Γεννήθηκε περί το 1283-4 στον Άπρο της Θράκης, γι'αυτό και συχνά αποκαλούνταν Απρηνός[1]. Ήταν παντρεμένος και είχε έναν γιο και μία κόρη. Χειροτονήθηκε ιερέας και τέθηκε υπό την προστασία του Ιωάννη Καντακουζηνού, υπουργού του Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου και αργότερα Μεγάλου Δομέστικου, ο οποίος και τον εισήγαγε στην αυτοκρατορική αυλή. Ήταν ιεράρχης προικισμένος με θεολογική παιδεία, αξιόλογα διοικητικά προσόντα και πολιτικές φιλοδοξίες[2] και θεωρούνταν σοφός[1].
Το 1322 ανέλαβε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Χρημάτισε κυβερνήτης της Κωνσταντινούπολης δύο φορές, όταν ο Ανδρόνικος Γ΄ βρισκόταν σε εκστρατείες, και έτσι θεωρούσε τον εαυτό του πολύ προικισμένο για να κυβερνήσει την Αυτοκρατορία[3].
Το 1334, ενάντια στην θέληση της Πατριαρχικής Συνόδου, ο Ιωάννης Καντακουζηνός οδήγησε στην εκλογή του ως Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως σε διαδοχή του Ησαΐα. Ενθρονίστηκε τον Φεβρουάριο[4]. Η πρώτη περίοδος της Πατριαρχίας του, έως το θάνατο του Ανδρόνικου Γ΄, ήταν συνετή και ήρεμη. Ακολούθως όμως, αναμείχθηκε στις δυναστικές έριδες, συντασσόμενος στην παράταξη της βασιλομήτορος Άννας. Τον Σεπτέμβριο του 1341 αυτοανακηρύχθηκε αντιβασιλέας και ηγήθηκε βίαιας επίθεσης εναντίον της οικογένειας και των υποστηρικτών του Ιωάννη Καντακουζηνού[2].
Όταν κατόπιν πήρε θέση στην ησυχαστική διαμάχη, συντασσόμενος με τους πολεμίους του Γρηγορίου Παλαμά και των ησυχαστών, η στάση του αυτή ερμηνεύθηκε εντός των πλαισίων της δυναστικής διαμάχης. Εντούτοις, ή θέση αυτή του Ιωάννη Καλέκα είχε θεολογικό υπόβαθρο, και έτσι ο Πατριάρχης υποστήριξε τον αντιησυχαστή Γρηγόριο Ακίνδυνο, αφετέρου ευνόησε τις διώξεις του Γρηγορίου Παλαμά και των ησυχαστών. Μία σύνοδος που συνεκλήθη τον Ιούνιο του 1341 υπό την προεδρία του Ανδρόνικου Γ΄, καθώς και μία άλλη που συνεκλήθη δύο μήνες αργότερα υπό την προεδρία του Καντακουζηνού, επιδοκίμασαν τον Παλαμισμό. Το 1344 ο Πατριάρχης Ιωάννης συνεκάλεσε άλλη σύνοδο, η οποία κατήγγειλε τον Παλαμά ως αιρετικό και διέταξε την φυλάκισή του[5]. Όταν, το 1347, επικράτησε ο υποστηρικτής των ησυχαστών Ιωάννης Καντακουζηνός, συνεκλήθη σύνοδος, παρουσία του ιδίου του Αυτοκράτορα και της Άννας Παλαιολογίνας[6]. Η σύνοδος αυτή καθαίρεσε στις 8 Ιανουαρίου 1347[1] τον Πατριάρχη Ιωάννη, ο οποίος εξορίστηκε στο Διδυμότειχο[7], όπου και πέθανε στις 29 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους[8] (κατ'άλλους τον Νοέμβριο[1]).
Κατά την πατριαρχία του εκδόθηκαν πολλές συνοδικές αποφάσεις για σοβαρά θέματα, πολλές εκ των οποίων σώζονται[α]. Εκείνη την περίοδο αντικαταστάθηκε η αρχαία λευκή «καλύπτρα» του Πατριάρχη από το επανωκαλύμμαυχο των μοναχών[10]. Από δική του εγκύκλιο συνάγεται η ύπαρξη Κρυπτοχριστιανών, ήδη από την εποχή αυτή[11].
Υποσημειώσεις και παραπομπές
Υποσημειώσεις
↑Πολλές από αυτές περιλαμβάνονται στο έργο «Μανουήλ Καλέκα, τα ευρισκόμενα πάντα», διαθέσιμο online[9].