Το Βασίλειο των Δύο Σικελιών, κοινώς γνωστό ως οι Δύο Σικελίες ακόμη και πριν τη δημιουργία του επίσημα,[1] ήταν το μεγαλύτερο και πλουσιότερο από τα Ιταλικά κράτη πριν την Ιταλική ενοποίηση. Δημιουργήθηκε από την ένωση του Βασιλείου της Σικελίας και του Βασιλείου της Νάπολης το 1816 και διήρκεσε έως το 1860, όταν προσαρτήθηκε από το Βασίλειο της Σαρδηνίας, το οποίο έγινε το Βασίλειο της Ιταλίας το 1861. Το βασίλειο είχε την πρωτεύουσά του στη Νάπολη και αναφερόταν επίσης και ως το «Βασίλειο της Νεαπόλεως». Το βασίλειο εκτεινόταν επί του Μετσοτζόρνο (το νότιο τμήμα της ηπειρωτικής Ιταλίας) και του νησιού της Σικελίας.
Παρασκήνιο
Ίδρυση του Βασιλείου των Δύο Σικελιών
Το Βασίλειο των Δύο Σικελιών κατέληξε έτσι από την ένωση του Βασιλείου της Σικελίας με το Βασίλειο της Νεαπόλεως (καλούμενο "το βασίλειο της Σικελίας της χερσονήσου"), από τον Βασιλιά Αλφόνσο Ε΄ της Αραγωνίας το 1442. Τα δύο είχαν χωρισθεί από τον Σικελικό Εσπερινό του 1282. Με το τέλος του βασιλιά Αλφόνσου Ε΄ το 1458, το βασίλειο διαιρέθηκε μεταξύ του αδελφού του Ιωάννη Β΄ της Αραγονίας, ο οποίος κράτησε τη Σικελία, και του νόθου γιου του Φερδινάνδου Α΄, ο οποίος έγινε βασιλιάς της Νάπολης.
Το 1501, ο Βασιλιάς Φερδινάνδος Β΄ της Αραγωνίας, γιος του Ιωάννη Β΄, κατέκτησε τη Νάπολη και επανένωσε τα δύο βασίλεια υπό την εξουσία του επανενωμένου Ισπανικού θρόνου. Ο τίτλος «βασιλιάς της Σικελίας και των Δύο Ακτών του Στενού» δημιουργήθηκε τότε από τους βασιλείς της Ισπανίας έως τον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής. Στο τέλος του πολέμου, η Συνθήκη της Ουτρέχτης (1713) παρέδωσε τη Σικελία στον δούκα της Σαβοΐας, έως ότου η Συνθήκη του Ράστατ το 1714 άφησε τη Νάπολη στον αυτοκράτορα Κάρολο ΣΤ΄. Το 1720 ο αυτοκράτορας και η Σαβοΐα αντάλλαξαν τη Σικελία με τη Σαρδηνία, επανενώνοντας έτσι τη Νάπολη και τη Σικελία.
Το 1734 ο Κάρολος δούκας της Πάρμα, γιος του Φιλίππου Ε΄ της Ισπανίας, πήρε το Σικελικό στέμμα από τους Αυστριακούς και έγινε ο Κάρολος Ζ΄ της Νάπολης και Ε΄ της Σικελίας, δίδοντας την Πάρμα στον νεότερο αδελφό του, Φίλιππο. Το 1754 έγινε ο βασιλιάς Κάρολος Γ΄ της Ισπανίας και άφησε τη Νάπολη και τη Σικελία στον νεότερο γιο του, ο οποίος έγινε ο Φερδινάνδος Δ΄ της Νάπολης και Γ΄ της Σικελίας, και αργότερα στέφθηκε ως Φερδινάνδος Α΄ των Δύο Σικελιών. Εκτός από μια διακοπή υπό τον Ναπολέοντα Α΄, το βασίλειο των Δύο Σικελιών παρέμεινε υπό τη Βουρβονική γραμμή (Bourbon Duo-Sicilie) αδιάλειπτα μέχρι το 1860.
