Σκούντο του Πεδεμοντίου (από το 1816) Γαλλικό Φράγκο (1800–14) Σαρδηνιακή Λίρα (1816–61)
Το Βασίλειο της Σαρδηνίας (ιταλικά: Regno di Sardegna) ήταν ένα κράτος στη νότια Ευρώπη που διατηρήθηκε από τις αρχές του 14ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, την κέρδισαν οι Δούκες της Σαβοΐας (1720) ενώ ήταν πρώην Ιβηρικό κράτος και ανήκε στο Συμβούλιο της Αραγωνίας. Όταν ξέσπασε ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853) ο Οίκος της Σαβοΐας που κυβερνούσε το ισχυρότερο κράτος στην Ιταλική χερσόνησο το πρόσθεσε στα εδάφη του. Το βασίλειο ονομάστηκε "Σαβοΐα-Σαρδηνία" ή "Πεδεμόντιο-Σαρδηνία" αλλά το νησί υποτιμήθηκε από τη μητρόπολη.[1] Το βασίλειο της Σαρδηνίας πήρε τον τίτλο "Κράτη της Αυτού Μεγαλειότητας του Βασιλιά της Σαρδηνίας".[2] Η πρωτεύουσα της μητρόπολης ήταν το Τορίνο, πρωτεύουσα της Σαβοΐας από τα μέσα του 16ου αιώνα.
Σύντομη ιστορία
Το βασίλειο περιείχε τα πρώτα χρόνια τα νησιά Σαρδηνία και Κορσική με τον τίτλο "Βασίλειο της Σαρδηνίας και της Κορσικής", τα παραχώρησε ως δώρο ο Πάπας στον Ιάκωβο Β΄ της Αραγωνίας (1297).
Ο Ιάκωβος Β΄ κατέκτησε εξ'ολοκλήρου το νησί (1324), ο ίδιος και οι απόγονοι του από τον Οίκο της Βαρκελώνης πήραν τον τίτλο του βασιλιά. Μετά τον πόλεμο που ξέσπασε ανάμεσα στην Καταλονία και τη Σαρδηνία οι Καταλανοί αγόρασαν όλα τα δικαιώματα στο νησί (1420). Όταν ενώθηκε το Στέμμα της Αραγωνίας με το Στέμμα της Καστίλης το βασίλειο μεταβιβάστηκε στην Ισπανική αυτοκρατορία χωρίς την Κορσική. Ο Οίκος των Αψβούργων και ο Οίκος των Βουρβόνων διεκδικητές του Ισπανικού θρόνου την παραχώρησαν στον Βίκτωρ Αμεδαίο Β΄ της Σαρδηνίας μέλος του Οίκου της Σαβοΐας. Το βασίλειο είχε από τότε την έδρα του στα ηπειρωτικά εδάφη: το Δουκάτο της Σαβοΐας, την Αόστα, το Πεδεμόντιο και την Κομητεία της Νίκαιας που κατείχε από το 1388. Η πρωτεύουσα του νησιού ήταν θεωρητικά η Κάλιαρι αλλά η πρωτεύουσα του βασιλείου ήταν επίσημα το Τορίνο πρωτεύουσα του Πεδεμοντίου.
Τα εδάφη του Οίκου της Σαβοΐας προσαρτήθηκαν στην Πρώτη Γαλλική Αυτοκρατορία και ο βασιλιάς της Σαρδηνίας μετακινήθηκε για πρώτη φορά στο νησί. Το Συνέδριο της Βιέννης που συνεδρίασε μετά την πτώση του Ναπολέοντα παρέδωσε τα ηπειρωτικά εδάφη του Οίκου της Σαβοΐας μαζί με τη Λιγυρία στη Δημοκρατία της Γένοβας. Τα κράτη της Σαβοΐας ενώθηκαν ξανά με πρωτεύουσα το Τορίνο (1848), στη συνέχεια ενώθηκε μαζί τους η Λομβαρδία (1859), οι Ηνωμένες Επαρχίες της Κεντρικής Ιταλίας και το Βασίλειο των Δύο Σικελιών (1860), η Δημοκρατία της Βενετίας (1866) και τα Παπικά Κράτη (1870). Το Βασίλειο της Σαρδηνίας άλλαξε το όνομα του σε Βασίλειο της Ιταλίας (17 Μαρτίου 1861), η πρωτεύουσα του ήταν αρχικά η Φλωρεντία και τελικά μετακινήθηκε στη Ρώμη. Το βασίλειο της Σαρδηνίας - Πεδεμοντίου θεωρείται ο προκάτοχος του Βασιλείου της Ιταλίας και κατόπιν της σημερινής Ιταλικής Δημοκρατίας.[3]
Ίδρυση του βασιλείου
Βυζαντινή κυριαρχία
