Το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου του 1950 ήταν η τέταρτη διοργάνωση Παγκοσμίου Κυπέλλου, η οποία διεξήχθη στη Βραζιλία από τις 24 Ιουνίου μέχρι τις 16 Ιουλίου 1950. Επίσης, ήταν η πρώτη μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος απέτρεψε παρόμοια διοργάνωση Κυπέλλου για 12 χρόνια. Επιπλέον, ήταν η μόνη διοργάνωση που ο νικητής δεν καθορίστηκε μετά από τη διαδικασία ενός μονού τελικού, αλλά από έναν τελικό όμιλο 4 ομάδων φιναλίστ που έπαιξαν μεταξύ τους με το σύστημα της βαθμολογίας, κάτι που αποφασίστηκε τότε από την FIFA λόγω μιας προσπάθειας αύξησης των αγώνων της διοργάνωσης. Για σκοπούς αρχείου, θεωρείται σήμερα επίσημα (ακόμα και από την ίδια την FIFA) ως τελικός της διοργάνωσης ο αγώνας της Βραζιλίας με την Ουρουγουάη που ήταν ο τελευταίος αγώνας του ομίλου με τις τέσσερις φιναλίστ. Με τη νίκη της Σελέστε (Ουρουγουάης) μέσα στο Ρίο ντε Τζανέιρο, το πρώτο κύπελλο της μεταπολεμικής περιόδου σημαδεύτηκε με μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία του ποδοσφαίρου.[1][2]
Στη διοργάνωση αυτή, έγιναν 22 αγώνες, με 19 νίκες και μόλις 3 ισοπαλίες. Συνολικά σημειώθηκαν 88 γκολ, δίνοντας έτσι μέσο όρο 4 ακριβώς γκολ ανά αγώνα.
Επιλογή διοργανωτή
Δεν υπήρξε επιλογή διοργανωτή με τον γνωστό τρόπο της ψηφοφορίας, καθώς μόνο η Βραζιλία εκδήλωσε ενδιαφέρον, λόγω και της έλλειψης υποδομών για πολλές χώρες μετά τον εξαετή Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Βραζιλία που βγήκε από τον πόλεμο χωρίς αξιοσημείωτες απώλειες (και προηγουμένως είχε καταθέσει φάκελο υποψηφιότητας και για τη διοργάνωση του 1942 μαζί με τη Γερμανία), είχε την υποδομή για τη διοργάνωση τουρνουά Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ως αποτέλεσμα, στη σχετική συνεδρίαση που έγινε το 1946 στο Λουξεμβούργο, η FIFA της ανέθεσε τη διοργάνωση.
Προκριματικά
Στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1950 συμμετείχαν 34 εθνικές ομάδες και αγωνίστηκαν για τις 16 θέσεις που δόθηκαν για την τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου.[3] Οι δύο θέσεις καλύφθηκαν από την προηγούμενή νικήτρια Ιταλία και την οικοδέσποινα Βραζιλία. Στην πράξη όμως, υπήρξαν μετά πολλές αποχωρήσεις και μάλιστα οι 3 έγιναν μετά τα προκριματικά. Ως αποτέλεσμα, ενώ στην αρχή ήταν προγραμματισμένο να δοθούν 16 θέσεις για τη διοργάνωση, τελικώς λόγω της αποχώρησης της Σκωτίας, της Τουρκίας και της Ινδίας, η FIFA αποφάσισε να μην αντικαταστήσει τις ομάδες και να περιορίσει τις θέσεις σε 13, αντιλαμβανόμενη τη δυσκολία να βρει εθνικές ομάδες μετά την εξαθλίωση (οικονομική και μη) που προκάλεσε ο πόλεμος.
Για πρώτη φορά σε Παγκόσμιο Κύπελλο έλαβε μέρος η Αγγλία, καθώς έγινε μέλος της FIFA μόλις το 1946 (προηγουμένως ήταν σε διαμάχες με την FIFA). Αντιθέτως, η Δυτική Γερμανία και η Ιαπωνία δεν μπόρεσαν να παίξουν προκριματικά, καθώς είχαν αποβληθεί προσωρινά από την FIFA λόγω του πρόσφατου πολέμου. Ειδικότερα για τη Δυτική Γερμανία και από το 1990 εκ νέου ενιαία Γερμανία, παραμένει μέχρι σήμερα μόλις η δεύτερη απουσία της από διοργάνωση Παγκοσμίου Κυπέλλου, με πρώτη στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου του 1930 όπου δεν δήλωσε συμμετοχή, και μέχρι σήμερα παραμένει η τελευταία διοργάνωση που η Γερμανία απουσίασε. Αντιθέτως, σε όσα Παγκόσμια Κύπελλα Ποδοσφαίρου έχει αγωνιστεί, έχει προκριθεί σε όλα στην τελική φάση και δεν έχει ποτέ αποκλειστεί σε προκριματικά.
