Η φεουδαρχία (ή φεουδαλισμός) ήταν ένα κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό σύστημα που μορφοποιείται τελειωτικά, ως ολοκληρωμένο σύστημα, γύρω στον 11ο αιώνα[1] που επικράτησε ιδίως στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που προήλθαν από τη διάλυση της Αυτοκρατορίας των Καρολιδών. Τα φέουδα έχουν τις ρίζες τους στην τελευταία περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (μολονότι πολλοί εντοπίζουν στοιχεία φεουδαλισμού στην Αίγυπτο, στην Ιαπωνία[2] κ.α.) και στις λεγόμενες βαρβαρικές επιδρομές. Γενικά μπορούμε να χωρίσουμε τον φεουδαλισμό σε τρία στάδια: το στάδιο της προσφοράς φόρου σε εργασία, προϊόντα και χρήμα. Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει κατ' ανάγκη χρονική σειρά στα τρία διαφορετικά είδη φεουδαλισμού, ενώ ρόλο στο ποιο υπερισχύει, παίζουν και οι ιδιαίτερες συνθήκες κάθε χώρας.
Ιστορία
Όταν αναφερόμαστε στη μεσαιωνική φεουδαρχία, μιλάμε για το πώς μεταβλήθηκε η δομή όλου του δυτικοευρωπαϊκού κόσμου και για την απώλεια των κεντρικών εξουσιών προς όφελος των ευγενών και των τοπικών αρχόντων. Το φεουδαρχικό σύστημα ξεκινάει από δύο βασικές συνιστώσες:
Την αποαστικοποίηση και τον εξαγροτισμό που συνοδεύουν τη φάση της παρακμής του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, και από τον:
Τρόπο παραγωγής και οργάνωσης που διατήρησαν οι γερμανικές φυλές που βρίσκονταν έξω από το Ρωμαϊκό κράτος. Η εξέλιξη αυτή ισοδυναμεί με ανατροπή των κατακτήσεων της εποχής του σιδήρου, οι οποίες είχαν ανοίξει το δρόμο για τη δημιουργία της πόλης-κράτους και τον εξαστισμό, και μια επάνοδο σ' έναν καθολικό εξαγροτισμό της ζωής.[3]
Η τροπή αυτή οφείλεται, κυρίως, στην ανικανότητα των κεντρικών κυβερνήσεων να αποκρούσουν τις επιδρομές των Βίκινγκς, στις αρχές του 9ου αιώνα μ.Χ.. Πιο πολύ αποδιοργανώθηκε η Φραγκική Αυτοκρατορία, η οποία άρχισε να παρακμάζει λόγω εμφυλίων πολέμων και συγκρούσεων. Συνεπώς, οι απλοί άνθρωποι κατέφευγαν στους τοπικούς άρχοντες, για την ασφάλεια και την προστασία τους, ενισχύοντας τους τοπικούς άρχοντες, που με τη σειρά τους περιφρονούσαν τον ανίσχυρο, πλέον, βασιλιά ή αυτοκράτορα.
Ο φεουδαρχικός κόσμος, με τις σχέσεις εξάρτησης που συνδέονται με το καθεστώς γαιοκτησίας, δημιουργήθηκε γύρω στο έτος 1000, μέσα από μια σειρά οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών στο προηγούμενο σύστημα, που βάση του είχε το μονάρχη. Ο Ντυμπί διαπιστώνει ότι τον 10 αιώνα συντελείται μια αλλαγή, σύμφωνα με την οποία η απόδοση δικαιοσύνης περνάει από το δημόσιο δικαστήριο στην αυλή του κόμη. Οι κομητείες διαλύθηκαν και στη θέση τους αναδύθηκαν οι χωροδεσποτείες που διοικούνται από τους τοπικούς άρχοντες ή τα μοναστήρια, και των οποίων η εξουσία δεν εξαρτάται από την εύνοια του βασιλιά, αλλά από τη δύναμη που αντλούν από τη γη που κατέχουν.[4] Η αλλαγή αυτή συντελέστηκε με διαφορετικό ρυθμό σε διαφορετικά μέρη της Δύσης. Το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα το οποίο προέκυψε, αναφέρεται σήμερα ως φεουδαρχικό ή φεουδαλικό.