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατέλαβε τη Σαρδηνία και την Κορσική (238 π.χ.), οι Ρωμαίοι τη διατήρησαν μέχρι τον 5ο αιώνα μ.χ. και στη συνέχεια την κατέλαβαν οι Βάνδαλοι που είχαν εγκατασταθεί στη Βόρεια Αφρική. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ανακατέλαβε το νησί (534) και παρέμεινε στην κυριαρχία των Βυζαντινών μέχρι τον 9ο αιώνα που οι Άραβες κατέκτησαν τη Σικελία, η επικοινωνία με την Κωνσταντινούπολη έγινε από τότε αδύνατη και κυβερνήθηκε από τις ισχυρές οικογένειες. Με κίνδυνο την Αραβική κατάκτηση και χωρίς εξωτερική βοήθεια οι Σαρδηνοί οργάνωσαν την άμυνα σύμφωνα με τα Ρωμαϊκά και τα Βυζαντινά πρότυπα, δημιούργησαν μια μορφή κοινοβουλευτικής μοναρχίας σε αντίθεση με τα καθεστώτα της απόλυτης μοναρχίας που υπήρχαν τότε στην Ευρώπη. Οι Σαρακηνοί ξεκίνησαν τη λεηλασία στις παραλιακές πόλεις (705), οι πληροφορίες για την πολιτική κατάσταση στη Σαρδηνία τους επόμενους αιώνες είναι ελλιπής. Οι κάτοικοι της Θάρρος εγκατέλειψαν λόγω των Αραβικών επιδρομών την πόλη και εγκαταστάθηκαν στην Οριστάνο (9ος αιώνας), πολλές άλλες παραλιακές πόλεις όπως η Κάλιαρι είχαν την ίδια τύχη. Ακολούθησε ισχυρή Αραβική επιδρομή από τις Βαλεαρίδες (1015 - 1016), οι Σαρακηνοί αποκρούστηκαν από τους Δικαστές της Σαρδηνίας με ναυτική βοήθεια από την Πίζα και τη Δημοκρατία της Γένοβας που ήταν ανεξάρτητες από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο Πάπας Βενέδικτος Η΄ ζήτησε και ο ίδιος βοήθεια από την Πίζα και τη Γένοβα για να αντιμετωπίσει τους Άραβες.[4] Μετά το Σχίσμα του 1054 η Ρώμη προσπάθησε έντονα να επιβάλει στο νησί την Καθολική Εκκλησία, την ίδια τακτική ακολούθησε και στη νότια Ιταλία όταν οι Καθολικοί Νορμανδοί έδιωξαν τους Βυζαντινούς. Ο τίτλος του "Δικαστή" ενοχλούσε επίσης επειδή ήταν Βυζαντινό κατάλοιπο και είχε σύνδεση με το Ελληνικό κράτος και την Ορθοδοξία.
Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
Η Σαρδηνία και η Κορσική κυβερνήθηκαν μέχρι τις αρχές του 11ου αιώνα από τους "Άρχοντες" (Ελληνικά) ή "Δικαστές" (Λατινικά), ήταν οι πραγματικοί βασιλείς στο νησί αλλά υποτελείς του Βυζαντινού αυτοκράτορα.[5][6][7][8] Δύο ονόματα Αρχόντων έχουν διασωθεί μόνο "Τουρκοτουρίου βασιλικού προτοσπαθαρίου[9] και Σαλουσίου των ευγενέστατων αρχόντων", κυβέρνησαν πιθανότατα τον 10ο αιώνα.[9][10][11] Οι "Άρχοντες" έγραφαν στα Ελληνικά και στα Λατινικά αλλά ένα παλιό έγγραφο που προερχόταν από τη Δικαιοδοσία του Κάλιαρι (1070) ήταν γραμμένο στη Σαρδηνιανή γλώσσα με το Ελληνικό Αλφάβητο.[12] Το νησί διαιρέθηκε σε μικρότερα βασίλεια τις "Δικαιοδοσίες", αυτή τη φορά ήταν υποτελείς στον πάπα και στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσουν συγκρούσεις απέναντι στις Δικαιοδοσίες αφού κάθε Δικαστής έβλεπε τον εαυτό του σαν ανεξάρτητο βασιλιά, προσπαθούσαν να υποτάξουν τους εξεγερμένους ευγενείς.[13] Οι Δικαιοδοσίες τερματίστηκαν οριστικά όταν το Αραγωνέζικο βασίλειο της Σαρδηνίας και της Κορσικής νίκησε τον δικαστή της Αρμπορέα (1410) στη "μάχη της Σανλουρί", ο Δικαστής πούλησε όλα τα κληρονομικά του δικαιώματα.
Ο τίτλος του βασιλιά της Σαρδηνίας παραχωρήθηκε από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στον Μπαρισόν Β΄ της Αρμπορέα και στον Έντζιο της Σαρδηνίας γιο του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄.[14] Ο πρώτος απέτυχε να ενώσει το νησί παρά τους πολέμους που έκανε πολλά χρόνια με τους υπόλοιπους Δικαστές, έκλεισε τελικά μαζί τους ειρήνη (1172).[15] Ο Έντζιο δεν είχε την ευκαιρία να το ολοκληρώσει, ο πατέρας του Φρειδερίκος Β΄ Χοενστάουφεν τον κάλεσε (1239) και τον διόρισε Γενικό Βικάριο της Ιταλίας, πέθανε αφού παρέμεινε 23 χρόνια σε φυλακή στην Μπολόνια (1272).
