Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 14/07/2015.
Η Βλαχία ή Βαλαχία ή και Μουντενία (ρουμανικά: Valahia/Βαλάχια ή Ţara Românească/Τσάρα Ρομανεάσκα, λατινικά: Valachia/Βαλάχια, ουγγρικά: Vlachföld/Βλάχφελντ, Oláhország/Ολαχορσζάγκ ή Havasalföld/Χαβάσαλφελντ), είναι ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ρουμανίας. Βρίσκεται βορείως του ποταμού Δούναβη και νοτίως των Νοτίων Καρπαθίων Ορέων. Αποτελείται από δυο γεωγραφικούς τομείς, τη Μουντενία (Μεγάλη Βλαχία), όνομα με το οποίο αναφέρεται συχνά, και την Ολτενία (Μικρή Βλαχία). Έχει έκταση 76.583 τ.χλμ και πληθυσμό 4.500.000 κατοίκων.
Ιδρύθηκε ως πριγκιπάτο τον 14ο αιώνα μ.Χ. από τον Βασάραβας Γ΄ της Βλαχίας Λαϊότα (από τον Οίκο των Μπασαράμπ πήρε το όνομά της η Βεσσαραβία), κατόπιν εξεγέρσεως των γηγενών πληθυσμών εναντίον του Καρόλου Α΄ της Ουγγαρίας, αν και η πρώτη αναφορά της επικράτειας της Βλαχίας δυτικά του ποταμού Ολτ χρονολογείται από ένα παραχωρητήριο, δοσμένο στο βοεβόδα Σενεσλάου από το Μπέλα Δ΄ της Ουγγαρίας. Το 1417, η Βλαχία περιήλθε υπό την επικυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και παρέμεινε υπό αυτό το στάτους μέχρι τον 19ο αιώνα, με μικρές ενδιάμεσα περιόδους ρωσικής κατοχής μεταξύ των ετών 1768 και 1854. Το 1859, ενώθηκε με τη Μολδαβία (ως Ηνωμένες Ηγεμονίες) και σχημάτισαν τη βάση του σύγχρονου ρουμανικού κράτους, που μετεξελίχθηκε στο ανεξάρτητο Βασίλειο της Ρουμανίας το 1881, στο οποίο προστέθηκε το 1918 μετά τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου και η περιοχή (ηγεμονία) της Τρανσυλβανίας.
Την εποχή της οθωμανικής επικυριαρχίας, έγιναν ηγεμόνες της αρκετοί Έλληνες Φαναριώτες. Η πρωτεύουσα της Ρουμανίας, το Βουκουρέστι, βρίσκεται στη Βλαχία.
Ετυμολογία
Το όνομα Βλαχία, που γενικά δεν χρησιμοποιείτο από τους ίδιους τους Ρωμαίους (αλλά εμφανίζεται σε κάποια κείμενα ως Β(α)λαχία), προέρχεται από τη λέξη «βάλχα», που χρησιμοποiείτο από γερμανικούς λαούς για να περιγράφουν τους Κέλτες και αργότερα τους εκρωμαϊσμένους Κέλτες και όλους τους λαούς που μιλούσαν ρομανικές γλώσσες. Στη βορειοδυτική Ευρώπη από αυτό προέκυψαν, μεταξύ άλλων, η Ουαλία, η Κορνουάλη και η Βαλλωνία, ενώ στη νοτιοανατολική Ευρώπη μετεξελίχθηκε στο εθνώνυμο Βάλαχ, χρησιμοποιούμενο για να προσδιορίζει τους ρομανόφωνους γείτονες των γερμανόφωνων, και τελικά υιοθετηθέν από τους σλαβόφωνους ως αναφορά στους Ρουμάνους, με παραλλαγές όπως Βλαχ, Μπλαχ, Μπλοκ, Μπλοχ, Μπολόχ, κλπ.
Κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα, σε σλαβονικά κείμενα, το όνομα Землѧ Ѹгровлахїиска (Ζέμλια Ουγγρο-Βλαχίσκα - Ουγγροβλαχική Χώρα) χρησιμοποιείτο επίσης ως τοπικός προσδιορισμός. Ο όρος, μεταφρασμένος στα Ρουμανικά ως «Ουγγαροβλαχία», παρέμεινε σε χρήση μέχρι τη νεότερη εποχή σε θρησκευτικό κείμενο, που αναφέρεται ως Ρουμανική Ορθόδοξη Μητροπολιτική έδρα της Ουγγαροβλαχίας, σε αντιδιαστολή με τη Θεσσαλική ή Μεγάλη Βλαχία[1], ή τη Μικρά Βλαχία στην Αιτωλοακαρνανία. Επίσημες ονομασίες του κράτους ήταν Μουντένια (Χώρα των Βουνών) και Țara Românească (Τσάρα Ρομανεάσκα - Ρουμανική Χώρα).
Για μακρές περιόδους μετά το 14ο αιώνα η Βλαχία αναφερόταν ως Βλάσκο από Βουλγαρικές πηγές, Βλάσκα από Σερβικές πηγές και Βαλαχάι από Γερμανόφωνες (Τρανσυλβανοί Σάξονες) πηγές. Το παραδοσιακό Ουγγρικό όνομα για τη Βλαχία είναι «Χαβάσαλφελντ» ή στην κυριολεξία «Χιονισμένες πεδιάδες» (ο παλαιότερος τύπος είναι «Χαβάσελβε», που σημαίνει «Χώρα πίσω από τα χιονισμένα βουνά», που η μετάφρασή του στα Λατινικά -Τρανσάλπινα- χρησιμοποιείτο στα επίσημα βασιλικά έγγραφα του Βασιλείου της Ουγγαρίας). Στα Τουρκικά χρησιμοποιείται το «Εφλάκ» (που επίσης σημαίνει «ουρανός» ή «ουρανοί»), λέξη προερχόμενη από το «Βλαχ».