Τον Ιανουάριο του 1799 ο Ναπολέων Α΄ Βοναπάρτης, στο όνομα της Γαλλικής Δημοκρατίας, κατέλαβε τη Νάπολη και κήρυξε την Παρθενοπαία Δημοκρατία. Ο Βασιλιάς Φερδινάνδος Α΄ έφυγε από τη Νάπολη προς τη Σικελία έως τον Ιούνιο αυτού του έτους. Το 1806 ο Βοναπάρτης, τότε αυτοκράτορας, εκθρόνισε πάλι τον Βασιλιά Φερδινάνδο Α΄ και διόρισε τον αδελφό του, Ιωσήφ Βοναπάρτη, ως βασιλιά της Νάπολης. Στο Έδικτο της Μπαγιόν του 1808, ο Ναπολέων μετακίνησε τον Ιωσήφ στην Ισπανία και διόρισε τον σύζυγο της αδελφής του, Ιωακείμ Μυρά βασιλιά των Δύο Σικελιών, αν και αυτό ήταν αληθές μόνο για το ηπειρωτικό τμήμα του βασιλείου.[2][3] Καθ' όλη τη Ναπολεόντεια διακοπή ο βασιλιάς Φερδινάνδος Α΄ παρέμεινε στη Σικελία, με το Παλέρμο ως πρωτεύουσα του.
Υπήρξαν αρκετές εξεγέρσεις στη νήσο της Σικελίας εναντίον του Βασιλιά Φερδινάνδου Β΄ αλλά το τέλος του βασιλείου προκλήθηκε από την Εκστρατεία των Χιλίων το 1860, με ηγέτη τον Γκαριμπάλντι με την υποστήριξη του Σαβοϊακούβασιλείου της Σαρδηνίας. Η επιχείρηση κατέληξε σε μια εντυπωσιακή σειρά ηττών για τους Σικελικούς στρατούς εναντίον των αυξανόμενων δυνάμεων του Γκαριμπάλντι. Μετά την κατάληψη του Παλέρμο και της Σικελίας, αποβιβάστηκε στην Καλαβρία και κινήθηκε εναντίον της Νάπολης, ενώ στο μεταξύ οι Πεδεμόντιοι επίσης επιτέθηκαν στο βασίλειο από το Μάρκε.
Οι τελευταίες μάχες που έγιναν, ήταν αυτή του Βολτούρνους (1860) και η πολιορκία της Γκαέτα, όπου ο βασιλιάς Φραγκίσκος Β΄ είχε αναζητήσει καταφύγιο, ελπίζοντας σε Γαλλική βοήθεια, η οποία ποτέ δεν ήλθε. Οι τελευταίες πόλεις που αντιστάθηκαν στην επιχείρηση του Γκαριμπάλντι, ήταν η Μεσσίνα (η οποία συνθηκολόγησε στις 13 Μαρτίου 1861) και η Τσιβιτέλλα ντελ Τρόντο (η οποία συνθηκολόγησε στις 20 Μαρτίου 1861). Το Βασίλειο των Δύο Σικελιών διαλύθηκε και προσαρτήθηκε στο νέο Βασίλειο της Ιταλίας, που δημιουργήθηκε το ίδιο έτος.
Η μοναρχία στις περιοχές που έγιναν αργότερα γνωστές ως οι Δύο Σικελίες, υπάρχοντας ως ένα μοναδικό βασίλειο περιλαμβάνοντας τη χερσόνησο και τη Σικελία, στην πραγματικότητα ανάγεται στους χρόνους του Μεσαίωνα. Ο Νορμανδός βασιλιάς Ρογήρος Β΄ δημιούργησε το Βασίλειο της Σικελίας συνδυάζοντας την Κομητεία της Σικελίας με το νότιο τμήμα της Ιταλικής Χερσονήσου (τότε γνωστό ως το Δουκάτο της Απουλίας και Καλαβρίας) καθώς και τα νησιά της Μάλτας. Η πρωτεύουσα αυτού του βασιλείου ήταν το Παλέρμο — στο πραγματικό νησί της Σικελίας. Το κράτος υπήρχε σε αυτή τη μορφή από το 1130 μέχρι το 1285. Στη βασιλεία του βασιλιά του Καπετιδικού Οίκου του ΑνζούΚαρόλου Α΄, το βασίλειο διαιρέθηκε από τον Πόλεμο των Σικελικών Εσπερινών.[5] Ο Κάρολος, ο οποίος ήταν Γαλλικής καταγωγής, έχασε τη Σικελία προς όφελος του Οίκου της Βαρκελώνης, ο οποίος ήταν Αραγονικός καιΚαταλανικός, με υποστήριξη από τους ιθαγενείς.[5] Ο Κάρολος παρέμεινε βασιλιάς στο ηπειρωτικό μέρος του βασιλείου, έκτοτε ανεπίσημα γνωστό ως το Βασίλειο της Νάπολης. Επίσημα δεν εγκατέλειψε ποτέ το όνομα "Βασίλειο της Σικελίας" και έτσι υπήρχαν δύο βασίλεια που αυτοαποκαλούνταν «Σικελία».[5]
