Ο Παρθένιος Β΄ (... - 16 Μαΐου 1651), ο επονομαζόμενος Νέος, οξύς, Γολιάθ ή Κεκεσκίνης, διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 1644-1646 και 1648-1651.
Καταγόταν από τα Ιωάννινα και ήταν ιερομόναχος. Το 1632 εξελέγη Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης και 30 Ιουνίου του ίδιου έτους μετετέθη στη Μητρόπολη Ιωαννίνων. Το 1639 εξελέγη Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως κατόπιν ενεργειών του πνευματικού του πατέρα, ως τότε Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως, Παρθενίου, ο οποίος τότε εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης. Ζούσε περισσότερο στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνδέθηκε με οπαδούς του Κύριλλου Λούκαρι, ιδίως με τον Θεόφιλο Κορυδαλλέα. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1644 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης με την υποστήριξη των φιλολουκαρικών.
Ήταν φιλοχρήματος και βίαιος και ακολούθησε αντιπαπική πολιτική. Στις 12 Δεκεμβρίου 1644 έστειλε δύο επιστολές σε όλους τους αρχιερείς ζητώντας τους επιπλέον χρήματα για αποπληρωμή των χρεών του Πατριαρχείου, και ορίζοντας να καθαιρείται όποιος αδυνατεί ή αρνείται. Ανέτρεψε και ακύρωσε τις αποφάσεις της Συνόδου του Ιασίου και την λεγόμενη «Ορθόδοξη Ομολογία» του Μητροπολίτη Κιέβου Πέτρου Μογίλα, γεγονός που προκάλεσε την έχθρα του Ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Βασιλείου Λούπου, ο οποίος, ερωτηθείς από τους Τούρκους, ζήτησε να ριχθεί ο Πατριάρχης στη φυλακή. Το 1646 κατήργησε όλες τις πατριαρχικές εξαρχίες και όρισε να αποδοθούν στους πλησιόχωρους αρχιερείς.
Οι αντίπαλοί του κατόρθωσαν να τον καθαιρέσουν στις 16 Νοεμβρίου του 1646[7] και να τον εξορίσουν στην Κύπρο. Καθ'οδόν προς την εξορία κατάφερε να διαφύγει και να μεταβεί στο Ιάσιο, όπου παρέμεινε δύο χρόνια. Στις 29 Οκτωβρίου 1648 επανεξελέγη Πατριάρχης. Στη δεύτερη αυτή, τριετή Πατριαρχία του, ακολούθησε αντίθετη πολιτική, στρεφόμενος εναντίον των καλβινιστών. Το 1649 μάλιστα ζήτησε εγγράφως τη συνδρομή του Αυτοκράτορα Φερδινάνδου Γ΄ εναντίον τους.
Τελικά όμως κατέληξε να έχει πλήθος εχθρών και στις δύο παρατάξεις και στο τέλος να βρεθεί μόνος και ανίσχυρος. Την άνοιξη του 1651, οι Ιησουΐτες, με την υποστήριξη των ηγεμόνων της Βλαχίας και της Μολδαβίας, τον διέβαλαν στο Σουλτάνο Μωάμεθ Δ΄ ότι προβαίνει σε μυστικές συνεννοήσεις με τους Ρώσους. Στις 16 Μαΐου συνελήφθη από Γενίτσαρους, οι οποίοι τον στραγγάλισαν και τον πέταξαν στον Βόσπορο. Οι χριστιανοί περισυνέλεξαν το λείψανό του και το ενταφίασαν στη Μονή Καμαριώτισσας στη Χάλκη[8].
Παραπομπές
Πηγές
- Γεδεών, Μανουήλ (1885). Πατριαρχικοί Πίνακες: Ειδήσεις ιστορικαί βιογραφικαί περί των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως: από Ανδρέου του Πρωτοκλήτου μέχρις Ιωακείμ Γ' του από Θεσσαλονίκης, 36-1884. Κωνσταντινούπολη: Lorenz & Keil.
- Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Larousse-Britannica, 2007, τόμ. 41, σελ. 538
- Iorga, Nicolae (1908). Istoria bisericii românești și a vieții religioase a românilor.
- Παΐζη-Αποστολοπούλου, Μάχη (1995). Ο Θεσμός της πατριαρχικής εξαρχίας: 14ος-19ος αιώνας (PDF). Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. ISBN 960-7094-32-8.
- Γεδεών, Μανουήλ Ι. (1888). Ο Πατριάρχης Διονύσιος Δ' ο Μουσελίμης :Πατριαρχικής Ιστορίας πεντηκονταετία 1638-1688. Κωνσταντινούπολη: Εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου.
- Αποστολόπουλος, Δημήτρης Γ. (1987). Η Νομική Συναγωγή Του Δοσιθέου. Μία Πηγή Και Ένα Τεκμήριο. Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών.
|
---|
Επίσκοποι Βυζαντίου (μέχρι το 330) | | |
---|
Αρχιεπίσκοποι Κωνσταντινουπόλεως (330–451) | |
---|
Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Βυζαντινή περίοδος (451–1453) | |
---|
Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Οθωμανική περίοδος (1453–1923) | |
---|
Σύγχρονη εποχή (1923–σήμερα) | |
---|
|