Οι ομάδες
Οι 13 ομάδες που εξασφάλισαν την συμμετοχή τους στην τελική φάση του Μουντιάλ 1950 ήταν οι εξής:
Ήδη από το 1947, η Συνομοσπονδία Ποδοσφαίρου της Βραζιλίας είχε εκφράσει έντονες αντιρρήσεις για τα εξ ολοκλήρου νοκ άουτ συστήματα διεξαγωγής που χρησιμοποιήθηκαν στις διοργανώσεις του 1934 και του 1938. Μετά από αρκετές πιέσεις της, μόλις λίγο πριν την έναρξη της διοργάνωσης η FIFA αποφάσισε ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα, που θα περιελάμβανε μόνο φάσεις ομίλων και με το σύστημα της βαθμολογίας. Η πρώτη φάση θα είχε 4 ομίλους (οι υπολογιζόμενες σε 16 συμμετέχουσες θα χωρίζονταν σε τέσσερις ομίλους των τεσσάρων ομάδων, αλλά τελικώς δημιουργήθηκαν δύο όμιλοι των τεσσάρων, ένας όμιλος των τριών μετά την αποχώρηση της Ινδίας και ένας όμιλος των δύο μετά τις αποχωρήσεις της Σκωτίας και της Τουρκίας) και μετά θα γινόταν μία τελική φάση με έναν τελικό όμιλο. Σε αυτόν θα συμμετείχαν οι ομάδες των τεσσάρων ομίλων που θα τερμάτιζαν πρώτες στον κάθε όμιλο. Η ομάδα που θα καταλάμβανε την κορυφή στο νέο γκρουπ με τη λήξη του τελευταίου αγώνα, θα αναδεικνυόταν παγκόσμια πρωταθλήτρια, χωρίς να παιχτεί κανένας νοκ άουτ αγώνας. Για την ιστορία, το σύστημα αυτό εφαρμόστηκε μόνο το 1950 και δεν ίσχυσε σε καμία άλλη διοργάνωση μετά.
Η Βραζιλία πήγαινε στο τελευταίο και καθοριστικό αγώνα του ομίλου της τελικής φάσης (που ουσιαστικά ήταν σαν τελικός) ως το μεγάλο φαβορί της συνάντησης, καθώς είχε νικήσει σαρωτικά τις προηγούμενες αντιπάλους της Σουηδία και Ισπανία με 7-1 και 6-1 αντίστοιχα. Ήδη από τους δύο αυτούς αγώνες, ο ενθουσιασμός των Βραζιλιάνων ήταν τεράστιος και σύμφωνα με επίσημα αρχεία, τα οποία δεν περιλαμβάνουν τους χιλιάδες κόσμου που θα έμπαιναν αυτοσχέδια στο στάδιο την τελευταία στιγμή, 152.772 οπαδοί γέμισαν τις κερκίδες του Σταδίου Μαρακανά στις 13 Ιουλίου 1950 για τον αγώνα με την Ισπανία. Δέκα λεπτά μετά την έναρξη του δευτέρου ημιχρόνου του αγώνα, 152.771 από αυτούς τους θεατές ξεκίνησαν με ένα από τα πιο σημαντικά τραγούδια στις μνήμες των φιλάθλων. Όταν η Βραζιλία σκόραρε το 4-0, οι οπαδοί ήθελαν να αποτίσουν φόρο τιμής στους παίκτες κουνώντας λευκά μαντήλια και τραγουδώντας το τραγούδι Touradas em Madri («Ταύροι στη Μαδρίτη», στα ισπανικά), που είχε γίνει μεγάλη επιτυχία στο καρναβάλι του 1938.[6]
Αντίθετα, η Ουρουγουάη στους δύο πρώτους αγώνες που έδωσε στον όμιλο της τελικής φάσης δυσκολευόταν εμφανώς, καθώς αρχικά έφερε ισοπαλία 2-2 με την Ισπανία και στη συνέχεια κατάφερε μια δύσκολη νίκη κατά της Σουηδίας με 3-2 και μάλιστα με ανατροπή προς τη λήξη, με δύο γκολ του Όσκαρ Μίγκες στα τελευταία 13 λεπτά του αγώνα.
