεταξύ 1963 και 1965). Κλείνοντας την καριέρα του στη Μποταφόγκο, είχε σημειώσει 245 τέρματα σε 614 αγώνες,[15] από τα οποία 101 σε 325 επίσημους αγώνες.[48]
Τα επόμενα χρόνια
Υπέγραψε το 1966 στην Κορίνθιανς, αλλά δεν παίζει πια. Ακολουθεί τη σύζυγό του στην Ευρώπη, κατά τη διάρκεια των περιηγήσεών τους και υπογράφει το 1968 με τον Κολομβιανό σύλλογο Ατλέτικο Τζούνιορ, για τον οποίο έπαιξε μόνο ένα αγώνα. Επέστρεψε στο Ρίο και εντάχθηκε στη Φλαμένγκο, αλλά έπαιξε σε λίγες συναντήσεις. Ο ίδιος βρέθηκε χωρίς ομάδα το 1970.[14]
Ολοκλήρωσε τη σταδιοδρομία του στο σύλλογο της Ολαρία το 1972. Δόθηκε ένας αγώνας προς τιμή του (19 Δεκεμβρίου 1973), στο Στάδιο Μαρακανά, μπροστά σε σχεδόν 131.000 θεατές για το ιωβηλαίο ανάμεσα σε επίλεκτη ομάδα της FIFA (επίσημος τίτλος FIFA World Stars) με τους παγκόσμιους πρωταθλητές της Βραζιλίας του 1970 (νίκη της δεύτερης με 2–1), με το Μανέ στη φυσική του θέση, στη δεξιά πτέρυγα της επίθεσης.[27][49] Ο Γκαρίντσα αποχώρησε από το γήπεδο 30 λεπτά μετά το πρώτο ημίχρονο και έκανε έναν Ολυμπιακό γύρο μέσα σε έντονα χειροκρότήματα από το κοινό. Τα έσοδα του αγώνα δόθηκαν προς οικονομική ενίσχυση του ποδοσφαιριστή καθώς ο βίος του τα τελευταία χρόνια τον είχε οδηγήσει σε οικονομικό αδιέξοδο.[50] Πάντα ζούσε στα όρια των υπερβολών μεταξύ της υπέροχης τέχνης του ποδοσφαίρου που εκπροσωπούσε και των αδυναμιών της ιδιωτικής του ζωής που ποτέ δεν κατάφερε να κατευθύνει προς τη σωστή πορεία.[35][51]
Διεθνής καριέρα
Αγωνίστηκε για πρώτη φορά στην εθνική ομάδα στις 18 Σεπτεμβρίου 1955 με αντίπαλο τη Χιλή (1–1).[52] Στο Νοτιοαμερικανικό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρο (μετέπειτα Κόπα Αμέρικα) του 1957 συμμετείχε σε δύο αγώνες στους οποίους νίκησε εύκολα η Βραζιλία αλλά ήταν αναπληρωματικός στην υπόλοιπη διοργάνωση.[19]
Στις 29 Μαΐου 1958, δέκα ημέρες πριν από την έναρξη του Παγκόσμιου Κυπέλλου, ο Γκαρίντσα σημείωσε ένα από τα πιο διάσημα γκολ του με αντίπαλο τη Φιορεντίνα στην Ιταλία. Πέρασε από τέσσερις αμυντικούς και τον τερματοφύλακα πριν σταματήσει στη γραμμή τέρματος. Αντί να στείλει τη μπάλα στα δίχτυα, ντριμπλάρει ακόμη ένα αμυντικό πριν σκοράρει. Η κίνησή του αυτή κρίθηκε αρνητικά από τον προπονητή του.[53][54][55]
Ο Γκαρίντσα κλήθηκε για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958, αλλά έμεινε στο περιθώριο στα δύο πρώτα παιχνίδια από τον προπονητή της εθνικής ομάδας Βισέντε Φεόλα, που τον θεωρούσε ανεύθυνο. Πρωτού τη διοργάνωση ο προπονητής είχε υποβάλει σε ψυχολογικά τεστ τους παίκτες του και ο Γκαρίντσα είχε βαθμολογηθεί ιδιαίτερα χαμηλά. Ο ψυχολόγος είπε γι' αυτόν: «Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ευφυΐας σε αυτόν, η κατάσταση είναι ανεπανόρθωτη».