Βουκουρέστι

Συντεταγμένες: 44°24′48.1″N 26°5′52.0″E / 44.413361°N 26.097778°E / 44.413361; 26.097778

Βουκουρέστι

Έμβλημα
Παρωνύμιο: Micul Paris και Paris of the Balkans
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Βουκουρέστι
44°24′48″N 26°5′52″E
ΧώραΡουμανία[1][2]
Διοικητική υπαγωγήΡουμανία
Ίδρυση1459
Διοίκηση
 • Mayor of BucharestΝικούσορ Νταν (από 2020)
Έκταση226 km²
Υψόμετρο70 μέτρα
Πληθυσμός1.716.961 (1  Δεκεμβρίου 2021)[3]
Ταχ. κωδ.010011–062397[4]
Ζώνη ώραςUTC+02:00
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Βουκουρέστι (ρουμανικά: Bucureşti‎‎) είναι η πρωτεύουσα και το πολιτιστικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο της Ρουμανίας. Είναι η μεγαλύτερη πόλη της χώρας και βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της[5] στις όχθες του ποταμού Ντιμπόβιτσα, καθώς και σε απόσταση λιγότερο από 70 χλμ. βόρεια του ποταμού Δούναβη.

Το Βουκουρέστι αναφέρεται για πρώτη φορά σε έγγραφα το 1459. Έγινε πρωτεύουσα της Ρουμανίας το 1862 και αποτελεί το κέντρο των μέσων ενημέρωσης, του πολιτισμού και της τέχνης της Ρουμανίας. Η αρχιτεκτονική της πόλης είναι ένα μείγμα νεοκλασικής, μεσοπολεμικής (Μπάουχαους και αρ ντεκό), κομμουνιστικής περιόδου και σύγχρονης εποχής. Στην περίοδο μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, κατά τα τον λεγόμενο Μεσοπόλεμο, η κομψή αρχιτεκτονική της πόλης και η εκλεπτυσμένη ελίτ της της χάρισαν το προσωνύμιο «Μικρό Παρίσι» (Micul Paris). Αν και κτίρια και συνοικίες στο ιστορικό κέντρο της πόλης υπέστησαν σοβαρές ζημιές ή καταστράφηκαν από τον πόλεμο, τους σεισμούς και προ πάντων από το πρόγραμμα «συστηματικοποίησης» του Νικολάε Τσαουσέσκου, πολλά διασώθηκαν. Τα τελευταία χρόνια το Βουκουρέστι βιώνει οικονομική και πολιτιστική άνθηση.

Σύμφωνα με την Απογραφή του 2011, εντός των ορίων της πόλης κατοικούν 1.883.425 άτομα, αριθμός μειωμένος από το μέγιστο της Απογραφής του 2002. Η αστική περιοχή εκτείνεται πέρα από τα όρια του κυρίως Βουκουρεστίου και έχει πληθυσμό περίπου 1.931.000 κατοίκους. Προσθέτοντας τις δορυφόρους πόλεις γύρω από την αστική περιοχή, η υπό νομοθέτηση μητροπολιτική περιοχή του Βουκουρεστίου θα έχει πληθυσμό 2,27 εκατομμυρίων ανθρώπων. Σύμφωνα με την Eurostat, το Βουκουρέστι καταλαμβάνει μια ευρύτερη αστική περιοχή κατοικούμενη από 2.183.091 κατοίκους. Σύμφωνα με αλλά ανεπίσημα στοιχεία, ο πληθυσμός της περιοχής υπερβαίνει τους 3.000.000 κατοίκους. Το Βουκουρέστι είναι η 6η μεγαλύτερη πόλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τον εντός των ορίων της πόλης πληθυσμό, μετά το Λονδίνο, το Βερολίνο, τη Μαδρίτη, τη Ρώμη και το Παρίσι.

Οικονομικά το Βουκουρέστι είναι η πιο ευημερούσα πόλη της Ρουμανίας και ένα από τα κύρια βιομηχανικά κέντρα και συγκοινωνιακούς κόμβους της Ανατολικής Ευρώπης. Η πόλη διαθέτει μεγάλες συνεδριακές εγκαταστάσεις, εκπαιδευτικά ιδρύματα, πολιτιστικά κέντρα, παραδοσιακά εμπορικά κέντρα και χώρους αναψυχής.

Η κυρίως πόλη είναι διοικητικά γνωστή ως «Δήμος του Βουκουρεστίου» (Municipiul București) και έχει το ίδιο διοικητικό επίπεδο με εκείνο του νομού, υποδιαιρούμενος περαιτέρω σε έξι τομείς, καθένας από τους οποίους διοικείται από τοπικό δήμαρχο.

Ετυμολογία

Το όνομα Bucureşti έχει ασαφή προέλευση. Η παράδοση συνδέει την ίδρυση του Βουκουρεστίου με το όνομα του Bucur, που ήταν πρίγκιπας, παράνομος, ψαράς, βοσκός ή κυνηγός, σύμφωνα με διάφορους θρύλους. Στα ρουμανικά η λέξη-ρίζα bucurie σημαίνει 'χαρά', (ευτυχία) και πιστεύεται ότι είναι Δακικής προελεύσεως.

Υπάρχουν άλλες ετυμολογίες που δόθηκαν από παλιούς λόγιους, όπως εκείνη του Οθωμανού περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή, που ανέφερε ότι το Βουκουρέστι πήρε το όνομά του από κάποιον "Αμπού-Καρίς", από τη φυλή των "Μπανί-Κουρέις". Το 1781 ο Φραντς Σούλτσερ υποστήριξε ότι είχε σχέση με τα bucurie (χαρά), bucuros (χαρούμενος) ή a se bucura (χαίρομαι), ενώ ένα βιβλίο των αρχών του 19ου αιώνα, που εκδόθηκε στη Βιέννη, θεωρούσε ότι το όνομά του προέρχεται από το "Bukovie", δηλ. "δάσος οξιάς".

Ιστορία

Αρχαία εποχή

Καλλιτεχνήματα του Πολιτισμού Τέι

Στην αρχαιότητα το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής του Βουκουρεστίου και του σημερινού νομού Ιλφοβ, που το περιβάλλει, καλυπτόταν από πυκνά δάση. Στη δασωμένη περιοχή, ιδιαίτερα στις κοιλάδες Κολεντίνα και Ντιμπόβιτσα, μικροί, διάσπαρτοι οικισμοί, ήδη από την Παλαιολιθική περίοδο. Στη Νεολιθική περίοδο στο Βουκουρέστι εμφανίσθηκε ο Πολιτισμός Γκλίνα και, πριν τον 19ο αιώνα π.Χ., περιλαμβανόταν στις περιοχές του Πολιτισμού Γκουλμενίτα. Την Εποχή του Ορείχαλκου στα εδάφη του Βουκουρεστίου αναπτύχθηκε μια τρίτη φάση του Πολιτισμού Γκλίνα (επικεντρωμένη στη νομαδική κτηνοτροφία, εν μέρει παράλληλη με τον Πολιτισμό Γκουλμενίτα) και, αργότερα, τον Πολιτισμό Τέι. Την Εποχή του Σιδήρου η περιοχή κατοικήθηκε από ένα πληθυσμό ταυτιζόμενο με τους Γέτες και τους Δάκες, που μιλούσαν μια Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Η άποψη ότι οι δύο αυτές ομάδες ταυτίζονταν αμφισβητείται, ενώ η ύστερη φάση του πολιτισμού πρέπει να αποδοθεί στους Δάκες. Γύρω από το Βουκουρέστι βρέθηκαν μικροί Δακικοί οικισμοί - όπως οι Χεραστράου, Ράντου Βοντά, Νταμαροάια, Λακούλ Τέι, Παντελίμον και Ποπέστι-Λεορντένι). Οι πληθυσμοί αυτοί είχαν εμπορικές σχέσεις με τις Ελληνικές πόλεις και τους Ρωμαίους -- Αρχαιοελληνικά νομίσματα βρέθηκαν στο Λακούλ Τέι και στο Χεραστράου (μαζί με μεγάλη ποσότητα τοπικών πλαστών απομιμήσεών τους) και κοσμήματα και νομίσματα Ρωμαϊκής προέλευσης στο Τζιουλέστι και στο Λακούλ Τέι.

Το Βουκουρέστι δεν ήταν ποτέ υπό Ρωμαϊκή κυριαρχία, με την εξαίρεση της σύντομης κατάκτησης της Μουντένιας (ανατολική Βλαχία) από τα στρατεύματα του Κωνσταντίνου κατά τη δεκαετία του 330. Μέσα και γύρω από το Βουκουρέστι αποκαλύφθηκαν σε διάφορα σημεία νομίσματα από την εποχή του Κωνσταντίνου, του Ουάλη, του Ουαλεντινιανού Α΄, κ.α. Θεωρείται ότι ο τοπικός πληθυσμός εκρωμαΐστηκε μετά την αρχική υποχώρηση των ρωμαϊκών στρατευμάτων από την περιοχή κατά την Εποχή των Μεταναστεύσεων.

Ίδρυση

Αρχές

Curtea Veche, η παλιά πριγκιπική αυλή

Οι Σλάβοι ίδρυσαν αρκετούς οικισμούς στην περιοχή του Βουκουρεστίου, όπως επισημαίνεται από τα Σλαβικά ονόματα Ιλφόβ, Κολέντινα, Σναγκόφ, Γκλίνα, Τσιάινα, κ.α. Σύμφωνα με ορισμένες έρευνες ο Σλαβικός πληθυσμός είχε ήδη αφομοιωθεί πριν το τέλος του Πρώιμου Μεσαίωνα. Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες η περιοχή ήταν τμήμα της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας μεταξύ 681 και 1.000 περίπου. Ενώ διατηρούσε εμπορικές σχέσεις με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (όπως βεβαιώνεται από τις ανασκαφές Βυζαντινών νομισμάτων σε διάφορες θέσεις) η περιοχή υπέστη διαδοχικές επιδρομές Πετσενέγων και Κουμάνων και καταλήφθηκε από τους Μογγόλους κατά την εισβολή τους στην Ευρώπη το 1241. Πιθανότατα στη συνέχεια διεκδικήθηκε από τους Μαγυάρους και τη Δεύτερη Βουλγαρική Αυτοκρατορία.

Σύμφωνα με ένα θρύλο που πρωτοεμφανίσθηκε τον 19ο αιώνα η πόλη ιδρύθηκε από ένα βοσκό ονόματι Μπουκούρ (ή, κατ' άλλους, από ένα βογιάρο με το ίδιο όνομα). Όπως οι περισσότερες παλιότερες πόλεις της Μουντένιας, η ίδρυσή της έχει επίσης αποδοθεί στον θρυλικό πρίγκιπα της Βλαχίας Ράντου Νέγκρου (σε ιστορίες το πρώτον καταγεγραμμένες τον 16ο αιώνα). Η θεωρία που ταυτίζει το Βουκουρέστι με την "ακρόπολη Ντιμπόβιτσα" και το Πάρτσαλαμπ, που αναφέρονται σε σχέση με τον Βλάντισλαβ Α΄ της Βλαχίας (τη δεκαετία του 1370) αντικρούεται από την αρχαιολογία, που έχει αποδείξει ότι η περιοχή ήταν ουσιαστικά ακατοίκητη τον 14ο αιώνα.

Πρώιμη ανάπτυξη

Διαταγή εκδοθείσα από τον Πρίγκιπα της Βλαχίας Ράντου τσελ Φρούμος από την κατοικία του στο Βουκουρέστι.

Το Βουκουρέστι αναφέρεται για πρώτη φορά στις 20 Σεπτεμβρίου 1459 ως μία από τις κατοικίες του Πρίγκιπα Βλαντ Γ΄ Δράκουλα. Γρήγορα έγινε η προτιμώμενη θερινή κατοικία της πριγκιπικής αυλής -μαζί με το Τιργκόβιστε, μία από τις δύο πρωτεύουσες της Βλαχίας- και θεωρείτο από τους συγχρόνους του ως το ισχυρότερο κάστρο στη χώρα. Το 1476 λεηλατήθηκε από τον Μολδαβό Πρίγκιπα Στέφανο τον Μέγα, ωστόσο ευνοήθηκε ως κατοικία από τους περισσότερους ηγεμόνες της αμέσως επόμενης περιόδου και υπέστη σημαντικές πολεοδομικές αλλαγές υπό τον Μιρτσέα Τσιομπανούλ, που κατασκεύασε ανάκτορο και εκκλησία στην Κουρτέα Βέκιε (την αυλή της περιοχής), εξόπλισε την πόλη με ξύλινη περίφραξη και έλαβε μέτρα για τον εφοδιασμό του Βουκουρεστίου με πόσιμο νερό και τρόφιμα (αρχές της δεκαετίας του 1550).

Όταν ο Μιρτσέα Τσιομπανούλ ανατράπηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (επικυρίαρχο της Βλαχίας) την άνοιξη του 1554, το Βουκουρέστι λεηλατήθηκε από στρατεύματα Γενιτσάρων. Βία ξέσπασε πάλι όταν ο Μιρτσέα επέστρεψε στον θρόνο και επιτέθηκε εναντίον όσων ήταν πιστοί στον Πατράσκου τσελ Μπουν (Φεβρουάριος 1558), κατά τη σύγκρουση το 1574 του Βιντίλα με τον Αλεξάντρου Β΄ Μιρτσέα και επί του Αλεξάντρου τσελ Ράου (αρχές της δεκαετίας του 1590).