Μαυροβλαχία
Μαυροβλαχία είναι άλλο όνομα της Μολδαβίας. Μαυροβλάχοι είναι άλλο όνομα των Βλάχων των Βαλκανίων ή Αρμάνων. Oι Τούρκοι oνόμαζουν τη Μολδαβία και τη Βλαχία σε Καρά Εφλάκ (Μολδαβία) και Ακ Εφλάκ (Βλαχία) σύμφωνα με τον τουρκικό χρωματικό συμβολισμό των σημείων του ορίζοντα: ο βορράς συμβολίζεται με το μαύρο και η δύση με το λευκό. Ουγγαροβλαχία ήταν το όνομα της Τρανσυλβανίας, και Καρά Εφλάκ («Βόρεια Βλαχία») είτε Βλαχία, τα βόρεια των βαλκανικών εδαφών που κατοικούντο από Βλάχους, εξ ου και Μολδαβία (βόρεια της Βλαχίας).[εκκρεμεί παραπομπή]
Ιστορία
Αρχαία εποχή
Κατά το Δεύτερο Δακικό Πόλεμο (105 μ.Χ.) η δυτική Ολτενία έγινε τμήμα της Ρωμαϊκής επαρχίας της Δακίας, ενώ τμήματα της Βλαχίας περιλαμβάνοντο στην επαρχία Κάτω Μοισία. Οι Ρωμαϊκές λίμες ανεγέρθηκαν αρχικά κατά μήκος του Ποταμού Ολτ (119), πριν μεταφερθούν ελαφρώς ανατολικότερα το 2ο αιώνα - εποχή κατά την οποία εκτείνονταν από το Δούναβη μέχρι το Ρούτσαρ στα Καρπάθια. Η Ρωμαϊκή αμυντική γραμμή υποχώρησε στον Ολτ το 245 και το 271 οι Ρωμαίοι αποσύρθηκαν από την περιοχή.
Η περιοχή εκρωμαίσθηκε επίσης κατά τη διάρκεια των Μεγάλων Μεταναστεύσεων, οπότε το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Ρουμανίας δέχθηκε εισβολές από Γότθους και Σαρμάτες, που τους ακολούθησαν κύματα άλλων νομαδικών λαών. Το 328 οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν μια γέφυρα μεταξύ Σουσιδάβας και Οίσκου, που δείχνει ότι υπήρχε σημαντικό εμπόριο με τους λαούς βόρεια του Δούναβη. Μια σύντομη περίοδος Ρωμαϊκής κυριαρχίας στην περιοχή πιστοποιείται υπό τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, μετά την επίθεσή του κατά των Γότθων (που είχαν εγκατασταθεί βόρεια του Δούναβη) το 332. Η περίοδος της Γοτθικής κυριαρχίας τερματίσθηκε όταν οι Ούννοι έφθασαν στη Λεκάνη της Παννονίας και υπό τον Αττίλα επιτέθηκαν και κατέστρεψαν περίπου 170 οικισμούς και στις δυο πλευρές του Δούναβη.
Πρώιμος Μεσαίωνας
Η Βυζαντινή επίδραση είναι εμφανής κατά τον 5ο και 6ο αιώνα, όπως στη θέση Ιποτέστι-Καντέστι, αλλά από το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα και τον 7ο αιώνα Σλαβικοί λαοί διέσχισαν την επικράτεια της Βλαχίας και εγκαταστάθηκαν εκεί, κατά τον πόλεμό τους με το Βυζάντιο, καταλαμβάνοντας τη νότια όχθη του Δούναβη. Το 593 ο Βυζαντινός αρχιστράτηγος Πρίσκος νίκησε τους Σλάβους, τους Αβάρους και τους Γέπιδες στη μεταγενέστερα Βλαχική επικράτεια και το 602 οι Σλάβοι υπέστησαν δεινή ήττα στην περιοχή. Ο Φλάβιος Μαυρίκιος Τιβέριος, που διέταξε το στρατό του να αναπτυχθεί βόρεια του Δούναβη, αντιμετώπισε την έντονη αντίδραση των στρατευμάτων του.
Η Βλαχία παρέμεινε υπό τον έλεγχο της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας από την ίδρυσή της το 681 μέχρι περίπου την Ουγγρική κατάκτηση της Τρανσυλβανίας στο τέλος του 10ου αιώνα. Με την παρακμή και τη μετέπειτα υποταγή του Βουλγαρικού κράτους στο Βυζάντιο (το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα μέχρι το 1018) η Βλαχία περιήλθε υπό τον έλεγχο των Πετσενέγων (Τουρκικού λαού), που επεξέτειναν την κυριαρχία τους προς τα δυτικά και νικήθηκαν το 1091, όταν οι Κουμάνοι της νότιας Ρωσίας απέκτησαν τον έλεγχο των εδαφών της Βλαχίας. Αρχίζοντας από το 10ο αιώνα Βυζαντινές, Βουλγαρικές, Ουγγρικές και αργότερα Δυτικές πηγές αναφέρουν την ύπαρξη μικρών κρατιδίων, κατοικούμενων, μεταξύ άλλων από Βλάχους/Ρουμάνους, υπό την ηγεσία κνιάζ ή βοεβόδων.
Το 1241, κατά τη Μογγολική Εισβολή στην Ευρώπη, η κυριαρχία των Κουμάνων έληξε - δεν βεβαιώνεται άμεση Μογγολική εξουσία επί της Βλαχίας, αλλά πιθανολογείται. Στην περίοδο που ακολούθησε τμήμα της Βλαχίας πιθανόν διεκδικήθηκε για λίγο από το Ουγγρικό Βασίλειο και τους Βούλγαρους, αλλά φαίνεται ότι η αποδυνάμωση της Ουγγρικής εξουσίας κατά τις Μογγολικές επιθέσεις συνέβαλε στην ίδρυση νέων και ισχυρότερων κρατιδίων που εμφανίστηκαν στη Βλαχία τις επόμενες δεκαετίες.
Ιδρυση
Μια από τις πρώτες γνωστές καταγραφές τοπικών βοεβόδων είναι η σχετική με τον Λιτοβόι (1272), που κυβερνούσε τη χώρα και από τις δύο πλευρές των Καρπαθίων και αρνήθηκε να πληρώσει φόρο υποτέλειας στον Ούγγρο Βασιλιά Λαδίσλαο Δ΄ της Ουγγαρίας. Διάδοχός του ήταν ο αδελφός του Μπάρμπατ (1285–1288). Η συνεχιζόμενη αποδυνάμωση του Ουγγρικού κράτους από περαιτέρω Μοογολικές επιδρομές (1285–1319) και η πτώση της δυναστείας Αρπαντ άνοιξε το δρόμο για τη συνένωση των Βλαχικών κρατιδίων και την ανεξαρτησία από την Ουγγρική εξουσία.
Η ίδρυση της Βλαχίας, που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την τοπική παράδοση από τον Ράντου Νέγκρου (Μαύρο Ράντου), συνδέεται ιστορικά με τον Βασάραβας Α΄ της Βλαχίας (1310–1352), που επαναστάτησε κατά του Κάρολου Α΄ της Ουγγαρίας και απέκτησε τον έλεγχο και των δύο πλευρών του Ποταμού Ολτ, εγκαθιστώντας την κατοικία του στο Κίμπουλουγκ, ως πρώτος ηγέτης του Οίκου των Μπασαράμπ. Ο Μπασαράμπ αρνήθηκε να παραχωρήσει στην Ουγγαρία τα εδάφη Φεγκέρας, Αλμας και το Βανάτο του Σεβερίν, νίκησε τον Κάρολο στη Μάχη της Ποσάδα (1330) και επεξέτεινε τα εδάφη του στα ανατολικά μέχρι την Κίλια (στο Μπουντζάκ) ως την αρχή της Βεσσαραβίας. Η κυριαρχία επί της τελευταίας δεν διατηρήθηκε από τους πρίγκιπες που ακολούθησαν, καθώς η Κίλια έπεσε στους Νογκάις (Τουρκικό φύλο το 1334.
