* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα.
† Συμμετοχές (Γκολ).
Ο Εουσέμπιο Ντα Σίλβα Φερέιρα (Eusébio da Silva Ferreira, ορθή προφορά Εουζέμπιο: ευρωπαϊκή πορτογαλική προφορά ΔΦΑ: [ewˈzɛβju ðɐ ˈsiɫvɐ fɨˈʁɐjɾɐ], 25 Ιανουαρίου 1942 – 5 Ιανουαρίου 2014), γνωστότερος ως Εουσέμπιο, ήταν Πορτογάλοςποδοσφαιριστής από τη Μοζαμβίκη, που αγωνιζόταν στη θέση του επιθετικού. Αναγνωριζόμενος ως ένας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών,[1][2][3] ψηφίστηκε ένατος καλύτερος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα στις εκλογές της IFFHS.[4]
Αγωνίστηκε σε πολλούς συλλόγους, αλλά αναδείχθηκε με την ομάδα της Μπενφίκα όπου πέρασε το μεγαλύτερο διάστημα της σταδιοδρομίας του, σημειώνοντας 320 γκολ σε 313 εμφανίσεις στο πρωτάθλημα της πρώτης κατηγορίας της χώρας του, καταφέρνοντας να γίνει ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών στο σύλλογο και οδηγώντας την στην κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1962 σε ηλικία 20 ετών. Το 1965 κατέκτησε τη Χρυσή Μπάλα ως κορυφαίος Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής.
Γνωστός και ως «μαύρος πάνθηρας» είχε σημαντική συνεισφορά του σε επίπεδο εθνικών ομάδων, βοηθώντας την Εθνική Πορτογαλίας να κατακτήσει την τρίτη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966, που διεξήχθη στην Αγγλία. Το 2011 ήταν ένα από 15 τα πρώτα μέλη που εισήχθησαν στην Αίθουσα Φήμης του Ποδοσφαίρου (Salón de la Fama del Fútbol) στην Πατσούκα, της πολιτείας Ιδάλγο του Μεξικού.[5][6] Συχνά αναγνωρίζεται ως ο κορυφαίος αφρικανικής καταγωγής ποδοσφαιριστής όλων των εποχών.[7]
Βιογραφία
Τα πρώτα χρόνια
Ο Εουσέμπιο γεννήθηκε στην πόλη Λοουρένσο Μάρκες ( Lourenço Marques), το σημερινό Μαπούτο, της Πορτογαλικής Ανατολικής Αφρικής (σημερινή Μοζαμβίκη), στη γειτονιά Μαφαλάλα, στις 25 Ιανουαρίου 1942. Ο πατέρας του λεγόταν Λαουρίντο Αντόνιο Φερέιρα ντα Σίλβα και ήταν ένας λευκός εργάτης σιδηροδρόμων από το Μαλάνζε της Ανγκόλας. Η μητέρα του ονομαζόταν Ελίζα Ανισσαμπένι και ήταν μια μαύρη γυναίκα από τη Μοζαμβίκη.[8][9] Ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Μεγαλωμένος σε μια εξαιρετικά φτωχή κοινωνία, συνήθιζε να φεύγει από το σχολείο για να παίξει ξυπόλητος ποδόσφαιρο με τους φίλους του σε αλάνες, με αυτοσχέδιες μπάλες ποδοσφαίρου. Ο πατέρας του πέθανε από τέτανο όταν ο Εουσέμπιο ήταν 8 χρονών. Έτσι η μητέρα του ανέλαβε αποκλειστικά τη φροντίδα των παιδιών της.[10][11]
Καριέρα σε συλλόγους
Σπόρτινγκ Κλουμπ ντε Λοουρένσο Μάρκες