17ος αιώνας

Ακμή και παρακμή

Σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες απαιτήσεις των Οθωμανών και της αύξησης της σημασίας του εμπορίου με τα Βαλκάνια, το πολιτικό και εμπορικό κέντρο της Βλαχίας άρχισε να κλίνει προς τον νότο. Πριν το τέλος του 17ου αιώνα το Βουκουρέστι έγινε η πολυπληθέστερη πόλη της Βλαχίας και μία από τις μεγαλύτερες της περιοχής, ενώ απέκτησε κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα. Αυτό όμως συνοδεύτηκε από το δραστικό περιορισμό των εξουσιών των πριγκίπων και τη μείωση των κρατικών εσόδων.

Στις 13 Νοεμβρίου 1594 η πόλη γνώρισε εκτεταμένη βία, με την έναρξη της επανάστασης του Μιχαήλ του Γενναίου κατά των Οθωμανών και τη σφαγή των Οθωμανών φοροεισπρακτόρων, που έλεγχαν τους πόρους της Βλαχίας, μετά από μια σύγκρουση με τα Οθωμανικά στρατεύματα που έδρευαν στο Βουκουρέστι. Σε αντίποινα το Βουκουρέστι δέχθηκε την επίθεση και καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς από τις δυνάμεις του Σινάν Πασά. Ανοικοδομήθηκε σταδιακά τις επόμενες δύο δεκαετίες και εμφανίσθηκε πάλι ως επίσημος ανταγωνιστής του Τιργκόβιστε υπό τον Ράντου Μινέα (στις αρχές της δεκαετίας του 1620). Ο Ματέι Βασάραβα, που μοίραζε τη βασιλεία του μεταξύ Βουκουρεστίου και Τιργκόβιστε, ανακαίνισε τα ερειπωμένα κτίρια των ανακτόρων (1640).

Το Βουκουρέστι λεηλατήθηκε πάλι, μετά 15 μόνο χρόνια, με την επανάσταση του 1655 των μισθοφόρων κατά της εξουσίας του Κονσταντίν Σερμπάν - τα εξεγερμένα στρατεύματα συνέλαβαν και εκτέλεσαν ορισμένους ανώτερους βογιάρους, πριν συντριβούν από στρατεύματα της Τρανσυλβανίας τον Ιούνιο του 1655. Ο Κονσταντίν Σερμπάν πρόσθεσε στην πόλη σημαντικά κτίρια, αλλά ήταν επίσης υπεύθυνος για μια καταστροφική πυρκαγιά, που είχε σκοπό να εμποδίσει τον Μινέα Γ΄ και τους Οθωμανούς συμμάχους του να καταλάβουν ένα άθικτο φρούριο.Σύμφωνα με τον περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπί η πόλη ανοικοδομήθηκε το ίδιο γρήγορα όσο καταστράφηκε: "σπίτια από πέτρα ή τούβλο [...] είναι λίγα και άτυχα, δεδομένου ότι οι γκιαούρηδες (άπιστοι) ιδιοκτήτες τους επαναστατούν κάθε επτά ή οκτώ χρόνια και έτσι οι Τούρκοι και οι Τάταροι σύμμαχοί τους βάζουν φωτιά στην πόλη, αλλά οι κάτοικοι την ίδια χρονιά ξαναφτιάχνουν τα μικρά μονώροφα αλλά ανθεκτικά σπίτια τους". Το Βουκουρέστι επλήγη από λιμό και βουβωνική πανώλη στις αρχές της δεκαετίας του 1660 (η πανώλη επανήλθε το 1675).

Τέλη του 17ου αιώνα

Μεταξύ της κυβέρνησης του Γεώργιου Γκίκα (1659–1660) και του τέλους εκείνης του Στέφανου Καντακουζηνού (1715/1716), το Βουκουρέστι γνώρισε μια περίοδο σχετικής ειρήνης και ευημερίας, παρά τον παρατεταμένο ανταγωνισμό μεταξύ των οικογενειών Καντακουζηνών και Μπαλένι, που τον ακολούθησε επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των προηγουμένων και των Κραϊοβέστι.

Η κορύφωση επιτεύχθηκε υπό τον Σερμπάν Καντακουζηνό και τον Κονσταντίν Μπρινκοβεάνου, οπότε η πόλη αγκάλιασε την Αναγέννηση υπό την αρχική της μορφή, γνωστή ως ρυθμό Μπρινκοβενέζε και επεκτάθηκε (αναπτυσσόμενη ώστε να συμπεριλάβει την περιοχή Κοτροτσένι), περιλαμβάνοντας πανδοχεία που συντηρούσαν οι πρίγκιπες και τις πρώτες εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις (την πριγκιπική Σχολή του Αγίου Σάββα, 1694). Ο Μπρινκοβεάνου ανέπτυξε την Curtea Veche (που πιθανότατα στέγαζε το συμβούλιο των βογιάρων στη νέα του μορφή) και πρόσθεσε δύο ακόμη ανάκτορα, ένα από αυτά στη Μογκοσοάια (χτισμένο σε Ενετικό ρυθμό και περίφημο για τη λότζια του). Την ίδια εποχή διανοίχθηκε η μελλοντική Calea Victoriei (Λεωφόρος της Νίκης).

Εποχή των Φαναριωτών

Πρώτοι Φαναριώτες

Το Βουκουρέστι σε ξυλογραφία του 1717

Το 1716, μετά την αντιοθωμανική εξέγερση του Στέφανου Καντακουζηνού στο πλαίσιο του Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1686–1700) η Βλαχία τέθηκε υπό την πιο συνεργάσιμη διοίκηση των Φαναριωτών, που εγκαινιάσθηκε από τον Νικόλαο Μαυροκορδάτο, που προηγουμένως ήταν ηγεμόνας στη Μολδαβία. Αυτοί σημάδεψαν καθοριστικά την ανάπτυξη του Βουκουρεστίου ποικιλοτρόπως - η πόλη ήταν η αδιαμφισβήτητη πρωτεύουσα, ευνοούμενη από τη μείωση της σημασίας της φεουδαρχίας και των αγροτικών κέντρων, μαζί με την πρόοδο της νομισματικής οικονομίας (την περίοδο αυτή η θέση των βογιάρων άρχισε να περιορίζεται στον διορισμό σε διοικητικά αξιώματα, που τα περισσότερα εστιάζονταν στην πριγκιπική κατοικία, περιλαμβανομένου, μετά το 1761, του βανάτου της Ολτένιας (Δυτική Βλαχία)).

Η διοίκηση του Πρίγκιπα συνέπεσε με μια σειρά συμφορές - μια μεγάλη πυρκαγιά, την πρώτη κατοχή από τους Αψβούργους κατά τον Αυστροτουρκικό Πόλεμο του 1716-18 (1716) και άλλη μία επιδημία πανώλης - αλλά γνώρισε μεγάλα πολιτιστικά επιτεύγματα εμπνευσμένα από τον Διαφωτισμό, όπως η δημιουργία μιας βραχύβιας πριγκιπικής βιβλιοθήκης. Ο Γρηγόριος Β΄ Γκίκας και ο Κωνσταντίνος Μαυροκορδάτος διατήρησαν τις εμπορικές υποδομές και η πόλη διέθετε μεγάλη αγορά και τελωνεία. Το 1737, κατά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (1735-1739), η πόλη δέχθηκε πάλι επιθέσεις από στρατεύματα των Αψβούργων και λεηλατήθηκε από τους Νογκάι (Τουρκική φυλή), πριν υποφέρει από άλλη μία μεγάλη έξαρση πανώλης (που την ακολούθησαν νέες εξάρσεις τη δεκαετία του 1750), συνοδευόμενη από σχετική οικονομική παρακμή, που επέφερε ο ανταγωνισμός Ελλήνων, Λεβαντίνων και ντόπιων για τους επίσημους διορισμούς.

Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι

Ο Νικόλαος Μαυρογένης, Φαναριώτης Πρίγκιπας της Βλαχίας, στο Βουκουρέστι, εποχούμενος άμαξας με ελάφια (τέλη της δεκαετίας του 1780)

Το Βουκουρέστι καταλήφθηκε δύο φορές από Ρωσικά στρατεύματα κατά τον Πόλεμο του 1768-1774 (που αρχικά βοηθήθηκαν από την αντιοθωμανική εξέγερση των βογιάρων του Παρβ Καντακουζηνού και στη συνέχεια εισέβαλαν υπό τον Νίκολας Ρέπνιν) και στην πόλη έγινε εν μέρει η διαπραγμάτευση για τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, που ακολούθησε.

Υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη διεκπεραιώθηκαν μεγάλης κλίμακας έργα για τον εφοδιασμό της πόλης με πόσιμο νερό και η Curtea Veche, που είχε καταστραφεί από τις προηγούμενες συγκρούσεις, αντικαταστάθηκε από νέα κατοικία στο Ντεαλούλ Σπίρίι (Curtea Nouă, 1776). Τον διαδέχθηκε ο Νικόλαος Μαυρογένης. Το 1787 ξέσπασε ο Ρωσοτουρκοαυστριακός Πόλεμος και ο Μαυρογένης υποχώρησε μετά από νέα εισβολή των Αψβούργων υπό τον Πρίγκιπα Γιόσιους του Κόμπουργκ (1789). Παρά τις επιδημίες, σε συνδυασμό με τους υπέρογκους φόρους του Κονσταντίν Χατζέρι και τον μεγάλο σεισμό της 4 Οκτωβρίου 1802 (και επόμενους το 1804 και 1812), ο πληθυσμός της πόλης συνέχισε να αυξάνεται. Κατά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1806–1812, Ρωσικά στρατεύματα υπό τον Μιχαήλ Αντρέγιεβιτς Μιλοράντοβιτς μπήκαν στην πόλη για να επαναφέρουν τον Κωνσταντίνο Υψηλάντη τον Δεκέμβριο του 1806. Επί της κυβέρνησής του κατασκευάσθηκε από τον Εμανουέλ Μαρζαγιάν το Πανδοχείο του Μανούκ.

Σφαγή Ελλήνων ατάκτων από τους Οθωμανούς στο Βουκουρέστι (Αύγουστος 1821).
Η αυλή του Πανδοχείου του Μανούκ το 1841.
Η αυλή του Πανδοχείου του Μανούκ το 2006.

Μετά την ειρήνη που υπογράφτηκε στο Βουκουρέστι, η κυβέρνηση του Ιωάννη Καρατζά έφερε μια σειρά από σημαντικές πολιτιστικές και κοινωνικές καινοτομίες (το μεταρρυθμιστικό Νόμο Καρατζά, την πρώτη βόλτα με αερόστατο ζεστού αέρα στη χώρα, την πρώτη θεατρική παράσταση, την πρώτη βιομηχανία υφασμάτων, το πρώτο τυπογραφείο και τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες του Γκεόργκε Λαζάρ), αλλά γνώρισε επίσης την καταστροφική πανώλη του Καρατζά το 1813-1814 - που προκάλεσε 25.000 έως 40.000 θύματα. Πηγές της εποχής αναφέρουν ότι στην πόλη εναλλάσσονταν πυκνοδομημένοι οικισμοί με μεγάλους ιδιόκτητους κήπους και οπωρώνες, γεγονός που καθιστούσε αδύνατο τον υπολογισμό της πραγματικής έκτασής της.

Η Ελληνική Επανάσταση (1821) και η σύγχρονή της εξέγερση της Βλαχίας έφεραν το Βουκουρέστι υπό τη σύντομη εξουσία του Τούντορ Βλαντιμιρέσκου (21 Μαρτίου 1821) και στη συνέχεια το κατέλαβαν οι δυνάμεις της Φιλικής Εταιρείας του Αρχιστράτηγου Αλ. Υψηλάντη, πριν τα βίαια αντίποινα των Οθωμανών (που κατέληξαν τον Αύγουστο στη σφαγή πάνω από 800 θυμάτων).

Κισέλιοφ και Αλέξανδρος Β΄ Γκίκας

Κατά την ηγεμονία που ακολούθησε του μη Φαναριώτη Γρηγόριου Δ΄ Γκίκα, που επευφημήθηκε από τους κατοίκους του Βουκουρεστίου κατά την ενθρόνισή του, έγιναν η κατασκευή μιας νεοκλασικής πριγκιπικής κατοικίας στην Κολέντινα, η εκδίωξη ξένων (κυρίως Ελλήνων) κληρικών, που είχαν ανταγωνιστεί τους ντόπιους για τα θρησκευτικά αξιώματα, η αποκατάσταση γεφυρών του Ποταμού Ντιμποβίτσα, αλλά επίσης υψηλοί φόροι και αρκετές πυρκαγιές.

Ο Γκίκας απομακρύνθηκε από τη θέση του με τον νέο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο και τη Ρωσική κατοχή στις 16 Μαΐου 1828. Στη συνέχεια η Συνθήκη της Αδριανούπολης έθεσε το σύνολο των εδαφών των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών υπό Ρωσική στρατιωτική διοίκηση (υπό την επικυριαρχία ακόμη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), όσο εκκρεμούσε η πληρωμή πολεμικών αποζημιώσεων από τους Οθωμανούς.

