Ο Πουπιηνός (Marcus Clodius Pupienus Maximus[1], 165[2] – 29 Ιουλίου238), γνωστός και ως Πουπιηνός Μάξιμος, ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας μαζί με τον Βαλβίνο για τρεις μήνες το 238, κατά τη διάρκεια του έτους των έξι αυτοκρατόρων. Οι πηγές για εκείνη την περίοδο είναι ελάχιστες κι έτσι οι γνώσεις για τον αυτοκράτορα είναι περιορισμένες. Τα περισσότερα σύγχρονα κείμενα αναφέρουν τον Πουπιηνό με το παρωνύμιο «Μάξιμος», παρά με το επώνυμό του (οικογενειακό όνομα) Πουπιηνός.
Καταγωγή, οικογένεια και καριέρα
Η «Ιστορία των Αυγούστων», μια πηγή όχι απόλυτα αξιόπιστη, παρουσιάζει τον Πουπιηνό ως παράδειγμα εξέλιξης μέσω του cursus honorum λόγω στρατιωτικής επιτυχίας. Ισχυρίζεται ότι ήταν γιος ενός σιδερά, υιοθετήθηκε και ξεκίνησε την καριέρα του ως εκατόνταρχος (Primus Pilus) προτού γίνει χιλίαρχος και στη συνέχεια πραίτορας. Στην πραγματικότητα ήταν μέρος της αριστοκρατίας, αν και ήσσονος σημασίας, και ενδεχομένως πολύ πρόσφατης. Φέρεται να ήταν γιος του συγκλητικούΜάρκου Πουπιηνού Μάξιμου και της γυναίκας του Κλαύδιας Πούλχρας. Όταν ξεκίνησε την καριέρα του, ο πατέρας του ίσως δεν ήταν ακόμα συγκλητικός. Η «Ιστορία» λέει ότι υιοθετήθηκε από κάποια Πεσκεννία Μαρκελλίνα (κατά τα άλλα εντελώς άγνωστη σε μας) και χρημάτισε ανθύπατος της Βιθυνίας και του Πόντου, έπειτα της Αχαΐας και τελικά της Γαλλίας Ναρμπόνενσις. Κατόπιν διορίστηκε Λεγάτος στην Ιλλυρία και τελικά κυβερνήτης των γερμανικών επαρχιών. Τα στοιχεία αυτά είναι πιθανότατα φανταστικά, καθώς μόνο η τελευταία θέση του στη Γερμανία μπορεί να διασταυρωθεί με άλλες πηγές (Ηρωδιανός). Την εποχή εκείνη απέκτησε Γερμανούς σωματοφύλακες που, όπως μας μεταφέρει ο Ηρωδιανός, τον ακολούθησαν ως την ενθρόνισή του.
Το σίγουρο είναι ότι ο Πουπιηνός, αν και ίσως να μην γεννήθηκε Πατρίκιος, ήταν ηγετική μορφή της τάξης των συγκλητικών κατά το τελευταίο μισό της δυναστείας των Σεβήρων. Προερχόταν μάλλον από την ετρουσκική πόλη Βολτέρρα, όπου επιγραφές αναφέρουν το αριστοκρατικό όνομα της κόρης του (Πουπιηνή Σεξτία Παυλίνα Κεθεγίλλα) που ήταν σύζυγος του Ρωμαίου πολιτικού Μάρκου Ούλπιου Ευβίοτου Λεύρου. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι ο Πουπιηνός (και ο πατέρας του που δεν ήταν αναγκαστικά σιδηρουργός) έσμιξε με την ευγενή οικογένεια των Σεξτίων από νωρίς, με την δεύτερη ξαδέλφη του Σεξτία Κεθεγίλλα (γεν. περ. 170) να είναι κόρη του αριστοκράτη Τίτου Σέξτιου Αφρικανού και της γυναίκας του Κορνηλίας. Υπήρξε ύπατος δυο φορές, άγνωστο πότε για πρώτη φορά (μάλλον περί του 213) και το 234 για δεύτερη ως Πολίαρχος, όταν και απέκτησε τη φήμη του αυστηρού πολιτικού, κάτι που τον έκανε ελάχιστα δημοφιλή με το λαό. Εκτός από την κόρη του, ο Πουπιηνός είχε δύο γιους, τον Τιβέριο Κλώδιο Πουπιηνό Πούλχερ Μάξιμο που ήταν ύπατος (224 ή 226 ή Ιούλιο 235) και τον Μάρκο Πουπιηνό Αφρικάνο Μάξιμο, ύπατο το 236 και συνεργάτη του αυτοκράτορα Μαξιμίνου του Θράκα. Η δεύτερη θητεία ως υπάτου και το γεγονός ότι ο γιος του ήταν επίσης ύπατος για ένα έτος παρά τω αυτοκράτορα είναι ενδείξεις πως η οικογένειά του είχε επιρροή και ήταν ευνοημένη. Είναι αποδεδειγμένο ότι κατείχε περιουσία στα Τίβουρα (σημερινό Τίβολι) έξω από τη Ρώμη όπου ο Πουπιηνός Πούλχερ Μάξιμος ήταν Πάτρονας της πόλης.
