Η απευθείας φθορίωση της ουρίας αποδίδει υγρά που περιέχουν ως 20% ενώσεις που περιέχουν δεσμούς αζώτου - φθορίου, που τελικά σχηματίζουν διφθοραμίνη σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Η φθορίωση της ουρίας στους 0 °C αποδίδει ένα σύμπλοκο κίτρινο προς ροζ υγρό, που με απόσταξη σε μειωμένη πίεση αποδίδει διφθοραμίνη. Η φθορίωση της ουρίας αναφέρθηκε για πρώτη φορά από τους Γκλέμσερ (Glemser) και Λούντεμανν (Ludemann), οι οποίοι ανέφεραν το σχηματισμό διοξειδίου του άνθρακα (CO2), διφθοριδίου του καρβονυλίου (COF2), διουρίας, διουρίτας, και μικρές ποσότητες ενός υγρού που δεν ταυτοποίησαν. Η διάλυση του προϊόντος σε νερό απέδωσε φθοριούχο αμμώνιο (NH4F). Δεν ανέφεραν το σχηματισμό κανενός νέου (για την εποχή) σχετικά οξειδωμένων φθοριούχων χημικών ειδών. Αργότερα βρέθηκε ένα μίγμα αζώτου - φθορίου αντιδρά με την ουρία στους 0 °C και αποδίδει ένα πολύπλοκο μίγμα αερίων προϊόντων, καθώς και το παραπάνω αναφερόμενο σύμπλοκο υγρό, που παραμένει στον αντιδραστήρα, εφόσον τα αέρια προϊόντα αποχωρίζονται σύντομα. Τα αέρια προϊόντα δεν ταυτοποιήθηκαν όλα, αλλά βρέθηκε ότι περιέχουν διοξείδιο του άνθρακα, τετραφθοράνθρακα (CF4), διφθορίδιο του καρβονυλίου, δι(τριφθορομεθυλο)φθοραμίνη [(CF3)2NF], τρι(τριφθορομεθυλ)αμίνη [(CF3)3N], υδροφθόριο (HF), διφθοραμίνη, υδροκυάνιο (HCN), καθώς και ορισμένα συστατικά με υψηλότερα σημεία ζέσεως. Το υγρό υπόλλειμα βρέθηκε ότι περιέχει κατά βάρος μεταβλητό ποσοστό φθορίου 30-70% και μέχρι 20% ενεργό φθόριο, που οξειδώνει το υδροϊώδιο (HI). Το υγρό αυτό μπορεί να αποθηκευθεί για μήνες σε δοχεία πολυαιθυλενίου σε χαμηλές θερμοκρασίες, καταλυτικά μετατρέπεται σε ένα στερεό, αρκετά γρήγορα σε πυρέξ (Pyrex). Η διάλυση του παραπάνω αναφερόμενου υγρού σε και μετά η εξάτμιση και μετά η ξήρανση των ατμών του, αποδίδει διουρία, φθοριούχο αμμώνιο και ένα κλάσμα ενός λευκού στερεού, που είναι πιθανώς μια πολυμερήςτριαζίνη. Η αργή απόσταξη υπό κενό του παραπάνω φθοριούχου υγρού από πολυχλωροτριφθοραιθυλένιο ή πολυαιθυλένιο σε γυαλί αποδίδει με αποσύνθεση ένα μίγμα αερίων, που περιέχει κυρίως διοξείδιο του άνθρακα, τετραφθοροπυρίτιο (SiF4) και διφθοραμίνη, ενώ παραμένει και ένα στερεό υπόλειμμα που περιέχει διφθορουρία. Αν στο παραπάνω αναφερόμενο υγρό προστεθεί φθοριούχο νάτριο (NaF), πριν από την απόσταξη, στα αέρια προϊόντα της απόσταξης προστίθεται το υδροϊσοκυανικό οξύ (ΗΝCO). Η διφθοραμίνη αποκτιέται εύκολα σε καθαρή μορφή με κλασματική συμπύκνωση των ατμών της παραπάνω αναφερόμενης απόσταξης. Η απόδοση της μεθόδου είναι μέχρι 30%, υπολογισμένη με βάση το φθόριο[6].
Χημική συμπεριφορά
Η διφθοραμίνη είναι εξαιρετικά ευαίσθητη σε υγρή μορφή και ακόμη περισσότερο αν στερεοποιηθεί. Σε υγρή μορφή είναι ευαίσθητη για να δώσει έκρηξη, τουλάχιστον όσο και η νιτρογλυκερίνη. Αν στερεοποιηθεί, με χρήση υγρού αζώτου, δίνει αυθόρμητη έκρηξη. Η διφθοραμίνη μετατρέπεται γρήγορα σε τετραφθορυδραζίνη, με μεγάλη απόδοση, παρουσία μιας ποικιλίας αντιδραστηρίων. Η αντίδραση μετατροπής της διφθοραμίνης σε τετραφθορυδραζίνη μπορεί να αποδοθεί με την ακόλουθη στοιχειομετρική εξίσωση:
↑Τα δεδομένα προέρχονται εν μέρει από το «Table of periodic properties of thw Ellements», Sagrent-Welch Scientidic Company, με βάση τις τιμές ηλεκτραρνητικότητας των στοιχείων, από τα οικεία λήμματα της ελληνόφωνης Βικιπαίδειας.
↑Arnold F. Holleman, Egon Wiberg, Nils Wiberg: Lehrbuch der anorganischen Chemie. (Seite 678ff in der Google-Buchsuche)