Το φεουδαρχικό σύστημα είχε περιγραφεί ήδη από εκείνη την εποχή με την εικόνα τριών τάξεων: της πνευματικής, της πολεμικής και της εργατικής. Ο Ντυμπύ έδειξε ότι στο φαντασιακό των τριών τάξεων, το τριμερές σχήμα που χρησιμοποιούσαν οι επίσκοποι του 11ου αιώνα ήταν ένα παρελθόν που είχε μεταβληθεί σε μια νέα κατάσταση η οποία είχε παραμερίσει τους oratores επισκόπους και bellatores βασιλείς. Οι χωροδεσπότες είχαν αναδυθεί εμβόλιμα ανάμεσα σε αυτούς και τους laboratores. Στα τέλη του 12ου αιώνα το τριμερές σχήμα επανήλθε, περιλαμβάνοντας και την χωροδεσποτική αριστοκρατία μεταξύ των bellatores (και την τρίτη τάξη αντικατέστησαν οι έμποροι negotiatores ή mercatores).[5]
Το τριμερές σχήμα που παρουσίαζαν οι κληρικοί ως θεϊκή αρμονία, ήταν ένα σχήμα που στόχευε να κρατήσει την παραγωγική τάξη υποταγμένη στις άλλες δύο, αλλά σύμφωνα με τον Ζακ Λε Γκοφ, στόχευε επίσης να υποτάξει και τους πολεμιστές στους ιερείς.[6] Η εκκλησία, το πρώτο από τα μέλη του τριμερούς σχήματος, κλήθηκε να κρατήσει την ισορροπία μεταξύ των φτωχών και των πλουσίων και να διατηρήσει την αρμονία που ευαγγελιζόταν με το τριμερές σχήμα της κοινωνίας. Ως προνομιούχα ομάδα όμως, στην πράξη επέλεγε συνήθως να είναι με το μέρος των καταπιεστών. Οι αγρότες ήταν περισσότερο εχθρικοί με τους κληρικούς, αφού η συμπεριφορά τους ήταν αντίθετη με τα ιδανικά τους, και επιπλέον επειδή τα εκκλησιαστικά αρχεία ήταν ένα καλό μέσο για την επιτυχή διεκδίκηση γαιών και δικαιωμάτων στα δικαστήρια.[7]
Ο Μαρκ Μπλοχ διέκρινε δυο φεουδαρχικές εποχές, στην πρώτη από τις οποίες έχουμε την οργάνωση ενός αγροτικού χώρου με λιγοστές συναλλαγές, σπάνια χρήση του χρήματος και μηδενική μισθωτή εργασία. Στην δεύτερη, έχουμε επέκταση της αγροτικής παραγωγής, εξάπλωση του εμπορίου και της χρηματικής οικονομίας. Ο Ντυμπύ συμφωνεί με τον Μπλοχ, τοποθετώντας όμως την μετάβαση από τη μία περίοδο στην άλλη στα μέσα του 12ου αιώνα.[8]
Η φεουδαρχία είναι κυρίως ένα σύνολο προσωπικών σχέσεων υποτέλειας που συνδέουν ιεραρχικά τα μέλη των ανώτερων τάξεων της κοινωνίας. Η πραγματική της βάση είναι η ανταλλαγή των υπηρεσιών του υποτελή έναντι κάποιου ευεργετήματος από τον άρχοντα. Κατά κανόνα το φέουδο είναι γη, και αυτό τοποθετεί τη φεουδαρχία στην αγροτική της βάση, δηλώνοντας ότι είναι καταρχήν ένα σύστημα κατοχής και εκμετάλλευσης της γης.[9]
Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες κατέχουν την εξουσία στα κτήματα που τους ανήκουν, που περιλαμβάνουν όλες τις περιοχές τις οποίες μπορεί να ελέγξουν. Συχνά παραχωρούν γη σε άλλους που τους οφείλουν αφοσίωση και υποτέλεια. Οι υποτελείς αυτοί μπορεί να μεταβιβάζουν επιπλέον απαιτήσεις στους ενοικιαστές γης της περιοχής τους.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της χωροδεσποτείας ήταν και η ουσιαστική επιβίωση της δουλείας, υπό τη μορφή της δουλοπαροικίας. Οι υποτελείς χωρικοί τίθενται υπό την προστασία των ισχυρών γαιοκτημόνων με αντάλλαγμα τον πλήρη έλεγχο της ζωής και εργασίας τους. Τον 11ο αιώνα τα δικαιώματα που ασκούσαν ο βασιλιάς ή ο κόμης περνούν στα χέρια των τοπικών αρχόντων. Έτσι, η απονομή δικαιοσύνης, ο ορισμός και η είσπραξη φορολογίας, η επιβολή αγγαρείας, είναι δικαίωμα των χωροδεσποτών στην περιοχή τους.[10]
Η εξουσία και τα δικαιώματα του δεσπότη βασίζονται στα λεγόμενα έθιμα που εκφράζονται στον στρατιωτικό τομέα, τον δικαστικό και τον οικονομικό τομέα. Οι αγρότες και τεχνίτες της περιοχής οφείλουν στρατιωτική υπηρεσία στον άρχοντα, πολεμώντας μαζί του, χτίζοντας το κάστρο του και υπηρετώντας ως φρουροί. Η εξουσία στην απονομή δικαιοσύνης, που μαρτυρά την ανεξαρτησία της χωροδεσποτείας, αντικατέστησε την εξουσία του βασιλιά. Στο δικαστήριο του χωροδεσπότη επιβάλλονται πρόστιμα για μεγάλα και μικρά αδικήματα, κάτι που είναι σημαντική πηγή εσόδων.
Η ουσιαστική διάκριση μεταξύ των αγροτών δεν ήταν η τυπική κοινωνική θέση αλλά η οικονομική, που αφορούσε την έκταση της γης τους, την πλεονάζουσα συγκομιδή και τις φορολογικές υποχρεώσεις. Συχνά, οι υποχρεώσεις έναντι των αρχόντων ήταν οι ίδιες και για τους ελεύθερους και για τους τυπικά δουλοπάροικους.[11]
Το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του χωροδεσπότη προέρχεται από την παραγωγή που βγάζει η γη του, αλλά και από ενοίκια, φορολογία, διόδια και επιβολή προστίμων. Παράλληλα, οι χωροδεσπότες επιβάλλουν και μονοπώλιο σε μέσα παραγωγής όπως οι μύλοι, φούρνοι και πατητήρια που του ανήκουν.[12] Είναι τόσο μεγάλη η σημασία αυτού του μονοπωλίου, που βλέπουμε πολυάριθμες εξεγέρσεις εναντίον των χωροδεσποτικών φούρνων αλλά και την καταστροφή των αγροτικών μύλων από τους άρχοντες.[13]
Οι κρατήσεις που υφίστανται οι αγρότες από την παραγωγή της σοδειάς τους είναι τόσο μεγάλες που τα ¾ από αυτήν δεν τα διαχειρίζονται οι ίδιοι. Οι άρχοντες όμως που, παρότι είχαν τη δυνατότητα να πωλούν και να αμείβονται σε χρήμα, αναζητούσαν περισσότερα, μετέτρεπαν την γαιοπρόσοδο σε χρηματική. Με τα χρήματα άμειβαν τεχνίτες ή αγόραζαν καταναλωτικά αγαθά, κάτι που δημιουργούσε μια αγορά εντός του χωριού.