Τον Μπασαράμπ Α΄ διαδέχθηκε ο Νικολάε Α΄ και αυτόν ο Βλάντισλαβ Α΄. Ο Βλάντισλαβ Α΄ επιτέθηκε στην Τρανσυλβανία όταν ο Λουδοβίκος Α΄ κατέλαβε εδάφη νότια του Δούναβη, δέχθηκε να τον αναγνωρίσει ως απόλυτο ηγεμόνα το 1368, αλλά εξεγέρθηκε πάλι την ίδια χρονιά. Επί της βασιλείας του έγινε επίσης η πρώτη σύγκρουση της Βλαχίας με τους Οθωμανούς Τόυρκους (μια μάχη στην οποία ο Βλάντισλαβ συμμάχησε με τον Ιβάν Σισμάν της Βουλγαρίας. Υπό τον Ράντου Α΄ και το διάδοχό του Νταν Α΄ οι χώρες της Τρανσυλβανίας και του Σεβερίν να είναι αντικείμενο διεκδίκησης με την Ουγγαρία.
1400 - 1600
Από τον Μλιρτσεα Α΄ τον Πρεσβύτερο στον Ράντου το Μεγάλο
Καθώς ολόκληρη η Βαλκανική Χερσόνησος έγινε αναπόσπαστο μέρος της αναδυόμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (διαδικασία που ολοκληρώθηκε με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από το ΣουλτάνοΜωάμεθ Β΄ το 1453) η Βλαχία ενεπλάκη σε πολλές συγκρούσεις και, στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Μίρτσεα Α΄ του Πρεσβύτερου, έγινε φόρου υποτελής στους Οθωμανούς. Ο Μίρτσεα (βασίλεψε 1386–1418) αρχικά νίκησε σε αρκετές μάχες τους Οθωμανούς (περιλαμβανομένης εκείνης του Ρόβινε το 1394), εκδιώκοντάς τους από τη Δοβρουτσά και επεκτείνοντας για λίγο την εξουσία του στο Δέλτα του Δούναβη, τη Δοβρουτσά και τη Σιλίστρα (1400–1404). Ταλαντεύθηκε μεταξύ συμμαχιών με το Σιγισμόνδος της Ουγγαρίας και την Πολωνία (συμμετέχοντας στη Μάχη της Νικόπολης) και αποδέχθηκε μια συνθήκη ειρήνης με τους Οθωμανούς το 1417, όταν ο Μωάμεθ Α΄ απέκτησε τον έλεγχο του Τούρνου Μαγκουρέλε και του Τζιούρτζιου. Τα δύο αυτά λιμάνια παρέμειναν τμήμα του Οθωμανικού κράτους, με σύντομα διαλείμματα, μέχρι το 1829. Το 1418–1420 ο Μιχαήλ Α΄ νίκησε τους Οθωμανούς στο Σεβερίν, αλλά σκοτώθηκε στη μάχη από μια αντεπίθεση. Το 1422 ο κίνδυνος αποσοβήθηκε για λίγο, όταν ο Νταν Β΄ πέτυχε μια νίκη επί του Μουράτ Β΄ με τη βοήθεια του Πίπο Σπάνο (Ιταλού κοντοτιέρου).
Η ειρήνη που υπογράφτηκε το 1428 εγκαινίασε μια περίοδο εσωτερικής κρίσης, καθώς ο Νταν αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τον Ράντου Πραναγκλάβα, που ηγήθηκε του πρώτου μιας σειράς συνασπισμών βογιάρων κατά των πριγκίπων που κυβερνούσαν (με τον καιρό αυτοί έγιναν ανοιχτά φιλοοθωμανικοί ως αντίδραση στην καταπίεση). Αφού νίκησαν το 1431 (τη χρονιά που πήρε το θρόνο ο υποστηριζόμενος από τους βογιάρους Αλέξανδρος Α΄ Αλδέα) οι βογιάροι δέχτηκαν διαδοχικά πλήγματα από το Βλαντ Β΄ Ντρακούλ (1436–1442 και 1443–1447), που προσπάθησε να ισορροπεί μεταξύ Πύλης και Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η επόμενη δεκαετία σημαδεύτηκε από τη διαμάχη μεταξύ των αντίπαλων οίκων Ντανέστι και Ντρακουλέστι, την επιρροή του Ιωάννη Ουνιάδη, Αντιβασιλέα του Βασιλείου της Ουγγαρίας και, μετά την άχρωμη βαιλεία του Βλάντισλαβ Β΄, την άνοδο στο θρόνο του Βλαντ Γ΄ Δράκουλα, περισσότερο γνωστού ως Βλαντ ο Ανασκολοπιστής, επί της βασιλείας του οποίου το Βουκουρέστι αναφέρεται για πρώτη φορά ως πριγκιπική κατοικία και ο οποίος κατατρομοκράτησε τους επαναστατημένους βογιάρους, διέκοψε κάθε σχέση με τους Οθωμανούς και το 1462 αντιμετώπισε νικηφόρα την επίθεση του Μωάμεθ Β΄, πριν υποχρεωθεί να υποχωρήσει στο Τιργκόβιστε και δεχτεί να πληρώνει αυξημένο φόρο υποτέλειας. Η παράλληλη σύγκρουσή του με το Μουσουλμάνο ξάδερφό του Ράντου Γ΄ το Δίκαιο και το Μπασαράμπ Γ΄ Λαϊότα οδήγησε στην κατάληψη της Βλαχίας από το Ράντου Γ΄ που την κυβέρνησε 11 χρόνια μέχρι το θάνατό του. Ο Ράντου ο Μέγας (1495–1508) κατέληξε σε συμβιβασμό με τους βογιάρους, εξασφαλίζοντας μια περίοδο εσωτερικής σταθερότητας, σε αντίθεση με τη σύγκρουσή του με τον Μπογκντάν το Μονόφθαλμο της Μολδαβίας.