[54][56][57] Ωστόσο, η κάτω του αναμενομένου εμφάνιση των πρώτων επιλογών του προπονητή και με την υποστήριξη συμπαικτών του (κυρίως των έμπειρων Νίλτον Σάντος και Ντίντι) επιλέχθηκε για τον κρίσιμο αγώνα απέναντι στη Σοβιετική Ένωση. Στις 15 Ιουνίου η Βραζιλία ξεκίνησε το παιχνίδι έχοντας στην ενδεκάδα της για πρώτη φορά τον 25χρονο τότε Γκαρίντσα και τον 18χρονο ανερχόμενο έφηβο Πελέ και η ιστορία του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου αλλά και του ποδοσφαίρου γενικότερα απέκτησε ένα νέο ορόσημο. Τα επόμενα 180 δευτερόλεπτα χαρακτηρίστηκαν από τον διακεκριμένο Γάλλο δημοσιογράφο Γκαμπριέλ Ανό (Gabriel Hanot) ως «τα τρία καλύτερα λεπτά στην ιστορία του ποδοσφαίρου». Στη διάρκεια αυτών οι Βραζιλιάνοι πρόλαβαν και είχαν δύο δοκάρια, ένα με τον Γκαρίντσα κι ένα με τον Πελέ, ενώ σκόραραν και μία φορά με τον Βαβά, ύστερα από ασίστ του Πελέ. Εκεί, αποκάλυψε στον κόσμο το εντυπωσιακό του ταλέντο στην ντρίμπλα.[58][59] Παρά το γεγονός ότι ήταν η πρώτη του εμφάνιση, πριν το αρχικό σφύριγμα, ο προπονητής είχε δώσει εντολή στο Ντίντι η πρώτη πάσα πάει στον Μανέ.[33] Ξεκίνησε βασικός με την Ουαλία και στη συνέχεια με τη Γαλλία στο ημιτελικό, ενώ στον τελικό με τη Σουηδία έδωσε δύο νέες ασίστ στο Βαβά που σημείωσε τα δύο πρώτα γκολ, ενώ ο ίδιος είχε ένα σουτ στο δοκάρι μετά το πρώτο γκολ.[2][60][61]
Δημιουργός εξαιρετικών παραστάσεων, αν και η απόδοσή του ήταν ελαφρά επισκιασμένη από την εκκόλαψη της μεγαλοφυίας του 18χρονου συμπαίκτη του Πελέ. Συχνά όμως η συνεισφορά του θεωρείται εξίσου σημαντική στην ανατροπή των δυνάμεων της παγκόσμιας ποδοσφαιρικής ιστορίας με την εγκαθίδρυση της Βραζιλίας στην κορυφή του κόσμου καθώς και την επιρροή του τρόπου παιχνιδιού της.[44][62][63] Συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη ενδεκάδα της διοργάνωσης.[64] Συμμετείχε στο Κόπα Αμέρικα του 1959, αγωνιζόμενος σε τέσσερα παιχνίδια χωρίς να σκοράρει, με την εθνική να καταλαμβάνει αήττητη τη δεύτερη θέση πίσω από την Αργεντινή.[65]
Η δημοφιλία του εκτινάχθηκε μετά τον πρώτο τίτλο της Βραζιλίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο Πελέ έγινε ο αληθινός σούπερ αστέρας του ποδοσφαίρου, αλλά ήταν ο Γκαρίντσα που θα εκπροσωπούσε την τέχνη και τελικά την τραγωδία της ζωής της Βραζιλίας. Έπαιζε το παιχνίδι όπως όλοι ήθελαν να παιχθεί, αλλά κανείς δεν τολμούσε ακόμη, στοιχεία που θεωρούνταν ως έλλειψη επαγγελματισμού.[18] Την 1η Μαΐου 1960 σημείωσε το πρώτο του γκολ για τη Βραζιλία, σε φιλική συνάντηση με την Αίγυπτο (3–0).[52]
Κατά τη διάρκεια της επόμενης διοργάνωσης του Παγκόσμιου Κυπέλλου που έλαβε μέρος το καλοκαίρι του 1962 στη Χιλή, ο Πελέ τραυματίστηκε σοβαρά κατά τη διάρκεια του αγώνα κατά της Τσεχοσλοβακίας. Έχοντας στερηθεί το μεγαλύτερο αστέρι της, η ομάδα της Βραζιλίας εξαρτάται πλέον σημαντικά από τον Γκαρίντσα,[66] ο οποίος πραγματοποίησε μια από τις καλύτερες εμφανίσεις παικτών στη διοργάνωση ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου.[67] Η Βραζιλία είχε εννέα από τους τροπαιούχους της προηγούμενης διοργάνωσης στη σύνθεσή της και εφάρμοσε για πρώτη φορά το σύστημα 4–3–3.