Με τους φίλους του σχημάτισαν μια τοπική ερασιτεχνική ομάδα ποδοσφαίρου που την ονόμασαν Os Brasileiros (Οι Βραζιλιάνοι), προς τιμήν της μεγάλης ομάδας της Εθνικής Βραζιλίας της δεκαετίας του 1950.[12] Οι μπάλες που χρησιμοποιούσαν γίνονταν από κάλτσες και εφημερίδες. Προσπάθησε να μπει, μαζί με μερικούς φίλους του, στις τάξεις της Γκρούπο Ντεπορτίβο ντε Λοουρένσο ντε Μάρκες (Grupo Desportivo de Lourenço de Marques, τωρινό όνομα KN Μασακέν), την αγαπημένη του ομάδα που τροφοδοτούσε με ταλέντα την ομάδα της Μπενφίκα, όπως για παράδειγμα τον Μάριο Κολούνα που αγωνιζόταν σε αυτή πριν μετακινηθεί στην ομάδα της Λισαβόνας. Όμως απορρίφθηκε, χωρίς καν να του δοθεί η ευκαιρία να αποδείξει το ταλέντο του.[13][14] Στη συνέχεια απευθύνθηκε και κατάφερε να ενταχθεί στην ομάδα της Σπόρτινγκ Κλουμπ ντε Λοουρένσο Μάρκες (Sporting Clube de Lourenço Marques). Ο ίδιος έχει επιβεβαιώσει πως ένας πρώην τερματοφύλακας της Γιουβέντους τον είχε παρακολουθήσει και ενδιαφερθεί για αυτόν, όταν ήταν 15 χρονών: «Όταν ήμουν 15, η Γιουβέντους από την Ιταλία, ήθελε να με αποκτήσει, επειδή ένας από τους σκάουτερ της, ο οποίος ήταν ένας διάσημος Ιταλός τερματοφύλακας της, με είδε και τους είπε ότι υπήρχε ένα αγόρι με δυναμική, που θα ήταν καλό να εκμεταλλευτούν, ενώ ήμουν ακόμα άγνωστος. Η Γιουβέντους έκανε πρόταση αλλά η μάνα μου ποτέ δεν ήθελε να ακούσει τίποτα από κανέναν».[15]
Ο Εουσέμπιο αγωνίστηκε δύο περιόδους με την ομάδα νέων της Σπόρτινγκ, ενώ το 1960 εντάχθηκε στην ανδρική ομάδα κατακτώντας το Περιφερειακό Πρωτάθλημα Μοζαμβίκης και το Πρωτάθλημα του Λοουρένσο Μάρκες.[16][17] Στη Μοζαμβίκη σημείωσε 35 γκολ σε 18 αγώνες πρωταθλήματος και συνολικά 39 σε επίσημους αγώνες.[18]
Μπενφίκα
Το 1960 σε ηλικία 18 χρονών εντάσσεται στην ομάδα της Μπενφίκα.[19] Τον παίκτη είχε παρακολουθήσει ο βραζιλιάνος πρώην ποδοσφαιριστής Χοσέ Κάρλος Μπάουερ. Ο Εουσέμπιο ξεχώριζε για την ταχύτητά του, καθώς μπορούσε να τρέξει τα 100 μέτρα σε 11 δευτερόλεπτα στην ηλικία των 16 ετών, ενώ η φυσική του δύναμη, τα ισχυρότατα σουτ του και οι ντρίμπλες ήταν στα βασικά του προσόντα.[9][20][21] Η ικανότητα συνεργασίας με τους συμπαίκτες του και η εργασιακή ηθική του ξεχώρισαν στο επόμενο χρονικό διάστημα και τον βοήθησαν στην παγκόσμια καταξίωσή του.[10] Είχε την πολύτιμη ικανότητα να σκοράρει ένα γκολ και να κερδίσει έναν αγώνα όταν δεν παρουσιάζονταν καμία προφανής ευκαιρία, μια ικανότητα που του χάρισε τον του «Ευρωπαίου Πελέ», άσχετα με το γεγονός ότι δεν βρίσκονταν σε ανάλογο επίπεδο. Η ποικιλία στο παιχνίδι του υστερούσε, όπως και η αίσθηση της τακτικής.[8] Ο Μπάουερ συνέστησε αρχικά τον Εουσέμπιο στην πρώην του ομάδα, Σάο Πάολο, αλλά εκείνοι τον απέρριψαν. Τότε απευθύνθηκε στον πρώην προπονητή της ομάδας Μπέλα Γκούτμαν, ο οποίος εργαζόταν εκείνη την περίοδο στην ομάδα της Μπενφίκα.[7][22]