Βαθμιαία οι χωροδεσπότες αντιλήφθηκαν ότι μπορούσαν να ενισχύσουν την εκμετάλλευση της περιουσίας τους, βελτιώνοντας τις συνθήκες διαβίωσης των υποτελών τους, ευνοώντας την αύξηση του πληθυσμού ή επιτρέποντας μερική αυτονομία στην αγροτική παραγωγή.[14]
Στη διάρκεια του 11ου και 12ου αιώνα, αναπτύσσεται ένα απελευθερωτικό ρεύμα που βελτιώνει τη νομική υπόσταση των αγροτών, με την αντικατάσταση των αγγαρειών από ένα φόρο και την παροχή χαρτών που καθόριζαν ένα σταθερό ποσό για τις κυριότερες οφειλές. Τον 12ο αιώνα οι άρχοντες ίδρυσαν πόλεις και χωριά στα οποία παρείχαν χάρτες δικαιωμάτων.[15]
Νέες αγροτικές τεχνικές και εργαλεία, εκχερσώσεις και νέες καλλιέργειες, έφεραν μια τεχνολογική πρόοδο που προκάλεσε κοινωνιολογικές ανακατατάξεις στην αγροτική ύπαιθρο. Η αυξημένη παραγωγή και η κερδοφορία που έφερε η πρόοδος οδήγησε σε διάκριση μεταξύ των καλλιεργητών που χρησιμοποιούσαν τα νέα μέσα παραγωγής και τους απλούς χειρώνακτες καλλιεργητές. [16] Όπως σημειώνει ο Le Goff, οι laboratores, η παραγωγική τάξη, δεν περιλαμβάνει το σύνολο των αγροτών ή και των δουλοπαροίκων, αλλά μόνο το ανώτερο στρώμα αυτής της οικονομικής τάξης, αυτών που η οικονομική τους ισχύς είναι αρκετή για να παράγουν περισσότερο από τους άλλους.[17]
Οι γαιοκτήμονες είχαν αντικαταστήσει τις αγγαρείες με χρηματικές απαλλαγές, και με τα χρήματα αυτά μίσθωναν εργάτες για την εκμετάλλευση των αγρών τους και την προμήθεια καλύτερης ποιότητας προϊόντων. Η απαλλαγή των δουλοπαροίκων από την αγγαρεία, επομένως, οφειλόταν στις δομικές αλλαγές που είχαν συντελεστεί στην οικονομία. Τον 12ο αιώνα η δουλοπαροικία είχε καταργηθεί σε πολλές περιοχές τις οποίες είχαν υπό τον έλεγχό τους μεγάλοι γαιοκτήμονες.[18]
Κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα τα ενοίκια σε είδος πάγωσαν και το κόστος ζωής μειώθηκε. Έτσι οι αγρότες μπορούσαν κι αυτοί να αποκτήσουν καταναλωτικά αγαθά που παρήγαγαν οι βιοτεχνίες. Με την αύξηση του πληθυσμού και τα κληρονομικά έθιμα, στα τέλη του 13ου αιώνα σε πολλές περιοχές υπήρχαν ακτήμονες ή απλά μια κατώτερη αγροτική τάξη που αναγκαζόταν να ενοικιάζει την εργατική της δύναμη, ρίχνοντας νερό στον μύλο της ανταλλακτικής οικονομίας.[19]
Η αγροτική παραγωγή αυξήθηκε τόσο που μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες μεγάλων πόλεων. Η ζήτηση για τρόφιμα στις αγορές των πόλεων, σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό, συνέβαλε στη διάλυση της οικονομικής δομής που ήταν προσανατολισμένη στην αυτοκατανάλωση. Οι αγρότες που ήταν πλέον οι περισσότερο ελεύθεροι, δεν παρήγαγαν μόνο για την δική τους επιβίωση αλλά και για την αγορά. Οι κύριοι ωφελημένοι από την εγχρήματη οικονομία ήταν οι έμποροι και οι τεχνίτες. Ιδίως οι τελευταίοι, άρχισαν να πωλούν το πλεόνασμα της παραγωγής τους, που μέχρι πριν προοριζόταν μόνο για τοπική χρήση στην υπηρεσία του άρχοντα. Μέσα στον 12ο αιώνα αποδεσμεύτηκαν από την φεουδαρχική εξάρτηση και γνώρισαν άνθηση ως αυτόνομος τομέας.