Ως αυτοκράτορας
Σύμφωνα με τον Έντουαρντ Γκίμπον που δανείζεται από τον Ηρωδιανό και την «Ιστορία των Αυγούστων»:
«Το μυαλό του Πουπιηνού ήταν φτιαγμένο από τραχύ εκμαγείο σε σχέση με του Βαλβίνου. Με την ανδρεία και την ικανότητά του, ανέβηκε παρά την ταπεινή του καταγωγή στις κορυφαίες θέσεις του κράτους και του στρατού. Οι νίκες του έναντι των Σαρματών και των Γερμανών, η λιτότητα της ζωής του και η αδέκαστη αμεροληψία του σε θέματα δικαιοσύνης όταν ήταν έπαρχος της πόλης κατέκτησαν την εκτίμηση ενός λαού που ήταν σταθερά υπέρ του πιο συμπαθή Βαλβίνου. Οι δυο συνάδελφοι είχαν υπάρξει ύπατοι (ο Βαλβίνος δυο φορές) αλλά είχαν οριστεί και μέλη των είκοσι επίτρόπων της Συγκλήτου. Δεδομένου ότι ο ένας ήταν 60 και ο άλλος 74 χρόνων, είχαν αμφότεροι προλάβει να απολαύσουν την ωριμότητα της μακράς εμπειρίας τους» [3]
.
Όταν οι Γορδιανοί ανακηρύχτηκαν αυτοκράτορες στην Αφρική, η Σύγκλητος ανέθεσε σε επιτροπή είκοσι ανδρών, μεταξύ των οποίων και ο Πουπιηνός την αποστολή εναντίον του Μαξιμίνου. Όταν έφτασαν τα νέα της ήττας των Γορδιανών, η Σύγκλητος συγκεντρώθηκε κεκλεισμένων των θυρών για να ανακηρύξει τους Βαλβίνο και Πουπιηνό συναυτοκράτορες (αν και δέχτηκαν τη συμμετοχή του Γορδιανού του Γ'). Ο Πουπιηνός έτρεξε στη Ραβέννα για να επιβλέψει την εκστρατεία εναντίον του Μαξιμίνου και ο τελευταίος σκοτώθηκε από τις βολές των στρατιωτών του Πουπιηνού έξω από την Ακυληία. Κατόπιν, ο Πουπιηνός έστειλε τις στρατιές τόσο του Μαξιμίνου όσο και τις δικές του πίσω στις βάσεις τους και επέστρεψε στη Ρώμη συνοδευόμενος μόνο από την Πραιτωριανή Φρουρά και τους σωματοφύλακές του.
Εν τω μεταξύ ο Βαλβίνος είχε αποτύχει να διατηρήσει τη δημόσια τάξη στην πρωτεύουσα. Οι πηγές αφήνουν να εννοηθεί ότι ο Βαλβίνος φοβήθηκε πως ο Πουπιηνός ήθελε να τον υποκαταστήσει. Έτσι σύντομα οι δυο τους άρχισαν να μένουν σε διαφορετικές πλευρές του παλατιού. Δολοφονήθηκαν και οι δυο από δυσαρεστημένα στοιχεία της Φρουράς που δεν επιθυμούσαν τον διαρκή έλεγχο του αυτοκράτορα από τη Σύγκλητο.
Παραπομπές και σημειώσεις
↑Στην κλασική λατινική γλώσσα, το όνομα Πουπιηνός θα αναγραφόταν ως MARCVS CLODIVS PVPIENVS MAXIMVS AVGVSTVS.
↑Michael Grant, The Roman emperors: a biographical guide to the rulers of imperial Rome, 31 BC-AD 476, σελ. 144 (1985)
↑The History of the Decline and Fall of the Roman Empire, vol. I, p. 225, Edward Gibbon (The Online Library of Liberty). [1].
Christian Settipani. :fr:Continuité gentilice et continuité sénatoriale dans les familles sénatoriales romaines à l'époque impériale (Christian Settipani)|Continuité gentilice et continuité sénatoriale dans les familles sénatoriales romaines à l'époque impériale, 2000