Στον τελευταίο αγώνα, για τη Βραζιλία αρκούσε έστω μία ισοπαλία για να πάρει τον τίτλο, καθώς είχε προβάδισμα ενός βαθμού από την Ουρουγουάη, 4 βαθμούς έναντι 3 (η νίκη τότε έδινε 2 βαθμούς, αντί για 3 βαθμούς που καθιερώθηκε από την FIFA να δίνει ξεκινώντας από τη διοργάνωση του 1994 και μέχρι σήμερα). Ωστόσο, δεν γινόταν καν συζήτηση για ενδεχόμενο ισοπαλίας της «σελεσάο», καθώς οι Βραζιλιάνοι ήταν βέβαιοι για τη νίκη τους και μάλιστα η γιορτή για την «κατάκτηση» του πρώτου στην ιστορία τους Παγκοσμίου Κυπέλλου είχε ήδη αρχίσει από νωρίς στους δρόμους όλων των πόλεων, ενώ στο Ρίο ντε Τζανέιρο είχε διοργανωθεί ένα έκτακτο καρναβάλι, με πολλά διακοσμημένα άρματα που είχαν ήδη προετοιμαστεί για να οδηγήσουν ένα πραγματικό καρναβάλι εορτασμών. Επίσης, περισσότερες από 500.000 φανέλες με την επιγραφή «Brasil Campeão 1950» («Βραζιλία Πρωταθλήτρια 1950») είχαν ήδη πωληθεί, ενώ είναι εντυπωσιακό ότι 200.000 Βραζιλιάνοι πήγαν στο, νεόκτιστο τότε, Στάδιο Μαρακανά, νούμερο που εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων που παρακολούθησαν ποτέ έναν ποδοσφαιρικό αγώνα μέσα σε στάδιο, με επίσημο αριθμό 173.850 θεατές (κάποιες αναφορές του προηγούμενου αιώνα αναφέρουν μεγαλύτερους αριθμούς, όπως 202.772 εισιτήρια,[7] ενώ υπάρχουν ανεπίσημες εκτιμήσεις για ακόμα και 210.000 - 220.000 θεατές, καθώς στην πράξη μεγάλος αριθμός φιλάθλων μπήκαν στο γήπεδο χωρίς εισιτήριο,[8]) με την Ουρουγουάη να έχει μόλις 80 - 100 οπαδούς της στο γήπεδο.[9][10] Μάλιστα έναν χρόνο νωρίτερα η Βραζιλία είχε συντρίψει την Ουρουγουάη στο Κόπα Αμέρικα με 5-1, στις 30 Απριλίου 1949.[11]
Οι εφημερίδες της Βραζιλίας είχαν προαναγγείλει την επικράτηση της ομάδας: η εφημερίδα Gazeta Esportiva έγραφε στο πρωτοσέλιδο: «Αύριο νικάμε την Ουρουγουάη», και η Mundo είχε ως λεζάντα στο πρωτοσέλιδο «Οι Παγκόσμιοι Πρωταθλητές» μαζί με φωτογραφία της εθνικής Βραζιλίας από προηγούμενο αγώνα της.[12][13] Επιπλέον, οι πολιτικές αρχές της Βραζιλίας είχαν ήδη κόψει αναμνηστικά νομίσματα με τα ονόματα των παικτών της εθνικής τους ομάδας, ενώ είχαν ήδη ετοιμαστεί 22 χρυσά μετάλλια για τους ποδοσφαιριστές (το 1950 η FIFA δεν έδινε ακόμα και μετάλλια στους νικητές, παρά μόνο το Κύπελλο) και είχαν ήδη παραγγελθεί χρυσά ρολόγια και λιμουζίνες για τους παίχτες. Επίσης, οι Βραζιλιάνοι είχαν ήδη συνθέσει και εξασκήσει μια σάμπαχορογραφία με την ονομασία «Brasil Os Vencedores» / «Βραζιλία, οι νικητές» για να παιχτεί μετά τη λήξη του αγώνα.