Ωστόσο επρόκειτο για μία κίνηση αμφιλεγόμενη, καθώς η Σπόρτινγκ Λοουρένσο Μάρκες ήταν θυγατρική της Σπόρτινγκ Λισαβόνας, η οποία αμφισβήτησε τη νομιμότητα της μεταγραφής.[23] Η Σπόρτινγκ σκόπευε να τον εντάξει στην ομάδα νέων και χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα.[24] Σύμφωνα με τον ίδιο: «Η Μπενφίκα ήθελε να με πληρώσει με ένα συμβόλαιο για να πάω, ενώ η Σπόρτινγκ ήθελε να με πάρει ως ταλέντο για να αποκτήσω εμπειρία χωρίς χρηματική ανταμοιβή. Η Μπενφίκα έκανε καλή προσέγγιση. Πήγαν να μιλήσουν με τη μητέρα μου, τον αδελφό μου και προσέφεραν 1.000 ευρώ για τρία χρόνια. Ο αδελφός μου ζήτησε τα διπλά και θα αυτοί τα κατέβαλαν. Υπέγραψαν συμβόλαιο με τη μητέρα μου και πήρε τα χρήματα».[15]
Μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου 1960 ο Εουσέμπιο είχε φτάσει στη Λισαβόνα, απ’ όπου εστάλη στο Λάγος, στο Αλγκράβε, καθώς η Μπενφίκα φοβόταν επιχείρηση «απαγωγής» του από τη Σπόρτινγκ. Η μεταφορά του έγινε με το όνομα Ρουθ Μαλόσο (Ruth Malosso).[25] Παρέμεινε εκεί για 12 ημέρες, έως ότου σωπάσει η αναταραχή από τη μεταγραφή. Ο ίδιος ο Εουσέμπιο σκεφτόταν την επιστροφή του στην πατρίδα του, αλλά η μητέρα του τον έπεισε να παραμείνει στην Πορτογαλία.[26]
Τελικά, η Μπενφίκα κατάφερε να τον καταγράψει στη λίστα της ομάδας της τον Μάιο του επόμενου έτους. Ο Εουσέμπιο έκανε την πρώτη εμφάνισή του με τα χρώματά της με αντίπαλο την Ατλέτικο Κλούμπε ντε Πορτουγάλ, σε φιλικό παιχνίδι στις 23 Μαΐου 1961, σημειώνοντας χατ τρικ στη νίκη με 4–2.[27][28] Το ντεμπούτο του σε επίσημο αγώνα πραγματοποιήθηκε την 1η Ιουνίου 1961, έναντι στη Βιτόρια Σετούμπαλ, στον επαναληπτικό του τρίτου γύρου του Κυπέλλου Πορτογαλίας της αγωνιστικής περιόδου 1960–61.[19] Το παιχνίδι είχε προγραμματιστεί για την επομένη του τελικού του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου Πρωταθλητριών, όπου η Μπενφίκα αντιμετώπισε την ομάδα της Μπαρτσελόνα, χωρίς η Πορτογαλική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου να αναβάλει το παιχνίδι του Κυπέλλο Πορτογαλίας. Έτσι η ομάδα αγωνίστηκε στον αγώνα αυτό με τους αναπληρωματικούς της και έχασε με 1–4. Το μοναδικό γκολ της Μπενφίκα πέτυχε ο Εουσέμπιο, αλλά δεν ήταν αρκετό για να προκριθεί η ομάδα του από τον γύρο (4–5 στο σύνολο). Στον ίδιο αγώνα, ο Εουσέμπιο απέτυχε σε ένα πέναλτι, το πρώτο από τα πέντε συνολικά που έχασε σε όλη την καριέρα του. Στις 10 Ιουνίου 1961 αγωνίστηκε για πρώτη φορά στο Πρωτάθλημα Πορτογαλίας, την τελευταία αγωνιστική κόντρα στην Μπελενένσες, όπου σημείωσε ένα γκολ στη νίκη της Μπενφίκα με 4–0.