Από το Μινέα στον Πέτρου Τσερτσέλ
Στα τέλη του 15ου αιώνα εμφανίστηκε η ισχυρή οικογένεια Κραϊοβέστι, ουσιαστικά ανεξάρτητοι ηγεμόνες του βανάτου της Ολτένιας, που ζήτησαν την Οθωμανική υποστήριξη στον ανταγωνισμό τους με το Μινέα τσελ Ράου (1508–1510) και τον αντικατέστησαν με τον Βλάντουτ. Οταν ο τελευταίος αποδείχθηκε εχθρικός προς τους μπαν (ευγενείς) ο Οίκος των Μπασαράμπ έληξε και επίσημα με την ανάρρηση του Ναγκόε Μπασαράμπ Ε΄ των Κραϊοβέστι. Η ειρηνική διακυβέρνηση του Νεαγκόε (1512–1521), αξιοσημείωτη για τις πολιτιστικές πτυχές της (την ανέγερση του Καθεδρικού της Κουρτέα ντε Αρτζες και τις αναγεννησιακές επιρροές), γνώρισε επίσης αύξηση της επιρροής των Σαξόνων εμπόρων στο Μπρασόβ και στο Σιμπίου και τη συμμαχία της Βλαχίας με το Λουδοβίκο Β΄ της Ουγγαρίας. Υπό το Θεοδόσιο η χώρα βρέθηκε πάλι υπό τετράμηνη Οθωμανική κατοχή, στρατιωτική διοίκηση που φάνηκε ως απόπειρα δημιουργίας ενός Βλαχικού Πασαλικίου. Ο κίνδυνος αυτός συσπείρωσε όλους τους βογιάρους στην υποστήριξη του Ράντου του Αφουμάτι (τέσσερα διαστήματα βασιλείας μεταξύ 1522 και 1529), που έχασε τη μάχη μετά μια συμφωνία των Κραϊοβέστι με το Σουλτάνο Σουλεϊμάν το Μεγαλοπρεπή. Τελικά ο Πρίγκιπας Ράντου επιβεβαίωσε τη θέση του Σουλεϊμάν ως επικυρίαρχου και συμφώνησε να πληρώνει ακόμη μεγαλύτερο φόρο.
Η Οθωμανική επικυριαρχία παρέμεινε ουσιαστικά αδιαφιλονίκητη επί τα επόμενα 90 χρόνια. Ο Ράντου Παίσιε, που εκθρονίστηκε από το Σουλεϊμάν το 1545, παραχώρησε τον ίδιο χρόνο το λιμάνι της Βραΐλας στην Οθωμανική διοίκηση. Ο διάδοχός του Μιρτσέα Τσιομπανούλ (ο Βοσκός) (1545–1554 και 1558–1559), πρίγκιπας χωρίς καμμιά αναφορά σε ευγενή καταγωγή, τοποθετήθηκε στο θρόνο και συμφώνησε σε περιορισμό της αυτονομίας (αυξάνοντας τους φόρους και διενεργώντας ένοπλη επέμβαση στην Τρανσυλβανία - υποστηρίζοντας το φιλότουρκο Γιάνος Ζαπόλια. Οι συγκρούσεις μεταξύ των οικογενειών βογιάρων εντάθηκαν μετά την κυβέρνηση του Πατράσκου τσελ Μπουν και υ υπεροχή των βογιάρων επί των κυβερνώντων ήταν εμφανής υπό τον Πέτρο το Νεώτερο (1559–1568, βασιλεία κυριαρχούμενη από τη μητέρα του Ντοάμνα Τσιάινα και υπέρογκες αυξήσεις στους φόρους), το Μινέα Τουρτσιτούλ (Εκτουρκισμένο) και τον Πέτρου Τσερτσέλ (Σκουλαρικά).
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία στηριζόταν όλο και περισσότερο στη Βλαχία και στη Μολδαβία για τον ανεφοδιασμό και τη συντήρηση των στρατιωτικών της δυνάμεων. Ο τοπικός όμως στρατός γρήγορα εξαλείφθηκε λόγω των αυξημένων δαπανών και της πολύ εμφανέστερης αποτελεσματικότητας των μισθοφορικών στρατευμάτων.
17ος αιώνας
Επωφελούμενος αρχικά της Οθωμανικής υποστήριξης ο Μιχαήλ ο Γενναίος ανέβηκε στο θρόνο το 1593 και επιτέθηκε στα στρατεύματα του Μουράτ Γ΄ βόρεια και νότια του Δούναβη σε συμμαχία με το Σίγκισμουντ Μπάτορι της Τρανσυλβανίας και τον Αρον Βόντα της Μολδαβίας. Αμέσως έθεσε εαυτόν υπό την επικυριαρχία του Ροδόλφου Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και, το 1599–1600, επενέβη στην Τρανσυλβανία κατά του βασιλιά της Πολωνίας Σίγκισμουντ Γ΄ Βάζα, θέτοντας την περιοχή υπό την εξουσία του. Η σύντομη κυριαρχία του επεκτάθηκε επίσης στη Μολδαβία αργότερα την ίδια χρονιά. Για μια σύντομη περίοδο ο Μιχαήλ ο Γενναίος συνένωσε όλα τα εδάφη, όπου ζούσαν οι Ρουμάνοι, επανιδρύοντας τη χώρα του αρχαίου Βασιλείου της Δακίας. Μετά την πτώση του Μιχαήλ η Βλαχία καταλήφθηκε από τον Πολωνομολδαβικό στρατό του Σίμιον Μόβλα που την κράτησε μέχρι το 1602 και υπέστη επιθέσεις των Νογκάι την ίδια χρονιά.