Ο μόνος που δεν συμμεριζόταν τη γενική αισιοδοξία ήταν ο προπονητής της Βραζιλίας Φλάβιο Κόστα. «Η Ουρουγουάη, ουδέποτε υπήρξε εύκολος αντίπαλος για τη Βραζιλία», προειδοποίησε ο Κόστα τους παίκτες του. Ο αρχηγός της Ουρουγουάης Ομπντούλιο Βαρέλα θυμάται σε συνέντευξή του το 1981 ότι «οι μόνοι που ένιωθαν παγκόσμιοι πρωταθλητές ήταν το κοινό. Οι παίκτες τους, σας διαβεβαιώνω πως όχι».[14]
Η Βραζιλία προηγήθηκε στο 47' (δεύτερο λεπτό του δευτέρου ημιχρόνου), ενώ στη συνέχεια είχε και άλλες ευκαιρίες. Αφού όμως δεν μπόρεσε να βάλει και άλλα γκολ, αγχώθηκε και οι παίκτες της Ουρουγουάης αναθάρρησαν. Ο Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο ισοφάρισε στο 66' και ο Αλσίντες Γκίντζια έβαλε μπροστά την Ουρουγουάη στο 79' με σκορ 2-1 για να σιγήσει απευθείας το Μαρακανά και να γκρεμίσει σε πρωτοφανές εθνικό πένθος έναν ολόκληρο λαό. Μετά από την αναπάντεχη ήττα, την τραγικότερη στην ιστορία του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, τα αποτελέσματα ήταν τρομακτικά, καθώς σημειώθηκαν χιλιάδες καρδιακά επεισόδια, με τα νοσοκομεία στις μεγάλες πόλεις να μην μπορούν να ανταπεξέλθουν. Επίσης, αναφέρεται ότι εκατοντάδες άτομα σε ολόκληρη τη χώρα αυτοκτονούσαν, μη μπορώντας να αντέξουν το πένθος, τόσο με το σφύριγμα της λήξης, όσο και στις επόμενες ημέρες, ενώ υπήρξαν και χιλιάδες απόπειρες αυτοκτονίας. Στο Στάδιο Μαρακανά τουλάχιστον δύο άτομα αυτοκτόνησαν πηδώντας από τις κερκίδες, τρεις φίλαθλοι απεβίωσαν από καρδιακή προσβολή και στο Ρίο ντε Τζανέιρο δεκάδες ή πιθανώς ακόμα και εκατοντάδες άλλοι πηδούσαν από τα μπαλκόνια. Η βραζιλιάνικη κοινωνία ήταν σε κατάσταση σοκ, ο κόσμος θρηνούσε και πολλοί δήλωναν πως δεν θα ξαναπατήσουν σε γήπεδο, λόγω αυτής της απώλειας του τροπαίου,[1][15] ενώ μάλιστα αρκετοί που δεν είχαν πρόσβαση σε ραδιόφωνο (το 1950 ακόμα δεν υπήρχε τηλεόραση και το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο όπου υπήρξε και τηλεοπτική μετάδοση ήταν το επόμενο, αυτό του 1954) και δεν είχαν ακούσει τον αγώνα, όταν μετά πληροφορήθηκαν την είδηση της ήττας της Βραζιλίας αρχικά αρνήθηκαν να την πιστέψουν και νόμισαν ότι ήταν φάρσα. Όπως έγραψε ο Ουρουγουανός δημοσιογράφος, λογοτέχνης και συγγραφέας Εδουάρδο Γκαλεάνο, οι Βραζιλιάνοι που ήταν στις κερκίδες του Μαρακανά θυμούνται την «πιο εκκωφαντική σιωπή στην ιστορία του ποδοσφαίρου» μετά το τέλος του αγώνα.[10]
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, το γκολ του Αλσίντες Γκίντζια στο 79ο λεπτό έμεινε στην ιστορία και ως «το πιο θανατηφόρο γκολ στην ιστορία του ποδοσφαίρου». Ο αγώνας, που εξακολουθεί να κατέχει το ρεκόρ του μεγαλύτερου κοινού που παρακολούθησε στο γήπεδο αγώνα ποδοσφαίρου, θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες ανατροπές και εκπλήξεις στην ιστορία του ποδοσφαίρου. «Η Βραζιλία είναι νεκρή» ανακοίνωσε μετά η καθημερινή εφημερίδα Mundo με δραματικό τρόπο.[16][17][18] Ο Γκίντζια παρατήρησε αργότερα ότι «μόνο τρεις άνθρωποι κατάφεραν να σιγήσουν το Μαρακανά: ο Φρανκ Σινάτρα, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β΄ και εγώ».[19] Για την ιστορία, ήταν ο δεύτερος και, μέχρι σήμερα, ο τελευταίος παγκόσμιος τίτλος που κέρδισε η Ουρουγουάη.