[68] Απέναντι στην Ισπανία που φαινόταν ισχυρή χάρις στα μεγάλα ονόματα των παικτών της, προσφέρει και τις δύο τελικές πάσες (ασίστ) που οδήγησαν σε πρόκριση για τους προημιτελικούς στον Αμαρίλντο μετά τις ντρίμπλες δύο τουλάχιστον αντιπάλων.[40][69] Στη συνέχεια σκόραρε δύο φορές (ένα με αριστερό μακρινό σουτ και ένα με κεφαλιά, αμφότερα σπάνια για το ρεπερτόριό του[39]) με αντίπαλο την Αγγλία παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες των Βρετανών να τον σταματήσουν (αποτέλεσμα 3–1), στο ίσως καλύτερο παιχνίδι της διεθνούς του καριέρας.[70][71][72] Ακόμη και οι ηττημένοι εντυπωσιάστηκαν, με μια αγγλική εφημερίδα να επαινεί το Βραζιλιάνο ως «Ο Στάνλεϊ Μάθιους, ο Τομ Φίνεϊ και ένας γητευτής φιδιών στριμωγμένοι σε ένα».[73] Σκόραρε ακόμα δύο φορές απέναντι στη Χιλή στον ημιτελικό που έληξε με 4–2, αγώνα στον οποίο αποβλήθηκε. Είχε δεχθεί πληθώρα σκληρών μαρκάρισμάτων από τους παίκτες των γηπεδούχων και σε ένα από αυτά ανταπέδωσε.[74][75][76] Ασκήθηκε ποικιλότροπη πίεση στη FIFA για να μείνει ατιμώρητος και να αγωνιστεί στον τελικό, κάτι που τελικά επετεύχθη με το τους Τσεχοσλοβάκους να το αποδέχονται στα πλαίσια του fair play.[28][77][78] Στον τελικό, αγωνιζόμενοι για να σπάσουν την αντίπαλη άμυνα της Τσεχοσλοβακίας, οι Βραζιλιάνοι μπορούσαν πάλι να υπολογίζουν σε έναν εντυπωσιακό Γκαρίντσα να αποδιοργανώσει τους αντιπάλους τους και να δημιουργεί μεγάλους χώρους, καθώς μονοπωλεί την προσοχή τους. Οι τελευταίοι μερικές φορές συγκεντρώνονται μέχρι και σε πέντε για να μπλοκάρουν το δρόμο του, αλλά πάντα μάταια. Η Βραζιλία κερδίζει το Παγκόσμιο Κύπελλο για δεύτερη φορά στην ιστορία της, χάρη στη νίκη με 3–1. Ο Γκαρίντσα, είναι ένας από τους κορυφαίους σκόρερ με τέσσερα γκολ, έδωσε δύο τελικές πάσες (ασίστ), εκλέγεται δε και ο καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης, ήταν μάλιστα ο πρώτος παίκτης που κέρδισε τον τίτλο με την ομάδα και τις δύο κορυφαίες ατομικές διακρίσεις στην ίδια διοργάνωση.[58][74][79] Περισσότεροι από δύο εκατομμύρια άνθρωποι γέμισαν τους δρόμους του Ρίο για να γιορτάσουν με την παρέλαση των παικτών. Ο κυβερνήτης της πολιτείας έδωσε στο Γκαρίντσα ένα δώρο: ένα κλουβί με ένα μάινα, ένα πουλί ινδικής καταγωγής που μιμείται την ανθρώπινη φωνή.[80]
Τέσσερα χρόνια αργότερα, αποφασίστηκε από τις αρχές του αθλήματος της Βραζιλίας ότι οι ένδοξοι νικητές του 1958 και του 1962 (μια από τις δύο μόνο εθνικές ομάδες στην ποδοσφαιρική ιστορία που το σκέφτομαι κατέκτησαν δύο συνεχόμενα Παγκόσμια Κύπελλα) έπρεπε να υπερασπιστούν τον τίτλο στο Παγκόσμιο Κύπελλο στην Αγγλία. Ο Γκαρίντσα, πολύ μακριά από τις εμφανίσεις των προηγούμενων ετών, η απόδοσή του απέχει πολύ από τις επιδόσεις των δύο διοργανώσεων του 1958 και 1962. Δεν ήταν παρά μία σκιά από αυτό που ήταν και ήταν ικανός μόνο για σπάνιες εκρήξεις,[81] όπως το γκολ του με το ελεύθερο λάκτισμα στον πρώτο αγώνα με τη Βουλγαρία (νίκη με 2–0). Στον δεύτερο αγώνα η Βραζιλία, χωρίς τον Πελέ (είχε και πάλι τραυματιστεί), έχασε από την Ουγγαρία (1–3). Αυτή είναι η τελευταία εμφάνιση του επιθετικού με την εθνική Βραζιλίας και η μόνη ήττα που γνώρισε με την εθνική ομάδα.[30][38]
