Ο Ευσέβιος ήταν μακρινός συγγενής της αυτοκρατορικής οικογένειας. Όπως ο Άρειος, ήταν μαθητής του επισκόπου ΑντιοχείαςΛουκιανού[4], και πιθανόν να είχε από την αρχή τις ίδιες απόψεις με τον Άρειο. Ο Ευσέβιος ήταν ο πρώτος άνθρωπος με τον οποίο επικοινώνησε ο Άρειος όταν αφορίστηκε από τον Αλέξανδρο Αλεξανδρείας το 321[5]. Αν και ήταν ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του[6], στη συνέχεια μετέβαλε κάπως τις ιδέες του, ή πιθανόν απλά υπέκυψε στις πιέσεις των συνθηκών εκείνης της περιόδου. Σε κάθε περίπτωση, υπήρξε ηγέτης και οργανωτής —αν όχι δάσκαλος— της ομάδας των Αρειανιστών. Ανήλθε σε επισκοπικές θέσεις, αρχικά της Βηρυτού και μετά της Νικομηδείας, και απέκτησε ισχύ μέσα στην Εκκλησία. Με εξαίρεση μια σύντομη περίοδο, έχαιρε της πλήρους εμπιστοσύνης τόσο του Κωνσταντίνου όσο και του Κωνσταντίου.
Στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, το 325, υπέγραψε την απόφαση της συνόδου παρά μόνο μετά από μακρά και έντονη αντιπαράθεση, στο τέλος της οποίας φέρεται να «υπέγραψε με το χέρι, όχι με την καρδιά[7]». Το γεγονός ότι υπερασπίστηκε τον Άρειο εξόργισε τον αυτοκράτορα και λίγους μήνες μετά τη σύνοδο καταδικάστηκε σε εξορία[8]. Μετά από διάστημα τριών ετών, πέτυχε να επανακτήσει την αυτοκρατορική εύνοια πείθοντας τον Κωνσταντίνο ότι οι απόψεις του Αρείου δεν έρχονταν σε αντίθεση με το Σύμβολο της Νίκαιας[9]. Αφού επέστρεψε το 329, έθεσε σε κίνηση όλο τον κρατικό μηχανισμό έτσι ώστε να επιβάλει τις απόψεις του. Ο Ευσέβιος λόγω της φιλικής του σχέσης με τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, τον βάφτισε στις 22 Μαΐου 337, λίγο πριν πεθάνει[10].
Στην Κωνσταντινούπολη έδρασε γρήγορα και πολιτικά. Συμμάχησε με διάφορες ομάδες, όπως του Μελιτιανούς, κατάφερε την καθαίρεση του Αθανασίου Αλεξανδρείας και του Μαρκέλλου Αγκύρας και φρόντισε να εξοριστούν, όπως και άλλοι αντίπαλοι. Το 339 προωθήθηκε στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης από τον Αυτοκράτορα Κωνστάντιο. Ήταν η πρώτη φορά που ο αυτοκράτορας παρενέβαινε στα εκκλησιαστικά πράγματα και υποδείκνυε το ποιος θα εκλεγεί επίσκοπος, πράγμα που έκτοτε συνέβη πολλές φορές. Ο Μέγας Αθανάσιος διαμαρτυρήθηκε έντονα για την παρέμβαση αυτή, γράφοντας: «Ποῖος γάρ κανών ἀπό παλατίου πέμπεσθαι τόν ἐπίσκοπον;»[11].
Αναφέρεται ότι βρισκόταν συνεχώς μαζί με τον Αυτοκράτορα και, ως φιλόδοξος ραδιούργος[12] ενεπλάκη σε πολλές ραδιουργίες, όπως την μετά από συκοφαντίες καθαίρεση του Αντιοχείας Ευστάθιου, προκειμένου να εκλεγεί αρειανιστής[13]. Γενικά, κατά τη διάρκεια της επισκοπείας του ο Αρειανισμός έγινε πιο δημοφιλής στην αυτοκρατορική αυλή[14] και οι κρίσιμες εκκλησιαστικές θέσεις καλύφθηκαν από αρειανιστές ή φίλα προσκείμενους σε αυτούς[15].
↑Ellingsen, "Reclaiming Our Roots: An Inclusive Introduction to Church History, Τόμ. I, The Late First Century to the Eve of the Reformation", σελ.121.