Μετά τη σύντομη διακυβέρνηση του Πιότρ Ζελτούκιν, ακολούθησε η μακρά και πολύ σημαντική θητεία του Πάβελ Κισέλιοφ (24 Νοεμβρίου 1829 - 1843) επί του οποίου στα δύο Πριγκιπάτα παραχωρήθηκε το πρώτο τους κείμενο, που έμοιαζε με σύνταγμα, το Οργανικό Καταστατικό (του οποίου η διαπραγμάτευση έγινε στο Βουκουρέστι). Κατοικώντας στο Βουκουρέστι ο Κισέλιοφ φρόντισε ιδιαίτερα για την πόλη. Δραστηριοποιήθηκε κατά των επιδημιών πανώλης και χολέρας του 1829 και του 1831, σύστησε μια "επιτροπή εξωραϊσμού της πόλης", αποτελούμενη από γιατρούς και αρχιτέκτονες, έστρωσε πολλούς κεντρικούς δρόμους με λιθόστρωτο (αντικαθιστώντας ξύλινα μαδέρια), αποστράγγισε τα έλη γύρω από το Ντιμποβίτσα και ανήγειρε δημόσιες κρήνες, καθόρισε τα μέχρι τότε κυμαινόμενα όρια της πόλης (η περίμετρός της ήταν τώρα 19 χλμ. και φυλασσόταν από περιπολίες και φράγματα, διάνοιξε την Calea Dorobanţilor και τη Șoseaua Kiseleff (μείζονες δρόμους από βορρά προς νότο), χαρτογράφησε την πόλη και καταμέτρησε τον πληθυσμό της, έδωσε στο Βουκουρέστι μια φρουρά για τον νεοϊδρυμένο στρατό της Βλαχίας και βελτίωσε την πυροσβεστική του υπηρεσία. Η πόλη που άλλαζε περιγράφηκε ως ασυνήθιστα κοσμοπολίτικη και τόπος ακραίων αντιθέσεων από τον Γάλλο επισκέπτη Μαρκ Ζιραρντέν.

Γέφυρα στο Βουκουρέστι, με τον λόφο Σπιρίι στο βάθος, 1837

Η παραχώρηση εμπορικών δικαιωμάτων στα Πριγκιπάτα και η ανάκτηση της Βραΐλας από τη Βλαχία διασφάλισε μια οικονομική αναγέννηση υπό τη διοίκηση του Πρίγκιπα Αλέξανδρου Β΄ Γκίκα, που επεξέτεινε τον αριθμό των λιθοστρωμένων δρόμων και πρόσθεσε το νέο Πριγκιπικό Ανάκτορο (που αργότερα αντικαταστάθηκε από το πολύ μεγαλύτερο Βασιλικό Ανάκτορο).

Την εποχή αυτή έγινε επίσης αισθητή η πρώτη εναντίωση στη Ρωσική εξουσία, όπως η αντιπαράθεση στη Συνέλευση του Βουκουρεστίου μεταξύ του Πρίγκιπα Γκίκα και του ριζοσπάστη Ιόν Τσιμπινεάνου. Η πόλη επλήγη από ένα μικρό σεισμό τον Ιανουάριο του 1838 και από μεγάλη πλημμύρα τον Μάρτιο του 1839.

Δεκαετίες του 1840 και του 1850

Η Μεγάλη Πυρκαγιά του 1847
Πυροσβέστες υπερασπιζόμενοι τον λόφο Σπίριι το 1848

Ο νέος πρίγκιπας Γκεόργκε Μπιμπέσκου ολοκλήρωσε ένα δίκτυο ύδρευσης και έργα σε δημόσιους κήπους, άρχισε την κατασκευή του κτιρίου του Εθνικού Θεάτρου της Ρουμανίας (1846, τελείωσε το 1852) και βελτίωσε το οδικό δίκτυο, συνδέοντας το Βουκουρέστι με άλλα κέντρα της Βλαχίας. Στις 23 Μαρτίου 1847 η Η Μεγάλη Πυρκαγιά του Βουκουρεστίου κατέκαψε γύρω στα 2000 κτίρια (περίπου το ένα τρίτο της πόλης).

Πιεζόμενος από τους φιλελεύθερους επαναστάτες, που είχαν εκδώσει τη Διακήρυξη του Ισλαζ, που καταφερόταν κατά του συντηρητικού και όλο και περισσότερο καταχρηστικού συστήματος του Οργανικού Καταστατικού, δεχόμενος επίθεση στον δρόμο από ομάδα νεαρών και αντιμέτωπος με τον στρατό, ο Πρίγκιπας Μπιμπέσκου δέχθηκε τη συγκατοίκηση με μια Προσωρινή Κυβέρνηση, εμπνεόμενος από τις Ευρωπαϊκές Επαναστάσεις, στις 12 Ιουνίου 1848 και, την αμέσως επόμενη μέρα, παραιτήθηκε από τον θρόνο. Το νέο εκτελεστικό, υποστηριζόμενο από λαϊκές συγκεντρώσεις, που επανένωσαν τη μεσαία τάξη του Βουκουρεστίου με αγρότες από τη γύρω περιοχή (27 Ιουνίου, 25 Αυγούστου), πέρασε μια σειρά ριζικών μεταρρυθμιστικών νόμων που προκάλεσαν την εχθρότητα του Τσάρου Νικόλαου Α΄, που πίεσε την Πύλη να συντρίψει το κίνημα της Βλαχίας. Η προτεινόμενη αγροτική μεταρρύθμιση έκανε επίσης μια ομάδα βογιάρων υπό τον Ιοάν Σόλομον να επιτεθεί και να συλλάβει την κυβέρνηση την 1 Ιουλίου, αλλά οι συνέπειες της κίνησης αυτής ακυρώθηκαν την ίδια μέρα από την αντίδραση των κατοίκων και την επίθεση, υπό τον Ανα Ιπιτέσκου, στο κτίριο που είχαν καταλάβει οι συνωμότες.

Ο Σουλτάνος Αμπντούλ Μετζίτ, διακείμενος θετικά στον αντιρωσικό χαρακτήρα της επανάστασης, πίεσε τους επαναστάτες να δεχθούν μια σχετικά μικρότερη αλλαγή στη δομή του εκτελεστικού - η Προσωρινή Κυβέρνηση έδωσε τη θέση της σε μια μετριοπαθέστερη αντιβασιλεία (Locotenenţa Domnească), που, παρ'όλα αυτά, δεν αναγνωρίσθηκε από τη Ρωσία.

Η διαγραφόμενη απειλή πολέμου μεταξύ των δύο δυνάμεων έκανε τον Αμπντούλ Μετζίτ να αναθεωρήσει τη θέση του και να στείλει τον Φουάτ Πασά ως παρατηρητή του στο Βουκουρέστι. Η πόλη πανικοβλήθηκε με την απειλή μιας Ρωσικής εισβολής και ο Μητροπολίτης Νεόφυτος έκανε επιτυχημένο πραξικόπημα κατά της Επανάστασης. Στις 18 Σεπτεμβρίου τα εξεγερμένα πλήθη όρμησαν στο Υπουργείο Εσωτερικών, κατέστρεψαν τους καταλόγους με τα αξιώματα και προνόμια των βογιάρων και ανάγκασαν τον Νεόφυτο να αναθεματίσει το Οργανικό Καταστατικό. Τα μέτρα αυτά έκαναν το Φουάτ Πασά να οδηγήσει τα Οθωμανικά στρατεύματα μέσα στο Βουκουρέστι, κίνηση που συνάντησε την αντίσταση μόνο μιας ομάδας πυροσβεστών, σταθμευμένων στον Λόφο Σπιρίι (που ενεπλάκησαν σε ανταλλαγή πυροβολισμών μετά από ένα επεισόδιο που θεώρησαν προβοκάτσια).

Η Εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα το 1860

Το Βουκουρέστι παρέμεινε υπό ξένη κατοχή μέχρι τα τέλη του Απριλίου του 1851 και καταλήφθηκε πάλι από τα Ρωσικά στρατεύματα του Μιχαήλ Ντμίτριεβιτς Γκορσακόφ κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (μεταξύ 15 Ιουλίου 1853 και 31 Ιουλίου 1854), για να παραχωρηθεί σε Αυστριακή διοίκηση που κράτησε μέχρι τη Συνθήκη των Παρισίων του 1856. Οι τρεις διαδοχικές ξένες διοικήσεις επέφεραν στην πόλη αρκετές βελτιώσεις (το Νεκροταφείο Μπέλου, το Πάρκο Τσισμιτζίου, τον τηλέγραφο και τον φωτισμό με λάμπες πετρελαίου, την ίδρυση νέων σχολείων και ακαδημιών, το Ανάκτορο Στίρμπεη του Πρίγκιπα Μπάρμπου Ντιμίτρεϊ Στίρμπεη και τον ολοκληρωμένο χάρτη της πόλης από τον Αρτουρ Μποροσζίν).

Πρωτεύουσα των Ενωμένων Πριγκιπάτων

Υδατογραφία-πανόραμα της πόλης, όπως φαίνεται από τον Πύργο Τουρνούλ, του Αμαντέο Πρετσιόζι (Μαλτέζου ζωγράφου,1868)

Η Συνθήκη των Παρισίων προέβλεπε την ίδρυση ειδικών (ad hoc) Διβανίων στη Μολδαβία και τη Βλαχία, το πρώτο βήμα υπέρ της ένωσης των δύο χωρών. Το Βουκουρέστι απέστειλε αντιπροσώπους μόνο από το ενωτικό Partida Naţională, αλλά η γενική πλειοψηφία στη Βλαχία αποτελείτο από ανθενωτικούς συντηρητικούς. Στις 22 Ιανουαρίου 1859 τα μέλη του Partida Naţională αποφάσισαν να υπερψηφίσουν για Πρίγκιπα τον Μολδαβό υποψήφιο, συνταγματάρχη Αλέξανδρο Ιωάννη Α' Κούζα, που είχε ήδη εκλεγεί στο Ιάσιο - η ψηφοφορία έγινε στις 24 Ιανουαρίου, αφού η πίεση των διαδηλωτών υποχρέωσε τους άλλους αντιπροσώπους να αλλάξουν την ψήφο τους, οδηγώντας τελικά στην ίδρυση των Ενωμένων Πριγκιπάτων Βλαχίας και Μολδαβίας, κράτος με πρωτεύουσα και έδρα του Κοινοβουλίου του το Βουκουρέστι. Ο Κούζας. που κυβέρνησε ως Domnitor, έστρωσε τους δρόμους του Βουκουρεστίου με καλύτερης ποιότητας λιθόστρωτο, ίδρυσε γυμνάσια και αρκετές ακαδημαϊκά ιδρύματα (μεταξύ αυτών το Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου) και αποφάσισε την κατασκευή σιδηροδρόμου μεταξύ της πρωτεύουσας και του λιμανιού Τζιούρτζιου στον Δούναβη, μαζί με πολλά εργοστάσια μεταλλουργίας στην περιοχή του Νομού Ιλφοβ. Επί των ημερών έγιναν κανόνας τα κτίρια από τούβλα και πέτρα.

Στις 22 Φεβρουαρίου 1866 η πόλη έζησε το πραξικόπημα κατά του Domnitor Κούζα, από ένα συνασπισμό Φιλελεύθερων και Συντηρητικών, δυσαρεστημένων από την επιχειρούμενη αγροτική μεταρρύθμιση και το ολοένα και αυταρχικότερο καθεστώς - κατέλαβαν την κατοικία του ηγεμόνα και συνέλαβαν τον Κούζα και την ερωμένη του Μαρία Ομπρένοβιτς, εγκαθιστώντας μια Αντιβασιλεία.

Ο, σε μεγάλο βαθμό γαλλόφιλος, πληθυσμός του Βουκουρεστίου λίγο έλειψε να προκαλέσει την πτώση του Κάρολου Α΄, διαδόχου του Κούζα, κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού Πολέμου, μετά από σύγκρουση με Γερμανούς κατοίκους του Βουκουρεστίου τον Μάρτιο του 1871 - αποτράπηκε με τον διορισμό ως πρωθυπουργού του Συντηρητικού Λάσκαρ Καταρτζίου. Το καλωσόρισμα της Ρωσικής επέμβασης από τους κατοίκους του Βουκουρεστίου στην έναρξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1877-1878 συνέβαλε στην απόφαση των Οθωμανών να βομβαρδίσουν την αριστερή όχθη του Δούναβη, επειδή το Κοινοβούλιο ανακήρυξε την ανεξαρτησία της Ρουμανίας.

Πρωτεύουσα του Βασιλείου της Ρουμανίας

1878-1919

Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Κάρολου το Βουκουρέστι απέκτησε φωτισμό με αέριο, σιδηροδρομικούς σταθμούς (Φιλάρετου και Γκάρα ντε Νορντ), σύστημα ιππήλατου τραμ και τηλεφώνου, αρκετά εργοστάσια, διοικητικά κτίρια καθώς και μεγάλες ιδιωτικές κατοικίες (μεταξύ αυτών το Ανάκτορο Κρετσουλέσκου). Η Εθνική Τράπεζα της Ρουμανίας άνοιξε το 1880, το πρώτο και σημαντικότερο από σειρά νέων τραπεζικών ιδρυμάτων.

Ρουμανικό Αθήναιο

Μετά την ανακήρυξη του Βασιλείου της Ρουμανίας το 1881, η ανοικοδόμηση έργων στην πόλη επιταχύνθηκε. Το 1883 οι πλημμύρες του Νταμποβίτσα, όπως εκείνη του 1865, συνηθισμένες επί Κούζα, τερματίσθηκαν μετά την εκτροπή του ποταμού (η αλλαγή της κοίτης μεταμόρφωσε τις συνοικίες στις όχθες του). Προστέθηκαν νέα κτίρια, όπως το Ρουμανικό Αθήναιο, και το ύψος τους αυξήθηκε - το Ατενέ Παλάς, το πρώτο στην πόλη, στο οποίο χρησιμοποιήθηκε οπλισμένο σκυρόδεμα, είχε πέντε πατώματα. Το 1885-1887, οπότε η Ρουμανία διέρρηξε τους οικονομικούς δεσμούς της με την Αυστροουγγαρία η εμπορική και βιομηχανική ανάπτυξη του Βουκουρεστίου ήταν απρόσκοπτες: πάνω από 760 επιχειρήσεις ιδρύθηκαν στην πόλη πριν από το 1912 και εκατοντάδες ακόμη μέχρι τη δεκαετία του 1940. Περιορισμένη χρήση του ηλεκτρισμού εισήχθη το 1882.