Στις 15 Ιουνίου η Μπενφίκα έπαιξε στον τελικό του Τουρνουά του Παρισιού με αντίπαλο τη Σάντος του Πελέ. Στις αρχές του δευτέρου ημιχρόνου, με την Μπενφίκα να χάνει με 0–4, ο Μπέλα Γκούτμαν αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον Εουσέμπιο σαν αλλαγή. Αμέσως μετά την πραγματοποίηση της αλλαγής η Σάντος πέτυχε και πέμπτο τέρμα. Ωστόσο, μεταξύ του 63ου και του 80ού λεπτού, ο Εουσέμπιο κατάφερε να σημειώσει τρία γκολ και να κερδίσει ένα πέναλτι, με τον Χοσέ Αουγκούστο όμως να αποτυγχάνει να σκοράρει κατά την εκτέλεσή του. Το παιχνίδι τελείωσε 6–3 για τη Σάντος, με τον Εουσέμπιο να γίνεται εξώφυλλο της κορυφαίας γαλλικής εφημερίδας L'Équipe.[29][30]
Η επόμενη σεζόν θα ήταν αυτή κατά την οποία θα άρχιζε να κερδίζει την παγκόσμια αναγνώριση, σκοράροντας 12 γκολ σε 17 αγώνες πρωταθλήματος (παρά το γεγονός πως η ομάδα τερμάτισε στην τρίτη θέση), κατακτώντας το Κύπελλο Πορτογαλίας απέναντι στη Βιτόρια Σετούμπαλ, με τον ίδιο να πετυχαίνει δύο γκολ στον τελικό και κερδίζοντας το Ευρωπαϊκό Κύπελλο με αντίπαλο τη Ρεάλ Μαδρίτης. Σε έναν από τους καλύτερους τελικούς στην ιστορία της διοργάνωσης η Μπενφίκα νίκησε την ισπανική ομάδα με 5–3 ανατρέποντας το σε βάρος της σκορ του πρώτου ημιχρόνου που είχε διαμορφωθεί με χατ τρικ του Φέρεντς Πούσκας, και ο Εουσέμπιο πέτυχε δύο γκολ για την ομάδα του στο δεύτερο ημίχρονο, ενώ έδωσε και μια ασίστ σε μια από τις καλύτερες εμφανίσεις της καριέρας του που του πρόσφερε και ευρωπαϊκή δημοσιότητα. Η Μπενφίκα διέθετε νεότερη ομάδα και η επιθετική ικανότητα του Πούσκας δεν ήταν αρκετή για να διατηρήσει τη Ρεάλ στην κορυφή της Ευρώπης.[31][32][33] Μετά τον αγώνα το όνειρό του να αποκτήσει τη φανέλα του ειδώλου του Αλφρέδο Ντι Στέφανο έγινε πραγματικότητα.[34][35][36] Ο αγώνας αυτός ήταν ο πιο γνωστός από αυτούς που τον χαρακτήρισαν ως παίκτη των μεγάλων αγώνων.[37] Στον τελικό του Διηπειρωτικού Κυπέλλου η συνάντηση των δύο κορυφαίων μαύρων ποδοσφαιριστών της ιστορίας ήταν άνιση με τα πέντε γκολ του Πελέ στους δύο αγώνες να είναι ανυπέρβλητο εμπόδιο για τον Εουσέμπιο που σημείωσε ένα γκολ στον πρώτο αγώνα του Σταδίου Μαρακανά.[38][39] Έτσι κατάφερε να τερματίσει στη δεύτερη θέση για το βραβείο της Χρυσής Μπάλας του 1962, στην πρώτη πλήρη του χρονιά ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.[29][40] Η χρονιά ήταν η αρχή της μεγάλης διεθνούς καριέρας του όπως και της ομάδας που από πολλούς θεωρείται ως μία από τις καλύτερες όλων των εποχών σε επίπεδο συλλόγων με την ισχυρή επιθετική γραμμή της να αποτελεί το κύριο όπλο της.[41][42][43] Στο διάστημα 22 Δεκεμβρίου 1963 μέχρι 7 Φεβρουαρίου 1965 η Μπενφίκα έμεινε αήττητη για 48 αγώνες σε όλες τις επίσημες διοργανώσεις, επίδοση που ήταν ρεκόρ κόσμου για σύλλογο από την έναρξη των διεθνών διασυλλογικών διοργανώσεων. Παρέμενε ρεκόρ κόσμου για τέσσερις δεκαετίες και Ευρώπης για μισό αιώνα.[44]