Στις πόλεις, οι καταναλωτικές ανάγκες των φεουδαρχών και η μεγάλη προσφορά εργασίας ήταν η κινητήρια δύναμη για την παραγωγή σημαντικών ποσοτήτων βιοτεχνικών προϊόντων με σημαντικούς τομείς την αμπελουργία και την υφαντουργία. Η εξειδίκευση στην υφαντουργία έφερε και μια, ανεξάρτητη από τη φεουδαρχική εξουσία, συντεχνιακή οργάνωση. Ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στους τεχνίτες και τους καταναλωτές αναδείχθηκαν οι έμποροι (mercatores). Γρήγορα και αυτοί οργανώθηκαν σε επαγγελματικές αδελφότητες με σκοπό την αλληλοβοήθεια. Στη διάρκεια του 12ου αιώνα, ορισμένοι σχολιαστές θεωρούν τους mercatores ως μια νέα τάξη δίπλα στο τριμερές σχήμα.[20]
Το πλεόνασμα της αγροτικής παραγωγής που μεταφερόταν στις πόλεις μαζί με το εργατικό δυναμικό τροφοδότησε την αστική ανάπτυξη και τη δημογραφική ενίσχυση των αστικών πληθυσμών. Επικεφαλής των αστικών κοινοτήτων ήταν οι πατρίκιοι που λειτουργούσαν ως εντολοδόχοι της φεουδαρχίας. Σταδιακά τα προνομιούχα στρώματα μετέτρεψαν την οικονομική τους ισχύ σε πολιτική ανεξαρτησία, αμφισβητώντας τα δεσμά υποταγής προς τους άρχοντες και εξαγοράζοντας δικαιώματα εκμετάλλευσης της γης. Η επέκταση της αστικής οικονομίας επέφερε την διπλή υποταγή των καλλιεργητών στους αστούς και τον τοπικό ηγεμόνα.[21]
Κρίση της φεουδαρχίας
Στα τέλη του 13ου αιώνα η προηγούμενη αγροτική ανάπτυξη μεταβλήθηκε σε στασιμότητα της παραγωγής, που δεν μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις. Η οικονομική κρίση άρχισε να γίνεται εμφανής, τόσο με μια σειρά αστικών εξεγέρσεων όσο και λόγω εκτεταμένου λιμού στην ύπαιθρο μετά από μια σειρά κακών σοδειών. Η μειωμένη φυσική αντοχή του πληθυσμού σφραγίστηκε από τη Μεγάλη Πανώλη του 1348.
Οι ιστορικοί της σχολής των Annales, για τα αίτια της κρίσης δίνουν έμφαση στην ανισορροπία ανάμεσα στη δημογραφική ανάπτυξη και τις δυνατότητες διατροφής του Μεσαίωνα. Γεγονός είναι ότι η βασική μονάδα της αγροτικής οικονομίας ήταν ο οικογενειακός κλήρος, που όσο ο πληθυσμός διογκωνόταν, γινόταν όλο και μικρότερος, τόσο ώστε μειώθηκε σημαντικά το αγροτικό πλεόνασμα.[22] Όμως, όπως αντιτείνουν οι μαρξιστές ιστορικοί, αυτό το ντετερμινιστικό δημογραφικό αδιέξοδο δεν είναι το μόνο αίτιο της κρίσης. Η οικογενειακή αγροτική παραγωγή δεν ήταν ένα κλειστό σύστημα αλλά συνδεόταν με την αγροτική κοινότητα και με τους φεουδάρχες.