Με την κλιμάκωση του Ρουμανικού Μετώπου κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Βουκουρέστι τέθηκε υπό τη στρατιωτική κατοχή των Κεντρικών Δυνάμεων (ενώ η κυβέρνηση κατέφυγε στο Ιάσιο). Από τα 215 εκατομμύρια λέου, που απαίτησε η νέα διοίκηση για να καλύψει τις δαπάνες της, τα 86 χρεώθηκαν στην πρωτεύουσα. Μετά την Ανακωχή της Κομπιέν, τα Γερμανικά στρατεύματα εκκένωσαν το Βουκουρέστι και στα τέλη του Νοεμβρίου του 1918 εγκαταστάθηκε μια Ρουμανική διοίκηση. Ενώ η χώρα ξεκινούσε την πορεία για τη δημιουργία μιας Μείζονος Ρουμανίας (που επικυρώθηκε με τις συνθήκες του Αγίου Γερμανού, του Νεϊγύ και του Τριανόν), η πρωτεύουσά της βίωνε μια σχετικά εκτεταμένη κοινωνική κρίση - στις 26 Δεκεμβρίου 1918 στρατεύματα πυροβόλησαν τυπογράφους που συμμετείχαν σε απεργία, που είχε υποκινηθεί από το νεοϊδρυμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ρουμανίας.

Μεσοπόλεμος

Βασιλικά Ανάκτορα, η Αίθουσα του Θρόνου

Η κομψή αρχιτεκτονική και ο ρόλος της πόλης ως κοσμοπολιτικού πολιτιστικού κέντρου χάρισε στο Βουκουρέστι το προσωνύμιο "Παρίσι της Ανατολής" (η Micul Paris - "Μικρό Παρίσι"). Η ανάπτυξη συνεχίστηκε τη δεκαετία του 1930 - μια από τις εποχές μεγαλύτερης ευημερίας στη Ρουμανική ιστορία " μετά το 1928 ο πληθυσμός αυξανόταν κατά 30.000 τον χρόνο, έκταση έφθασε τα 78 τ.χλμ. το 1939 και προστέθηκαν πολλά περιφερειακά αστικά κέντρα (Απαρατόρι Πατριέι, Μπανέασα, Νταμαροάια, Φλορέασκα, Τζιουλέστι, το χωριό Μιλιτάρι και οι πρώτοι δρόμοι στην περιοχή Μπάλτα Αλμπα). Το 1929 το παλιό σύστημα τραμ αντικαταστάθηκε από αντίστοιχο τρόλεϊ.

Κατά την απεργία σιδηροδρομικών της Γκρίβιτσα το 1933 ξέσπασαν εργατικές ταραχές που κατέληξαν σε βίαιη καταστολή.

Επί του Βασιλιά Κάρολου Β΄ (1930-1940) η εικόνα της πόλης άρχισε να μεταβάλλεται και προστέθηκαν πολλά κτίρια και μνημεία αρ ντεκό και νεορουμανικού ρυθμού, μεταξύ αυτών τα Βασιλικά Ανάκτορα, η Στρατιωτική Ακαδημία, η Αψίδα του Θριάμβου, η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου, η νέα πτέρυγα του Γκάρα ντε Νορντ, το Στάδιο ONEF, το Ανάκτορο Βικτόρια, το Μέγαρο της Τηλεφωνίας, το Μουσείο Χωριού του Ντιμίτριε Γκούστι. Ανοίχθηκαν βαθιές γεωτρήσεις για να εφοδιάσουν το Βουκουρέστι με καθαρότερο νερό, μαζί με την εκτροπή της νότιας κοίτης του Ποταμού Αρτζες και την εξυγίανση των βόρειων λιμνών (Κολέντινα, Φλορέασκα, Χεραστράου, Τέι), καταλήγοντας στη δημιουργία του σημερινού δικτύου περιχωμένων λιμνών και των γύρω πάρκων, που περιβάλλουν την πόλη.

Δεκαετία του 1940

Ρουμανικά στρατεύματα στην Πλατεία Μιχαήλ Κογκιλνιτσεάνου το 1941

Το Βουκουρέστι έζησε τη γέννηση τριών διαδοχικών φασιστικών καθεστώτων: μετά από εκείνο που εγκαθιδρύθηκε από τον Κάρολο Β΄ και το Μέτωπο του Εθνικής Αναγέννησης, η έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έφερε τη δικτατορία της ανοιχτά φασιστικής Σιδηράς Φρουράς και, μετά την αιματηρή Εξέγερση της Σιδηράς Φρουράς στις 21-23 Ιανουαρίου 1941 (που συνοδεύτηκε από μαζικό πογκρόμ στην πρωτεύουσα), την κυβέρνηση του Ιόν Αντονέσκου. Την άνοιξη του 1944 έγινε στόχος σφοδρών βομβαρδισμών από τη RAF και την Αμερικανική Πολεμική Αεροπορία. Ήταν επίσης το κέντρο του πραξικοπήματος της 23 Αυγούστου 1944 του Βασιλιά Μιχαήλ Α΄, που μετέφερε τη χώρα από τον Άξονα στις τάξεις των Συμμάχων. Έτσι έγινε στόχος Γερμανικών αντιποίνων - στις 23-24 Αυγούστου ευρείας κλίμακας βομβαρδισμός από τη Λουφτβάφε κατέστρεψε το Εθνικό Θέατρο και άλλα κτίρια, ενώ η Βέρμαχτ ενεπλάκη σε οδομαχίες με τον Ρουμανικό Στρατό. Στις 31 Αυγούστου μπήκε στο Βουκουρέστι ο Σοβιετικός Κόκκινος Στρατός.

Τον Φεβρουάριο του 1945 το Κομμουνιστικό Κόμμα Ρουμανίας οργάνωσε μια διαδήλωση μπροστά από τα Βασιλικά Ανάκτορα, που εξελίχθηκε βίαια και κατέληξε στην πτώση της κυβέρνησης του Νικολάε Ριντέσκου και την άνοδο στην εξουσία του υποστηριζόμενου από τους Κομμουνιστές Πέτρου Γκρόζα. Στις 8 Νοεμβρίου, Ημέρα του Βασιλιά, η νέα κυβέρνηση κατέστειλε φιλομοναρχικές διαδηλώσεις - η αρχή της πολιτικής καταστολής σε όλη τη χώρα.

Κομμουνιστική περίοδος

Το Κομμουνιστικό καθεστώς παγιώθηκε μετά την ανακήρυξη της Λαϊκής Δημοκρατίας στις 30 Σεπτεμβρίου 1947. Μία από τις πρώτες σημαντικές πολεοδομικές παρεμβάσεις των πρώτων Κομμουνιστών ηγετών ήταν η προσθήκη κτιρίων Σοσιαλιστικού ρεαλισμού, όπως η μεγάλη Casa Scînteii (1956) και η Εθνική Όπερα. Σε όλη την περίοδο της κομμουνιστικής διακυβέρνησης, η πόλη υπέστη τεράστια γεωγραφική και πληθυσμιακή ανάπτυξη. Άρχισε να επεκτείνεται δυτικά, ανατολικά και νότια, με νέες συνοικίες γεμάτες πολυκατοικίες, όπως οι Τιτάν, Μιλιτάρι, Παντελίμον, Ντρίστορ και Ντρούμουλ Ταμπερέι.

Ημιτελής "αρένα της πείνας", 2006

Επί της ηγεσίας του Νικολάε Τσαουσέσκου το μεγαλύτερο μέρος του ιστορικού τμήματος της πόλης, περιλαμβανομένων παλιών εκκλησιών, καταστράφηκε για να αντικατασταθεί από τα τεράστια κτίρια του "Centrul Civic" (Αστικό Κέντρο) - ιδίως το Παλάτι της Βουλής, που αντικατέστησε περίπου 1,8 τ.χλμ. παλαιών κτιρίων. Μαζί με κτίρια που χαρακτηρίζονταν από την τήρηση του Σοσιαλιστικού ρεαλισμού, το Βουκουρέστι απέκτησε πολλά άλλα μεγάλης κλίμακας γενικότερα μοντέρνου ρυθμού (Sala Palatului, Globus Circus και Ξενοδοχείο Ιντερκοντινένταλ). Μέχρι τη στιγμή που ανατράπηκε το καθεστώς είχε αρχίσει να κατασκευάζει μια σειρά πανομοιότυπες αγορές, γνωστές ως "αρένες της πείνας" και άρχισε και την εκσκαφή της ουδέποτε ολοκληρωθείσας Διώρυγας Δούναβη-Βουκουρεστίου. Ο Ποταμός Ντιμπόβιτσα εξετράπη για δεύτερη φορά και το Μετρό του Βουκουρεστίου, χαρακτηριζόμενο από την ταύτισή του με την επίσημη αισθητική, άνοιξε το 1979.

Το 1977 ένας πολύ ισχυρός σεισμός μεγέθους 7,4 της Κλίμακας Ρίχτερ στο Βουκουρέστι στοίχισε 1.500 ζωές και κατέστρεψε πολλές παλιές κατοικίες και γραφεία. Στις 21 Αυγούστου 1968 η ομιλία του Τσαουσέσκου στο Βουκουρέστι, που κατήγγειλε τη Σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, οδήγησε για λίγο πολλούς κατοίκους να συμμετάσχουν στις παραστρατιωτικές Πατριωτικές Φρουρές, που δημιουργήθηκαν επί τόπου ως άμυνα έναντι πιθανής Σοβιετικής στρατιωτικής αντίδρασης στη νέα στάση της Ρουμανίας.

1989 μέχρι σήμερα

Κατά τη Ρουμανική Επανάσταση του 1989, που άρχισε στην Τιμισοάρα, το Βουκουρέστι ήταν ο τόπος γρήγορης εναλλαγής σημαντικών γεγονότων από 20 έως 22 Δεκεμβρίου, με κατάληξη την ανατροπή του Κομμουνιστικού καθεστώτος του Τσαουσέσκου. Δυσαρεστημένοι με κάποια από τα αποτελέσματα της επανάστασης, φοιτητικές ενώσεις και άλλες οργανώσεις, περιλαμβανομένης της Συμμαχίας των Πολιτών, οργάνωσαν το 1990 μαζικές διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης του Μετώπου Εθνικής Σωτηρίας, που κατεστάλησαν βίαια από τους ανθρακωρύχους της Βαλέα Τζιούλουι - "Mineriadă" στις 14-15 Ιουνίου. Ακολούθησαν αρκετές άλλες "Mineriade" - μόνο μία από αυτές (Σεπτέμβριος 1991) πέτυχε να φθάσει στο Βουκουρέστι και ήταν υπεύθυνη για την πτώση της κυβέρνησης του Πέτρε Ρομάν.

Μετά το 2000, λόγω της έναρξης της οικονομικής άνθησης της Ρουμανίας, η πόλη έχει εκσυγχρονισθεί και πολλές ιστορικές περιοχές έχουν αποκατασταθεί. Το 1992 έγινε η πρώτη σύνδεση στο Διαδίκτυο στο Πολυτεχνείο του Βουκουρεστίου.

Θρησκευτική και κοινοτική ιστορία

Ο Ναός του Πατριαρχείου Ρουμανίας.

Το Βουκουρέστι φιλοξενεί το Ρουμανικό Ορθόδοξο Πατριαρχείο και την έδρα του Μητροπολίτη Βλαχίας, τη Ρωμαιοκαθολική Αρχιεπισκοπή και Αποστολικό Νούντσιο, την Αρχιεπισκοπή και το Επαρχιακό Συμβούλιο της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας, την ηγεσία της Ομοσπονδίας Εβραϊκών Κοινοτήτων της Ρουμανίας, καθώς και άλλες θρησκείες και εκκλησίες.

Την εποχή του Τσαουσέσκου μεγάλος αριθμός θρησκευτικών κτισμάτων κατεδαφίσθηκε για να δημιουργηθεί χώρος για πολυκατοικίες και άλλα τοπόσημα και αξιοθέατα, όπως το Μοναστήρι Βικιρέστι, το οποίο ισοπεδώθηκε κατά τις εργασίες διεύρυνσης της ομώνυμης λίμνης.

Ρουμανική ορθοδοξία

Εκκλησία Κρετσουλέσκου

Στο μεγαλύτερο μέρος του Βουκουρεστίου οι συνοικίες του ονομάζονταν με τα ονόματα των σημαντικότερων Ορθόδοξων εκκλησιών στις αντίστοιχες περιοχές. Το πρώτο μεγάλο θρησκευτικό μνημείο στην πόλη ήταν η εκκλησία της Curtea Veche (Παλιά Πριγκιπική Αυλή), χτισμένη από τον Μίρτσεα Τσιομπανούλ (Βοσκό) τη δεκαετία του 1550, και κατόπιν η Plumbuita (που εγκαινιάσθηκε από τον Πέτρο τον Νεότερο (1559–1568)).

Ο Κονσταντίν Σερμπάν ανήγειρε τη Μητροπολιτική Εκκλησία (σημερινό Πατριαρχικό Καθεδρικό) το 1658, μεταφέροντας την έδρα της επισκοπής από το Τιργκόβιστε το 1668. Το 1678, επί του Σερμπάν Καντακουζηνού, η Επιτροπή εξοπλίσθηκε με τυπογραφείο, που τον επόμενο χρόνο εξέδωσε την πρώτη έκδοση της Αγίας Γραφής στη Ρουμανική γλώσσα (Βίβλο του Καντακουζηνού).