Η Μπενφίκα έφτασε μέχρι τους τελικούς του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης και το 1963, το 1965 και το 1968, χωρίς όμως να καταφέρει να το κατακτήσει. Στον τελικό του 1963 ο Εουσέμπιο άνοιξε το σκορ με αντίπαλο την Ίντερ αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό με την ιταλική ομάδα να σημειώνει δύο γκολ κατακτώντας το τρόπαιο.[45] Δεν ήταν μόνο ένας εξαιρετικά ταλαντούχος παίκτης: είχε επίσης το θάρρος και την επιμονή να αγωνίζεται και με πόνο, όπως έκανε στον ημιτελικό του 1968 με αντίπαλο τη Γιουβέντους, όταν έπαιξε με ένα σοβαρά τραυματισμένο γόνατο. Παρόλα αυτά, διέπρεψε και στις δύο ισοπαλίες, καθεμία από τις οποίες κέρδισε η Μπενφίκα χάρη σε μεγάλο βαθμό στα γκολ του, ένα από τα οποία σημείωσε με φάουλ από 35 μέτρα. Στην ήττα το 1968, από την πρωταθλήτρια Αγγλίας Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο Γουέμπλεϊ, και ενώ το σκορ του αγώνα ήταν στο 1–1, έφτασε κοντά στο γκολ στις καθυστερήσεις του αγώνα, με τον τερματοφύλακα της ομάδας του Μάντσεστερ Άλεξ Στέπνεϊ να πραγματοποιεί μία θεαματική απόκρουση στο σουτ που επιχείρησε. Η Γιουνάιτεντ κέρδισε τελικά στην παράταση με 4–1. Ο Εουσέμπιο συνεχάρη τον Στέπνεϊ για την εμφάνισή του σε όλο το παιχνίδι, σταματώντας για να χειροκροτήσει τον τερματοφύλακα της Γιουνάιτεντ καθώς επανέφερε τη μπάλα στο παιχνίδι.[23][46][47]
Το 1965 ψηφίστηκε ως καλύτερος Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής της χρονιάς (Χρυσή Μπάλα), ενώ εκτός από το 1962 κατέλαβε άλλη μια φορά τη δεύτερη θέση, το 1966.[40] Το 1968 ήταν ο νικητής του βραβείου του Χρυσού Παπουτσιού, που απονέμονταν για πρώτη φορά, ως πρώτος σκόρερ στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα με 42 γκολ. Το ίδιο κατόρθωμα επανέλαβε πέντε χρόνια αργότερα με 40 γκολ.[29][47][48] Ήταν ο πρώτος σκόρερ της Πρωταθλήματος Πορτογαλίας επτά φορές (1964, 1965, 1966, 1967, 1968, 1970 και 1973), βοηθώντας την Μπενφίκα να κατακτήσει 11 φορές το πρωτάθλημα, πέντε φορές το Κύπελλο και μία φορά το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης (1961–62).[12][49] Το 1964 ήταν η πιο παραγωγική χρονιά του σημειώνοντας 57 γκολ σε επίσημους αγώνες, αριθμός που τον κατέστησε πρώτο στον κόσμο, επίτευγμα που επανέλαβε το 1968.[50] Το καλοκαίρι του 1964 η Γιουβέντους έκανε δελεαστική πρόταση για να τον αποκτήσει προσφέροντας τετραπλάσιες αμοιβές σε σχέση με αυτές που είχε στη Μπενφίκα, η κυβέρνηση της χώρας δεν του επέτρεψε να αγωνιστεί στο εξωτερικό καλώντας τον στη στρατιωτική του θητεία και στη συνέχεια το ενδιαφέρον ξένων μεγάλων συλλόγων κυρίως ιταλικών) έπεσαν στο κενό.[51][52]
