Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας ήταν ο ηγεμόνας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά την αυτοκρατορική περίοδο (που ξεκίνησε το 27 π.Χ.). Οι αυτοκράτορες χρησιμοποίησαν διάφορους τίτλους. Συχνά όταν ένας συγκεκριμένος Ρωμαίος αναφέρεται στα ελληνικά ότι έγινε "αυτοκράτορας", αντικατοπτρίζει την απονομή του τίτλου του Αυγούστου ή του Καίσαρα. Οι αυτοκράτορες συγκέντρωναν συχνά δημοκρατικούς τίτλους, κυρίως του Ύπατου και του Pontifex Maximus.
Η νομιμότητα της κυβέρνησης ενός αυτοκράτορα εξαρτιόταν από τον έλεγχο που είχε στον στρατό και την αναγνώριση από τη σύγκλητο. Ένας αυτοκράτορας ανακηρυσσόταν κανονικά από τα στρατεύματά του ή έπαιρνε αυτοκρατορικούς τίτλους από τη σύγκλητο ή και τα δύο. Οι πρώτοι αυτοκράτορες βασίλεψαν μόνοι τους. Οι μεταγενέστεροι αυτοκράτορες κυβερνούσαν μερικές φορές με συναυτοκράτορες και διαιρούσαν μεταξύ τους τη διοίκηση της αυτοκρατορίας.
Οι Ρωμαίοι θεωρούσαν τη θέση του αυτοκράτορα ξεχωριστή από αυτή ενός βασιλιά. Ο πρώτος αυτοκράτορας, Οκταβιανός Αύγουστος, αρνήθηκε αποφασιστικά την αναγνώρισή του ως μονάρχης[1]. Αν και ο Αύγουστος μπορούσε να ισχυριστεί ότι η εξουσία του ήταν αυθεντικά δημοκρατική, ο διάδοχός του, Τιβέριος Καίσαρας Αύγουστος, δεν μπορούσε να ισχυριστεί πειστικά το ίδιο[2]. Ωστόσο, τα πρώτα 300 χρόνια των Ρωμαϊκών αυτοκρατόρων, από τον Αύγουστο μέχρι τον Διοκλητιανό, καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια για να τονιστεί ότι οι αυτοκράτορες ήταν ηγέτες μίας δημοκρατίας.
Από τον Διοκλητιανό και μετά, οι αυτοκράτορες κυβέρνησαν με ανοιχτά μοναρχικό τρόπο[3] και δεν διατήρησαν την αρχή της δημοκρατίας, αλλά διατηρήθηκε η αντίθεση με τους "βασιλείς": αν και η αυτοκρατορική διαδοχή ήταν γενικά κληρονομική, ήταν κληρονομική μόνο αν υπήρχε ένας κατάλληλος υποψήφιος αποδεκτός από τον στρατό και τη γραφειοκρατία[4] κι έτσι δεν υιοθετήθηκε η αρχή της αυτόματης κληρονομιάς. Στοιχεία του δημοκρατικού θεσμικού πλαισίου (σύγκλητος, ύπατοι) διατηρήθηκαν μέχρι το τέλος της Δυτικής Αυτοκρατορίας.
Οι Ανατολικοί (Βυζαντινοί) αυτοκράτορες υιοθέτησαν τελικά τον τίτλο του "βασιλέως", τίτλος που προοριζόταν αποκλειστικά για τον Ρωμαίο αυτοκράτορα και τον ηγεμόνα της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών[5].
Εκτός από τη θέση του Pontifex Maximus, ορισμένοι αυτοκράτορες έλαβαν θεϊκούς τίτλους μετά τον θάνατό τους. Με την ηγεμονία του χριστιανισμού, ο αυτοκράτορας θεωρήθηκε ως κυβερνήτης που επιλέχθηκε από τον Θεό, καθώς και ειδικός προστάτης και ηγέτης της χριστιανικής εκκλησίας στη Γη, αν και στην πράξη η εξουσία του αυτοκράτορα σε εκκλησιαστικά θέματα ήταν αντικείμενο πρόκλησης.
Η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατέρρευσε στα τέλη του 5ου αιώνα. Ο Ρωμύλος Αυγουστύλος θεωρείται συχνά ως ο τελευταίος αυτοκράτορας της Δύσης μετά την αναγκαστική παραίτησή του το 476, αν και ο Ιούλιος Νέπως διατήρησε την αξίωση για τον τίτλο μέχρι τον θάνατό του το 480. Εν τω μεταξύ, στην ανατολή, οι αυτοκράτορες συνέχισαν να κυβερνούν από την Κωνσταντινούπολη ("Νέα Ρώμη"). Αυτοί αναφέρονται στη σύγχρονη ιστοριογραφία ως "Βυζαντινοί αυτοκράτορες" αλλά οι ίδιοι δεν χρησιμοποιούσαν αυτόν τον τίτλο και αυτοαποκαλούνταν αυτοκράτορες (ή βασιλείς) των Ρωμαίων. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος ήταν ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη, καθώς έχασε τη ζωή του κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) από τους Οθωμανούς.
Λόγω της πολιτισμικής ρήξης από την οθωμανική κατάκτηση, οι περισσότεροι δυτικοί ιστορικοί θεωρούν τον Κωνσταντίνο ΙΑ' ως τον τελευταίο διεκδικητή του τίτλου του Ρωμαίου αυτοκράτορα, αν και από το 1453 οι Οθωμανοί ηγέτες έφεραν τον τίτλο του "Καίσαρα της Ρώμης" (τουρκικά: Kayser-i Rum) μέχρι το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1922. Μία βυζαντινή ομάδα διεκδικητών του τίτλου του Ρωμαίου αυτοκράτορα υπήρχε στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας μέχρι την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς το 1461. Στη δυτική Ευρώπη, ο τίτλος του Ρωμαίου αυτοκράτορα αναβίωσε από Γερμανούς ηγέτες, τους "αυτοκράτορες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας", το 800, και χρησιμοποιήθηκε μέχρι το 1806.