Στα τέλη του 13ου αιώνα η παραγωγή είχε φτάσει σε στασιμότητα, καθώς οι μεγάλες απαιτήσεις της αριστοκρατίας στέρησαν από τους χωρικούς την ευκαιρία δημιουργίας πλεονάσματος και χρηματικού αποθέματος, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη βελτίωση των εργαλείων και των μεθόδων παραγωγής.
Στη διάρκεια του 14ου αιώνα η μερίδα του πληθυσμού που δεν απασχολούνταν στην παραγωγή τροφίμων είχε αυξηθεί, όπως είχαν αυξηθεί και το λειτουργικό κόστος της πολιτικής εξουσίας και το κόστος του πολέμου. Συνέπεια αυτών ήταν η στροφή των φεουδαρχών στον δανεισμό, με τελικούς αποδέκτες της πίεσης τον αγροτικό πληθυσμό.
Λήξη της κρίσης
Η κρίση έληξε τον 15ο αιώνα με την φεουδαρχική αριστοκρατία να αντικαθιστά την αγροτική καλλιέργεια με την κτηνοτροφία και τη συστηματική χρήση χρήματος στις συναλλαγές. Διέξοδος των αγροτών ήταν η στροφή σε άλλες καλλιέργειες, που τους εξάρτησε αυτή τη φορά από την αγορά. Στο διάστημα αυτό συνέβησαν και ανακατατάξεις στον αστικό χώρο με την ισχυροποίηση των τεχνιτών και των συντεχνιών. Οι έμποροι αντέδρασαν με τη μεταφορά της υφαντουργίας στην ύπαιθρο, στρέφοντας τους μικροκληρούχους στην οικοτεχνία.
Ο Λε Γκοφ αναφέρει ότι η φεουδαρχική χωροδεσποτεία οργανώνει την παραγωγή και αναγκάζεται να την μεταβιβάζει στους πολίτες, εμπόρους και αστούς, από τους οποίους θα εξαρτηθεί μελλοντικά. Παρότι μακροπρόθεσμα η αστική τάξη θα υπονομεύσει την φεουδαρχία, στο τέλος του 13ου αιώνα απέχει πολύ από το να κυριαρχεί επάνω της.[8] Η αναίρεση του τριμερούς σχήματος, λοιπόν, συνδέεται με την αστική ανάπτυξη του 11ου-13ου αιώνα, η οποία προήλθε από τον ολοένα και μεγαλύτερο καταμερισμό της εργασίας.[23] Τελικά, ο εμπορικός καπιταλισμός αναδύθηκε στην διάρκεια της μέσης περιόδου του Μεσαίωνα.[24]Το 1776 ο Άνταμ Σμίθ προσέδωσε οικονομική διάσταση στον όρο φεουδαρχία .Η φεουδαρχία ήταν το σύστημα που δεν άφηνε περιθώρια δράσης στους εμπόρους και στους παραγωγούς των πόλεων.
Παραπομπές
↑Βασίλης Φίλιας, Τα κοινωνικά συστήματα: «Το φεουδαρχικό σύστημα» Κεφ. ΙΙΙ σελ. 68-149, εκδ. Νέα Σύνορα, 1978
↑Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. Α΄ σ. 350 εκδ. Αθηνών 1990 «Η μεσαιωνική Ιαπωνία συνυφάνθηκε με τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας, που ανώτατος εκπρόσωπος της ήταν ο Σογκούν (στρατηγός που δαμάζει τους βαρβάρους) που διατηρούσε μια τυπική εξάρτηση από τον αυτοκράτορα και ανώτατη επίλεκτη τάξη οι Σαμουράι»
↑Gordon Child, What happened in histoy. σ. 88, Penguin Books 1954