Σε 50 επίσημες εμφανίσεις στη βραζιλιάνικη εθνική, πέτυχε 43 νίκες, 6 ισοπαλίες και μόλις μία ήττα, και σημείωσε 12 γκολ. Τα μισά από αυτά τα γκολ τα σημείωσε στις 12 εμφανίσεις του σε αγώνες τελικής φάσης Παγκοσμίου Κυπέλλου.[52] Όταν ο Γκαρίντσα και ο Πελέ έπαιζαν μαζί, η Βραζιλία ποτέ δεν έχασε σε αγώνα (36 νίκες και 4 ισοπαλίες).[75][82][83] Στους αγώνες αυτούς ο Πελέ σημείωσε 44 γκολ και ο Γκαρίντσα 11.[84] Το καλύτερο επιθετικό δίδυμο στην ιστορία ξεκίνησε τη συνύπαρξή του στις 18 Μαΐου 1958 σε αγώνα με αντίπαλο τη Βουλγαρία στο στάδιο Πασαέμπου, όπου με δύο γκολ του Πελέ η Βραζιλία νίκησε με 2–1.[53][85][86]
Ο Γκαρίντσα δεν φημίστηκε τόσο για τα επιτεύγματά του όσο για τον τρόπο με τον οποίο τα πέτυχε.[13] Ήταν ανίκητος στις προσωπικές αναμετρήσεις ένας με έναν και έγινε ένα από τα σημαντικότερα είδωλα της βραζιλιάνικης ποδοσφαιρικής τέχνης (futebol-arte), που έδωσε τα παγκόσμια διαπιστευστήριά της με τον εντυπωσιακότερο τρόπο στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958. Ο Βραζιλιάνος ήταν η απόδειξη ότι το futebol-arte ήταν κάτι περισσότερο από τακτική, στην ποδοσφαιρική πραγματικότητα «μία μάχη μεταξύ αισθητικής και αποτελεσμάτων». Το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο ήταν ένα είδος χορού, όπου η πραγματική Βραζιλία της σύνθεσης των φυλών έλαμπε. Αντίθετα, το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο ήταν υπερβολικά μηχανικό, χωρίς ευχέρεια δημιουργικότητας,
αναγνωρίζοντας τη σκληρή δουλειά και τη συλλογικότητα.[87] Οι δημοσιογράφοι ονόμασαν τον τρόπο παιχνιδιού ως samba football, αλλά στην πραγματικότητα ήταν το τζίντζα (ginga), ένας τρόπος ποδοσφαίρου βασισμένος στις βραζιλιάνικες παραδόσεις της σάμπα και της καποέιρα, που συνδυάζει πολεμικές τέχνες και χορό. Μία ισορροπία μεταξύ αθλητισμού και τέχνης, όπου η τέχνη ήταν να διατηρείται ο έλεγχος της μπάλας ενώ υλοποιούνταν μία εκπληκτική ντρίμπλα, με κύριους εκφραστές τους Πελέ και Γκαρίντσα.[88][89] Μετά το 1970, η Βραζιλία απομακρύνθηκε από αυτό τον τρόπο παιχνιδιού προσπαθώντας να μιμηθεί το ευρωπαϊκό «απολλώνιο» τρόπο παιχνιδιού. Η χώρα κυριαρχήθηκε από τον στρατό και αυτό προώθησε μία αντιδημοκρατική και αυταρχική ατμόσφαιρα στην εθνική ομάδα ποδοσφαίρου. Η δημιουργικότητα που σχετίζεται με το futebol-arte δεν μπορεί να ανθίσει σε αυταρχική ατμόσφαιρα, χρειάζεται ελευθερία, που προέρχεται από την καρδιά. Μόνο υπό τον προπονητή Τέλε Σαντάνα τη δεκαετία του 1980, η Βραζιλία ανέκτησε αυτό τον τρόπο παιχνιδιού. Ακόμα κι αν δεν κέρδισαν το Παγκόσμιο Κύπελλο, ο Ζίκο, ο Σόκρατες και οι συμπαίκτες τους στην ομάδα του 1982 θα τιμούνται πάντα από τους Βραζιλιάνους ως πραγματικοί εκπρόσωποι του futebol-arte.[87]
Μετά την αποχώρηση από την ενεργό δράση