Συμφωνία της Αραγωνίας με τους Ανδεγαυούς
Οι Βασιλείς της Αραγωνίας ξεκίνησαν την κατάκτηση της Σαρδηνίας (1324), απέκτησαν τον πλήρη έλεγχο (1410) και κυβέρνησαν μέχρι το 1460.[16] Το Βασίλειο της Σαρδηνίας και της Κορσικής ενώθηκε σε μια Ομοσπονδία κρατών που πήρε το όνομα Στέμμα της Αραγωνίας με ανώτατο κυβερνήτη τον βασιλιά της Αραγωνίας. Το Στέμμα της Αραγωνίας συνεδρίαζε με αντιπροσώπους από όλα τα κράτη που απέκτησαν μεγάλη αξία όταν παντρεύτηκαν οι Καθολικοί Μονάρχες και ενώθηκε με το Στέμμα της Καστίλης (1469). Ο Πάπας Βονιφάτιος Η΄ σε μυστική ρήτρα στη "Συνθήκη του Αναγκνί" (1297) πρότεινε την ένωση των δύο νησιών σε ένα βασίλειο. Ο Ιάκωβος Β΄ της Αραγωνίας έκανε συμφωνία με τον βασιλιά της Νεαπόλεως Κάρολο τον Χωλό να τον αναγνωρίσει βασιλιά της Σικελίας με τον όρο να του δώσει τη Σαρδηνία και την Κορσική.
Οι Σικελοί δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο την επιστροφή των Ανδεγαυών που τους είχαν θανατώσει όταν ξέσπασε ο Σικελικός Εσπερινός (1282), ανακήρυξαν βασιλιά τον μικρότερο αδελφό του Ιακώβου Β΄ Φρειδερίκο Β΄ της Σικελίας παρά την αντίθεση του πάπα και του ίδιου του αδελφού του. Η Σαρδηνία και η Κορσική είχαν έως τότε διαφορετικούς κυβερνήτες και ο πάπας είχε στόχο να ενώσει τα νησιά με το Βασίλειο της Σικελίας, το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί το Βασίλειο των Δύο Σικελιών. Τα τρία από τα τέσσερα βασίλεια της Σαρδηνίας πέρασαν μετά τον 9ο αιώνα από τους Βυζαντινούς στην Πίζα και τη Γένοβα, η Κορσική από την άλλη πλευρά είχε κατακτηθεί από τη Γένοβα (1133). Ο πάπας επιθυμούσε τη λήξη του πολέμου ανάμεσα στους Γιβελλίνους της Πίζας και την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η εκκλησία της Σαρδηνίας είχε φύγει εξ'ολοκλήρου από τον έλεγχο του πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, οι κάτοικοι ήταν Καθολικοί αλλά είχαν ισχυρή επίδραση από τους Ορθόδοξους Βυζαντινούς που κυβέρνησαν το νησί πολλά χρόνια.
Ίδρυση του βασιλείου της Σαρδηνίας
Ο πάπας Βονιφάτιος Η΄ έκανε επέμβαση στη σύγκρουση ανάμεσα στον Οίκο των Καπετιδών του Ανζού και τον Οίκο της Βαρκελώνης, υποσχέθηκε στον Ιάκωβο Β΄ της Αραγωνίας να τον βοηθήσει να κερδίσει τη Σαρδηνία από την Πίζα με αντάλλαγμα να παραδώσει τη Σικελία στον Κάρολο τον Χωλό (1297). Ο Ιάκωβος Β΄ συμμάχησε με τον Ούγο Β΄ της Αρμπορέα (1323), κατέκτησε από την Πίζα τις περιοχές του Κάλιαρι και της Γκαλλούρα με τη Σάσσαρι, διεκδίκησε τις κατακτήσεις σαν Βασίλειο της Σαρδηνίας και της Κορσικής. Το Βασίλειο της Αρμπορέα κήρυξε τον πόλεμο στο βασίλειο της Αραγωνίας (1353) αλλά το Στέμμα της Αραγωνίας ολοκλήρωσε την κατάκτηση του νησιού το 1420. Το Βασίλειο της Σαρδηνίας και της Κορσικής ήταν ξεχωριστή κρατική οντότητα στο Στέμμα της Αραγωνίας και δεν ενσωματώθηκε ποτέ με το Βασίλειο της Αραγωνίας. Ο Πέτρος Δ΄ της Αραγωνίας παραχώρησε στο βασίλειο κυβερνητική και διοικητική αυτονομία, την κυβέρνηση των δύο νησιών ανέλαβε ένας υποτελής αντιβασιλιάς. Ο Αλφόνσος Ε΄ της Αραγωνίας, βασιλιάς της Σικελίας και διάδοχος της Αραγωνίας αγόρασε τις αμφισβητούμενες περιοχές από τη Δικαιοδοσία της Αρμπορέα (1420) και τον τελευταίο δικαστή Γουλιέλμο Γ΄ της Ναρμπόν (1370 - 1424) με 100.000 χρυσά φλορίνια.
Το "Βασίλειο της Σαρδηνίας και της Κορσικής" είχε στην κατοχή του ολόκληρο το νησί με μοναδική εξαίρεση την Καστελντόρια. Η Κορσική δεν κατακτήθηκε ποτέ με αποτέλεσμα όταν το Στέμμα της Αραγωνίας ενώθηκε με το Στέμμα της Καστίλης δημιουργώντας το Ισπανικό στέμμα χάθηκε το νησί από τον βασιλικό τίτλο. Η ήττα των τοπικών δικαστών στη Σαρδηνία, η ανακάλυψη της Αμερικής και ο στείρος φεουδαρχισμός έφεραν μεγάλη παρακμή στο βασίλειο της Σαρδηνίας. Ακολούθησε μια σύντομη περίοδος επανάστασης από τον ευγενή Λεονάρντο Αλαγκόν μαρκήσιο του Οριστάνο απέναντι στον αντιβασιλιά Νικολό Καρρόζ, νίκησε τη δεκαετία του 1470 τον βασιλικό στρατό αλλά συνετρίβη στη "μάχη του Μάκομερ" (1478). Οι επαναστάσεις σταμάτησαν από τότε οριστικά, οι επιδρομές πειρατών από την Αφρική και μία μεγάλη σειρά από επιδημίες (1582, 1652 και 1655) χειροτέρεψαν σημαντικά την κατάσταση.