Το τελευταίο στάδιο της Επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προκάλεσε αυξημένες πιέσεις στη Βλαχία. Ο πολιτικός έλεγχος συνοδεύτηκε από την Οθωμανική οικονομική ηγεμονία, την εγκατάλειψη της πρωτεύουσας στο Τιργκοβίστε προς όφελος του Βουκουρεστίου (πλησιέστερο στα Οθωμανικά σύνορα και ταχέως αναπτυσσόμενο εμπορικό κέντρο), την καθιέρωση της δουλοπαροικίας υπό το Μιχαήλ το Γενναίο ως μέτρο αύξησης των εσόδων των γαιοκτημόνων και τη μείωση της σημασίας των κατώτερων βογιάρων (απειλούμενοι με εξαφάνιση συμμετείχαν σε εξέγερση μισθοφόρων το 1655). Ακόμη η αυξανόμενη σημασία του διορισμού σε υψηλά αξιώματα σε σχέση με την ιδιοκτησία γης επέφερε την εισροή οικογενειών Ελλήνων και Λεβαντίνων, διαδικασία που είχε ήδη γίνει δεκτή με δυσφορία από τους ντόπιους επί της βασιλείας του Ράντου Μινέα στις αρχές του 17ου αιώνα. Ο Ματέι Μπασαράμπ, διορισμένος βογιάρος, έφερε μια μακρά περίοδο σχετικής ειρήνης (1632–1654), με τη σημαντική εξαίρεση της Μάχης της Φίντα το 1653, μεταξύ των Βλάχων και των στρατευμάτων του Μολδαβού πρίγκιπα Βασίλε Λούπου - που κατέληξε στη συντριβή του δεύτερου και την αντικατάστασή του από τον ευνοούμενο του Πρίγκιπα Ματέι, Γκεόργκε Στεφάν, στο θρόνο του Ιασίου. Η στενή συμμαχία μεταξύ του Γκεόργκε Στεφάν και του διαδόχου του Ματέι, Κονσταντίν Σερμπάν, ενισχύθηκε από το Γεώργιο Β΄ Ράκοζι της Τρανσυλβανίας, αλλά τα σχέδιά τους για ανεξαρτησία από την Οθωμανική κυριαρχία συνετρίβησαν από τα στρατεύματα του Μωάμεθ Δ΄ το 1658–1659. Οι βασιλείες του Γεώργιου Γκίκα και του Γρηγορίου Α΄ Γκίκα, ευνοουμένων του Σουλτάνου, σηματοδότησαν προσπάθειες για την αποτροπή τέτοιων επεισοδίων, ήταν όμως και η αρχή μιας βίαιης σύγκρουσης μεταξύ των οικογενειών βογιάρων Μπαλεάνου και Καντακουζηνών, που σημάδεψε την ιστορία της Βλαχίας μέχρι το 1690. Οι Καντακουζηνοί, απειλούμενοι από τη συμμαχία των οικογενειών Μπαλεάνου και Γκίκα, υποστήριξαν τη δική τους επιλογή των πριγκίπων Αντωνίου Βόδα ντιν Ποπέστι και Γεώργιου Δούκα πριν προωθήσουν τους εαυτούς τους - με την ανάρρηση του Σερμπάν Καντακουζηνού (1678–1688).
Ρωσοτουρκικοί Πόλεμοι και Φαναριώτες
Η Βλαχία έγινε στόχος εισβολών των Αψβούργων κατά τα τελευταία στάδια του Αυστροοθωμανικού Πολέμου γύρω στα 1690, όταν ο ηγεμόνας Κονσταντίν Μπρανκοβεάνου διαπραγματεύθηκε μυστικά και ανεπιτυχώς ένα αντιοθωμανικό συνασπισμό. Η βασιλεία του Μπρανκοβεάνου (1688–1714), γνωστή για τα πολιτιστικά της επιτεύγματα της ύστερης Αναγέννησης (ρυθμός Μπρανκοβεάνου ή Βλαχική ή Ρουμανική Αναγέννηση), συνέπεσε με την άνοδο της Αυτοκρατορικής Ρωσίας, υπό τον ΤσάροΠέτρο το Μέγα - προσεγγίσθηκε από τον τελευταίο κατά το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1710–1711 και έχασε το θρόνο του και τη ζωή του λίγο αργότερα, όταν ο Σουλτάνος Αχμέτ Γ΄ πληροφορήθηκε για τις διαπραγματεύσεις. Παρά την εκ μέρους του αποκήρυξη των πολιτικών του Μπρανκοβεάνου, ο Στέφανος Καντακουζηνός συμφώνησε με τα σχέδια των Αψβούργων και άνοιξε τη χώρα για τις στρατιές του Πρίγκιπα Ευγένιου της Σαβοΐας, με αποτέλεσμα να συλληφθεί από τους Οθωμανούς και με εντολή του σουλτάνου να εκτελεστεί στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον πατέρα και το θείο του το 1716.
Αμέσως μετά την εκθρόνιση του Πρίγκιπα Στέφανου οι Οθωμανοί κατάργησαν το καθαρά συμβολικό εκλεκτορικό σύστημα (στο οποίο είχε ήδη περιοριστεί η σημασία του Διβανίου (Συμβουλίου) των Βογιάρων για τις αποφάσεις του σουλτάνου) και οι πρίγκιπες των δύο Παραδουνάβιων Ηγεμονιών διορίζονταν από τους Φαναριώτες της Κωνσταντινούπολης. Αφού εγκαινιάσθηκε στη Μολδαβία από το Νικόλαο Μαυροκορδάτο μετά το Δημήτριο Καντιμήρη, η εξουσία των Φαναριωτών επεκτάθηκε από τον ίδιο στη Βλαχία το 1715. Οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ των βογιάρων και των πριγκίπων επέφεραν μείωση του αριθμού των φορολογουμένων (ως προνόμιο που κέρδισαν οι πρώτοι), στη συνέχεια αύξηση των συνολικών φόρων και διευρυμένες αρμοδιότητες ενός κύκλου βογιάρων στο Διβάνι.
Παράλληλα η Βλαχία έγινε πεδίο μάχης σειράς πολέμων μεταξύ αφ' ενός των Οθωμανών και αφ' ετέρου της Ρωσίας ή της Μοναρχίας των Αψβούργων. Ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος εκθρονίστηκε από μια εξέγερση βογιάρων και συνελήφθη από στρατεύματα των Αψβούργων κατά τον Αυστροτουρκικό Πόλεμο του 1716–18, καθώς οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν την Ολτένια στον Κάρολος ΣΤ΄ της Αυστρίας (Συνθήκη του Πασάροβιτς). Η περιοχή, υπό ένα καθεστώς πεφωτισμένης δεσποτείας, πο σύντομα απογοήτευσε τους τοπικούς βογιάρους, επεστράφη στη Βλαχία το 1739 (Συνθήκη του Βελιγραδίου, μετά τη λήξη του Αυστρορωσοτουρκικού Πολέμου (1735-1739)). Ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος Μαυροκορδάτος που επόπτευε τη νέα αλλαγή στα σύνορα, προέβη επίσης στην ουσιαστική κατάργηση της δουλοπαροικίας το 1746 (που έθεσε τέρμα στην έξοδο των αγροτών στην Τρανσυλβανία). Την περίοδο αυτή ο μπαν της Ολτένιας μετέφερε την κατοικία του από την Κραϊόβα στο Βουκουρέστι, σηματοδοτώντας, μαζί με την εντολή του Μαυροκορδάτου να συγχωνεύσει τον προσωπικό του θησαυρό με εκείνο της χώρας, μια κίνηση προς το συγκεντρωτισμό.
Το 1768, κατά τον Πέμπτο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο, η Βλαχία βρέθηκε για πρώτη φορά υπό ρωσική κατοχή (με τη συμβολή του επαναστάτη Παρβ Καντακουζηνού. Η Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774) έδωσε το δικαίωμα στη Ρωσία να επεμβαίνει υπέρ των Ορθόδοξων υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, περιορίζοντας τις Οθωμανικές πιέσεις - περιλαμβανομένης της μείωσης των φόρων - και με τον καιρό αυξάνοντας σχετικά την εσωτερική σταθερότητα και ανοίγοντας τη Βλαχία σε περισσότερες Ρωσικές επεμβάσεις.
