* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα.
† Συμμετοχές (Γκολ).
Ο Νάντορ Χιντεγκούτι (ουγγρικά: Nándor Hidegkuti, 3 Μαρτίου 1922 – 14 Φεβρουαρίου 2002), ήταν Ούγγρος διεθνής ποδοσφαιριστής και προπονητής. Αγωνίστηκε ως κεντρικός επιθετικός κυρίως για την ΜΤΚ Βουδαπέστης, ενώ ήταν βασικό στέλεχος της εθνικής Ουγγαρίας της δεκαετίας του 1950. Ένας ιδιαίτερα αποτελεσματικός σκόρερ, σημείωσε 523 γκολ σε επίσημους αγώνες και περισσότερα από 1.000 συμπεριλαμβανομένων και των φιλικών.[1]
Βιογραφία
Καριέρα σε συλλόγους
Ο Χιντεγκούτι γεννήθηκε από οικογένεια αστικής τάξης στη Βουδαπέστη (η μητέρα του είχε ανώτερη θέση σε εργοστάσιο και ο πατέρας του υπήρξε στρατιωτικός ήρωας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου) και άρχισε να παίζει σε μικρούς συλλόγους σε περιφερειακό επίπεδο σε ηλικία 16 ετών.[2] Το μεγάλο βήμα στην καριέρα του ήρθε το 1946, όταν μεταγράφηκε στη ΜΤΚ Βουδαπέστης. Με την πολιτική αλλαγή του 1949 η ΜΤΚ υπέστη αλλαγές κυρίως στο όνομά της και αρχικά έγινε Textiles SE, μετά Bástya SE, στη συνέχεια Vörös Lobogó SE και τελικά επέστρεψαν στο MTK. Η δεκαετία του 1950 αποδείχθηκε επιτυχημένη εποχή για τον σύλλογο. Ο Χιντεγκούτι αγωνίστηκε ως κεντρικός επιθετικός και με προπονητή τον Μάρτον Μπούκοβι ανταγωνίστηκε τη Χόνβεντ που είχε συγκεντρώσει τα σημαντικότερα στελέχη της εθνικής ομάδας και κατέκτησε τρεις τίτλους στο πρωτάθλημα, ένα Ουγγρικό Κύπελλο και ένα Κύπελλο Μιτρόπα.[3][4] Το 1955 στον τελικό του Κυπέλλου Μιτρόπα σημείωσε χατ τρικ με αντίπαλο τη Ντούκλα Πράγας, στην πρώτη από τις δύο νίκες (6–1) στην άνετη επικράτηση του τίτλου.[5] Στις 9 Ιανουαρίου 1955 στο πιο εντυπωσιακό παιχνίδι στην ιστορία του πρωταθλήματος Ουγγαρίας η Χόνβεντ νίκησε την ΜΤΚ Βουδαπέστης με 9–7 με τέσσερα τέρματα του Χιντεγκούτι και ίσο αριθμό από το Φέρεντς Πούσκας.[6][7] Το 1955–56, ως Vörös Lobogó SE, αγωνίστηκε επίσης στο πρώτο Ευρωπαϊκό Κύπελλο Πρωταθλητριών. Ο Χιντεγκούτι σκόραρε δύο φορές καθώς νίκησαν την Άντερλεχτ με 10–4 συνολικά στον πρώτο γύρο.[8] Έκλεισε την καριέρα του το 1958 παραμένοντας στην Ουγγαρία μετά την Ουγγρική Επανάσταση του 1956 έχοντας σημειώσει για τη ΜΤΚ περισσότερα από 500 γκολ, από τα οποία τα 283 σε 355 επίσημους αγώνες και 371 τέρματα πρωταθλήματος, από τα οποία τα 270 στην πρώτη κατηγορία.[2]
Διεθνής καριέρα
Κατά τη δεκαετία του 1950 ήταν σημαντικό μέλος της θρυλικής Εθνικής Ουγγαρίας, που συμπεριλάμβανε παίκτες όπως οι Πούσκας, Σάντορ Κότσις, Γιόζεφ Μπόζικ και Ζόλταν Τσίμπορ γνωστής ως «Μαγικοί Μαγυάροι». Σκόραρε μόλις σε οκτώ λεπτά στο διεθνές ντεμπούτο του εναντίον της Ρουμανίας και αργότερα πρόσθεσε ένα δεύτερο στο δρόμο για τη νίκη με 7–2. Εκείνη την ημέρα, το την επιτυχία του στο σκοράρισμα συνάντησε ο Πούσκας, ο οποίος είχε κάνει το ντεμπούτο του για την εθνική ομάδα τον προηγούμενο μήνα. Όμως, όντας πέντε χρόνια μεγαλύτερος από τον Πούσκας, ο Χιντεγκούτι έγινε τελικά γνωστός ως Öreg - παλιός, γέρος - από τους διεθνείς συναδέλφους του.[9]