Κατάκτηση της Αραγωνίας
Το "Βασίλειο της Σαρδηνίας και της Κορσικής" που ιδρύθηκε επίσημα το 1297 άρχισε σταδιακά να αμφισβητείται, το 1324 οι σύμμαχοι του το έλεγαν "Δικαιοδοσία της Αρμπορέας", ο Ιάκωβος Β΄ κυρίευσε το Κάλιαρι και την Γκαλλούρα που ανήκαν στην Πίζα σύμφωνα με την άδεια του πάπα. Το βασίλειο της Αραγωνίας ξεκίνησε τον πόλεμο με τον Οίκο των Ντόρια και τον Οίκο των Μαλεσπίνα που ήταν Γενοβέζοι πολίτες και κατείχαν την κατείχαν τη "Δικαιοδοσία του Λογκουντόρο" στα βορειοδυτικά της Σαρδηνίας και την πόλη του Αλγκέρο. Η "Δικαιοδοσία της Αρμπορέας" ήταν το μόνο κράτος της Σαρδηνίας που είχε αποκρούσει όλες τις επιθέσεις και ήταν πολύ δύσκολη η υποταγή του, ο δικαστής Μαριανός Δ΄ ξεκίνησε τις κατακτήσεις των υπόλοιπων περιοχών του νησιού που ανήκαν στην Αραγωνία. Η επανάσταση πέτυχε και έδιωξαν τους Αραγωνέζους από το μεγαλύτερο τμήμα της Σαρδηνίας, τους περιόρισαν μονάχα στα λιμάνια του Κάλιαρι και του Αλγκέρο (1368). Οι εντάσεις συνεχίστηκαν και ένας στρατός της Αρμπορέα υπό την ηγεσία του Γενοβέζου Μπρανκαλεόνε Ντόρια έφερε το μεγαλύτερο τμήμα του νησιού στην κυριαρχία της Δικαιοδοσίας της Αρμπορέας. Η κατάσταση αντιστράφηκε όταν ένας στρατός από την Αραγωνία συνέτριψε τον στρατό της Αρμπορέας στη "μάχη του Σανλουρί" (1409). Η Δικαιοδοσία της Αρμπορέα πούλησε τις περιοχές που της είχαν απομείνει στο "Βασίλειο της Σαρδηνίας" με 100.000 χρυσά φιορίνια (1420), η Αραγωνία κατείχε ολόκληρο το νησί εκτός από την πόλη Καστελντόρια που είχε κλαπεί από τον Οίκο των Ντόρια (1448). Η Κορσική ωστόσο η οποία ανήκε στη Δημοκρατία της Γένοβας και δεν κατακτήθηκε χάθηκε από τον βασιλικό τίτλο έναν αιώνα αργότερα.
Οι βασιλείς της Σαρδηνίας και της Κορσικής από τον Οίκο της Βαρκελώνης ήταν οι εξής:
Οι Αλλόβρυγες ένα Κελτικό φύλο εγκαταστάθηκε τον 3ο αιώνα π.χ. στην περιοχή ανάμεσα στον Ροδανό και τις Άλπεις, τον 4ο αιώνα μ.χ. η περιοχή της Σαβοΐας παραχωρήθηκε από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στο Βασίλειο των Βουργουνδών. Το Πεδεμόντιο κατοικήθηκε τα πρώτα χρόνια από φυλές Κέλτο-Λιγουρίων όπως οι Ταουρίνι και οι Σαλασσί, αργότερα υποτάχθηκαν στους Ρωμαίους (220 π.χ.) που ίδρυσαν πολλές αποικίες όπως το Τορίνο και την Ιβρέα. Όταν έπεσε η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επιτέθηκαν στην περιοχή οι Βουργουνδοί και οι Γότθοι (5ος αιώνας), η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και οι Λομβαρδοί (6ο αιώνας) και οι Φράγκοι (773). Το Πεδεμόντιο ενσωματώθηκε στο Βασίλειο της Ιταλίας που διαιρέθηκε σε πολλά κράτη και κομητείες. Ο Όθων της Σαβοΐας πρόσθεσε το Πεδεμόντιο στην Κομητεία της Σαβοΐας με πρωτεύουσα το Σαμπερί, άλλες περιοχές που παρέμειναν ανεξάρτητες ήταν το Άστι, η Αλεσσάντρια, η Μαρκιωνία του Σαλούτσο και η Μαρκιωνία του Μομφερράτου. Η Κομητεία της Σαβοΐας προβιβάστηκε σε δουκάτο (1416) και ο Εμμανουήλ Φιλιβέρτος της Σαβοΐας μετακίνησε την πρωτεύουσα στο Τορίνο (1563).