Η μεγάλης κλίμακας αστική ανάπτυξη επί των πριγκίπων Σερμπάν και Κονσταντίν Μπρανκοβεάνου περιέλαβε την ανέγερση πολλών θρησκευτικών κτισμάτων, όπως το Μοναστήρι Αντίμ του Ιβηρίου, ενώ τo 1722 ο βογιάρος Ιορντάκε Κρετσουλέσκου πρόσθεσε στην πόλη την ομώνυμη εκκλησία, σε μια περίοδο που οι περισσότεροι νέοι χώροι λατρείας αφιερώνονταν από συντεχνίες εμπόρων.

Οι Φαναριώτες ηγεμόνες εγκαινίασαν πολλούς μεγάλους χώρους λατρείας, όπως, μεταξύ άλλων, το Μοναστήρι Βικιρέστι (1720), μνημειώδες υστεροβυζαντινό έργο, τον Ναό Σταυροπόλεως (1724) - και τα δύο ανεγερθέντα από τον Νικόλαο Μαυροκορδάτο, την Πόπα Ναν (1719), την Ντομνίτσα Μπαλάσα (1751), εκείνο στο Παντελίμον (1752), τη Σίτου Μιγκουρεάνου (1756), την Ικοανέι (1786) και την Αμζέι (1808). Επόμενη περίοδος ακμής της ανέγερσης Ορθόδοξων θρησκευτικών χώρων ήταν εκείνη του μεσοπολέμου, προστέθηκαν 23 νέες εκκλησίες μέχρι το 1944.

Εβραϊκή ιστορία του Βουκουρεστίου

Η Συναγωγή του Βουκουρεστίου
Κρατικό Εβραϊκό Θέατρο

Η Εβραϊκή κοινότητα του Βουκουρεστίου, ήταν, αρχικά τουλάχιστον, στη συντριπτική της πλειοψηφία Σεφαρδίτες (μέχρις ότου Ασκεναζίτες άρχισαν να φθάνουν από τη Μολδαβία στις αρχές του 19ου αιώνα). Οι Εβραίοι αναφέρονται για πρώτη φορά ως ιδιοκτήτες καταστημάτων επί του Μίρτσεα Τσιομπανούλ (περίπου 1550) και, παρά τους συχνούς διωγμούς και τα πογκρόμ, αποτελούσαν μεγάλο τμήμα των επαγγελματικών ελίτ κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του Βουκουρεστίου και το μεγαλύτερο μέρος του συνολικού πληθυσμού μετά τους Ρουμάνους (περίπου 11%). Οι κύριες περιοχές κατοικίας των Εβραίων επικεντρώνονταν στη σημερινή Πλατεία Ουνίριι και τη συνοικία Βικιρέστι.

Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Εβραίοι έγιναν στόχος εκτεταμένης βίας από το καθεστώς της Σιδηράς Φρουράς και πολλοί δέχθηκαν επιθέσεις και οι περιουσίες τους λεηλατήθηκαν, ενώ άλλοι τελικά θανατώθηκαν. Κατά την Εξέγερση της Σιδηράς Φρουράς τον Ιανουάριο του 1941 περίπου 130 Εβραίοι βασανίσθηκαν άγρια και δολοφονήθηκαν. Αριθμός ντόπιων Εβραίων εκτοπίστηκαν στην Υπερδνειστερία από το καθεστώς του Ιόν Αντονέσκου, αλλά οι περισσότεροι παρέμειναν και υποχρεώθηκαν σε καταναγκαστικές εργασίες όπως ο εκχιονισμός, η διαλογή των συντριμμιών των Συμμαχικών βομβαρδισμών, κλπ. Το Ολοκαύτωμα του Β΄Π.Π. και η μετανάστευση τόσο στο Ισραήλ όσο και σε άλλες χώρες είχαν ως αποτέλεσμα τη δραστική μείωση του Εβραϊκού πληθυσμού. Σήμερα σημαντικά ιδρύματα της κοινότητας είναι η Συναγωγή και το Κρατικό Εβραϊκό Θέατρο.

Άλλες κοινότητες

Ο Ελληνορθόδοξος Ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο Βουκουρέστι.

Ομάδες Ορθόδοξες στην πλειοψηφία τους, πέραν των Ρουμάνων, ήταν σημαντικές κοινότητες Ελλήνων. Το ελληνικό στοιχείο είχε μεγάλη επιρροή και ήταν πανταχού παρόν στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της πόλης. Η ελληνική παρουσία αναφέρεται στο Βουκουρέστι ήδη από το 1561 και, αφού έφθασε στο αποκορύφωμά της τον 18ο αιώνα, άρχισε έπειτα να παρακμάζει. Επίσης αναφέρεται η παρουσία Αρμάνων (που πρωτοαναφέρονται το 1623 αλλά συγκαταλέγονταν μεταξύ των Ελλήνων από προηγούμενες μαρτυρίες), Σέρβων και Βουλγάρων, μαζί με άλλους Νότιους Σλάβους (Βούλγαροι και Σέρβοι συγχέονταν κοινά αναφερόμενοι μέχρι τον 19ο αιώνα, ενώ την ίδια στιγμή πηγές έκαναν περισσότερο διάκριση μεταξύ εμπόρων από το Γκάμπροβο, το Τσίπροβτσι ή το Ράζγκραντ και σημαντική ομάδα αποχώρησε με τους Ρώσους με το τέλος του πολέμου του 1828-1829 και εγκαταστάθηκαν στο Βουκουρέστι ως κηπουροί και γαλατάδες), καθώς και Άραβες ενορίτες της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αντιόχειας, Ρώσοι και οι περισσότεροι από τους σημερινούς Αλβανούς. Προστατευόμενοι από την Εκκλησία μάλλον παρά θεωρούμενοι πραγματικά ενορίτες της, οι Ρομά ήταν δούλοι των βογιάρων και της ίδιας της Εκκλησίας. Το 1860 υπολογίζεται ότι υπήρχαν στο Βουκουρέστι 9.000 Ρομά.

Η Λουθηρανική Εκκλησία.

Σήμερα υπάρχουν 18 Ρωμαιοκαθολικοί χώροι λατρείας στο Βουκουρέστι, μεταξύ αυτών η Μπιρίτια (χτίστηκε το 1741, ανακαινίσθηκε το 1861), ο Καθεδρικός του Αγίου Ιωσήφ (1884) και η Ιταλική Εκκλησία (1916). Η Ρωμαιοκαθολική κοινότητα (που περιλαμβάνει πιστούς της Ελληνόρρυθμης Καθολικής Εκκλησίας) έχει παραδοσιακά συνοδευτεί από την παρουσία εθνικών ομάδων Καθολικών στην πλειοψηφία τους: έμποροι από τη Ραγούζα πρωτοαναφέρονται τον 16ο αιώνα, Ιταλοί καταγεγραμμένοι περί το 1630 απασχολούνταν παραδοσιακά ως χτίστες, μία πολωνική μειονότητα έγινε αξιόλογη μετά την Εξέγερση του Ιανουαρίου του 1863, που ανάγκασε πολλούς να βρουν καταφύγιο στη Ρουμανία, οι Γάλλοι, με μεγάλη επιρροή από τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, ήταν περίπου 700 τη δεκαετία του 1890, ενώ μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων το Βουκουρέστι φιλοξενούσε μια μεγάλη μειονότητα (Ούγγρων) Σέκελι (πιθανόν δεκάδων χιλιάδων).

Αρμένιοι, κυρίως Γρηγοριανοί, που ήρθαν αρχικά από το Κάμιανετς-Ποντίλσκι (Ουκρανία) και το Ρούσε, πρωτοαναφέρονται τον 17ο αιώνα και άφησαν τα ίχνη τους σε όλη την πόλη με το έργο του Μανούκ-μπέη και του Κρικόρ Ζαμπατσιάν. Εχτισαν την πρώτη τους εκκλησία το 1638 και το πρώτο Αρμενόγλωσσο σχολείο τους το 1817. Το 1911 εγκαινιάσθηκε μια νέα εκκλησία, χτισμένη με πρότυπο εκείνη στο Ετσιμιατζίν της Αρμενίας.

Οι περισσότεροι Προτεστάντες στο Βουκουρέστι ήταν παραδοσιακά Ούγγροι Καλβινιστές και Γερμανοί Λουθηρανοί και ήταν αρκετές χιλιάδες από τους κατοίκους της πόλης. Αναφερόμενοι από το 1574 οι Λουθηρανοί έχουν μια εκκλησία βόρεια του Σάλα Παλατουλούι, στη Strada Luterană (Οδός Λουθηρανών).

Το Ισλάμ ήταν αρχικά παρόν με τη σχετικά μικρή Τουρκική κοινότητα και μικρές ομάδες Μουσουλμάνων Ρομά και Αράβων. Τώρα αντιπροσωπεύεται από μια αυξανόμενη, κυρίως Μεσανατολική, μειονότητα μεταναστών. Το 1923 κατασκευάστηκε ένα τζαμί στο Πάρκο Καρόλου.

Συνθήκες υπογεγραμμένες στο Βουκουρέστι

Γεωγραφία

Γενικά

Αλέα στο Πάρκο Χεραστράου κοντά στη λίμνη

Το Βουκουρέστι βρίσκεται στις όχθες του Ποταμού Ντιμποβίτσα, που χύνεται στον Ποταμό Αρτζες, παραπόταμο του Δούναβη. Αρκετές λίμνες - σημαντικότερες οι Χεραστράου, Φλορέασκα Τέι και Κολέντινα - απλώνονται στα βόρεια τμήματα της πόλης, κατά μήκος του Ποταμού Κολέντινα, παραπόταμο του Ποταμού Ντιμποβίτσα. Ακόμη, στο κέντρο της πόλης, υπάρχει μια μικρή τεχνητή λίμνη, η Λίμνη Τσισμιτζίου, που περιβάλλεται από τους ομώνυμους κήπους. Οι Κήποι Τσισμιτζίου έχουν πλούσια ιστορία, σύχναζαν εκεί ποιητές και συγγραφείς. Οι κήποι άνοιξαν το 1847, βάσει των σχεδίων του Γερμανού αρχιτέκτονα Καρλ Φ.Β. Μάγιερ και είναι ο κυριότερος χώρος αναψυχής στο κέντρο της πόλης.

Εκτός από το Τσισμιτζίου, το Βουκουρέστι έχει το Πάρκο Χεραστράου και το Βοτανικό Κήπο. Το Πάρκο Χεραστράου βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της πόλης, γύρω από την ομώνυμη λίμνη, και περιλαμβάνει το Μουσείο Χωριού. Ο Βοτανικός Κήπος, στη συνοικία Κοτροτσένι, λίγο δυτικά του κέντρου της πόλης, είναι ο μεγαλύτερος του είδους του στη Ρουμανία και περιέχει πάνω από 10.000 είδη φυτών (πολλά από αυτά εξωτικά). Ξεκίνησε ως πάρκο αναψυχής της βασιλικής οικογένειας.

Μαύροι κύκνοι στη Λίμνη Τσισμιτζίου στους ομώνυμους κήπους
Άποψη της Πλατείας του Πανεπιστημίου από το Ξενοδοχείο Ιντερκοντινένταλ

Το Βουκουρέστι βρίσκεται στη νοτιοανατολική γωνία της Ρουμανικής Πεδιάδας, σε μια περιοχή που κάποτε καλύπτονταν από τα Δάση Βλισιέι, που αφού αποψιλώθηκαν έδωσαν τη θέση τους σε μια εύφορη πεδιάδα. Όπως πολλές πόλεις, το Βουκουρέστι θεωρείται παραδοσιακά ότι έχει χτιστεί πάνω σε επτά λόφους, παρόμοιους με τους επτά λόφους της Ρώμης. Οι επτά λόφοι του Βουκουρεστίου είναι οι: Μιχάι Βόντα, Ντεαλούλ Μιτροπολιέι, Ράντου Βόντα, Κοτροτσένι, Σπιρέι, Βικιρέστι και Σφ. Γκεόργκε Νου.

Η πόλη έχει έκταση 226 τετ. χλμ. Το υψόμετρο ποικίλλει από 55,8 μ. στη γέφυρα του Ντιμπόβιτσα στο Τσίτελου, στο νοτιοανατολικό Βουκουρέστι, μέχρι 91,5 μ. στην εκκλησία στο Μιλιτάρι. Η πόλη έχει σχήμα περίπου κυκλικό με το κέντρο της στο σταυροδρόμι των κύριων αξόνων βορρά-νότου και ανατολής-δύσης στην Πλατεία του Πανεπιστημίου. Το ορόσημο για το Χιλιόμετρο Μηδέν βρίσκεται στα νότια της Πλατείας του Πανεπιστημίου, μπροστά από τη Νέα Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (Sfântul Gheorghe Nou), στην Πλατεία Αγίου Γεωργίου (Piața Sfântul Gheorghe). Η ακτίνα του Βουκουρεστίου, από την Πλατεία του Πανεπιστημίου μέχρι τα όρια της πόλης σε όλες τις κατευθύνσεις ποικίλλει περίπου από 10 έως 12 χιλιόμετρα.

