* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα.
† Συμμετοχές (Γκολ).
Ο Ριβάλντο Βίτορ Μπόρμπα Φερέιρα (πορτογαλικά: Rivaldo Vítor Borba Ferreira, γεννήθηκε 19 Απριλίου 1972), περισσότερο γνωστός ως Ριβάλντο, είναι Βραζιλιάνος πρώην ποδοσφαιριστής. Χαρακτηρίζεται ως ένας από τους καλύτερους επιτελικούς μέσους όλων των εποχών.[1] Έχει πρωταγωνιστήσει σε ορισμένα από τα σημαντικότερα πρωταθλήματα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, ενώ έχει βραβευθεί σε ατομικό επίπεδο, απολαμβάνοντας πολυάριθμες διακρίσεις, με σημαντικότερες τη Χρυσή Μπάλα το 1999, ενώ την ίδια χρονιά ψηφίστηκε και από τη ΦΙΦΑ ως ο καλύτερος παίκτης του κόσμου.[2] Το 2004 επιλέχθηκε στη λίστα FIFA 100.[3]
Καριέρα σε συλλόγους
Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία στην ηλικία των 16 ετών, όταν υπέγραψε με την Παουλιστάνο το 1989, παρότι ήταν σωματικά πολύ αδύναμος για να πετύχει. Προερχόμενος από ιδιαίτερα φτωχή οικογένεια τα σημάδια του υποσιτισμού
ήταν εμφανή (όπως στα δόντια).[4][5] Ο πατέρας του σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα την ίδια χρονιά και ο ίδιος εργαζόταν σε δουλειές του δρόμου για να επιβιώσει.[6]
Στη συνέχεια πήγε για να παίξει για τη Σάντα Κρουζ το 1991. Το 1992, μετακόμισε νότια στην πολιτεία του Σάο Πάολο όπου έπαιξε για την Μοζί Μιρίμ στη δεύτερη κατηγορία του πρωταθλήματος της Βραζιλίας. Το 1993, μετακόμισε στην πρωτεύουσα του κράτους για να παίξει για τη Κορίνθιανς στην πρώτη κατηγορία. Εκεί δεν κατάφερε να γνωρίσει ιδιαίτερη επιτυχία και
την επόμενη χρονιά μετακόμισε στην Παλμέιρας, στην οποία τον πρώτο χρόνο σημείωσε 14 τέρματα σε 30 αγώνες βοηθώντας το σύλλογο να υπερασπιστεί το πρωτάθλημα του 1994.[7][2] Τόσο το 1993 όσο και το 1994 τιμήθηκε από την επίσημο περιοδικό Placar με τη Bola de Ouro για τον καλύτερο παίκτη στη θέση του. Ιδιαίτερα επιδέξιος, ως επιτελικός μέσος συνδύαζε τη δημιουργικότητα με την εκτελεστική ικανότητα, στοιχεία ασυνήθιστα στο σύγχρονο ποδόσφαιρο.[8][9]
Εγκατέλειψε την πατρίδα του έχοντας κατακτήσει δύο εθνικά πρωταθλήματα με την ομάδα της Παλμέιρας και εντάχθηκε στο δυναμικό της ισπανικής Ντεπορτίβο Λα Κορούνια.[10]
Οι εμφανίσεις του προκάλεσαν το ενδιαφέρον της Μπαρτσελόνα, στην οποία τελικά μεταγράφηκε τον επόμενο χρόνο και αγωνίστηκε μέχρι το 2002.[11] Με την ομάδα της Καταλονίας έζησε την καλύτερη περίοδο της καριέρας του και κατέκτησε το πρωτάθλημα το 1998 και το 1999.[10] Το 1999 ήταν δεύτερος σκόρερ του πρωταθλήματος με 24 γκολ. Την σεζόν 2000–01, στο τελευταίο παιχνίδι απέναντι στη Βαλένθια, σημείωσε ένα χατ-τρικ για να κερδίσει το παιχνίδι 3–2. Συχνά κατατάσσεται ως το εντυπωσιακότερο χατ-τρικ όλων των εποχών:[12] το πρώτο του γκολ ήταν ένα φάουλ στην κάτω δεξιά γωνία, και το τρίτο που κέρδισε τον αγώνα ο Ριβάλντο έλεγξε την μπάλα με το στήθος έξω από την περιοχή και εκτέλεσε εναέρια ανάποδο ψαλίδι στο 89ο λεπτό, το οποίο θεωρεί ως το καλύτερο τέρμα της καριέρας του. Ένας εκσταστιασμένος Ριβάλντο έβγαλε τη φανέλα του και άρχισε να την κουνάει πάνω από το κεφάλι του κατά τη διάρκεια των εορτασμών του.[13][14][15] Με τη νίκη αυτή η ομάδα της Βαρκελώνης εξασφάλισε τη συμμετοχή της στο Τσάμπιονς Λιγκ της επόμενης χρονιάς.[16] Αυτή ήταν η πιο παραγωγική χρονιά της καριέρας του έχοντας σημειώσει 35 τέρματα σε όλες τις διοργανώσεις.[17]