Μετάβαση στον Οίκο της Σαβοΐας
Η Ισπανική κυριαρχία στη Σαρδηνία έληξε όταν ξέσπασε τον 18ο αιώνα ο Πόλεμος της Ισπανικής Διαδοχής. Η Συνθήκη της Ουτρέχτης (1713) μοίρασε τις Ευρωπαϊκές κτήσεις της Ισπανίας: Η Σαβοΐα δέχτηκε τη Σικελία και τμήμα από το Δουκάτο του Μιλάνου, ο Κάρολος ΣΤ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δέχθηκε τις Ισπανικές Κάτω Χώρες, το Βασίλειο της Νεαπόλεως, τη Σαρδηνία και το υπόλοιπο από το Δουκάτο του Μιλάνου. Ο Βίκτωρ Αμεδαίος Β΄ της Σαρδηνίας συμφώνησε να δώσει τη Σικελία στον Αυστριακό Οίκο των Αψβούργων και να δεχτεί σαν αντάλλαγμα τη Σαρδηνία, η αλλαγή κατοχυρώθηκε με τη "Συνθήκη της Χάγης" (17 Φεβρουαρίου 1720). Το Βασίλειο της Σαρδηνίας υπήρχε από τον 14ο αιώνα, αυτό επέτρεψε στον Βίκτωρ Αμεδαίο να διατηρήσει τον τίτλο του βασιλιά παρά την απώλεια της Σικελίας. Ο Βίκτωρ Αμεδαίος Β΄ αρνήθηκε την ανταλλαγή και προτιμούσε να ονομάζει τον εαυτό του περισσότερο βασιλιά της Σικελίας παρά της Σαρδηνίας. Ο επίσημος τίτλος ήταν "Βασιλιάς της Σαρδηνίας, της Κύπρου και της Ιερουσαλήμ", ο Οίκος της Σαβοΐας εξακολουθούσε να διεκδικεί την Κύπρο και την Ιερουσαλήμ που είχε κατακτήσει η Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο Κάρολος Εμμανουήλ Γ΄ της Σαρδηνίας προσάρτησε το Αρχιπέλαγος Λα Μανταλένα στο Στενό του Μπονιφάτσιο από τη Δημοκρατία της Γένοβας (1767 - 1769) και διεκδικήθηκε σαν τμήμα της Κορσικής, το Αρχιπέλαγος ανήκε στη Σαρδηνία.
Το Βασίλειο της Σαρδηνίας και τα υπόλοιπα κράτη στο Στέμμα της Σαβοΐας ενώθηκαν στον Πόλεμο του Πρώτου Συνασπισμού εναντίον της Α΄ Γαλλικής Δημοκρατίας (1792) αλλά ηττήθηκαν από τον Ναπολέων Α΄ και υπέγραψαν τη Συνθήκη των Παρισίων που επέτρεψε στον Γαλλικό στρατό να περάσει ελεύθερα από το Πεδεμόντιο (1796). Οι Γάλλοι κατέλαβαν το Τορίνο και ο Κάρολος Εμμανουήλ Δ΄ της Σαρδηνίας παραιτήθηκε από τη Σαρδηνία, ψηφίστηκε στη συνέχεια η ένωση του Πεδεμοντίου με τη Γαλλία. Τα Αυστρορωσικά στρατεύματα κατέλαβαν λίγο την πόλη (1799) αλλά με τη Μάχη του Μαρένγκο (1800) οι Γάλλοι κέρδισαν ξανά τον έλεγχο.
Το Στέμμα της Σαβοΐας κατέκτησε την πρώην Δημοκρατία της Γένοβας που έγινε ουδέτερη ζώνη απέναντι στη Γαλλία, η προσάρτηση επικυρώθηκε στο Συνέδριο της Βιέννης.[17] Οι επόμενοι κυβερνήτες της Σαρδηνίας ήταν: Βίκτωρ Εμμανουήλ Α΄ της Σαρδηνίας, Κάρολος Φήλιξ της Σαρδηνίας και Κάρολος Αλβέρτος της Σαρδηνίας που επικεφαλής στρατού αποκατέστησε τον Φερδινάνδο Ζ΄ στον Ισπανικό θρόνο. Ο Βίκτωρ Εμμανουήλ Α΄ κατάργησε όλους τους νόμους του Ναπολέοντα που έγιναν μισητοί ιδιαίτερα στη Σαρδηνία, δεν χρησιμοποιούσαν ούτε τους δρόμους που είχαν κατασκευαστεί από τους Γάλλους.
Το βασίλειο της Σαρδηνίας εκβιομηχανίστηκε μετά το 1830, με λαϊκή αντίδραση και φιλελεύθερη επανάσταση συντάχτηκε Σύνταγμα (1848). Το βασίλειο της Σαρδηνία που μέχρι τότε περιοριζόταν μόνο στο νησί επεκτάθηκε σε όλα τα εδάφη του Οίκου της Σαβοΐας με εξαιρετικές αλλαγές, έγινε πιο συγκεντρωτικό σύμφωνα με το Γαλλικό πρότυπο. Ο Κάρολος Αλβέρτος ύστερα από πίεση κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστρία μετά από μερικές επιτυχίες στην αρχή συνετρίβη στη "μάχη του Κουστόζα" (1848) από τον Γιόζεφ Ραντέτσκι (1766 - 1858).