Τα στρατεύματα των Αψβούργων, υπό τον Πρίγκιπα Ιωσία του Κόμπουργκ, μπήκαν πάλι στη χώρα κατά το Ρωσοτουρκοαυστριακό Πόλεμο, εκθρονίζοντας το Νικόλαο Μαυρογένη το 1789. Η Ολτένια ερημώθηκε από τις εκστρατείες του Οσμάν Πασβάνογλου, ένα ισχυρό επαναστατημένο πασά, οι επιδρομές του οποίου προκάλεσαν ακόμη και την απώλεια της ζωής του πρίγκιπα Κονσταντίν Χαγκέρλι, ως ύποπτου προδοσίας (1799), και την παραίτηση από το θρόνο του Αλέξανδρου Μουρούζη (1801). Το 1806 ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος του 1806–1812 υποκινήθηκε εν μέρει από την, εκ μέρους της Πύλης εκθρόνιση του Κωνσταντίνου Υψηλάντη στο Βουκουρέστι - σε συνδυασμό με τους Ναπολεόντειους Πολέμους, υποκινήθηκε από τη Γαλλική Αυτοκρατορία και έδειξε επίσης τις επιπτώσεις της Συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (με τον ανεκτικό χαρακτήρα της απέναντι στη ρωσική πολιτική επιρροή στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Ο πόλεμος προκάλεσε την εισβολή του Μιχαήλ Αντρέγιεβιτς Μιλοράντοβιτς (Ρώσος στρατηγός, Σερβικής καταγωγής). Μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1812) η βασιλεία του Ιωάννη Γεωργίου Καρατζά, αν και έμεινε στην ιστορία για μια μεγάλη επιδημίαπανώλους, υπήρξε σημαντική για τα πολιτιστικές και βιομηχανικές της επιτυχίες. Την περίοδο αυτή η Βλάχία αύξησε τη στρατηγική της σημασία για τα περισσότερα Ευρωπαϊκά κράτη, που ενδιαφέρονταν να εποπτεύουν τη Ρωσική επέκταση. Στο Βουκουρέστι άνοιξαν προξενεία με έμμεση αλλά σημαντική επίδραση στην οικονομία της Βλαχίας μέσω της προστασίας που επεξέτειναν σε κοινότητες εμπόρων (sudiţi), που σύντομα συναγωνίζονταν με επιτυχία τις τοπικές συντεχνίες.
Από τη Βλαχία στη Ρουμανία
Αρχές του 19ου αιώνα
Μετά το θάνατο του πρίγκιπα Αλέξανδρου Σούτσου, που συνέπεσε με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, σχηματίσθηκε μια αντιβασιλεία βογιάρων, που αποπειράθηκε να εμποδίσει την άφιξη του Σκαρλάτου Καλλιμάχη στο θρόνο του στο Βουκουρέστι. Η παράλληλη εξέγερση στην Ολτένια, που έγινε από τον ηγέτη Τούντορ Βλαντιμιρέσκου, αν και αποσκοπούσε στην ανατροπή της κυριαρχίας των Ελλήνων, συμβιβάσθηκε με τους επαναστάτες της Φιλικής Εταιρείας και συμμάχησε ο ίδιος με την αντιβασιλεία, ενώ ζήτησε Ρωσική υποστήριξη.
Στις 21 Μαρτίου 1821 ο Βλαντιμιρέσκου μπήκε στο Βουκουρέστι. Τις επόμενες εβδομάδες οι σχέσεις του με τους συμμάχους του χειροτέρεψαν, ιδιαίτερα μετά την έκκλησή του στους Οθωμανούς για συμφωνία. Ο ηγέτης της ΕταιρείαςΑλέξανδρος Υψηλάντης, που είχε εγκατασταθεί στη Μολδαβία και, μετά το Μάιο, στη βόρεια Βλαχία, θεώρησε λήξασα τη συμμαχία - εκτέλεσε το Βλαντιμιρέσκου και αντιμετώπισε την Οθωμανική επέμβαση χωρίς ντόπια ή Ρωσική υποστήριξη και έτσι υπέστη δεινές ήττες στο Βουκουρέστι και στο Δραγατσάνι (πριν επιστρέψει υπό Αυστριακή κράτηση στην Τρανσυλβανία). Αυτά τα βίαια γεγονότα, κατά τα οποία η πλειοψηφία των Φαναριωτών είχε πάρει το μέρος του Υψηλάντη, έκαναν το ΣουλτάνοΜαχμούτ Β΄ να θέσει τα Πριγκιπάτα υπό την κατοχή του (που την απέσυρε μετά από αίτημα αρκετών Ευρωπαϊκών δυνάμεων) και να τερματίσει την εξουσία των Φαναριωτών. Ο Γρηγόριος Δ΄ Γκίκας ήταν στη Βλαχία ο πρώτος πρίγκιπας μετά το 1715 που θεωρείται ντόπιος. Αν και το νέο σύστημα παγιώθηκε για το υπόλοιπο διάστημα ύπαρξης της Βλαχίας ως κράτους, η κυβέρνηση του Γκίκα έληξε απότομα με τον καταστροφικό Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1828-1829.
Η Συνθήκη της Αδριανούπολης του 1829, χωρίς να ανατρέπει την Οθωμανική επικυριαρχία, έθεσε τη Βλαχία και τη Μολδαβία υπό Ρωσική στρατιωτική διοίκηση, χορηγώντας τους τα πρώτα κοινά θεσμικά όργανα και την επίφαση ενός συντάγματος (Regulamentul Organic). Στη Βλαχία επεστράφησαν η Βραΐλα, το Τζιούρτζιου (που γρήγορα εξελίχθηκαν σε σημαντικά εμπορικά κέντρα στο Δούναβη) και το Τούργκου Μαγκουρέλε. Η συνθήκη αυτή επέτρεψε επίσης στη Μολδαβία και τη Βλαχία να εμπορεύονται ελεύθερα με χώρες εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γεγονός που σηματοδότησε ουσιαστική οικονομική και αστική ανάπτυξη, καθώς και τη βελτίωση της κατάστασης των αγροτών. Πολλές από τις σχετικές διατάξεις είχαν εξειδικευθεί από τη Σύμβαση Άκκερμαν του 1826 μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανών (που δεν είχε πλήρως εφαρμοσθεί την τριετία που μεσολάβησε). Η υποχρέωση εποπτείας των Πριγκιπάτων ανατέθηκε στο Ρώσο στρατηγό Πάβελ Κισέλιοφ. Αυτό το διάστημα σημαδεύτηκε από σειρά σημαντικών αλλαγών, όπως η επανίδρυση του Στρατού της Βλαχίας (1831), μια φορολογική μεταρρύθμιση (που ωστόσο επικύρωσε φορολογικές εξαιρέσις για τους προνομιούχους) καθώς και μεγάλα έργα στις πόλεις. Το 1834 ο θρόνος της Βλαχίας καταλήφθηκε από τον Αλέξανδρο Β΄ Γκίκα - κίνηση σε αντίθεση με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης, καθώς αυτός δεν είχε εκλεγεί από τη νέα Νομοθετική Συνέλευση. Απομακρύνθηκε από τους επικυρίαρχους το 1842 και αντικαταστάθηκε από τον εκλεγμένο πρίγκιπα Γκεόργκε Μπιμπέσκου.