Ο Αλφόνσος Ε΄ περιέγραφε τη γεωγραφική περιοχή στα Λατινικά ως Utriusque Siciliæ, που είναι κατά μήκος «Αμφότερων των Σικελιών», αυτός είναι ο τίτλος που χρησιμοποιούσε.[6] Μετά τον θάνατο του Αλφόνσου, αμφότερα παρέμειναν υπό απευθείας διοίκηση από το Στέμμα της Αραγωνίας, αλλά η Νάπολη είχε έναν διαφορετικό Αραγωνέζο βασιλιά από το νησί της Σικελίας από το 1458 έως το 1501. Για μια σύντομη περίοδο η Νάπολη ελεγχόταν από μια διαφορετική εξουσία απ' ότι η Σικελία, με τη μορφή του Γάλλου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΒ΄ της Γαλλίας ο οποίος πήρε το ηπειρωτικό βασίλειο και το κράτησε περίπου τρία χρόνια. Μετά τη Μάχη του Γκαριλιάνο κινούμενη από τον Αραγωνέζο βασιλιά Φερδινάνδο Β΄ της Αραγωνίας παρ' όλα αυτά, οι δύο περιοχές ήταν πάλι μία υπό τον έλεγχο της ίδιας εξουσίας και ακριβώς του ίδιου βασιλιά.
Η περίοδος της απευθείας Ισπανικής διοίκησης υπό την ίδια γραμμή βασιλέων διήρκεσε έως το 1713, όταν η Ισπανία και οι Δύο Σικελίες πέρασαν στον Φίλιππο, δούκα του Ανζού, ο οποίος ίδρυσε τον Ισπανικό κλάδο του Οίκου των Βουρβόνων.
Τα βασίλεια κατακτήθηκαν από τους Αυστριακούς από έναν νεαρό Ισπανό πρίγκιπα κατά τον Πόλεμο της Πολωνικής Διαδοχής ο οποίος μετά θα γινόταν ο Κάρολος Ζ΄ της Νάπολης. Τα δύο βασίλεια αναγνωρίσθηκαν τότε ως αμφότερα ανεξάρτητα και υπό την εξουσία του Καρόλου ως νεότερος κλάδος των Ισπανών Βουρβόνων από τη Συνθήκη της Βιέννης.[7] Αφότου ο αδελφός του Καρόλου, Φερδινάνδος ΣΤ΄ της Ισπανίας πέθανε άτεκνος, ο Κάρολος κληρονόμησε το Ισπανικό Στέμμα το 1759, βασιλεύοντας ως Κάρολος Γ΄ της Ισπανίας. Ο γιος του Φερδινάνδος τότε έγινε βασιλιάς των δύο βασιλείων έτσι ώστε να τα διατηρήσει ως ξεχωριστά βασίλεια (όπως απαιτείτο από τις συνθήκες που αποκαθιστούσαν τους νεότερους Ισπανούς δυνάστες στα νότια Ιταλικά βασίλεια).
Ο Φερδινάνδος ήταν πολύ δημοφιλής στην τάξη των λατσαρόνι. Η βασιλεία του Φερδινάνδου ήταν γεμάτη γεγονότα. Για μια σύντομη περίοδο εγκαθιδρύθηκε η Παρθενόπεια Δημοκρατία στη Νάπολη από υποστηρικτές της Γαλλικής Επανάστασης· παρ' όλα αυτά, ένας αντιεπαναστατικός στρατός των λατσαρόνι (ιταλικά: lazzaroni) ξαναπήρε τη Νάπολη για να αποκαταστήσει τη βασιλική εξουσία.[8]
Εν τω μεταξύ, πίσω στην ηπειρωτική περιοχή ο Ιωακείμ Μυρά είχε γίνει ο δεύτερος Βοναπαρτιστής βασιλιάς. Στο Έδικτο της Μπαγιόν ονομάσθηκε «Βασιλιάς των Δύο Σικελιών»,[2] αν και ντε φάκτο ποτέ ουσιαστικά δεν κατείχε τη νήσο της Σικελίας όπου ο Φερδινάνδος ήταν, και αναφέρεται ως απλά ο Βασιλιάς της Νάπολης.[11]
↑Blanch, L. Luigi de' Medici come uomo di stato e amministratore. Archivio Storico per le Province Napoletane. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Οκτωβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2010.CS1 maint: Unfit url (link) (Ανακτήθηκε 26 Απριλίου 2011)