Η πορεία προς την Ένωση
Το βασίλειο της Σαρδηνίας όπως όλα τα κράτη στην Ιταλική χερσόνησο και τα συσχετιζόμενα νησιά βρισκόταν σε συνεχείς ταραχές με μεγάλη πολιτική αστάθεια, μετά τη συντριβή από την Αυστρία ο Κάρολος Αλβέρτος παραιτήθηκε υπέρ του γιου του Βίκτωρος Εμμανουήλ Β΄. Το φιλελεύθερο υπουργείο που εγκαταστάθηκε στη Σαρδηνία υπό την ηγεσία του κόμη Καβούρ στάθηκε η κινητήρια δύναμη για την Ιταλική ενοποίηση. Το βασίλειο της Σαρδηνίας συμμετείχε στην Ιταλική ενοποίηση, στον Κριμαϊκό Πόλεμο συμμάχησε με την Οθωμανική αυτοκρατορία, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία εναντίον της Ρωσίας. Όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Ιταλικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας (1859) το βασίλειο της Σαρδηνίας συντάχτηκε με τη Γαλλία εναντίον της Αυστρίας, ο Ναπολέων Γ΄ δεν κράτησε τις υποσχέσεις που έδωσε στον Καβούρ να πολεμήσει μέχρι να κατακτηθεί ολόκληρο το Βασίλειο της Λομβαρδοβενετίας. Μετά τις αιματηρές μάχες στη Ματζέντα και στο Σολφερίνο ο Ναπολέων Γ΄ βρήκε πολύ δαπανηρό να συνεχίσει τον πόλεμο, έκλεισε ειρήνη παρά τη θέληση του Καβούρ και συμφώνησε να παραχωρηθεί η Λομβαρδία. Η Αυστριακή κυβέρνηση αρνήθηκε να παραχωρήσει οποιοδήποτε έδαφος στο βασίλειο της Σαρδηνίας, συμφώνησαν να δώσουν τη Λομβαρδία στον Ναπολέων που την έδωσε σαν αντάλλαγμα την περιοχή στο βασίλειο της Σαρδηνίας για να ικανοποιήσει τους Ιταλούς. Ο Καβούρ παραιτήθηκε με οργή από το αξίωμα του όταν έμαθε ότι ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Β΄ δέχτηκε τη συμφωνία.
Η Πάρμα, η Τοσκάνη, η Μόντενα και η Εμίλια-Ρομάνια ψήφισαν να ενωθούν με το βασίλειο της Σαρδηνίας, αυτό ανησύχησε τον Ναπολέων Γ΄ που δεν ήθελε ένα ισχυρό κράτος στα νότια της Γαλλίας και ζήτησε από το βασίλειο της Σαρδηνίας να παραχωρήσει τη Σαβοΐα και τη Νίκαια στη Γαλλία. Οι δυο περιοχές παραχωρήθηκαν στους Γάλλους με δημοψήφισμα των μόνιμων κατοίκων σε ποσοστό 99.5%. Ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι ξεκίνησε εκστρατεία να κατακτήσει τις περιοχές νότια από τα Απέννινα όρη (1860). Το Βασίλειο των Δύο Σικελιών που ήταν το μεγαλύτερο βασίλειο στην περιοχή και επεκτεινόταν από το Αμπρούτσο και τη Νάπολη στο κέντρο της Ιταλίας μέχρι τη Μεσσήνη και το Παλέρμο στη Σικελία κατακτήθηκε, μετά βάδισε προς την Γκαέτα. Ο Καβούρ ικανοποιήθηκε με την ενοποίηση αλλά ο Γκαριμπάλντι που ήταν πολύ περισσότερο επαναστατικός ήθελε να κατακτήσει τη Ρώμη και διαμαρτυρήθηκε έντονα για την παραχώρηση της Νίκαιας στη Γαλλία. Ο Γκαριμπάλντι απέτυχε επίσης να εκπληρώσει τις υποσχέσεις που είχε δώσει στους Σικελούς ώστε το ενοποιημένο κράτος να είναι Δημοκρατία αντί για βασίλειο και οι Σικελοί να έχουν μεγάλα οικονομικά κέρδη, οι επιθυμίες αυτές εκπληρώθηκαν μετά το 1946.
Οι βασιλείς της Σαρδηνίας από τον Οίκο της Σαβοΐας ήταν οι εξής:
Το Κοινοβούλιο της Σαρδηνίας ανακήρυξε με τον Νόμο 1861 την ένωση όλων των κρατών της Ιταλικής χερσονήσου μαζί με το Βασίλειο της Σικελίας στο βασίλειο της Ιταλίας.[18] Το Σύνταγμα και οι νόμοι του βασιλείου της Σαρδηνίας καθιερώθηκαν και επιβλήθηκαν σε ολόκληρη την Ιταλία. Το Πεδεμόντιο παρέμεινε το πιο πλούσιο και το κυρίαρχο κράτος στην Ιταλική χερσόνησο, η πρωτεύουσα του Πεδεμοντίου Τορίνο παρέμεινε πρωτεύουσα του βασιλείου της Ιταλίας μέχρι το 1865, στη συνέχεια μετακινήθηκε στη Φλωρεντία. Ακολούθησαν πολλές εξεγέρσεις στη νότια Ιταλία και τη Σικελία, περιοχές που ένοιωθαν αδικημένες με την υποτίμηση που είχαν από την άρχουσα τάξη του βορά ιδιαίτερα το Πεδεμόντιο. Ο Οίκος της Σαβοΐας κυβέρνησε το Ιταλικό βασίλειο μέχρι το 1946 που εκδιώχθηκε με δημοψήφισμα, οι περιοχές του νότου και η Σαρδηνία μαζί ψήφισαν υπέρ της μοναρχίας με συντριπτικό ποσοστό που έφτασε το 63.8%.
