Ο Κωνσταντίνος Β΄ήταν ο μεγαλύτερος και μάλλον νόθος[1][2] γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου και γεννήθηκε στην Αρλ της σημερινής Γαλλίας[3] το Φεβρουάριο του 317. Μεγάλωσε ως Χριστιανός. Την 1η Μαρτίου του 317, έγινε Καίσαρας[4] και σε ηλικία μόλις 7 χρόνων το 323 πήρε μέρος στην εκστρατεία του πατέρα του ενάντια στους Σαρμάτες[5]. Στα δέκα του έγινε διοικητής Γαλατίας μετά το θάνατο του Κρίσπου. Μια επιγραφή του 330 τον αναφέρει ως «Αλαμανικός», συνεπώς θεωρείται πιθανό οι στρατηγοί του να είχαν σημειώσει κάποια νίκη έναντι των Αλαμανών[5]. Η στρατιωτική του καριέρα συνεχίστηκε όταν ο πατέρας του τον διόρισε διοικητή της στρατιάς του 332 κατά των Γότθων[6].
Μετά το θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου το 337, ο Κωνσταντίνος έγινε αυτοκράτορας μαζί με τους αδελφούς του Κωνστάντιο Β΄ και Κώνστα[7], με την αυτοκρατορία διαιρεμένη μεταξύ αυτών και των ξαδέλφων τους Δαλμάτιο και Αννιβαλιάνο[8]. Ο διακανονισμός αυτός κρατήθηκε μετά βίας ως το θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου, καθώς οι γιοι του οργάνωσαν τη σφαγή των περισσότερων μελών της οικογένειάς τους[9]. Οι τρεις τους συγκεντρώθηκαν στην Παννονία[5] στις 9 Σεπτεμβρίου του 337[1][9] και μοίρασαν την αυτοκρατορία αναμεταξύ τους. Ο Κωνσταντίνος Β΄ ανακηρύχθηκε Αύγουστος από τα στρατεύματά του[1] και ανέλαβε τη Γαλατία, τη Βρετανία και την Ισπανία[6].
Σύντομα ενεπλάκη στη διαμάχη μεταξύ των διαφόρων ερμηνειών των Χριστιανικών Δογμάτων που υπονόμευε την ενότητα της Εκκλησίας[5]. Το δυτικό κομμάτι της αυτοκρατορίας που επηρεαζόταν από τους Πάπες (Πατριάρχες) της Ρώμης παρέμενε πιστή στα δόγματα της ενιαίας (καθολικής) Αποστολικής Εκκλησίας και κατά του Αρειανισμού. Με τη μεσολάβηση των Παπών, οι δυτικοί κατάφεραν να πείσουν τον Κωνσταντίνο Β΄ να ελευθερώσει τον Αθανάσιο ώστε να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια[10]. Η πράξη αυτή εξόργισε τον Κωνστάντιο Β΄ που ήταν θερμός οπαδός του Αρειανισμού[6]. Στην αρχή, ο Κωνσταντίνος ήταν προστάτης του μικρότερου Κώνστα, ο οποίος κατείχε την Ιταλία, την Αφρική και την Ιλλυρία. Ωστόσο, άρχισε να παραπονιέται πως το μερίδιό του ήταν λιγότερο από αυτό που του αναλογούσε, με την αιτιολογία πως ήταν ο πρεσβύτερος αδελφός[9]. Ενοχλημένος που ο Κώνστας ανέλαβε τη Θράκη και τη Μακεδονία μετά το θάνατο του Δαλματίου, ο Κωνσταντίνος απαίτησε την παράδοση της Αφρικής σε αυτόν και, για να διατηρήσει τις ισορροπίες, ο Κώνστας συμφώνησε[9][11]. Εντούτοις, η διαμάχη συνεχίστηκε για τη δικαιοδοσία επί της Καρχηδόνας[12].
Στην πορεία προέκυψαν επιπλέον τριβές όταν ο Κώνστας ενηλικιώθηκε και ο Κωνσταντίνος, που είχε συνηθίσει να διαφεντεύει τον αδελφό του, αρνήθηκε να αποποιηθεί της κηδεμονίας του. Το 340, πορεύτηκε προς την Ιταλία επικεφαλής του στρατού[11]. Ο Κώνστας, που βρισκόταν στη Δακία, απέστειλε μια επίλεκτη και σκληραγωγημένη μονάδα στρατού από την Ιλλυρία, λέγοντας πως ο ίδιος θα τους ακολουθούσε σύντομα[9]. Ο Κωνσταντίνος εγκλωβίστηκε σε κάποια μάχη κοντά στην Ακυληία[7] και σκοτώθηκε μετά από ενέδρα[11]. Το βασίλειο του Κωνσταντίνου Β΄ ανέλαβε ο Κώνστας.