Ο χαρακτήρας του ήταν τέτοιος, που η διαχείριση των οικονομικών του ήταν ανεπαρκής από τον ίδιο και μετά το 1962 την ανέθεσε στον Νίλτον Σάντος. Ο τραπεζίτης που ανέλαβε τον λογαριασμό του τελικά χρειάστηκε να τον κλείσει με τον Γκαρίντσα να τον χρεώνει. Δεν φρόντισε ποτέ τα περιουσιακά του στοιχεία και φάνηκε να πληρώνει ως και είκοσι φορές περισσότερο από ό,τι θα έπρεπε για ναύλους ταξί, καθώς και πολύ υψηλές τιμές για δόσεις αλκοόλ χαμηλότερης αξίας, που του ήταν με την πάροδο του χρόνου όλο και πιο απαραίτητες.[90] Η άστατη ζωή του είχε ως αποτέλεσμα να εμπλέκεται συνεχώς σε καυγάδες και να συλλαμβάνεται μεθυσμένος. Χωρίς το ενδιαφέρον του ποδοσφαίρου, τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, έχοντας όπως και στο παρελθόν, ταραχώδη προσωπική ζωή. Κατά την οδήγηση του αυτοκινήτου του μεθυσμένος, έπεσε σε ένα φορτηγό το 1969, σκοτώνοντας την πεθερά του (μητέρα της Σοάρες) στη διαδικασία. Καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση με αναστολή. Απεβίωσε στις 20 Ιανουαρίου του 1983 στο Ρίο ντε Τζανέιρο σε ηλικία μόλις 49 ετών, από κίρρωση μένοντας σε σπίτι σε εργατική κατοικία που είχε νοικιάσει γι' αυτόν η Συνομοσπονδία Ποδοσφαίρου της Βραζιλίας. Δεν ήταν ο μόνος Βραζιλιάνος επώνυμος ποδοσφαιριστής που δεν είχε επιθυμητό τέλος, αλλά σίγουρα ο πιο διάσημος.[91][92] Η κηδεία του τελέστηκε στο Μαρακανά με πάνω από 100.000 άτομα να εκτιμάται ότι ήταν στο στάδιο. Το πλήθος όμως που συγκεντρώθηκε ήταν τέτοιο ώστε η κυκλοφορία παρέλυσε έως και 25 χιλιόμετρα από τον προορισμό. Αναρίθμητοι θαυμαστές εγκατέλειψαν τα αυτοκίνητά τους και ξεκίνησαν να περπατούν ή να τρέχουν για να φτάσουν. Στην ταφόπλακα του είναι χαραγμένη η επιγραφή «Εδώ αναπαύεται εν ειρήνη αυτός που ήταν η χαρά των ανθρώπων – ο Μανέ Γκαρίντσα».[15][59][93]
Ίσως να είναι ο πιο υποτιμημένος παίκτης στην ποδοσφαιρική ιστορία. Ωστόσο, θεωρείται μεταξύ των εμπειρογνωμόνων ότι ήταν στην καλύτερη εποχή του σε παρόμοιο επίπεδο με τον Πελέ. Είναι ευρέως αποδεκτός ως ο μεγαλύτερος ντριμπλέρ στην ιστορία του αθλήματος, με την εφευρετικότητά του να παραμένει απαράμιλλη.[24][28][48][94][95] Η εκτίμηση του Πελέ στο πρόσωπό του φάνηκε από τη δήλωσή του ότι «δεν θα είχα κατακτήσει τρία Παγκόσμια Κύπελλα αν δεν υπήρχε ο Γκαρίντσα».[27][96] Οι Βραζιλιάνοι τον αγάπησαν περισσότερο και από τον «βασιλιά» (που πάντα τον σέβονταν περισσότερο αλλά τον θεωρούσαν περισσότερο «παγκόσμιο»), καθώς ήταν σύμβολο για την πλειονότητα των κατοίκων της χώρας που είχε ταυτιστεί με το σύνολο της ζωής του.[97] Το 1994 συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη ομάδα των Παγκοσμίων Κυπέλλων από τη FIFA και το 1998 στην καλύτερη ενδεκάδα του 20ού αιώνα.[98][99] Ένα γήπεδο πολλαπλών χρήσεων στη Μπραζίλια, πήρε το όνομά (Estádio Mané Garrincha). Το 2003, μια ταινία, με την ονομασία Garrincha - Estrela Solitária, βασισμένη στο βιβλίο του Ruy Castro, απεικόνισε τη ζωή του, εντός και εκτός γηπέδου.[100]
↑«FIFA World Cup All Star teams» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020.CS1 maint: Unfit url (link)