Δεκαετίες του 1840 και 1850
Η αντιπολίτευση στην αυθαίρετη και πολυ συντηρητική πολιτική του Γκίκα, μαζί με την άνοδο των φιλελεύθερων και ριζοσπαστικών ρευμάτων, έγινε πρώτα αισθητή με τις διαμαρτυρίες που εκφράστηκαν από τον Ιον Καμπινεάνου και γρήγορα κατεστάλησαν. Στη συνέχεια έγινε όλο και περισσότερο συνομωτική και επικεντρώθηκε σε μυστικές εταιρείες, που ιδρύθηκαν από νεαρούς αξιωματικούς όπως οι Νικολάου Μπαλτσέσκου και Μίτικα Φιλιπέσκου. Η Frăţia, μια παράνομη κίνηση που δημιουργήθηκε το 1843 άρχισε να σχεδιάζει επανάσταση για την ανατροπή του Μπιμπέσκου και την ανάκληση του Regulamentul Organic το 1848 (εμπνευσμένη από τις Ευρωπαϊκές Επαναστάσεις της χρονιάς εκείνης). Το Πανβλαχικό τους πραξικόπημα αρχικά είχε επιτυχία μόνο κοντά στο Τούργκου Μαγκουρέλε, όπου τα πλήθη επευφήμησαν τη Διακήρυξη του Ισλάζ (9 Ιουνίου). Μεταξύ άλλων η διακήρυξη απαιτούσε πολιτικές ελευθερίες, ανεξαρτησία, αγροτική μεταρρύθμιση και τη δημιουργία εθνοφρουράς. Στις 11-12 Ιουνίου το κίνημα πέτυχε να εκθρονίσει το Μπιμπέσκου και να εγκαταστήσει μια Προσωρινή Κυβέρνηση. Αν και συμπαθούντες τους αντιρωσικούς σκοπούς της επανάστασης οι Οθωμανοί δέχθηκαν πιέσεις από τη Ρωσία να την καταστείλουν και Οθωμανικά στρατεύματα μπήκαν στο Βουκουρέστι στις 13 Σεπτεμβρίου. Τα Ρωσικά και τα Τουρκικά στρατεύματα, παρόντα μέχρι το 1851, ανέβασαν στο θρόνο το Μπάρμπου Ντιμίτριε Στίρμπεϊ και στο διάστημα αυτό οι περισσότεροι λαβόντες μέρος στην επανάσταση εξορίστηκαν.
Για λίγο, υπό τη νέα Ρωσική κατοχή κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου, στη Βλαχία και τη Μολδαβία παραχωρήθηκε νέο καθεστώς με ουδέτερη Αυστριακή διοίκηση 1854–1856) και η Συνθήκη των Παρισίων (1856) : μια κηδεμονία απο κοινού των Οθωμανών και ένα Σύνολο Μεγάλων Δυνάμεων (Βρετανίας, Γαλλίας, Βασιλείο πεδεμοντίου-Σαρδηνίας, Αυστριακής Αυτοκρατορίας, Πρωσίας και, αν και ποτέ πια απόλυτα, Ρωσίας), με εσωτερική διοίκηση υπό ένα καϊμακάμη. Το αναδυόμενο κίνημα για την ένωση των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών (αίτημα που πρωτοεκφράστηκε το 1848 και εδραιώθηκε με την επιστροφή των εξόριστων επαναστατών) υποστηρίχτηκε από τους Γάλλους και τους Σαρδηνίους συμμάχους τους, τη Ρωσία και την Πρωσία, αλλά απορρίφθηκε ή θεωρήθηκε ύποπτο από τους άλλους της κηδεμονίας.
Μετά από μια έντονη εκστρατεία παραχωρήθηκε τελικά μια επίσημη ένωση. Παρ' όλα αυτά οι εκλογές για τα ad hoc divan (ειδικές συνελεύσεις) του 1859 έπασχαν από νομική ασάφεια (το κείμενο της τελικής συμφωνίας καθόριζε δύο θρόνους, αλλά δεν εμπόδιζε οποιοδήποτε άτομο να συμμετέχει συγχρόνως και να κερδίσει τις εκλογές τόσο στο Βουκουρέστι όσο και στο Ιάσιο). Ο Αλέξανδρος Ιωάννης Κούζας, που κατέβηκε με το ενωτικό Partida Naţională (Εθνικό Κόμμα) κέρδισε τις εκλογές στη Μολδαβία στις 5 Ιανουαρίου. Η Βλαχία, που αναμενόταν από τους ενωτικούς να ψηφίσει ανάλογα, εξέλεξε στο divan της μια πλειοψηφία αντιενωτικών.
Αυτοί που εξελέγησαν άλλαξαν τις απόψεις τους μετά από μια μαζική διαδήλωση του πλήθους στο Βουκουρέστι και ο Κούζας ψηφίστηκε πρίγκιπας της Βλαχίας στις 5 Φεβρουαρίου (24 Ιανουαρίου με το Παληό Ημερολόγιο) και συνεπώς ανακηρύχτηκε Domnitor (Ηγεμόνας) των Ενωμένων Πριγκιπάτων Μολδαβίας και Βλαχίας (της Ρουμανίας από το 1862). Διεθνώς αναγνωρισμένη μόνο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, η ένωση έγινε μη αναστρέψιμη μετά την ανάρρηση του Καρόλου Α΄ το 1866 (συμπίπτοντας με τον Αυστρο-πρωσικό Πόλεμο, ήρθε τη στιγμή που η Αυστρία, ο κύριος αντίθετος στην απόφαση αυτή, δεν ήταν σε θέση να επέμβει).
