Ήταν έγγαμος πρωτοπρεσβύτερος του Παλατιού στη Νίκαια. Δεν είχε ιδιαίτερη μόρφωση[1], αλλά ήταν άνθρωπος με διακεκριμένη ευλάβεια και άγια ζωή[2]. Κατόπιν έγινε Μητροπολίτης Εφέσου. Μετά από τριάμιση ετών χηρεία του Θρόνου, εξελέγη Πατριάρχης το 1243 και ανέλαβε καθήκοντα το 1244 αφήνοντας τη γυναίκα του[3].
Η Πατριαρχία του διακρίθηκε για τη μετριοπάθεια και τη σύνεση που επέδειξε, τόσο στη διαχείριση των εσωτερικών υποθέσεων του Πατριαρχείου, όσο και στις σχέσεις με τον Παπικό Θρόνο. Τα χαρακτηριστικά αυτά φαίνονται στις συνοδικές αποφάσεις για το μεταθετό των αρχιερέων, τη χρήση του αντιμηνσίου, τα δικαιώματα των τοπικών συνόδων, κ.ά. Το 1247 και το 1249 αναφέρεται ότι δέχτηκε Φραγκισκανούς μοναχούς, απεσταλμένους του Πάπα. Το 1254 αναφέρεται ως μάρτυρας σε συμβόλαιο μεταξύ του Αυτοκράτορα Ιωάννη Βατάτζη και του Μιχαήλ Παλαιολόγου.
Πέθανε το 1254, πριν τις 3 Νοεμβρίου (ημερομηνία θανάτου του Ιωάννη Βατάτζη).