Μεταξύ 1945 και 1958, ο Χιντεγκούτι έκανε 69 εμφανίσεις και σημείωσε 39 γκολ για την Ουγγαρία. Δύο χρόνια αργότερα μετά το ντεμπούτο του, στις 17 Αυγούστου 1947, έκανε τη δεύτερη διεθνή του εμφάνιση και σημείωσε χατ τρικ απέναντι στη Βουλγαρία. Στις 18 Νοεμβρίου 1951 σημείωσε ένα ακόμα χατ τρικ κατά της Φινλανδίας.[10][11] Παρ' αυτά δεν ήταν βασικός μέχρι το 1952 έχοντας ισχυρό ανταγωνισμό στη θέση του και στους μέχρι τότε αγώνες συχνά αγωνιζόταν ως δεξιός ακραίος επιθετικός.[3][12] Έγινε σημαντικός παίκτης στη «Χρυσή Ομάδα» αγωνιζόμενος ως «ψευδές 9» (false 9). Στη δεκαετία του 1950 η συντριπτική πλειοψηφία των ομάδων του παγκοσμίου ποδοσφαίρου χρησιμοποιουσε ακόμη τον παραδοσιακό σχηματισμό WM. Ο Χιντεγκούτι ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που λειτούργησε διαφορετικά κάτω από τις οδηγίες τόσο του Μπούκοβι (που θεωρείται ο «πατέρας» της εφαρμογής), όσο του ομοσπονδιακού τεχνικού Γκούσταβ Σέμπες:[13] έρχονταν προς τα πίσω όταν αναπτυσσόταν η ομάδα επιτρέποντας στους υπόλοιπους να εκμεταλλευτούν το χώρο και κυρίως τους Πούσκας και Κότσις. Εκείνη την εποχή ήταν μία επαναστατική τακτική, που απαιτούσε από τον κεντρικό επιθετικό να έχει εξαιρετικό έλεγχο μπάλας, δεξιότητες πασαρίσματος και επίγνωση θέσης. Ήταν οι αρχές της εφαρμογής του συστήματος 4–2–4 που επικράτησε στα τέλη της δεκαετίας του 1950.[9][14][15] Ο ίδιος είχε πει ότι ο τρόπος επιθετικής ανάπτυξης είχε ως στόχο να προκαλεί τη μέγιστη αναστάτωση στην αντίπαλη άμυνα.[16] Παρά τη σημασία της παρουσίας του στην ανάπτυξη του παιχνιδιού της εθνικής ομάδας και τον απαράμιλλο τρόπο λειτουργίας του συχνά υποτιμάται ιστορικά.[17][18]
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι το 1952, οι «Μαγικοί Μαγυάροι» κέρδισαν εύκολα το χρυσό μετάλλιο με πέντε νίκες σε ισάριθμους αγώνες, νικώντας στον ημιτελικό την κάτοχο του τίτλου Σουηδία με 6–0 (όπου σημείωσε το μοναδικό του τέρμα στη διοργάνωση) και στον τελικό τη Γιουγκοσλαβία με 2–0.[4][19] Το 1953 ο Χιντεγκούτι ήταν από τους πρωταγωνιστές της ιστορικής νίκης των Μαγυάρων επί της Αγγλίας στο Λονδίνο με 6–3 σημειώνοντας τρία γκολ (το πρώτο στα 50 δευτερόλεπτα από την έναρξη), σε συνάντηση που τότε ονομάστηκε «ο αγώνας του αιώνα».[20][21][22] Σε ένα αγώνα με συντριπτική υπεροχή των Ούγγρων (35 τελικές προσπάθειες έναντι 6 των γηπεδούχων), ο Χιντεγκούτι σημείωσε το τελευταίο γκολ μετά από μια άριστη συνεργασία με 10 πάσες μεταξύ των συμπαικτών του. [23] Μέχρι τότε η Αγγλία μετρούσε 81 νίκες σε 124 εντός έδρας αγώνες.[4] Ο κεντρικός μέσος Χάρι Τζόνσον που είχε αναλάβει τη φρούρησή του, δεν ήταν σίγουρος αν θα ακολουθούσε το Χιντεγκούτι ή θα έμενε στη θέση του, και ως εκ τούτου παρασύρθηκε σε όλο το γήπεδο από τη διαρκή κίνηση του Ούγγρου. Ο χώρος που άφησε στην καρδιά της άμυνας εκμεταλλεύτηκαν πλήρως ο Πούσκας και ο Κότσις.[3][13][24] Ο Τζόναθαν Ουίλσον (Jonathan Wilson) στο βιβλίο του Revolution on the Turf έγραψε χαρακτηριστικά: «Ήταν ο Χιντεγκούτι που κατέστρεψε την Αγγλία». Ήταν η πρώτη ήττα των Άγγλων στην έδρα τους από μια μη βρετανική ομάδα, και ακολουθήθηκε από τη συντριβή τους στη Βουδαπέστη με 7–1. Ο αντικαταστάτης του Τζόνστον, Σιντ Όουεν, έλαβε εντολή από τον προπονητή της Αγγλίας, να μην ακολουθήσει τον Χιντεγκούτι, αφήνοντας το καθήκον να τον πάρει στα άκρα, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ο Τομ Φίνεϊ δήλωσε χαρακτηριστικά: «Λυπήθηκα για τον Όουεν, που προσπαθούσε να σταματήσει την επίθεση από τον Χιντεγκουτι, τον Πούσκας και τον Κότσις. Τι τρομακτική εμπειρία για εκείνον μόλις στη δεύτερη διεθνή του εμφάνιση».[17] Στον αγώνα της 23ης Μαΐου 1954 στην ουγγρικη πρωτεύουσα, ο Χιντεγκούτι συνέβαλε με ένα γκολ και μία ασίστ.[25]