Κοινωνία
Δουλεία
Η δουλεία (Ρουμανικά: robie) ήταν στοιχείο της κοινωνικής δομής πριν από την ίδρυση του Πριγκιπάτου της Βλαχίας, μέχρις ότου καταργήθηκε σταδιακά τις δεκαετίες του 1840 και 1850. οι περισσότεροι δούλοι ήταν εθνικότητας Ρομά (Γύφτοι). Η πρώτη γραπτή πηγή, που πιστοποιεί την παρουσία των Ρομά στη Βλαχία, χρονολογείται από το 1385 και αναφέρεται στην ομάδα αυτή ως aţigani (από το Ελληνικό αθίγγανοι, την προέλευση του Ρουμανικού όρου ţigani, συνώνυμου του «Γύφτοι»).
Η ακριβής προέλευση της δουλείας είναι άγνωστη. Ηταν πάντως μια κοινή πρακτική στην Ευρώπη εκείνη την εποχή και αμφισβητείται αν οι Ρομά ήρθαν στη Βλαχία ως ελεύθεροι ή ως δούλοι. Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν δούλοι του κράτους και φαίνεται ότι ίδια ήταν η κατάσταση στη Βουλγαρία και στη Σερβία, μέχρι που η κοινωνική τους οργάνωση καταστράφηκε από την Οθωμανική κατάκτηση, πράγμα που σημαίνει ότι ήρθαν ως δούλοι που υπέστησαν μια αλλαγή «κυριότητας». Ο ιστορικός Νικολάε Γιόργκα συσχέτισε την άφιξη των Ρομά με τη Μογγολική εισβολή στην Ευρώπη το 1241 και θεώρησε τη δουλεία τους ως κατάλοιπο εκείνης της εποχής, ότι δηλαδή οι Ρουμάνοι πήραν τους Ρομά από τους Μογγόλους, που τους είχαν ως δούλους, και διατήρησαν το καθεστώς τους. Αλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι έγιναν δούλοι όταν αιχμαλωτίστηκαν κατά τις μάχες με τους Τατάρους. Η τακτική της δουλοποίησης αιχμαλώτων μπορεί επίσης να είχε ληφθεί απο τους Μογγόλους. Αν και είναι πιθανό ορισμένοι Ρουμάνοι να ήταν δούλοι ή βοηθητικός στρατός των Μογγόλων ή των Τατάρων, ο κύριος όγκος τους ήρθε από τα νότια του Δούναβη στο τέλος του 14ου αιώνα, λίγο μετά την ίδρυση της Βλαχίας. Η άφιξη των Ρομά κατέστησε τη δουλεία γενικευμένη πρακτική.
Παραδοσιακά οι δούλοι ρομά διαιρούνταν σε τρεις κατηγορίες. Οι λιγότεροι από αυτούς ήταν ιδιοκτησία των οσποδάρων και είχαν στη Ρουμανική γλώσσα το όνομα ţigani domneşti («Γύφτοι του άρχοντα»). Οι δύο άλλες κατηγορίες περιελάμβαναν τους ţigani mănăstireşti («Γύφτοι των μοναστηριών»), που αποτελούσαν ιδιοκτησία των Ρουμανικών Ορθόδοξών και Ελληνορθόδοξων μοναστηριών, ţigani boiereşti («Γύφτοι των βογιάρων»), που ήταν δούλοι των γαιοκτημόνων.
Η κατάργηση της δουλείας έγινε μετά από μια εκστρατεία νεαρών επαναστατών που ενστερνίστηκαν τις φιλελεύθερες ιδέες του Διαφωτισμού. Ο πρώτος νόμος που απελευθέρωσε μια κατηγορία δούλων ήταν το Μάρτιο του 1843, που μετέφερε τον έλεγχο των δούλων του κράτους από τις σωφρωνιστικές στις τοπικές αρχές, με επόμενο βήμα να γίνουν νομάδες ή αγρότες. Κατά την Επανάσταση της Βλαχίας του 1848 η ατζέντα της Προσωρινής Κυβέρνησης περιελάμβανε την απελευθέρωση (dezrobire) των Ρομά ως ένα από τα κύρια κοινωνκά αιτήματα. Τη δεκαετία του 1850 το κίνημα αυτό απέκτησε την υποστήριξη σχεδόν όλης της Ρουμανικής κοινωνίας και ο νόμος του Φεβρουαρίου του 1856 μετέτρεψε όλους τους δούλους στο καθεστώς των φορολογουμένων (πολιτών).
Γεωγραφία
Με έκταση περίπου 77.000 τετ. χλμ. η Βλαχία βρίσκεται βόρεια του Δούναβη (και της σημερινής Βουλγαρίας), ανατολικά της Σερβίας και νότια των Νότιων Καρπαθίων και χωρίζεται παραδοσιακά στη Μουντένια στα ανατολικά (ως το πολιτικό κέντρο η Μουντένια θεωρείται συχνά συνώνυμη της Βλαχίας) και στην Ολτένια (ένα πρώην βανάτο) στα δυτικά. Σύνορό τους είναι ο Ποταμός Ολτ.
Το παραδοσιακό σύνορο της Βλαχίας με τη Μολδαβία συνέπιπτε με τον Ποταμό Μίλτσοβ στο μεγαλύτερο μήκος του. Στα ανατολικά, πάνω από τη βορρά προς νότο στροφή του Δούναβη, η Βλαχία συνορεύει με τη Δοβρουτσά (Βόρεια Δοβρουτσά). Πάνω από τα Καρπάθια η Βλαχία συνορεύει με την Τρανσυλβανία. Οι πρίγκιπες της Βλαχίας κατείχαν επί μακρόν περιοχές βόρεια της γραμμής (Αμλας, Τσιτσέου, Φεγκέρας, Χάτεγκ), που γενικά δεν θεωρούνται τμήμα της κυρίως Βλαχίας.
Η πρωτεύουσα άλλαξε διαχρονικά από το Κίμπουλουγκ, στο Κουρτέα ντε Αρτζες, στο Τιργκόβιστε και, μετά το τέλος του 17ου αιώνα στο Βουκουρέστι.
Πληθυσμός
Ιστορικά
Σύγχρονοι ιστορικοί υπολογίζουν τον πληθυσμό της Βλαχίας το 15ο αιώνα σε 500.000. Το 1859 ο πληθυσμός της Βλαχίας ήταν 2.400.921 (1.586.596 στη Μουντένια και 814.325 στην Ολτένια).
Σήμερα
Σύμφωνα με την απογραφή του 2002 η περιοχή έχει συνολικό πληθυσμό περίπου 8.750.000 κατοίκων, που κατανέμεται εθνοτικά ως εξής : Ρουμάνοι (97%), Ρομά(2.5%), άλλο (0.5%)
Πόλεις
Οι μεγαλύτερες πόλεις (με την απογραφή του 2011) στην περιοχή της Βλαχίας είναι :