Ο άγιος Αθανάσιος Α΄ (1230 - 28 Οκτωβρίου1315) διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 1289-1293 και 1303-1310. Στις ημέρες του προσαγορευόταν ως Νέος Χρυσόστομος[4].
Γεννήθηκε στην Αδριανούπολη[β] της Ανατολικής Θράκης περί το 1235[10]. Το λαϊκό του όνομα ήταν Αλέξιος και οι γονείς του ονομάζονταν Γεώργιος και Ευφροσύνη[11]. Σε μικρή ηλικία εκάρη μοναχός λαμβάνοντας το όνομα Ακάκιος[12] και μόνασε στο όρος Γάνος της Θράκης και κατόπιν στο Άγιο Όρος[13]. Εκεί έζησε σε σπήλαιο κοντά στη Μονή Ιβήρων, το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα. Διετέλεσε επίσης «τραπεζάρης» της Μονής Εσφιγμένου[14][γ]. Αφού πέρασε από τα Ιεροσόλυμα, το όρος Λάτρος και το όρος Αυξεντίου[16], κατέληξε στο όρος Γαλήσιο[14], όπου έμεινε οκτώ έτη. Εκεί έγινε μεγαλόσχημος μοναχός, λαμβάνοντας το όνομα Αθανάσιος[17] και χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος χωρίς τη θέλησή του. Επί Πατριαρχίας Ιωάννη Βέκκου διώχτηκε για τη σταθερά ανθενωτική του στάση και θεωρήθηκε από τους συγχρόνους του ως Ομολογητής. Δεν είχε ιδιαίτερη παιδεία[18], αλλά διακρινόταν για την ασκητικότητά του, την αυστηρότητα του ήθους και των αντιλήψεών του[19], καθώς και για την αντίθεσή του στην Ένωση με την Καθολική Εκκλησία.
Η Πατριαρχία του
Επελέγη από τον Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγο ως Πατριάρχης και εξελέγη στις 14 Οκτωβρίου1289[13]. Με τη στήριξη του Αυτοκράτορα επέδειξε μεγάλη φιλόπτωχη δραστηριότητα[20]. Προσπάθησε να επιβάλει αυστηρούς κανόνες στους μοναχούς, οι οποίοι περιφέρονταν ανά τις επαρχίες αντί να εγκαταβιούν στις μονές τους[19], αλλά και σε επισκόπους, οι οποίοι διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη αντί να βρίσκονται στις επαρχίες τους[21]. Το θέμα αυτό τον έφερε σε ρήξη με τους Πατριάρχες Αλεξανδρείας Αθανάσιο[22] και Αντιοχείας Διονύσιο, οι οποίοι εγκαταβιούσαν στην πρωτεύουσα[23]. Σε επιστολές του προς τον Αυτοκράτορα σημείωνε ότι οι επίσκοποι αυτοί, αντί να ασχολούνται με τις πνευματικές ανάγκες του ποιμνίου τους, διαβιούσαν στην Κωνσταντινούπολη, ασχολούμενοι με το να αντιπολιτεύονται τον εκάστοτε Πατριάρχη, να επιβαρύνουν τα οικονομικά του Πατριαρχείου και να εκμεταλλεύονται τα δικαστικά τους καθήκοντα ως μέλη της Ενδημούσης Συνόδου για να δωροδοκούνται[21]. Κατάφερε έτσι να επιστρέψουν κάποιοι επίσκοποι στις επαρχίες τους, αλλά τα μέτρα αυτά, μαζί με τον τραχύ και χωρίς λεπτότητες καταπιεστικό χαρακτήρα του[24], του δημιούργησαν πολλούς εχθρούς, οι οποίοι κατόρθωσαν να τον εξωθήσουν σε παραίτηση[δ] στις 16 Οκτωβρίου του 1293[13].