Σημείωσε συνολικά 727 γκολ σε 715 αγώνες για τη Μπενφίκα,[7][46] 482 σε 449 επίσημους με την πρώτη ομάδα, μεταξύ των οποίων 319 γκολ σε 313 αγώνες πρώτης κατηγορίας πρωταθλήματος και 97 γκολ σε 60 αγώνες Κυπέλλου Πορτογαλίας.[18][53] Παραμένει ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία του συλλόγου.[54] Με 57 γκολ σε 75 αγώνες ήταν πρώτος σκόρερ όλων των ευρωπαϊκών διασυλλογικών διοργανώσεων.[55][56] Το τελευταίο παιχνίδι του με τη Μπενφίκα ήταν στις 18 Ιουνίου 1975, απέναντι στη Μικτή Αφρικής στην Καζαμπλάνκα.[17]
Μετά την Μπενφίκα
Ο Εουσέμπιο συνέχισε την καριέρα του στη Βόρεια Αμερική, με δύο ενδιάμεσες περιόδους κατά τις οποίες επέστρεψε στην Πορτογαλία: το 1976–77 για να αγωνιστεί με τη Μπέιρα Μαρ (πρώτη κατηγορία) και το 1977–78 για λογαριασμό της Ουνιάο ντε Τομάρ (δεύτερη κατηγορία).[49]
Στο Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου Βορείου Αμερικής (NASL), αγωνίστηκε με τρεις διαφορετικές ομάδες, από το 1975 έως το 1977: με τις Μπόστον Μίνιτμεν (1975), Τορόντο Μέτρος-Κροέσια (1976) και Λας Βέγκας Κουικσίλβερς (1977). Η πιο επιτυχημένη σεζόν του στο NASL ήταν το 1976, με την Τορόντο Μετρός-Κροάσια, όπου σκοράροντας στον τελικό της διοργάνωσης στη νίκη της ομάδας με 3–0 κατάφερε να κατακτήσει μαζί της τον τίτλο του NASL.[57] Την ίδια χρονιά, έπαιξε δέκα παιχνίδια για την ΚΦ Μοντερρέι του Μεξικού στο μεξικανικό πρωτάθλημα.[49]
Η επόμενη χρονιά (1977), υπέγραψε στους Λας Βέγκας Κουικσίλβερς. Με τους τραυματισμούς να τον έχουν καταβάλει κατάφερε να σκοράρει μόνο δύο γκολ σε όλη τη χρονιά. Αν και η κατάσταση των γονάτων του στοίχισαν από τον Εουσέμπιο τη δυνατότητα να συνεχίσει στο NASL, ο ίδιος δεν ήθελε να σταματήσει το ποδόσφαιρο. Το 1978 αγωνίστηκε σε τρεις ομάδες της Νότιας Αφρικής (συνολικά τρεις αγώνες) στην εποχή του απαρτχάιντ.[18][58] Επέστρεψε αρχικά στην Πορτογαλία για την Ουνιάο ντε Τομάρ και και το αγωνίστηκε σε τρεις ομάδες της Νότιας Αφρικής (συνολικά τρεις αγώνες) στην εποχή του απαρτχάιντ.[18][58] Την ίδια χρονιά επανήλθε στις ΗΠΑ με τους Νιου Τζέρσεϊ Αμέρικανς, που αγωνιζόταν στη δεύτερη κατηγορία της Αμερικανικής ένωσης ποδοσφαίρου (ASL). Αναγκάστηκε τελικά να αποσυρθεί στο τέλος της σεζόν.[59] Το 1979–80 αγωνίστηκε για πέντε παιχνίδια με την ομάδα Buffalo Stallions στο πρωτάθλημα Κλειστού Ποδοσφαίρου των ΗΠΑ (Major Indoor Soccer League).
