Η λέξη ετυμολογείται είτε από τις ρωσικές λέξεις μπόι (= πολεμιστής) ή μπόλι (= μεγάλος) είτε, κατ΄άλλους από τις τούρκικες λέξεις μποϊλού (= μεγάλος, υψηλός) ή μπαγιάρ (=μεγιστάνας, πλούσιος).[1]
Σύνοψη
Οι Βογιάροι ήταν ανώτερη φεουδαρχικήτάξη της ρωσικής κοινωνίας, από το 10ο έως τις αρχές του 18ου αι. Οι Βογιάροι διαμορφώθηκαν ως τάξη περίπου τον 10ο αι. Στην κοινωνική ιεραρχία βρίσκονταν αμέσως μετά την τάξη των ηγεμόνων και ένα μέρος τους υπηρετούσε στην ακολουθία των πριγκίπων. Απολάμβαναν πολλά προνόμια και κατείχαν ανώτατες στρατιωτικές θέσεις και διοικητικά αξιώματα. Με την εμφάνιση των τάσεων ενοποίησης και καθιέρωσης συγκεντρωτικού συστήματος του ρωσικού κράτους, η δύναμή τους άρχισε να παρακμάζει. Οι ιδιοκτησίες τους περιορίστηκαν και τους αφαιρέθηκαν σημαντικά πολιτικά προνόμια. Αποφασιστικό ήταν το χτύπημα που έδωσε στην τάξη των βογιάρων ο τσάρος Ιβάν ο Τρομέρος (16ος αι.) Η αποσύνθεση της τάξης τους ολοκληρώθηκε στα χρόνια το τσάρου Πέτρου του Μεγάλου, όταν οι βογιάροι άρχισαν να συγχωνεύονται σταδιακά με την τάξη των ευγενών.
Το αξίωμα επιβίωσε και ως επώνυμο στη Ρωσία και στη Φινλανδία, όπου προφέρεται ως "Pajari".[2]