Μέχρι πρόσφατα οι περιοχές γύρω από το Βουκουρέστι ήταν κυρίως αγροτικές, αλλά μετά το 1989 άρχισαν να χτίζονται προάστια γύρω από την πόλη, στον Νομό Ιλφοβ που το περιβάλλει. Περαιτέρω αστική ενοποίηση αναμένεται στα τέλη της δεκαετίας του 2010, ΄ταν θα αρχίσει να λειτουργεί το σχέδιο της "Μητροπολιτικής Περιοχής του Βουκουρεστίου", ενσωματώνοντας πρόσθετες κοινότητες και πόλεις από τον Ιλφοβ και άλλους γειτονικούς νομούς.

Κλίμα

Το Βουκουρέστι έχει υγρό ηπειρωτικό κλίμα. Λόγω της θέσης του στη Ρουμανική Πεδιάδα οι χειμώνες στην πόλη μπορεί να γίνουν θυελλώδεις, αν και μερικές φορές μετριάζονται λόγω της αστικοποίησης. Οι χειμερινές θερμοκρασίες είναι συχνά κάτω από 0 °C, μερικές φορές ακόμη και στους -20 °C. Το καλοκαίρι η μέση θερμοκρασία είναι 23 °C (ο μέσος όρος για τον Ιούλιο και τον Αύγουστο), παρά το γεγονός ότι οι θερμοκρασίες φθάνουν συχνά τους 35-40 °C στο κέντρο της πόλης τα μέσα του καλοκαιριού. Αν και η μέση βροχόπτωση και υγρασία το καλοκαίρι είναι χαμηλές υπάρχουν σποραδικές έντονες καταιγίδες. Την άνοιξη και το φθινόπωρο, οι θερμοκρασίες την ημέρα ποικίλλουν μεταξύ 17 και 22 °C και η βροχόπτωση την άνοιξη τείνει να είναι περισσότερη από ότι το καλοκαίρι με διαστήματα βροχής συχνότερα αν και ηπιότερα.

Κλιματικά δεδομένα Bucharest
Μήνας Ιαν Φεβ Μάρ Απρ Μάι Ιούν Ιούλ Αύγ Σεπ Οκτ Νοε Δεκ Έτος
Υψηλότερη Μέγιστη °C (°F) 16.8 20.6 27.4 31.4 35.1 36.4 39.6 40.0 36.8 33.6 24.7 18.4 40,0
Μέση Μέγιστη °C (°F) 1.5 4.1 10.5 18.0 23.3 26.8 28.8 28.5 24.6 18.0 10.0 3.8 16,5
Μέση Μηνιαία °C (°F) −2.4 −0.1 4.8 11.3 16.7 20.2 22.0 21.2 16.9 10.8 5.2 0.2 10,6
Μέση Ελάχιστη °C (°F) −5.5 −3.3 0.3 5.6 10.5 14.0 15.6 15.0 11.1 5.7 1.6 −2.6 5,7
Χαμηλότερη Ελάχιστη °C (°F) −23.7 −23.9 −16.6 −2.7 0.0 5.2 8.7 5.2 −3.1 −7.3 −18.8 −19.5 −23,9
Υετός mm (ίντσες) 40 36 38 46 70 77 64 58 42 32 49 43 595
Χιονόπτωση cm (ίντσες) 13,7 11 10,5 1,5 0
(0)
0
(0)
0
(0)
0
(0)
0
(0)
0
(0)
8,8 10,5 56
Μέσες ημέρες κατακρημνίσεων (≥ 1.0 mm) 6 6 6 7 6 6 7 6 5 5 6 6 72
Μέσες μηνιαίες ώρες ηλιοφάνειας 70.6 84.5 138.0 184.8 246.3 265.8 289.2 281.4 224.1 177.4 87.5 62.8 2.112,4
Πηγή: NOAA[6]

Ποιότητα ζωής

Εμπορικό Κέντρο Unirea, 2012

Όπως αναφέρεται στις διεθνείς έρευνες Mercer για την ποιότητα ζωής στις πόλεις του κόσμου, το Βουκουρέστι είχε την 94η θέση το 2001 και έπεσε στην 108η το 2009 και την 107η το 2010. Συγκριτικά το 2010 η Βιέννη ήταν 1η, η Βουδαπέστη 73η και η Σόφια 114η. Οι Σύμβουλοι Mercer Human Resource δημοσιεύουν κάθε χρόνο μια παγκόσμια κατάταξη των πιο βιώσιμων πόλεων του κόσμου βασιζόμενοι σε 39 βασικά κριτήρια ποιότητας ζωής. Μεταξύ αυτών είναι η πολιτική σταθερότητα, οι κανονισμοί ανταλλαγής συναλλάγματος, η λογοκρισία στην πολιτική και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η κατοικία, το περιβάλλον και η δημόσια ασφάλεια. Η Mercer συλλέγει παγκοσμίως στοιχεία για 215 πόλεις.

Δημογραφικά

Ιστορική εξέλιξη πληθυσμού
Έτος Πληθ.   ±%  
1595 10.000 —    
1650 20.000 +100.0%
1789 30.030 +50.2%
1831 60.587 +101.8%
1851 60.000 −1.0%
1859 121.734 +102.9%
1877 177.646 +45.9%
1889 282.071 +58.8%
1912 341.321 +21.0%
1930 639.040 +87.2%
1948 1.025.180 +60.4%
1956 1.177.661 +14.9%
1966 1.366.684 +16.1%
1977 1.807.239 +32.2%
1992 2.064.474 +14.2%
2002 1.926.334 −6.7%
2011 1.883.425 −2.2%

Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 1.883.425 ζουν στα όρια της πόλης, λιγότεροι από την απογραφή του 2002. Η μείωση αυτή οφείλεται στη μικρή φυσική αύξηση, αλλά επίσης σε στροφή του πληθυσμού από την ίδια την πόλη σε γειτονικές μικρές πόλεις, όπως οι Βολουντάρι, Μπούφτεα, ή Οτοπένι. Σε μελέτη των Ηνωμένων Εθνών το Βουκουρέστι κατατάσσεται 19ο μεταξύ 28 πόλεων που κατέγραψαν απότομη μείωση πληθυσμού μεταξύ 1990 και 2015.

Ο πληθυσμός της πόλης σύμφωνα με την απογραφή του 2002 ήταν 1.926.334 κάτοικοι, ή 8,9% του συνολικού πληθυσμού της Ρουμανίας. Σημαντικός αριθμός ανθρώπων συναλλάσσεται στην πόλη καθημερινά, κυρίως από τον γύρω Νομό Ιλφοβ, όμως δεν υπάρχουν επίσημα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον αριθμό τους.

Ο πληθυσμός του Βουκουρεστίου γνώρισε δύο περιόδους ταχείας αύξησης, η πρώτη άρχισε στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η πόλη παγιώθηκε ως αρχική πρωτεύουσα, και διήρκεσε μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η δεύτερη την περίοδο του Τσαουσέσκου (1965–1989), όταν ξεκίνησε μια μαζική καμπάνια αστικοποίησης και πολλοί άνθρωποι μετανάστευσαν από τις αγροτικές περιοχές στην πρωτεύουσα. Την εποχή αυτή, λόγω της απόφασης του Τσαουσέσκου να απαγορεύσει την άμβλωση και την αντισύλληψη, ήταν επίσης σημαντική η φυσική αύξηση του πληθυσμού.

Περίπου ποσοστό 96,6 % του πληθυσμού του Βουκουρεστίου είναι Ρουμάνοι. Άλλες σημαντικές εθνικές ομάδες είναι Ρομά, Ούγγροι, Εβραίοι, Τούρκοι, Κινέζοι και Γερμανοί. Σχετικά μικρός αριθμός κατοίκων του Βουκουρεστίου είναι Ελληνικής, Βορειοαμερικανικής, Γαλλικής, Αρμενικής, Ρωσικής (Παλαιοί Πιστοί) και Ιταλικής καταγωγής. Μια από τις κατά κύριο λόγο Ελληνικές συνοικίες ήταν το Βιτάν - όπου επίσης ζούσε Εβραϊκός πληθυσμός, που πάντως είχε εντονότερη παρουσία στο Βικιρέστι και σε περιοχές γύρω από την Πλατεία του Πανεπιστημίου.

Όσον αφορά το θρήσκευμα, 96,1% του πληθυσμού είναι Ρουμάνοι Ορθόδοξοι, 1,2 % είναι Ρωμαιοκαθολικοί, 0,5 % είναι Μουσουλμάνοι και 0,4 % είναι Ρουμάνοι Ελληνοκαθολικοί. Παρόλα αυτά μόνο 18 % του πληθυσμού οποιασδήποτε θρησκείας εκκλησιάζεται με συχνότητα μια τουλάχιστον φορά την εβδομάδα. Το προσδόκιμο ζωής των κατοίκων του Βουκουρεστίου το 2003–2005 ήταν 74,14 έτη, περίπου 2 έτη μεγαλύτερο από τον μέσο όρο της Ρουμανίας. Ειδικότερα για τις γυναίκες ήταν 77,41 και για τους άνδρες 70,57 έτη.

Οικονομία

Το Βουκουρέστι αποτελεί το κέντρο της Ρουμανικής οικονομίας και βιομηχανίας, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 22,7 % (2010) του ΑΕΠ της χώρας και το ένα τέταρτο της βιομηχανικής παραγωγής της, ενώ κατοικείται από το 9 % του πληθυσμού της. Σχεδόν το ένα τρίτο των εθνικών φόρων πληρώνεται από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις του Βουκουρεστίου. Το 2011, με βάση την ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, το Βουκουρέστι είχε ένα κατά κεφαλή ΑΕΠ €30,700, ή 122% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπερδιπλάσιο του μέσου όρο της Ρουμανίας. Μετά από σχετική στασιμότητα τη δεκαετία του 1990, η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη της πόλης έχει αναζωογονήσει τις υποδομές και έχει οδηγήσει στη δημιουργία εμπορικών κέντρων, συγκροτημάτων κατοικιών και πολυόροφων κτιρίων γραφείων. Τον Ιανουάριο του 2013 το Βουκουρέστι είχε δείκτη ανεργίας 2,1 %, σημαντικά χαμηλότερο από τον εθνικό 5,8 %.

Η οικονομία του Βουκουρεστίου επικεντρώνεται στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες, με τις δεύτερες με αυξανόμενη σημασία την τελευταία δεκαετία. Οι έδρες 186.000 επιχειρήσεων, περιλαμβανομένων όλων σχεδόν των μεγάλων Ρουμανικών εταιρειών, βρίσκονται στο Βουκουρέστι. Σημαντική πηγή ανάπτυξης έχει αποτελέσει μετά το 2000 ο ταχέως επεκτεινόμενος τομέας ακινήτων και κατασκευών. Το Βουκουρέστι είναι επίσης το μεγαλύτερο κέντρο τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνιών της Ρουμανίας και φιλοξενεί αρκετές εταιρείες λογισμικού που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε υπερπόντια κέντρα. Το Χρηματιστήριο του Βουκουρεστίου, το μεγαλύτερο της Ρουμανίας, που συγχωνεύθηκε το 2005 με το ηλεκτρονικό χρηματιστήριο με έδρα το Βουκουρέστι Rasdaq, παίζει βασικό ρόλο στην οικονομία της χώρας.

Υπάρχουν στο Βουκουρέστι διεθνείς αλυσίδες σουπερμάρκετ, όπως Carrefour, Cora και Metro. Η πόλη διανύει μια περίοδο άνθησης του λιανικού εμπορίου, με σουπερμάρκετ και υπερμάρκετ να ανοίγουν κάθε χρόνο. Το Βουκουρέστι διαθέτει πολλές μάρκες πολυτελείας, όπως Louis Vuitton, Hermes, Gucci, Armani, Hugo Boss, Prada, Calvin Klein, Rolex, Burberry και πολλές άλλες. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 έχουν κατασκευασθεί μεγάλα εμπορικά κέντρα όπως τα AFI Palace Cotroceni, Sun Plaza, Băneasa Shopping City, Plaza Romania, Unirea Shopping Center και Liberty Center. Υπάρχουν παραδοσιακές εμπορικές στοές και αγορές, όπως εκείνη στο Ομπορ.

Μεταφορές

Το εκτενές σύστημα δημόσιων συγκοινωνιών του Βουκουρεστίου είναι το μεγαλύτερο στη Ρουμανία και ένα από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη. Αποτελείται από το μετρό του Βουκουρεστίου, που το λειτουργεί η Metrorex καθώς επίσης από ένα σύστημα μεταφορών επιφάνειας που οργανώνεται από STB (Societatea de Transport București) και αποτελείται από λεωφορεία, τραμ, τρόλεϊ και τρένα. Επιπλέον, υπάρχει ένα ιδιωτικό σύστημα ταξί και μικρών λεωφορείων.

Η πόλη έχει δύο διεθνή αεροδρόμια. Βασικός σιδηροδρομικός σταθμός είναι ο Γκάρα ντε Νορντ, αλλά υπάρχουν άλλοι πέντε μικρότεροι.

Πολιτισμός

Το Βουκουρέστι έχει μια αναπτυσσόμενη πολιτιστική ζωή, σε τομείς όπως οι εικαστικές, οι παραστατικές τέχνες του θεάματος και η νυχτερινή ζωή. Σε αντίθεση με άλλα μέρη της Ρουμανίας, όπως η Μαύρη Θάλασσα και η Τρανσυλβανία, η πολιτιστική ζωή του Βουκουρεστίου δεν έχει συγκεκριμένο στυλ αλλά περιλαμβάνει στοιχεία της Ρουμανικής και της παγκόσμιας κουλτούρας

Αξιοθέατα

Το Βουκουρέστι έχει αξιοθέατα κτίρια και μνημεία. Το επιφανέστερο ίσως από αυτά είναι το Παλάτι της Βουλής, χτισμένο τη δεκαετία του 1980, επί της ηγεσίας του Κομμουνιστή δικτάτορα Νικολάε Τσαουσέσκου. Το μεγαλύτερο κτίριο Βουλής στον κόσμο, στεγάζει το Ρουμανικό Κοινοβούλιο (τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία) καθώς και το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα συνεδριακά κέντρα στον κόσμο.