Το νόμισμα που κυκλοφορούσε στη Σαβοΐα ήταν το Εσκούδο του Πεδεμοντίου, όταν ξέσπασαν οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι αντικαταστάθηκε από το Γαλλικό Φράγκο, στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από τη Σαρδηνιακή λίρα (1816) και από το Σαρδηνιακό Εσκούδο (1821).
Την εποχή που το Δουκάτο της Σαβοΐας διεκδίκησε το Βασίλειο της Σικελίας (1713) και το Βασίλειο της Σαρδηνίας (1723) η σημαία της Σαβοΐας έγινε σημαία του ναυτικού, το πρόβλημα ήταν ότι χρησιμοποιήθηκε από το Κυρίαρχο Στρατιωτικό Τάγμα της Μάλτας. Το Δουκάτο της Σαβοΐας αναγκάστηκε να τροποποιήσει τη σημαία του με πολλούς τρόπους, πρόσθεσε τα γράμματα "FERT" ή μπλε περίγραμμα ή χρησιμοποίησε στο ένα καντόνι μία μπλε σημαία με τον σταυρό της Σαβοΐας. Ο Κάρολος Αλβέρτος υιοθέτησε τελικά την "επαναστατική τρίχρωμη σημαία" που έγινε τελικά η σημαία του βασιλείου της Ιταλίας και στη συνέχεια της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Οι βασιλείς της Σαρδηνίας από τον Οίκο της Σαβοΐας ως Βασιλείς της Ιταλίας ήταν οι εξής:
↑Carlos Ramirez-Faria (2007). Concise Encyclopeida Of World History. σ. 644.
↑Christopher Storrs, "Savoyard Diplomacy in the Eighteenth Century (1684–1798)", in Daniela Frigo (ed.), Politics and Diplomacy in Early Modern Italy: The Structure of Diplomatic Practice, 1450–1800 (Cambridge University Press, 2000), σ. 210.
↑B. MARAGONIS, Annales pisani a.1004–1175, ed. K. PERTZ, in MGH, Scriptores, 19,Hannoverae, 1861/1963, σσ. 236–2 and Gli Annales Pisani di Bernardo Maragone, a cura di M. L.GENTILE, in Rerum Italicarum Scriptores, n.e., VI/2, Bologna 1930, σσ. 4–7. "1017.
↑C. Zedda-R. Pinna, La nascita dei giudicati, proposta per lo scioglimento di un enigma storiografico, su Archivio Storico Giuridico Sardo di Sassari, vol. n°12, 2007, Dipartimento di Scienze Giuridiche dell'Università di Sassari
↑F. Pinna, Le testimonianze archeologiche relative ai rapporti tra gli Arabi e la Sardegna nel medioevo, in Rivista dell'Istituto di storia dell'Europa mediterranea, Consiglio Nazionale delle Ricerche, n°4, 2010
↑"Antiquitas nostra primum Calarense iudicatum, quod tunc erat caput tocius Sardinie, armis subiugavit, et regem Sardinie Musaitum nomine civitati Ianue captum adduxerunt, quem per episcopum qui tunc Ianue erat, aule sacri palatii in Alamanniam mandaverunt, intimantes regnum illius nuper esse additum ditioni Romani imperii." – Oberti Cancellarii, Annales p 71, Georg Heinrich (a cura di) MGH, Scriptores, Hannoverae, 1863, XVIII, σσ. 56–96
↑Crónica del califa 'Abd ar-Rahmân III an-Nâsir entre los años 912–942,(al-Muqtabis V), édicion. a cura de P. CHALMETA – F. CORRIENTE, Madrid, 1979, σ. 365 "Tuesday, August 24th 942 (A.D.), a messenger of the Lord of the island of Sardinia appeared at the gate of al-Nasir ... asking for a treaty of peace and friendship. With him were the merchants, people Malfat, known in al-Andalus as from Amalfi, with the whole range of their precious goods, ingots of pure silver, brocades etc. ... transactions which drew gain and great benefits"
↑ 9,09,1Constantini Porphyrogeneti De caerimoniis aulae Byzantinae, in Patrologia cursus completus. Series Graeca CXII, Paris 1857
↑R. CORONEO, Scultura mediobizantina in Sardegna, Nuoro, Poliedro, 2000
↑Roberto Coroneo, Arte in Sardegna dal IV alla metà dell'XI secolo, edizioni AV, Cagliari 2011
↑Ferrer, Eduardo Blasco (1984). Storia Linguistica Della Sardegna, pg.65, De Gruyter
↑Barisone Doria: "La senyoria no la tenim ne havem haùda ne del rey ne da regina, e no som tenguts a rey ne a regina axi com eren los dits harons de Sicilia, abans de la dita senyoria e domini obtenim per Madonna Elionor, nostra muller, che és jutgessa d'Arborea e filla e succehidora per son pare per lo jutgat d'Arborea, la qual Casa d'Arborea ha D anys que ha hauda senyioria en la present illa" "We had our lordship not from any king or queen and have not to be loyal to any king or queen as sicilian Barons, because we had our lordship from Madonna Elionor, our wife, who is Lady Judge (Juighissa in Sardinian) of Arborea, daughter and successor of her father of the Judicate of Arborea, and this House of Arborea has reigned for five hundreds years in this island." – Archivo de la Corona d'Aragon. Colleccion de documentos inéditos. XLVIII
↑G. Seche, L'incoronazione di Barisone "Re di Sardegna" in due fonti contemporanee: gli Annales genovesi e gli Annales pisani, in Rivista dell'Istituto di storia dell'Europa mediterranea, Consiglio Nazionale delle Ricerche, n°4, 2010
↑Dino Punchu (a cura di), I Libri Iurium della Repubblica de Genova, Ministero per i Beni Culturali e Ambientali, Roma, 1996, n°390, σ.334
↑Geronimo Zurita, Los cinco libros postreros de la segunda parte de los Anales de la Corona d'Aragon, Oficino de Domingo de Portonaris y Ursono, Zaragoza, 1629, libro XVII, σσ. 75–76
↑Wells, H. G., Raymond Postgate, and G. P. Wells. The Outline of History, Being a Plain History of Life and Mankind. Garden City, NY: Doubleday, 1956. σ. 753
Murtaugh, Frank M. (1991). Cavour and the Economic Modernization of the Kingdom of Sardinia. New York: Garland Publishing Inc.