Επόμενος σταθμός του ήταν η Μίλαν με την οποία κατέκτησε το Τσάμπιονς Λιγκ, το Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ και το Κύπελλο Ιταλίας το 2003. Ο μικρός αριθμός συμμετοχών του στην ομάδα του Μιλάνου και η χαμηλή παραγωγικότητά του (8 γκολ σε 38 αγώνες) τον ανάγκασαν να επιστρέψει για ένα διάστημα στη Βραζιλία, αγωνιζόμενος με την Κρουζέιρο.[4][6]
Το 2004 μετεγράφηκε στον Ολυμπιακό και συγκεκριμένα στις 21 Ιουλίου 2004, προκαλώντας ενθουσιασμό στον "ερυθρόλευκο" κόσμο,[18] Παρέμεινε για τρία χρόνια, κατακτώντας ισάριθμα πρωταθλήματα και δύο νταμπλ.[2] Κατά τη διάρκεια της σεζόν 2004–05 σημείωσε μερικά σημαντικά γκολ, ένα από τα οποία έρχεται στο πρώτο του ντέρμπι απέναντι στον Παναθηναϊκό που αναμφισβήτητα αποδείχθηκε το πιο διάσημο με τη φανέλα του Ολυμπιακού: ένα ελεύθερο λάκτισμα για να στείλει τον Ολυμπιακό στη νίκη απέναντι στους αιώνιους αντιπάλους τους. Ένα άλλο αξιοσημείωτο γκολ ήρθε την επόμενη εβδομάδα στο αγώνα του Ολυμπιακού στο γκρουπ της ΟΥΕΦΑ στην Αγγλία εναντίον των μελλοντικών πρωταθλητών της Λίβερπουλ, όπου σημείωσε ένα ελεύθερο λάκτισμα και έβαλε την ελληνική ομάδα μπροστά. Ωστόσο, ο Ολυμπιακός αποκλείστηκε μετά από τέρμα του αρχηγού της Λίβερπουλ, Στίβεν Τζέραρντ. Στο τελευταίο παιχνίδι της πρώτης σεζόν στον Ολυμπιακό, ο σύλλογος χρειαζόταν μια νίκη για να κερδίσει το πρωτάθλημα, με τον Παναθηναϊκό να απέχει μόνο ένα βαθμό πίσω. Ο Ολυμπιακός κέρδισε τον Ηρακλή 0–1 σε εκτός έδρας αγώνα στη Θεσσαλονίκη, χάρη στο τέρμα του Ριβάλντο και εξασφάλισε το πρωτάθλημα.[19]
Τον Μάιο του 2007 πήρε μεταγραφή στην ΑΕΚ, υπογράφοντας διετές συμβόλαιο συνεργασίας. Είχε πετυχημένη παρουσία με αποκορύφωμα τον αγώνα εναντίον της προηγούμενης ομάδας του που έληξε με 4–0.[20] Το καλοκαίρι του 2008 μετά από περιπλοκή στην βαθμολογία του πρωταθλήματος δήλωσε ότι αν το πρωτάθλημα δινόταν τελικώς στον Ολυμπιακό και όχι στην ΑΕΚ θα έφευγε από την Ελλάδα, λέγοντας ότι "αν μια ομάδα δεν ήταν τόσο καλή ώστε να κερδίσει στο γήπεδο, δεν αξίζει το τρόπαιο".[21]
Η συνέχεια της καριέρας του τον βρήκε σε ομάδες του Ουζμπεκιστάν, της Βραζιλίας και της Αγκόλας για να καταλήξει το 2013 πάλι στην πατρίδα του.[22] Με την κατάκτηση του πρωταθλήματος με την Μπουνιοντκόρ το 2008 έγινε ένας από τους εννέα ποδοσφαιριστές που έχουν κατακτήσει τίτλους σε τέσσερις διαφορετικές χώρες.[23][24] Το Σάββατο 15 Μαρτίου 2014, ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, αλλά συνέχισε να αγωνίζεται περιοδικά μέχρι τις 14 Αυγούστου 2015, όταν σταμάτησε οριστικά σε ηλικία 43 ετών.[25][26]
Από το 2008 έγινε πρόεδρος της βραζιλιάνικης Μοζί Μιρίμ.