Άλλο αξιοθέατο στο Βουκουρέστι είναι η Arcul de Triumf (Αψίδα του Θριάμβου), χτισμένη στη σημερινή μορφή της το 1935 με πρότυπο την Αψίδα του Θριάμβου στο Παρίσι της Γαλλίας. Νεότερο αξιοθέατο της πόλης είναι το Μνημείο της Αναγέννησης, μια στυλιζαρισμένη μαρμάρινη στήλη, που αποκαλύφθηκε το 2005 για να τιμήσει τη μνήμη των θυμάτων της Ρουμανικής Επανάστασης του 1989, που ανέτρεψε τον Κομμουνισμό. Το αφηρημένο μνημείο προκάλεσε αντιπαραθέσεις, όταν έγιναν τα αποκαλυπτήριά του και βαφτίστηκε με ονόματα όπως "η ελιά στην οδοντογλυφίδα", ("măslina-n scobitoare"), καθώς πολλοί υποστήριξαν ότι δεν ταίριαζε με τον περιβάλλοντα χώρο του και πίστευαν ότι η επιλογή του βασιζόταν σε πολιτικούς λόγους.

Το κτίριο του Ρουμανικού Αθήναιου θεωρείται σύμβολο του Ρουμανικού πολιτισμού και από το 2007 είναι στον κατάλογο των τόπων Ευρωπαϊκής Κληρονομιάς.

Έκθεμα από Μουσείο Φυσικής Ιστορίας

Το Ξενοδοχείο Ιντερκοντινένταλ είναι πολυόροφο ξενοδοχείο πέντε αστέρων κοντά στην Πλατεία του Πανεπιστημίου και είναι επίσης αξιοθέατο της πόλης. Είναι έτσι σχεδιασμένο ώστε κάθε δωμάτιό του έχει μοναδική πανοραμική θέα της πόλης. Άλλοι πολιτιστικοί χώροι είναι το Εθνικό Μουσείο Τέχνης, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας "Grigore Antipa", το Αγροτικό Μουσείο της Ρουμανίας (Muzeul țăranului Român), το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο και το Στρατιωτικό Μουσείο.

Ο Καθεδρικός Ναός της Σωτηρίας του Ρουμανικού Λαού στο Βουκουρέστι που αποτελεί τον ψηλότερο και μεγαλύτερο Ορθόδοξο Χριστιανικό ναό στον κόσμο εγκαινιάστηκε στις 25 Νοεμβρίου 2018. Ο ναός είναι αφιερωμένος στην Ανάληψη του Χριστού και τον Απόστολο Ανδρέα.

Εικαστικές τέχνες

Εθνικό Μουσείο Τέχνης

Όσον αφορά τις εικαστικές τέχνες, η πόλη έχει μουσεία τόσο για την κλασική, όσο και για τη σύγχρονη Ρουμανική τέχνη, καθώς και επιλεγμένα διεθνή έργα. Το Εθνικό Μουσείο Τέχνης είναι ίσως το πιο γνωστό από τα μουσεία του Βουκουρεστίου. Στεγάζεται στα βασιλικά ανάκτορα και διαθέτει συλλογές μεσαιωνικής και νεότερης Ρουμανικής τέχνης, μεταξύ αυτών έργα του γλύπτη Κονσταντίν Μπρανκούζι, καθώς και μια διεθνή συλλογή δημιουργημένη από τη Ρουμανική βασιλική οικογένεια.

Άλλα, μικρότερα μουσεία, περιέχουν εξειδικευμένες συλλογές. Το Μουσείο Ζαμπακιάν, που στεγάζεται στην πρώην κατοικία του Κρικόρ Χ. Ζαμπακιάν, περιέχει έργα διάσημων Ρουμάνων καθώς και ξένων καλλιτεχνών, όπως οι Πωλ Σεζάν, Ευγένιος Ντελακρουά, Ανρί Ματίς, Καμίλ Πισαρό και Πάμπλο Πικάσο.

Το Μουσείο Γκεόργκε Ταταρέσκου περιέχει προσωπογραφίες εξόριστων Ρουμάνων επαναστατών, όπως οι Γκεόργκε Μαγκέρου, Στέφαν Γκολέσκου, Νικολάε Μπαλτσέσκου και αλληγορικές συνθέσεις με επαναστατικά (Αναγέννηση της Ρουμανίας, 1849) και πατριωτικά Ένωση των Πριγκιπάτων, 1857) θέματα.

Το Μουσείο Τεοντόρ Παλάντι στεγάζεται σε μία από τις παλιότερες σωζώμενες εμπορικές κατοικίες του Βουκουρεστίου και περιλαμβάνει έργα του Ρουμάνου ζωγράφου Τεοντόρ Παλάντι καθώς και έπιπλα Ευρωπαϊκά και από την Ανατολή.

Αίθουσα του θρόνου στα βασιλικά ανάκτορα, που στεγάζουν σήμερα το Εθνικό Μουσείο Τέχνης

Το Μουσείο Συλλογών Τέχνης περιέχει τις συλλογές Ρουμάνων συλλεκτών όπως ο Κρικόρ Ζαμπακιάν και ο Τεοντόρ Παλάντι.

Πέραν από τις πινακοθήκες και τα μουσεία κλασικής τέχνης της πόλης, για τη σύγχρονη τέχνη υπάρχει επίσης το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (MNAC), που στεγάζεται σε πτέρυγα στο Παλάτι της Βουλής, άνοιξε το 2004 και περιέχει Ρουμανική και ξένη σύγχρονη τέχνη. Το MNAC διευθύνει επίσης το Kalinderu MediaLab, σχετικό με τα πολυμέσα και την πειραματική τέχνη. Υπάρχουν επίσης ιδιωτικές αίθουσες τέχνης σε όλο το κέντρο της πόλης.

Το μέγαρο της Εθνικής Τράπεζας της Ρουμανίας στεγάζει την εθνική νομισματική συλλογή. Τα εκθέματα περιλαμβάνουν χαρτονομίσματα, νομίσματα, έγγραφα, φωτογραφίες, χάρτες, ράβδους αργύρου και χρυσού, χρυσά νομίσματα, σφραγίδες και μήτρες. Το κτίριο κατασκευάσθηκε μεταξύ 1884 και 1890. Το θησαυροφυλάκιο περιέχει αξιόλογες μαρμάρινες διακοσμήσεις.

Παραστατικές τέχνες

Οι παραστατικές τέχνες είναι ένα από τα ισχυρότερα πολιτιστικά στοιχεία του Βουκουρεστίου. Η πιο διάσημη συμφωνική ορχήστρα είναι η Εθνική Ραδιοφωνική Ορχήστρα της Ρουμανίας. Ένα από τα σημαντικότερα κτίρια είναι το νεοκλασικό Ρουμανικό Αθήναιο (1852), που φιλοξενεί συναυλίες κλασσικής μουσικής, το Φεστιβάλ Γκεόργκε Ενέσκου και στεγάζει τη Φιλαρμονική Ορχήστρα Γκεόργκε Ενέσκου.

Το Βουκουρέστι έχει τη Ρουμανική Εθνική Όπερα καθώς και το Θέατρο Ί. Λ. Καρατζιάλε. Άλλο ονομαστό θέατρο στο Βουκουρέστι είναι το Κρατικό Εβραϊκό Θέατρο, που ανεβάζει θεατρικές παραστάσεις με πρωταγωνίστρια την παγκοσμίου φήμης Ρουμανοεβραία ηθοποιό Μάγια Μόργκενστερν. Μικρότερα θέατρα σε όλη την πόλη ασχολούνται με συγκεκριμένα είδη, όπως το Θέατρο Κωμωδίας, το Θέατρο Νοτάρα, το Θέατρο Μπουλάντρα, το Θέατρο Οντεόν και το θέατρο επιθεώρησης του Κονσταντίν Τανάσε.

Μουσική και νυχτερινή ζωή

Οδός Κοβάτσι στο Λιπτσάνι

Το Βουκουρέστι έχει τις μεγαλύτερες δισκογραφικές εταιρείες της Ρουμανίας και είναι η κατοικία των περισσότερων Ρουμάνων μουσικών. Ρουμανικά ροκ συγκροτήματα των δεκαετιών του 1970 και του 1980, όπως τα Iris και Holograf, εξακολουθούν να είναι δημοφιλή, ιδιαίτερα μεταξύ των μεσηλίκων, ενώ από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 αναπτύχθηκε η χιπ-χοπ και η ραπ. Συγκροτήματα και καλλιτέχνες της χιπ-χοπ από το Βουκουρέστι, όπως οι B.U.G. Mafia, Paraziții, La Familia, απολαμβάνουν εθνική και διεθνή αναγνώριση.

Το ποπ-ροκ συγκρότημα Taxi χαίρει διεθνούς εκτίμησης, όπως και η ροκ διασκευή της παραδοσιακής Ρουμανικής μουσικής από τους Spitalul de Urgență. Ενώ πολλές συνοικιακές ντίσκο παίζουν manele, ένα είδος μουσικής με Ανατολικές και τσιγγάνικες επιρροές, που είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στις εργατικές συνοικίες του Βουκουρεστίου, η πόλη έχει μια πλούσια τζαζ και μπλουζ σκηνή και, σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, σκηνές house music/trance και χέβι μέταλ/πανκ. Η εικόνα της τζαζ του Βουκουρεστίου έχει ιδιαίτερα αναβαθμιστεί από το 2002, με την παρουσία δύο χώρων εκδηλώσεων, των Green Hours και Art Jazz, καθώς και με Αμερικανική παρουσία μαζί με τους εκεί Ρουμάνους.

Δεν υπάρχει κεντρική ζώνη νυχτερινής ζωής, με τα κέντρα διασκέδασης διεσπαρμένα σε όλη την πόλη, με πυρήνες στο Λίπτσανι και στο Ρέτζιε. Η πόλη διαθέτει μερικά από τα καλύτερα κλαμπ ηλεκτρονικής μουσικής στην Ευρώπη, όπως τα Kristal Glam Club και Studio Martin. Άλλοι αξιόλογοι χώροι είναι οι Gaia, Bamboo, Fratelli, Kulturhaus και Fabrica.

Πολιτιστικές εκδηλώσεις και φεστιβάλ

Ρουμανικό Αθήναιο

Υπάρχουν αρκετά πολιτιστικά φεστιβάλ στο Βουκουρέστι όλο τον χρόνο, αλλά τα περισσότερα τους καλοκαιρινούς μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο. Η Εθνική Όπερα διοργανώνει το Διεθνές Φεστιβάλ Όπερας κάθε χρόνο τον Μάιο και τον Ιούνιο, όπου συμμετέχουν σύνολα και ορχήστρες από όλο τον κόσμο.

Η Εταιρεία του Ρουμανικού Αθήναιου διοργανώνει το Φεστιβάλ Γκεόργκε Ενέσκου σε διάφορα σημεία της πόλης τον Σεπτέμβριο κάθε δύο χρόνια (μονά). Το Αγροτικό Ρουμανικό Μουσείο και το Μουσείο Χωριού διοργανώνουν όλο τον χρόνο εκδηλώσεις που προβάλλουν τη Ρουμανική λαϊκή τέχνη.

Μετά το 2000, λόγω της εντεινόμενης ανάδειξης της Κινέζικης κοινότητας του Βουκουρεστίου, έλαβαν χώρα Κινέζικες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Το πρώτο επίσημα οργανωμένο Κινέζικο ήταν το Φεστιβάλ Παραμονής της Κινέζικης Πρωτοχρονιάς τον Φεβρουάριο του 2005, που έλαβε χώρα στο Πάρκο Νικίτα Στινέσκου και διοργανώθηκε από το Δημαρχείο του Βουκουρεστίου.

Το 2005 το Βουκουρέστι ήταν η πρώτη πόλη στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, που φιλοξένησε τη διεθνή CowParade, με αποτέλεσμα δεκάδες διακοσμημένα γλυπτά-αγελάδες να τοποθετηθούν σε όλη την πόλη.

Συναυλία της Φιλαρμονικής Γκεόργκε Ενέσκου

Το 2004 το Βουκουρέστι επιβλήθηκε στον κύκλο των σημαντικών φεστιβάλ της Ανατολικής Ευρώπης με το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βουκουρεστίου, ευρέως αναγνωρισμένο στην Ευρώπη, με τιμητικούς προσκεκλημένους μεγάλα ονόματα του διεθνούς κινηματογράφου: Αντρέι Κοντσαλόφσκι, Ντάνις Τάνοβιτς, Νικήτα Μιχαλκόφ, Ρούτγκερ Χάουερ, Γέρζι Σκολιμόφσκι, Γιαν Χάρλαν, Ράντου Μιχιλεάνου και πολλοί άλλοι.

Από το 2005 το Βουκουρέστι έχει τη δική του σύγχρονη Μπιενάλε.

Παραδοσιακός πολιτισμός

Ξύλινη εκκλησία του Τιμισένι στο Μουσείο Χωριού

Ο παραδοσιακός Ρουμανικός πολιτισμός εξακολουθεί να έχει σημαντική επιρροή σε τέχνες όπως το θέατρο, ο κινηματογράφος και η μουσική. Το Βουκουρέστι έχει δύο διεθνώς γνωστά εθνογραφικά μουσεία, το Ρουμανικό Αγροτικό Μουσείο και το υπαίθριο Μουσείο Χωριού.