Τον Σεπτέμβριο του 1303[26] ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος μετά από ένα φοβερό σεισμό τον ανακάλεσε στον Θρόνο[27]. Φαίνεται πως ο Αυτοκράτορας γοητευόταν από έναν ασκητικό Πατριάρχη που φορούσε ενδύματα από τρίχες και σανδάλια και που απέδιδε όλες τις αποτυχίες της πολιτικής του (τις λεηλασίες των Καταλανών στρατιωτών, την ασταμάτητη κατάκτηση της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους, την οικονομική κατάρρευση της Αυτοκρατορίας και τον λιμό των φτωχών) στην ανηθικότητα της εποχής[28]. Στη δεύτερη περίοδο της Πατριαρχίας του, τα οικονομικά της Αυτοκρατορίας ήταν σε εξαιρετικά άσχημη κατάσταση και οι φοροσυλλέκτες επέβαλαν φόρους στην εκκλησιαστική περιουσία κατά βούληση, πράγμα που τον εξαγρίωσε και τον έκανε να διαμαρτυρηθεί έντονα με επιστολές, κατηγορώντας τους για έλλειψη σεβασμού προς την Εκκλησία[29]. Γενικά κατά τη δεύτερη Πατριαρχία του ο Αθανάσιος έδρασε περισσότερο αυθαίρετα, παρεμβαίνοντας όλο και περισσότερο στην κοινωνική ζωή και την πολιτική. Ειπώθηκε μάλιστα ότι ασχολήθηκε με την Αυτοκρατορία σαν να ήταν το μοναστήρι του[24]. Κατά τα έτη 1306-1307 ήρθε επίσης σε σύγκρουση με τον κλήρο της Αγίας Σοφίας, του οποίου περιέκοψε προνόμια[30]. Επίσης διάφοροι ιεράρχες και κλήρος ενοχλήθηκαν από την αυστηρότητα, τον φανατισμό του[28] και τις συνεχείς επικλήσεις του για μετάνοια[27]. Έτσι, αφού συκοφαντήθηκε[31], το 1310 πείστηκε να παραιτηθεί και αποσύρθηκε στη Μονή Θεοτόκου του Γαλησίου[32], όπου πέθανε το 1315[10].
Έργο και αγιοσύνη
Ως μοναχός στο Άγιο Όρος συνέταξε Παρακλητικό Κανόνα, ο οποίος περιελήφθη στο Θεοτοκάριο του Νικοδήμου[33]. Στον Πατριάρχη Αθανάσιο Α΄ αποδίδονται οι «Νεαραί» που εκδόθηκαν από τον Αυτοκράτορα Ανδρόνικο[34]. Σώζονται πολλές επιστολές και άλλα κείμενά του, που παραμένουν ανέκδοτα[8].
Η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνώρισε την αγιότητά του το 1368 και έκτοτε τιμά τη μνήμη του ως «οσίου Αθανασίου του νέου», στις 28 Οκτωβρίου. Το σκήνωμά του βρίσκεται σήμερα στο ναό του Αγίου Ζαχαρίου Βενετίας[ε]. Επίσης, τεμάχιο του λειψάνου του βρίσκεται στη Μονή Παντοκράτορος, αλλά και στον Ιερό Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Ανδρούσης, το οποίο μεταφέρθηκε εκεί από τη Μονή Εσφιγμένου στις 29 Οκτωβρίου1967, με τη φροντίδα του μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Β'[36].
Το 2014, σφραγίδα του βρέθηκε κατά τη διάρκεια ανασκαφών στο σκευοφυλάκιο του καθεδρικού ναού της πόλης Pereslavl-Zalessky στη Ρωσία[37].
Υποσημειώσεις και παραπομπές
Υποσημειώσεις
↑Τα στοιχεία του βίου του αντλούνται από τις εξής βιογραφίες του: του Αγαπίου Λάνδου[5], του Θεόκτιστου Στουδίτη, του Ιωσήφ Καλόθετου[6], του Hippolyte Delehaye[7] και του Α. Παπαδόπουλου-Κεραμέως[8].
↑Κάποιες πηγές τον αναφέρουν ως καταγόμενο από την Ανδρούσα Μεσσηνίας, αλλά φαίνεται πως αυτές είναι λαθεμένες[9].
↑Η σύνδεσή του με τη Μονή Καρακάλλου[10] φαίνεται εσφαλμένη, καθώς βασίζεται σε μη αυθεντικό χρυσόβουλο[15].