Διεθνής καριέρα
Ο Ριβάλντο έκανε το ντεμπούτο του στην Εθνική Βραζιλίας το 1993 και αγωνίστηκε 74 φορές.[27] Ήταν μέλος της Ολυμπιακής ομάδας της χώρας του το 1996 όταν κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο.[28] Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 ο Ριβάλντο μαζί με το Ρονάλντο και το Ντενίλσον έφτασαν την ομάδα της εθνικής Βραζιλίας μέχρι τον τελικό και έχασαν τον τίτλο στον τελευταίο αγώνα με τη Γαλλία. Ο ίδιος σκόραρε απέναντι του Μαρόκου και της Δανίας, πετυχαίνοντας συνολικά τρία τέρματα, ενώ είχε πολύ καλή απόδοση και την ασίστ στο δραματικό ημιτελικό με την Ολλανδία.[29]
Ήταν πρωταγωνιστής στο Κόπα Αμέρικα του 1999 όπου και αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ με 5 τέρματα και καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης σημειώνοντας δύο γκολ στον τελικό με την Ουρουγουάη (3–0).[30][31][32] Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002, υπήρξε συμπαίκτης με τον Ροναλντίνιο και μαζί με το Ρονάλντο δημιούργησαν το τρίο "Ρ", ένα κορυφαίο επιθετικό σχήμα σε εμφανίσεις και αποτελέσματα.[33][34][35] Σημείωσε το πρώτο γκολ της ομάδας στη διοργάνωση με αντίπαλο το Βέλγιο (αποτέλεσμα 2–0).[36] Οι εμφανίσεις του ήταν εξαιρετικές και μεταξύ των σημαντικότερων στιγμών του ήταν η επιτυχία του τέρματος της ισοφάρισης στον κρίσιμο προημιτελικό με την Αγγλία. Πραγματοποίησε πολύ καλή εμφάνιση και στον τελικό με τη Γερμανία, βοηθώντας τον Ρονάλντο να σκοράρει στην εστία του Όλιβερ Καν,[37] που είχε δεχθεί μόνο ένα γκολ σε πέντε αγώνες πριν τον τελικό. Συνολικά πέτυχε 5 τέρματα και ήταν τρίτος σκόρερ με πρώτο τον Ρονάλντο (8 τέρματα), έχοντας σημαντική συμβολή στην κατάκτηση του κορυφαίου τίτλου.[38][39] Σε 14 αγώνες Παγκοσμίων Κύπελλων σημείωσε οκτώ γκολ και παρείχε τρεις ασίστ.[40] Είναι ένας από τους εννέα παίκτες που έχουν κερδίσει το Παγκόσμιο Κύπελλο, το Τσάμπιονς Λιγκ και τη Χρυσή Μπάλα,[41] και έγινε μόλις ο τέταρτος από τους έξι μόνο που έχουν κατακτήσει και το πρωτάθλημα εθνών της ηπείρου τους.[32]
Η τελευταία εμφάνισή του ήταν στα τέλη του 2003 σε αγώνα εναντίον της Ουρουγουάης (3–3).[27]