Αποχώρησε από την ενεργό δράση το 1979 έχοντας σημειώσει 634 σε 663 επίσημους αγώνες.[60][61]
Διεθνής καριέρα
Ο Εουσέμπιο ήταν ο κορυφαίος σκόρερ για την Πορτογαλία, με 41 γκολ σε 64 αγώνες,[62][63] μέχρι τη στιγμή που ο Παουλέτα κατάφερε να ξεπεράσει το ρεκόρ του, στον αγώνα εναντίον της Λετονίας στις 12 Οκτωβρίου 2005.[64] Ήταν επίσης ο παίκτης με τις περισσότερες συμμετοχές στην Εθνική Πορτογαλίας, μέχρι ο Ταμανίνι Νενέ φτάσει τις 64 συμμετοχές στον φιλικό αγώνα με τη Γιουγκοσλαβία στις 2 Ιουνίου 1984, καταρρίπτοντας τελικά το ρεκόρ του Εουσέμπιο κατά τη διάρκεια του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος του 1984, στις 20 Ιουνίου με αντίπαλο τη Ρουμανία.
Έκανε το ντεμπούτο του για την ομάδα ποδοσφαίρου της Πορτογαλίας κόντρα στην εθνική Λουξεμβούργο, στις 8 Οκτωβρίου 1961, στον οποίο Πορτογαλία έχασε με 4–2, σκοράροντας το πρώτο γκολ της ομάδας του στον αγώνα.[62]
Με την Εθνική Πορτογαλίας κατάφερε να προκριθεί στα τελικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1966, στην Αγγλία. Ήταν ο πρώτος ποδοσφαιριστής από την Αφρική που πρωταγωνίστησε στην κορυφαία διοργάνωση του αθλήματος και ένας από εκείνους που κατόρθωσαν να ξεφύγουν από την κατάσταση που τότε επικρατούσε στη Μαύρη Ήπειρο, γνωρίζοντας δόξα στην Ευρώπη.[11][65] Στη φάση των ομίλων αντιμετώπισε την παγκόσμια πρωταθλήτρια Βραζιλία την οποία και νίκησαν με 3–1 με δύο γκολ του Εουσέμπιο αποκλείοντας έτσι ένα από τα ισχυρά φαβορί της διοργάνωσης.[19][25][66] Η ομάδα του έφτασε μέχρι τον ημιτελικό, όπου κλήθηκε να αντιμετωπίσει τη διοργανώτρια Αγγλία. Αν και ο Εουσέμπιο κατάφερε να σκοράρει, η Πορτογαλία αποκλείστηκε από τον τελικό της διοργάνωσης με σκορ 2–1, σε ένα αγώνα που άλλαξε την τελευταία ημέρα χώρο διεξαγωγής και ώρα και ενίσχυσε τη δυσαρέσκεια πολλών ομάδων (ιδιαίτερα της Λατινικής Αμερικής) για τη διοργάνωση αφήνοντας υποψίες δόλου.[67][68] Τελευταία παράσταση του Εουσέμπιο στο Παγκόσμιο Κύπελλο, ο μικρός τελικός με αντίπαλο τη Σοβιετική Ένωση του Λεβ Γιασίν. Οι δύο φίλοι βρέθηκαν αντιμέτωποι μόλις στο 12ο λεπτό, όταν η Πορτογαλία κέρδισε πέναλτι. Ο κορυφαίος τερματοφύλακας της ιστορίας έπεσε σωστά, αλλά δεν κατάφερε να αποτρέψει το 9ο τέρμα του αρχισκόρερ του θεσμού, που πανηγύρισε την τρίτη θέση στο ντεμπούτο της Πορτογαλίας στην κορυφαία διοργάνωση, την κατάκτηση του τίτλου του πρώτου σκόρερ και του τρίτου καλύτερου παίκτη στο τουρνουά.