Hearder, Harry (1986). Italy in the Age of the Risorgimento, 1790–1870. London: Longman.
Luttwak Edward, The Grand Strategy of the Byzantine Empire, The Belknap Press, 2009,
Martin, George Whitney (1969). The Red Shirt and the Cross of Savoy. New York: Dodd, Mead and Co.
Storrs, Christopher (1999). War, Diplomacy and the Rise of Savoy, 1690–1720. Cambridge University Press.
Smith, Denis Mack. Victor Emanuel, Cavour and the Risorgimento (Oxford University Press, 1971).
Thayer, William Roscoe (1911). The Life and Times of Cavour vol 1. old interpretations but useful on details.
AAVV. (a cura di F. Manconi), La società sarda in età spagnola, Cagliari, Consiglio Regionale della Sardegna, 2 voll., 1992-3
Blasco Ferrer Eduardo, Crestomazia Sarda dei primi secoli, collana Officina Linguistica, Ilisso, Nuoro, 2003.
Boscolo Alberto, La Sardegna bizantina e alto giudicale, Edizioni Della TorreCagliari 1978
Casula Francesco Cesare, La storia di Sardegna, Carlo Delfino Editore, Sassari, 1994.
Coroneo Roberto, Arte in Sardegna dal IV alla metà dell'XI secolo, edizioni AV, Cagliari, 2011
Coroneo Roberto, Scultura mediobizantina in Sardegna, Nuoro, Poliedro, 2000,
De Saint-Severin Charles, Souvenirs d'un sejour en Sardaigne pendant les annés 1821 et 1822, Ayné editeur, Lyon, 1827,
Ferrer i Mallol Maria Teresa, La guerra d'Arborea alla fine del XIV secolo; From Archivo de la Corona d'Aragon. Colleccion de documentos inéditos. XLVIII
Gallinari Luciano, Il Giudicato di Cagliari tra XI e XIII secolo. Proposte di interpretazioni istituzionali, in Rivista dell'Istituto di Storia dell'Europa Mediterranea, n°5, 2010
Manconi Francesco, La Sardegna al tempo degli Asburgo, Il Maestrale, Nuoro, 2010.
Manconi Francesco, Una piccola provincia di un grande impero, CUEC, Cagliari, 2012.
Mastino Attilio, Storia della Sardegna Antica, Il Maestrale, Nuoro, 2005.
Meloni Piero, La Sardegna Romana, Chiarella, Sassari, 1980
Motzo Bachisio Raimondo, Studi sui bizantini in Sardegna e sull'agiografia sarda, Deputazione di Storia Patria della Sardegna, Cagliari, 1987
Ortu Gian Giacomo, La Sardegna dei Giudici, Il Maestrale, Nuoro, 2005.
Paulis Giulio, Lingua e cultura nella Sardegna bizantina: testimonianze linguistiche dell'influsso greco, Sassari, L'Asfodelo, 1983
Spanu Luigi, Cagliari nel seicento, Edizioni Castello, Cagliari, 1999
Spanu Pier Giorgio, Dalla Sardegna bizantina alla Sardegna Giudicale, in Orientis Radiata Fulgore, la Sardegna nel contesto storico e culturale bizantino, Atti del Convegno di Studi, 30 novembre – 1 dicembre 2007, Nuove Grafiche Puddu Editore, Ortacesus, 2008
Tola Pasquale, Codex Diplomaticus Sardiniae, voll. 1 et 2, Historiae Patriae Monumenta, Tipografia Regia, Torino, 1861
Zedda Corrado – Pinna Raimondo, La nascita dei Giudicati. Proposta per lo scioglimento di un enigma storiografico, in Archivio Storico Giuridico di Sassari, seconda serie, n° 12, 2007
Zurita Geronimo, Los cinco libros postreros de la segunda parte de los Anales de la Corona d'Aragon, Oficino de Domingo de Portonaris y Ursono, Zaragoza, 1629