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954 η Ουγγαρία ήταν το απόλυτο φαβορί διαθέτοντας την για πολλούς καλύτερη ομάδα όλων των εποχών σε σειρά ετών.[26][27][28] Στον αγώνα του πρώτου γύρου οι Ούγγροι είχαν συντρίψει τους Γερμανούς με 8–3 με δύο τέρματα του Χιντεγκούτι, ο οποίος σκόραρε και στους δύο αγώνες με αντίπαλο τη φιναλίστ της προηγούμενης διοργάνωσης (Βραζιλία και Ουρουγουάη).[9][10] Η ήττα όμως στον τελικό από τη Δυτική Γερμανία έμεινε γνωστή ως το «Θαύμα της Βέρνης».[29][30] Οι φήμες ότι η απόδοση των Γερμανών δεν ήταν φυσική αλλά ότι οι παίκτες ήταν ντοπαρισμένοι έκαναν άμεσα την εμφάνισή τους. Μισό αιώνα αργότερα γίνονταν έρευνες για τα όσα συνέβησαν σε εκείνο τον τελικό: η γερμανική Ολυμπιακή Επιτροπή το 2010 αποκάλυψε ότι οι παίκτες είχαν ντοπαριστεί με περβιτίνη, μία μεθαμφεταμίνη επίσης γνωστής ως «φάρμακο του στρατιώτη»,[31][32][33] γεγονός που αποδείχθηκε ότι βρισκόταν στα πλαίσια μακροχρόνιου προγράμματος ντόπινγκ των Γερμανών από τη δεκαετία του 1940.[34] Αξίζει να σημειωθεί ότι η FIFA καθιέρωσε το έλεγχο ντόπινγκ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966. Ο Χιντεγκούτι συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη ενδεκάδα της διοργάνωσης.[35]
Το τελευταίο του παιχνίδι με την εθνική Ουγγαρίας (69 αγώνες, 39 τέρματα) ήταν στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 με αντίπαλο το Μεξικό στη νίκη της ομάδας του με 4–0.[10] Κατά τη διάρκεια της καριέρας του σημείωσε συνολικά 523 γκολ σε 674 επίσημους αγώνες και συμπεριλαμβανομένων και των φιλικών τουλάχιστον 1.043.[1][36]
Προπονητής
Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας ασχολήθηκε με την προπονητική, αναλαμβάνοντας πρώτα τη ΜΤΚ ως βοηθός προπονητής το 1959. Ακολούθησε η Φιορεντίνα, στη οποία πήγε ως βοηθός το Νοέμβριο του 1960 αλλά ανέλαβε ως πρώτος προπονητής από τον Ιανουάριο του 1961. Με την Φιορεντίνα κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων το 1961 και έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου Ιταλίας την ίδια χρονιά, οδηγώντας την ομάδα στη νίκη με 2–0 επί της Λάτσιο και την κατάκτηση του τροπαίου.[37] Επέστρεψε στην Ουγγαρία στις αρχές του 1963 και οδήγησε την Γκιόρι ΕΤΟ στον πρώτο τίτλο πρωταθλήματος στην ιστορία του συλλόγου την ίδια χρονιά.[38] Εφαρμόζοντας τις πειθαρχημένες τακτικές που έμαθε στην Ιταλία, με μεγάλη έμφαση στην άμυνα, κατάφερε να ανεβάσει την ομάδα από την έκτη θέση της προηγούμενης χρονιάς στο πρωτάθλημα. Την επόμενη σεζόν στο Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης, η Γκιόρι ΕΤΟ έφτασε μέχρι τα ημιτελικά, όπου αποκλείστηκε από τη Μπενφίκα.[39] Τη μεγαλύτερη συγκομιδή τίτλων είχε με την Αλ Αχλί, με την οποία κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα Αιγύπτου και ένα Κύπελλο.[3]
Μετά το θάνατό του, το 2002 η ΜΤΚ Βουδαπέστης μετονόμασε την έδρα της σε «Στάδιο Νάντορ Χιντεγκούτι» προς τιμήν του, ενώ το 2023 ένα άγαλμά του εγκαινιάστηκε στην είσοδο.[40]
↑«FIFA World Cup All Star teams» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2020.CS1 maint: Unfit url (link)