[15][69][70] Ο Εουσέμπιο σημείωσε συνολικά 9 γκολ (τέσσερα με πέναλτι) σε 6 αγώνες, από τα οποία τέσσερα στον αγώνα με τη Βόρεια Κορέα, από την οποία στα πρώτα 25 λεπτά έχαναν με 3–0 αλλά κατάφερε με τα απανωτά γκολ του να ανατρέψει το σκορ.[71][72] Η συνάντηση αυτή τοποθέτησε τον Εουσέμπιο στην κορυφή του διεθνούς ποδοσφαίρου και εξακολουθεί να είναι ένας από τους πιο αξιομνημόνευτους αγώνες στην ιστορία της διοργάνωσης. Η έλλειψη επαρκώς ικανών συμπαικτών του στέρησε από τον ίδιο τη δυνατότητα περαιτέρω διεθνών επιτυχιών.[21] Τα έξι γκολ στις τρεις τελευταίες συναντήσεις της Πορτογαλίας ήταν συνεχόμενα, επίδοση ρεκόρ που παραμένει ακατάρριπτη.[73] Οι εμφανίσεις του του χάρισαν το βραβείο του BBC Overseas Sports Personality of the Year το 1966.[27]
Το τελευταίο του παιχνίδι με την ομάδα της Πορτογαλίας ήταν ενάντια στην ομάδα της Βουλγαρίας (2–2) για τα προκριματικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1974, στις 19 Οκτωβρίου του 1973.[62]
Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, έγινε βοηθός προπονητή με την Μπενφίκα και ταξίδεψε ευρέως με την εθνική ομάδα της Πορτογαλίας ως «πρεσβευτής ποδοσφαίρου».[1] Εργάστηκε επίσης ως μέλος της τεχνικής επιτροπής της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Πορτογαλίας. Η ζωή του
έχει γυριστεί σε ταινία με τίτλο «Η αυτού εξοχότης, ο βασιλιάς».[79] Το 1994 τιμήθηκε από τη FIFA για τη συνεισφορά του με την ανώτατη διάκριση του αθλήματος, το Τάγμα Αξίας.[80] Το 2003 επελέγη από την Ομοσπονδία της Πορτογαλίας ως ο «Χρυσός παίκτης» της χώρας για τον εορτασμό των 50 χρόνων της ΟΥΕΦΑ.[81] Στην φηφοφορια των φιλάθλων την επόμενη χρονιά αναδείχθηκε 7ος.[82][83]
Υποστήριξε επίσης την εκστρατεία 1GOAL της FIFA, που είχε ως στόχο να εξασφαλίσει σε 72 εκατομμύρια παιδιά της Αφρικής θα λάμβαναν εκπαίδευση μέχρι το 2015. Παράλληλα, ο ίδιος ξεκίνησε πολλά φιλανθρωπικά προγράμματα στη Μοζαμβίκη διατηρώντας διπλή υπηκοότητα.[7] Η Μπενφίκα τον τίμησε με άγαλμά του μπροστά από το γήπεδό της.[21]
Απεβίωσε στις 5 Ιανουαρίου 2014 σε ηλικία 71 ετών.[17][41] Στην Πορτογαλία κηρύχθηκε τριήμερο πένθος.[45]
↑«Since 1900 Year TopScorers» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Νοεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2021.CS1 maint: Unfit url (link)