Τα περισσότερα χρόνια της καριέρας του, αγωνίστηκε με την Κάλιαρι, για την οποία υπήρξε ποδοσφαιριστής-θρύλος και κορυφαίος σκόρερ στην ιστορία της ομάδας. Σπουδαίος κεφαλοσφαιριστής και σουτέρ, αλλά ταυτόχρονα και τεχνίτης, με καλή πάσα και φινέτσα. Θεωρείται ένας από τους καλύτερους Ιταλούς ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, καθώς και ένας από τους ισχυρότερους επιθετικούς στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Είχε το παρατσούκλι "Κεραυνός" (Rombo di Tuono) λόγω της εκρηκτικότητάς του.[3]
Βιογραφία
Καριέρα σε συλλόγους
Ο Ρίβα γεννήθηκε το 1944 στο Λετζούνο του Βαρέζε στην Λομβαρδία. Η καριέρα του άρχισε το 1962, όταν υπέγραψε στη ΑΣΝ Λενιάνο Κάλτσιο 1913. Την επόμενη αγωνιστική περίοδο πήρε μεταγραφή για την Κάλιαρι, στην οποία αγωνίστηκε όλη την υπόλοιπη καριέρα του, παρά το ενδιαφέρον που έδειξε η αγγλικήΜπρέντφορντ ΦΚ.
Την πρώτη του χρονιά βοήθησε την ομάδα να ανέβει στην κορυφαία κατηγορία του ιταλικού πρωταθλήματος. Έκανε το ντεμπούτο του στην πρώτη κατηγορία με την Κάλιαρι στις 13 Σεπτεμβρίου 1964 εναντίον της Ρόμα. Το 1970 αναδείχθηκε για τρίτη φορά στην καριέρα του πρώτος σκόρερ του ιταλικού πρωταθλήματος βοηθώντας την Κάλιαρι να κατακτήσει το μοναδικό πρωτάθλημα στην ιστορία της.[4][5] Το 1973, σε ηλικία 29 ετών, απέρριψε πρόταση να μεταγραφεί στην Γιουβέντους και προτίμησε να τελειώσει την καριέρα του στην Κάλιαρι.
Το 1976 τραυματίστηκε σοβαρά και παρά τις προσπάθειές του δεν κατάφερε να επανέλθει στους αγωνιστικούς χώρους με αξιώσεις. Τελικά, το 1978 σε ηλικία 34 ετών αποσύρθηκε επίσημα. Η Κάλιαρι αναγνωρίζοντας τη συνεισφορά του απέσυρε τη φανέλα με το νούμερο 11.[3]
Στη συνέχεια εργάστηκε ως μάνατζερ στην Κάλιαρι και στην Εθνική Ιταλίας.
Στην Εθνική ομάδα
Στην Εθνική Ιταλίας υπήρξε βασικό στέλεχος για μια δεκαετία από το 1965 ως το 1974. Έκανε ντεμπούτο στις 27 Ιουνίου 1965 εναντίον της Ουγγαρίας σε μια συντριπτική νίκη με 8-1. Αγωνίστηκε σε 42 συναντήσεις και σημείωσε 35 γκολ. Μέχρι σήμερα είναι ο κορυφαίος σκόρερ της εθνικής Ιταλίας.[2][6]
Ήταν μέλος της ομάδας που κατέκτησε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου του 1968. Σημείωσε ένα γκολ στον επαναληπτικό τελικό εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, αλλά ήταν σημαδιακό. Εκτός από το ότι βοήθησε την Ιταλία να πάρει τον τίτλο, υπήρξε το πιο γρήγορο γκολ του τουρνουά, στο 12ο λεπτό. Συνολικά πέτυχε επτά γκολ στη διοργάνωση και συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη ομάδα της τελικής φάσης.[7][8]
Συμμετείχε στις τελικές φάσεις δύο Παγκόσμια Κύπελλα, το 1970 στο Μεξικό και το 1974 στη Γερμανία. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 ήταν πρώτος σκόρερ της Ιταλίας, με δύο γκολ στα προημιτελικά και ένα στον ιστορικό ημιτελικό (στους τρεις αγώνες του πρώτου γύρου δεν σκόραρε, αν και κατά τη διάρκεια του αγώνα Ιταλίας-Ισραήλ είχε καταφέρει να σκοράρει δύο γκολ που ακυρώθηκαν ως οφσάιντ). Ήταν ο σκόρερ ενός από τα αποφασιστικά γκολ της νίκης εναντίον της Δυτικής Γερμανίας με 4-3 στην παράταση του ημιτελικού, στον αγώνα που έχει χαρακτηριστεί ο πιο συναρπαστικός στην ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου και έμεινε γνωστός ως «ο αγώνας του αιώνα».[9][10][11] Συμμετείχε και στον τελικό και έκανε ό,τι μπορούσε για να δώσει στον εαυτό του και στη χώρα του το τρόπαιο, αλλά έπεσε πάνω στην τότε πανίσχυρη Εθνική Βραζιλίας και στον Πελέ, ο οποίος ήθελε «μετά μανίας» να κλείσει την καριέρα του στην Εθνική Βραζιλίας με ένα ακόμα τρόπαιο, με αποτέλεσμα η Ιταλία να γνωρίσει την ήττα με 1-4.
Σε αγώνα εναντίον του Λουξεμβούργου για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1974 πέτυχε 4 γκολ, αλλά οι απογοητευτικές εμφανίσεις της Εθνικής Ιταλίας στην τελική φάση του Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, είχαν ως αποτέλεσμα να μην ξανακληθεί στην εθνική, όπως και άλλοι της παλιάς ομάδας. Έτσι τελείωσε η διεθνής καριέρα του.[6]
Στην Εθνική επέστρεψε αργότερα ως διοικητικός παράγοντας. Μάλιστα, το 2006 ήταν επικεφαλής της ομάδας που κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006.