Η πρώτη σύνθεση λεπιδίνης πιστώθηκε στο Μπίβανκ (G. Bivank), το 1898, με αναγωγήιωδολεπιδίνης, που με τη σειρά της προήλθε από χλωρολεπιδίνη, η οποία με τη δική της σειρά λήφθηκε με σύνθεση Κνορ (Knorr synthesis) από γ-μεθυλοκαρβοστυρίλιο, με πενταχλωριούχο φωσφόρο (PCl5) ή και με τριχλωριούχο φωσφόρο (PCl3).
Με (ενδομοριακή) κυκλοποίηση του ανιλιδίου (PhNH2) του ακετοξικού οξέος (CH3COCH2COOH), δηλαδή του ακετακετανιλιλιδίου (CH3COCH2CONHPh), παράγεται ενδιάμεσα 4-μεθυλο-2-κινολινόλη. Μετά, το υδροξύλιο της 4-μεθυλο-2-κινολινόλης υποκαθίσταται με χλώριο, μετά από επίδραση με οξυτριχλωριούχο φωσφόρο (POCl3). Αυτή η υποκατάσταση δίνει 4-μεθυλο-2-χλωροκινολίνη. Τέλος, η 4-μεθυλο-2-χλωροκινολίνη αποχλωριώνεται με αναγωγική αποχλωρίωση, με χρήση κασσιτέρου και υδροχλωρικού οξέος (HCl), οπότε παράγεται λεπιδίνη.[2]
H μεθυλομάδα της είναι αρκετά όξινη, επιτρέποντας αντιδράσεις συμπύκνωσης, ιδιαίτερα όταν το άτομο του αζώτου είναι τετατροταγές.
Η νίτρωση λεπιδίνης παράγει 4-μεθυλο-8-νιτροκινολίνη, ενώ η σουλφούρωση λεπιδίνης παράγει 4-μεθυλο-6-κινολινοσουλφονικό οξύ, το οποίο, με τη σειρά του, μετά από επίδραση βάσης παράγει 4-μεθυλο-2-κινολινόλη.[2]
Η λεπιδίνη συμπυκνώνεται με τη μεθανάλη (HCHO), δίνοντας αρχικά 2-(3-κινολιν)αιθανόλη [3-(C6H4)(C3H2N)CH2CH2OH], που είναι ένα ελαιώδες υγρό, ενώ στη συνέχεια παράγει 2-(3-κινολινο)-1,3-προπανοδιόλη [3-[(C6H4)(C3H2N)CH(CH2OH)2].
Εφαρμογές
Η λεπιδίνη χρησιμοποιήθηκε ως πρόδρομη ένωση για τη σύνθεση κυανινοχρωστικών και φαρμάκων.[2]