Το Εθνικό Μουσείο Χωριού Ντιμίτριε Γκούστι, στο Πάρκο Χεραστράου, περιλαμβάνει 272 αυθεντικά κτίσματα και αγροκτήματα από όλη τη Ρουμανία.

Το Ρουμανικό Αγροτικό Μουσείο ανακηρύχτηκε Ευρωπαϊκό Μουσείο της Χρονιάς το 1996. Υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού, το μουσείο έχει και εκθέτει πολλές συλλογές αντικειμένων και μνημείων υλικού και πνευματικού πολιτισμού. Το Ρουμανικό Αγροτικό Μουσείο διαθέτει μια από τις πλουσιότερες συλλογές αγροτικών αντικειμένων στη Ρουμανία, με την κληρονομιά του να αριθμεί περίπου 90.000 εκθέματα, κατανεμημένα σε διάφορες συλλογές: κεραμικά, ενδυμασίες, υφάσματα, ξύλινα αντικείμενα, θρησκευτικά αντικείμενα, έθιμα, κ.α. Άλλο σημαντικό μουσείο στο Βουκουρέστι είναι το Μουσείο Ρουμανικής Ιστορίας, συλλογή αντικειμένων που περιγράφουν τη Ρουμανική ιστορία και τον πολιτισμό της προϊστορικής περιόδου, της εποχής των Δακών, των μεσαιωνικών και των νεότερων χρόνων.

Θρησκευτική ζωή

Το Βουκουρέστι είναι η έδρα του Πατριάρχη της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, μιας από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες σε κοινωνία με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Οι Ορθόδοξοι πιστοί θεωρούν πολιούχο της πόλης τον Δημήτριο Βασαράβοφ.

Η πόλη είναι το κέντρο και άλλων θρησκευτικών θεσμών της Ρουμανίας, όπως η Ρωμαιοκαθολικής Αρχιεπισκοπής του Βουκουρεστίου, που ιδρύθηκε το 1883, και η Ρουμανική Ανατολική Καθολική επαρχία του Βασιλείου του Μεγάλου, που ιδρύθηκε το 2014.

Αρχιτεκτονική

Το κέντρο της πόλης είναι ένα μείγμα κτιρίων μεσαιωνικών, νεοκλασικών και αρ νουβό, καθώς και κτιρίων 'νεορουμανικών', που χρονολογούνται από τις αρχές του 20ού αιώνα, και ενός συνόλου νεότερων κτιρίων από τις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Η κατά κύριο λόγο χρηστική αρχιτεκτονική της Κομμουνιστικής περιόδου είναι κυρίαρχη στα περισσότερα νότια προάστια. Την εικόνα συμπληρώνουν νεόκτιστες σύγχρονες κατασκευές, όπως ουρανοξύστες και κτίρια γραφείων.

Η αρχιτεκτονική στην ιστορία

Ναού Σταυροπόλεως
Εσωτερική άποψη της Εθνικής Στρατιωτικής Λέσχης

Το μεγαλύτερο μέρος της μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής της πόλης που είχε διασωθεί μέχρι τα νεότερα χρόνια καταστράφηκε από την Κομμουνιστική "συστηματοποίηση", πυρκαγιές και στρατιωτικές επιδρομές. Διατηρούνται μερικά μεσαιωνικά και αναγεννησιακά κτίρια, τα πιο αξιόλογα στην περιοχή Λίπτσανι, όπως το Πανδοχείο του Μανούκ (Hanul lui Manuc) και τα ερείπια της Παλιάς Αυλής (Curtea Veche), καθώς στα τέλη του Μεσαίωνα η περιοχή αυτή αποτελούσε την εμπορική καρδιά του Βουκουρεστίου. Μετά το 1970 παρήκμασε αστικά και πολλά ιστορικά κτίρια ερειπώθηκαν. Το 2005 η περιοχή Λίπτσανι πεζοδρομήθηκε και πλέον βρίσκεται υπό αποκατάσταση.

Στο κέντρο της πόλης έχει διατηρηθεί αρχιτεκτονική του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα του μεσοπόλεμου, που συχνά θεωρείται η "χρυσή εποχή" της αρχιτεκτονικής του Βουκουρεστίου. Την περίοδο εκείνη η πόλη αυξήθηκε σε μέγεθος και πλούτο, προσπαθώντας να μιμηθεί άλλες μεγάλες Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπως το Παρίσι. Η αρχιτεκτονική της εποχής ανήκει κυρίως σε ένα ρεύμα Μοντέρνας (ορθολογικής) Αρχιτεκτονικής, με επικεφαλής τους Χόρια Κρεάνγκα και Μαρτσέλ Ιάντσου.

Στη Ρουμανία οι νεωτερικές τάσεις στην αρχιτεκτονική γλώσσα συνέπεσαν με την ανάγκη ανάδειξης και επιβεβαίωσης της εθνικής πολιτιστικής ταυτότητας. Το κίνημα της αρ νουβό εκφράστηκε μέσω του νέου αρχιτεκτονικού ύφους, που ξεκίνησε ο Ιόν Μίντσου και υιοθέτησαν άλλοι διάσημοι αρχιτέκτονες, που αξιοποιούν σημαντικές αναφορές στη Ρουμανική λαϊκή και μεσαιωνική εκκλησιαστική αρχιτεκτονική (για παράδειγμα το Ανάκτορο Μογκοσοάια, ο Ναός Σταυροπόλεως ή η εξαλειφθείσα εκκλησία του Μοναστηριού Βικιρέστι) και σε Ρουμανικά λαϊκά μοτίβα.

Δύο αξιόλογα κτίρια από την εποχή αυτή είναι το Ανάκτορο Κρετσουλέσκου, που στεγάζει πολιτιστικά ιδρύματα, όπως το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανώτερη Εκπσίδευση της UNESCO, και το Ανάκτορο Κοτροτσένι, κατοικία του Ρουμάνου Προέδρου. Πολλές κατασκευές μεγάλης κλίμακας, όπως ο Γκάρα ντε Νορντ, ο πιο πολυσύχναστος σιδηροδρομικός σταθμός της πόλης, το κεντρικό κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ρουμανίας και το Τηλεφωνικό Μέγαρο χρονολογούνται από την εποχή αυτή. Τη δεκαετία του 2000 αποκαταστάθηκαν ιστορικά κτίρια στο κέντρο της πόλης. Σε μερικές περιοχές κατοικίας, ιδιαίτερα σε κεντρικές και βόρειες συνοικίες υψηλών εισοδημάτων, υπάρχουν βίλες του 1900, οι περισσότερες από τις οποίες αποκαταστάθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990.

Κομμουνιστική αρχιτεκτονική

Το μεγαλύτερο μέρος της αρχιτεκτονικής του Βουκουρεστίου αποτελείται από κτίρια που κατασκευάσθηκαν κατά την Κομμουνιστική περίοδο αντικαθιστώντας την ιστορική αρχιτεκτονική με πυκνοκατοικούμενες πολυκατοικίες - σημαντικά τμήματα του ιστορικού κέντρου του Βουκουρεστίου κατεδαφίστηκαν για να κατασκευασθεί ένα από τα μεγαλύτερα κτίρια στον κόσμο, το Παλάτι της Βουλής (τότε ονομαζόταν επίσημα Οίκος της Δημοκρατίας). Με το πρόγραμμα συστηματοποίησης του Νικολάε Τσαουσέσκου χτίστηκαν νέα κτίρια σε πρώην ιστορικές περιοχές, που ισοπεδώθηκαν και κατόπιν ανοικοδομήθηκαν εκ νέου.

Ένα από τα μοναδικά παραδείγματα αυτού του είδους αρχιτεκτονικής είναι το Centrul Civic (Αστικό Κέντρο), που αντικατέστησε το μεγαλύτερο τμήμα του ιστορικού κέντρου του Βουκουρεστίου με γιγαντιαία χρηστικά κτίρια, κυρίως με προσόψεις από μάρμαρο ή τραβερτίνη, εμπνευσμένα από την αρχιτεκτονική της Βόρειας Κορέας. Η αρχιτεκτονική της Κομμουνιστικής περιόδου υπάρχει επίσης στις περιοχές κατοικίας του Βουκουρεστίου, κυρίως στα blocuri, πυκνοκατοικούμενες πολυκατοικίες που στεγάζουν την πλειοψηφία του πληθυσμού της πόλης.

Σύγχρονη αρχιτεκτονική

Έδρα της Ένωσης Ρουμάνων Αρχιτεκτόνων, ασυνήθιστος συνδυασμός νέου και παλιού

Μετά την πτώση του Κομμουνισμού το 1989 αρκετά κτίρια της Κομμουνιστικής περιόδου έχουν ανακαινιστεί, εκσυγχρονιστεί και χρησιμοποιούνται για άλλες χρήσεις. Το καλύτερο ίσως παράδειγμα είναι η μετατροπή απαρχαιωμένων συγκροτημάτων λιανικής πώλησης σε εμπορικά κέντρα. Αυτές οι γιγαντιαίες κυκλικές αίθουσες, που ονομάζονταν ανεπίσημα αρένες πείνας, λόγω της έλλειψης τροφίμων τη δεκαετία του 1980, κατασκευάστηκαν την περίοδο του Τσαουσέσκου για να λειτουργήσουν ως αγορές προϊόντων και εστιατόρια, αν και οι περισσότερες παρέμειναν ημιτελείς τον καιρό της Επανάστασης.

Σύγχρονα εμπορικά κέντρα όπως τα Unirea Shopping Center, Bucharest Mall, Plaza Romania και City Mall προέκυψαν σε προϋπάρχουσες κατασκευές, πρώην αρένες πείνας. Άλλο παράδειγμα είναι η μετατροπή μεγάλης χρηστικής κατασκευής του Centrul Civic σε Marriott Hotel. Η διαδικασία αυτή επιταχύνθηκε μετά το 2000, όταν η πόλη βίωσε μια εκρηκτική ανάπτυξη των ακινήτων και πολλά κτίρια της Κομμουνιστικής περιόδου στο κέντρο της πόλης κατέστησαν προνομιούχα ακίνητα λόγω της θέσης τους. Πολλές πολυκατοικίες της Κομμουνιστικής περιόδου έχουν επίσης ανακαινιστεί για τη βελτίωση του αστικού περιβάλλοντος.

Η πιο πρόσφατη συμβολή στην αρχιτεκτονική του Βουκουρεστίου έγινε μετά την πτώση του Κομμουνισμού, ιδιαίτερα μετά το 2000, οπότε η πόλη έζησε μια περίοδο αστικής ανάπλασης - και αρχιτεκτονικής ανανέωσης - παράλληλα με την οικονομική ανάπτυξη της Ρουμανίας. Τα κτίρια της εποχής αυτής είναι κατά το πλείστον από γυαλί και χάλυβα και συνήθως έχουν πάνω από δέκα ορόφους. Παραδείγματα είναι εμπορικά κέντρα (όπως το Bucharest Mall, μετατροπή και επέκταση εγκαταλειμμένου κτιρίου), κτίρια γραφείων, κεντρικά καταστήματα τραπεζών, κ.α.

Το 2005 υπήρχαν υπό κατασκευή κτίρια γραφείων, ιδιαίτερα στα βόρεια και ανατολικά τμήματα της πόλης. Εξάλλου υπάρχει μια τάση προσθήκης σύγχρονων πτερύγων και προσόψεων σε ιστορικά κτίρια, με σημαντικότερο παράδειγμα το Κτίριο της Ένωσης Αρχιτεκτόνων Βουκουρεστίου, που είναι μια σύγχρονη κατασκευή από γυαλί και χάλυβα χτισμένη σε μια ιστορική πρόσοψη από πέτρα. Το 2013 ο ορίζοντας του Βουκουρεστίου εμπλουτίστηκε με ένα κτίριο γραφείων ύψους 137 μέτρων (Ουρανοξύστης του Floreasca City Center), το ψηλότερο κτίριο της Ρουμανίας. Παρά την κατακόρυφη αυτή ανοικοδόμηση οι Ρουμάνοι αρχιτέκτονες αποφεύγουν να σχεδιάζουν υψηλά κτίρια, λόγω της σεισμικότητας.

Εκτός από κτίρια για επιχειρήσεις και ιδρύματα, είναι υπό εξέλιξη οικιστικά συγκροτήματα, πολλά από τα οποία αποτελούνται από πολυόροφα κτίρια γραφείων και προαστιακές οικιστικές ενότητες. Αυτό επικρατεί περισσότερο στο βόρειο Βουκουρέστι, που είναι λιγότερο πυκνοκατοικημένο και στεγάζει πολίτες μεσαίας και ανώτερης τάξης, λόγω των πολιτικών αστικής ανάπλασης.

Σημαντικοί κάτοικοι

  • Ιόν Γκίκα (1816–97), οικονομολόγος, μαθηματικός, συγγραφέας, εκδότης, διπλωμάτης και Πρωθυπουργός της Ρουμανίας
  • Ιλιε Ναστάζε (γ. 1946), επαγγελματίας τενίστας και πρώην Νο 1 μεταξύ 23 Αυγούστου 1973 και 2 Ιουνίου 1974
  • Μάγια Μόργκενστερν, (γ. 1962), ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου
  • Μίρτσεα Ελιάντε (1907–86), ιστορικός της θρησκείας, μυθιστοριογράφος, φιλόσοφος και καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σικάγου

Αδελφοποιημένες πόλεις

Εικόνες

Παραπομπές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι - Πηγές