Γεννήθηκε στην συνοικία Βαλατά (Μπαλάτ) της Κωνσταντινούπολης[1] το 1788[α] και οι γονείς του ονομάζονταν Ιωάννης και Ελένη[3]. Περί το 1825, επί Πατριαρχίας Χρυσάνθου έγινε Μέγας Πρωτοσύγκελλος του Πατριαρχείου.
Τον Αύγουστο του 1826, μετά την παραίτηση του Μητροπολίτη Βιδύνης Παϊσίου, εξελέγη διάδοχός του ο Γερμανός. Παρέμεινε στην επαρχία αυτή ως το 1830, οπότε και εξορίστηκε συνεπεία του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1828 και του ανερχόμενου βουλγαρικού εθνικισμού[4]. Κατόπιν διέμεινε στην Κωνσταντινούπολη μέχρι τον Μάιο του 1831, οπότε εξελέγη Μητροπολίτης Δράμας. Στις 22 Νοεμβρίου1835 εξελέγη Μητροπολίτης Δέρκων μετά τον θάνατο του προκατόχου του, Νικηφόρου[5].
Στις 12 Ιουνίου1842[3], μετά τον θάνατο του Ανθίμου Ε΄, εξελέγη για πρώτη φορά Οικουμενικός Πατριάρχης και παρέμεινε στο Θρόνο μέχρι τις 18 Απριλίου1845, οπότε παραιτήθηκε επικαλούμενος φόρτο εργασίας[β]. Κατόπιν αποσύρθηκε στην οικία του στο Βεβέκιο του Βοσπόρου. Την 1η Νοεμβρίου 1852, μετά την απομάκρυνση από τον θρόνο του Ανθίμου Δ΄, επανεξελέγη Πατριάρχης και παρέμεινε στον θρόνο μέχρι τον θάνατό του, στις 16 Σεπτεμβρίου1853[7]. Ετάφη στον περίβολο της Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής στο Μπαλουκλί[8].
Το έργο του
Κατά τη διάρκεια της Πατριαρχίας του ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τους φτωχούς. Ίδρυσε ναούς, σχολεία, βιβλιοθήκες, ορφανοτροφεία[9] και το όνομά του συνδέθηκε με τη μόρφωση του Ορθόδοξου κλήρου, καθώς ήταν ο ιδρυτής της Θεολογικής Σχολής τηςΧάλκης στην εκεί μονή της Αγίας Τριάδας, στο λεγόμενο λόφο της Ελπίδας. Όταν επισκέφθηκε την εγκαταλελειμένη Μονή το 1842, είδε κατεστραμμένες και ερειπωμένες τις εγκαταστάσεις της και αφού πήρε άδεια από τις τουρκικές αρχές, προχώρησε στην ίδρυση και ανοικοδόμησή της[10]. Η Σχολή λειτούργησε ανελλιπώς μέχρι το 1971, οπότε έκλεισε με νόμο και για όλα αυτά τα χρόνια φοίτησαν εκεί θεολόγοι, ιερείς, επίσκοποι και πατριάρχες.
Υποσημειώσεις και παραπομπές
Υποσημειώσεις
↑Στην απογραφή του 1843-44 αναφέρεται ως «Γερμανός Πατριάρχης ετών 55»[2]
↑«μη αντέχοντες τοις μόχθοις και τη πολυειδεί τύρβη των συνημμένων τω πατριαρχικώ αξιώματι υποθέσεων»[6]