Ο Τιμόθεος Μαρμαρηνός ήταν επίσκοπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας που έζησε στα τέλη του 16ου και αρχές του 17ου αιώνα. Διετέλεσε Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών και Οικουμενικός Πατριάρχης.
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στην ΠάνορμοΚυζίκου της Μικράς Ασίας. Ήταν σεμνός και ευλαβής προς τα θεία[1], αλλά θεωρούταν και λατινόφρων.
Κατά μία εκδοχή, όταν πέθανε ο Νεόφυτος Β΄, τοποτηρητής ανέλαβε ο Κύριλλος Λούκαρις, με σκοπό να παραμείνει Πατριάρχης. Ομάδα τεσσάρων ιεραρχών όμως, μεταξύ των οποίων και ο Τιμόθεος, υποσχέθηκαν αύξηση της ετήσιας φορολογίας της Εκκλησίας στα 8.000 γρόσια και κατάφεραν να εκλέξουν Πατριάρχη τον Τιμόθεο, εκθρονίζοντας τον Λούκαρι. Μόλις έγινε Πατριάρχης ο Τιμόθεος, κυνήγησε με ιδιαίτερη σκληρότητα τον Κύριλλο Λούκαρη. Το 1614 ανοικοδόμησε και επέκτεινε[2] τον μικρό τότε Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι[1], όπου είχε μεταφερθεί το Πατριαρχείο από το 1601 και αγόρασε εφαπτόμενο κτήριο για νέο Πατριαρχικό Οίκο[3].
Αναφέρεται ότι ήταν φιλικός προς τη Ρώμη και ότι το 1615 έγραψε ένα γράμμα στον Πάπα Παύλο Ε΄, αναγνωρίζοντάς τον ως ανώτερο, αλλά δεν διακήρυξε ανοικτά και επίσημα υποταγή[4]. Το 1615 επίσης συγκάλεσε Σύνοδο, με τη συμμετοχή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεοφάνη, και η οποία αποφάσισε την καθαίρεση του Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Λουκά. Άλλη Σύνοδος, με την συμμετοχή των Πατριαρχών Κυρίλλου (Λούκαρι) Αλεξανδρείας και Θεοφάνη Ιεροσολύμων καθαίρεσε τον Αρχιεπίσκοπο Σιναίου Λαυρέντιο, ο οποίος τόλμησε να φοράει μίτρα κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας[5]. Τον Μάρτιο του 1620 εξέδωσε σιγίλλιο, με το οποίο επικύρωνε την απόφαση της Σύναξης του Αγίου Όρους σχετικά με τα όρια μεταξύ των μονών Δοχειαρίου και Ξενοφώντος.
Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη τον Μάρτιο του 1621 ή 1622, Μεγάλη Τετάρτη, και τάφηκε στη Μονή Καμαριώτισσας στη Χάλκη[1][6]. Λέγεται ότι τον δηλητηρίασε ο Λούκαρης, κάτι το οποίο υποστηρίζουν πολλοί, αλλά δεν αποδείχτηκε ποτέ.