Η απονομή είχε την ιδιαιτερότητά της. Ο Ζυλ Ριμέ στο βιβλίο του The Wonderful Story of the World Cup, έγραψε: «Μόλις λίγα λεπτά από το τέλος, με το σκορ να είναι ακόμα 1-1, άφησα τη θέση μου στο κουτί του προέδρου και, με τα μικρόφωνα έτοιμα, κατέβηκα στο αποδυτήρια. Οι εκκωφαντικές κραυγές του πλήθους ηχούν στα αυτιά μου. Περπάτησα προς το γήπεδο και στο τέλος του τούνελ εκείνη η αγαλλίαση είχε δώσει τη θέση της σε μια ερημική σιωπή. Δεν υπήρχε τιμητική φρουρά, ούτε εθνικός ύμνος και καμία τελετή. Εκεί ήμουν μόνος, στη μέση του πλήθους όντας. Έσπρωξα εδώ, εκεί και παντού, με το τρόπαιο κάτω από το χέρι μου. Τελικά βρήκα τον αρχηγό της Ουρουγουάης (σημείωση: τον Ομπντούλιο Βαρέλα) και, σχεδόν μακριά από τα μάτια όλων, του παρέδωσα το Κύπελλο».[20]
Το γεγονός αυτό, συχνά αναφέρεται εγχώρια και διεθνώς, μεταφορικά, ως «η Χιροσίμα της Βραζιλίας», έμεινε στην κοινή γνώμη της χώρας ως η μεγαλύτερη εθνική τραγωδία στην ιστορία της Βραζιλίας και αναφέρεται από τότε, εγχώρια, ως το Μαρακανάζο (Maracanaço), δηλαδή «το κάζο του Μαρακανά».[21] Αποκαλέστηκε τότε και ως «το όγδοο θαύμα του κόσμου».[22] Ωστόσο, οκτώ χρόνια μετά έφτασε τελικά η ώρα της Βραζιλίας να πάρει ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, αυτό του 1958, και σήμερα έχει συνολικά πέντε κατακτήσεις, αλλά κανένας Βραζιλιάνος δεν θα ξεχάσει ποτέ την 16η Ιουλίου του 1950, σε έναν από τους καλύτερους και ίσως τον πιο εμβληματικό αγώνα στην ιστορία του θεσμού.[21][23]
Ο αντίκτυπος του Μαρακανάζο ακόμα και σε βάθος χρόνου ήταν τέτοιος, που χρειάστηκε να περάσουν τέσσερα χρόνια για να αγωνιστεί η Εθνική Βραζιλίας ξανά στο Μαρακανά. Για τον ίδιο λόγο, οι λευκές φανέλες, με μπλε γιακά, και τα λευκά σορτς που ήταν έως τότε τα επίσημα χρώματα της Εθνικής Βραζιλίας και φορέθηκαν εκείνη την ημέρα δεν φορέθηκαν ποτέ ξανά, καθώς η Συνομοσπονδία Ποδοσφαίρου της Βραζιλίας τις θεώρησε ως «γρουσούζικες» και «μη επαρκώς πατριωτικές» και, μέσω ενός διαγωνισμού επιλογής, που έγινε το 1953 μέσω της εφημερίδας Correio da Manhã, τις άλλαξε με τις γνωστές που συνεχίζει να φοράει η Εθνική Βραζιλίας μέχρι σήμερα, οι οποίες εσωκλείουν τα χρώματα της σημαίας της Βραζιλίας : κίτρινη φανέλα με πράσινο γιακά και μπλε σορτς.[10][24] Επίσης, οι Βραζιλιάνοι παίκτες που αγωνίστηκαν στον τελικό θεωρήθηκαν μετά «καταραμένοι» και δεν ξανακλήθηκαν ποτέ να παίξουν στην Εθνική Βραζιλίας.