Ο εκάστοτε Μητροπολίτης Ρόδου φέρει τον τίτλο «Υπέρτιμος και Έξαρχος πασών των Κυκλάδων Νήσων»[α]. Από το 2004 Μητροπολίτης Ρόδου είναι ο Κύριλλος Κογεράκης.
Ιστορικά στοιχεία
Ιδρυτής της Χριστιανικής Εκκλησίας στη Ρόδο θεωρείται ο Απόστολος Παύλος, καθώς αναφέρεται πως στην γ΄ αποστολική περιοδεία του πέρασε από τη Ρόδο κατά το ταξίδι της επιστροφής στα Ιεροσόλυμα. Κατά την παράδοση, στη Ρόδο κήρυξε και έκανε θαύματα και ο συνοδοιπόρος του Αποστόλου Παύλου, ο Σίλας. Η παράδοση θέλει τον Πρόχορο πρώτο επίσκοπο της Ρόδου τον 1ο αι., ωστόσο δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ιδρύθηκε Επισκοπή στη Ρόδο.
Στα τέλη του 3ου αι. (περίπου το 293), οι μεταρρυθμίσεις του αυτοκράτορα Διοκλητιανού ορίζουν τη Ρόδο πρωτεύουσα της επαρχίας των Νήσων (ή επαρχίας Κυκλάδων[β]). Ο τερματισμός των διωγμών κατά των Χριστιανών και η επικράτηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου στον ρωμαϊκό εμφύλιο, έδωσαν την ευκαιρία στον Χριστιανισμό να γίνει η αδιαμφισβήτητη επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Έτσι οι εκκλησιαστικές επαρχίες οργανώθηκαν επί των υφιστάμενων κρατικών επαρχιών. Υπολογίζεται πως στο τέλος του 4ου με αρχές του 5ου αι. η Επισκοπή της Ρόδου αναβαθμίστηκε σε Μητρόπολη.
Στο πέρασμα των αιώνων υπήρξαν μεγάλες αλλαγές όσον αφορά το πλήθος των Επισκοπών που υπάγονταν στη Μητρόπολη της Ρόδου. Από τις αρχές του 7ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 9ου ήταν 11 Επισκοπές. Γύρω στα μέσα του 9ου αιώνα αυξήθηκαν σε 13 με την ίδρυση των Επισκοπών Νισύρας και Αστυπαλίας. Κατά τις αρχές του 10ου αιώνα το πλήθος τους ελαττώθηκε σε 10 με την κατάργηση των Επισκοπών Νισύρας και Αστυπαλίας και την υπαγωγή της Επισκοπής Άνδρου υπό τον Μητροπολίτη Αθηνών. Στα μέσα του ιδίου αιώνα αυξήθηκαν και πάλι σε 13, γιατί επανεμφανίστηκαν οι Επισκοπές Νισύρας και Αστυπαλίας και προστέθηκε η Επισκοπή Ικαρίας. Μεταξύ των ετών 972-976 ο αριθμός τους έφτασε τις 14 με την προσθήκη της Επισκοπής Τραχείας.
Η περίοδος της Ιπποτοκρατίας ήταν δύσκολη για τη Μητρόπολη Ρόδου. Οι Ιωαννίτες Ιππότες εκδίωξαν τον Ορθόδοξο Μητροπολίτη Ρόδου και τη θέση του πήρε ΚαθολικόςΑρχιεπίσκοπος. Στα χρόνια που ακολούθησαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο χειροτονούσε Μητροπολίτες, αλλά αυτοί παρέμεναν εκτός Ρόδου, αφού δεν τους επιτρεπόταν να εγκατασταθούν στην έδρα τους. Εν τη απουσία του Μητροπολίτη, η διοίκηση ασκούταν από ένα συμβούλιο που αποτελούταν από κληρικούς και προκρίτους του νησιού.
Με σκοπό τη διαφύλαξη του φρονήματος των Ορθοδόξων νησιωτών, το Πατριαρχείο εφάρμοσε την «κατ' επίδοσιν» ποιμαντορία των επαρχιών που κατέλαβαν οι Ιππότες. Έτσι, το 1369 η Ρόδος και η Κως αποδόθηκαν στον Μητροπολίτη Σίδης. Ομοίως, το 1378 ο Πατριάρχης Νείλος«... ενέκρινε ίνα ο Μύρων Μητροπολίτης κρατών επιδόσεως τας Μητροπόλεις Ρόδου και Κώου». Και αργότερα, ο Μητροπολίτης Πέργης και Αττάλειας έλαβε τις Μητροπόλεις Ρόδου και Κώου, ενώ ο Μητροπολίτης Μύρων έλαβε τη σχολάζουσα Αρχιεπισκοπή Καρπάθου.
Η Οθωμανική απειλή ανάγκασε τους Ιππότες να επιτρέπουν τελικά την εγκατάσταση Ορθοδόξου Μητροπολίτη. Μάλιστα, ο Μητροπολίτης Ναθαναήλ Α΄ συμμετείχε στη σύνοδο της Φλωρεντίας, όπου οι Ορθόδοξοι αποδέχθηκαν την «ένωση» με την Καθολική Εκκλησία, όμως, κατά την επιστροφή του στη Ρόδο, ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος του απαγόρευσε να αποβιβασθεί. Η «ένωση» προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Ορθόδοξου πληθυσμού της Ρόδου και οι Ιππότες αναγκάστηκαν να τους καταστείλουν βίαια.
Η περίοδος της Τουρκοκρατίας ξεκίνησε το 1523 και ο πρώτος Μητροπολίτης της περιόδου αυτής, ο Ευθύμιος, απαγχονίστηκε μετά από λίγα χρόνια, ως συνωμότης σε μια προσπάθεια επανάστασης. Ωστόσο, ακολούθησε μια περίοδος ηρεμίας, μέχρι την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, όταν υπήρξαν διώξεις και κατάργηση πολλών προνομίων. Το 1835, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ ομαλοποίησε την κατάσταση εκδίδοντας φιρμάνι που επανέφερε τα προνόμια · μέχρι την έλευση των Νεοτούρκων και την εκ νέου κατάργησή τους.
Το 1912 ξεκίνησε η περίοδος της Ιταλοκρατίας και στην αρχή οι Ιταλοί δε δημιούργησαν προβλήματα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Όμως, μετά την επικράτηση του φασισμού ακολούθησαν πιο επιθετική πολιτική. Θέλοντας να εξιταλίσουν τα Δωδεκάνησα, προσπάθησαν να αποκόψουν τις σχέσεις των νησιωτών με την Ελλάδα. Προς αυτή την κατεύθυνση δημιούργησαν το λεγόμενο «ζήτημα του αυτοκεφάλου». Οι Ιταλοί δε δίστασαν να βάλλουν και κατά της ελληνικής γλώσσας, αλλά ο εμβληματικός Μητροπολίτης Απόστολος Α΄ αναβίωσε το «κρυφό σχολειό», χρησιμοποιώντας την κατήχηση ως πρόσχημα για να διδάξει στα παιδιά τα Ελληνικά, μέσα από τα βιβλία της Εκκλησίας.
Η ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου το 1948 σηματοδότησε μια νέα περίοδο για τη Μητρόπολη της Ρόδου, καθώς μετά από 600 περίπου χρόνια μπόρεσε να επικεντρωθεί στο αμιγώς πνευματικό έργο της, χωρίς καταπίεση και παρεμβάσεις από ξένους κατακτητές.
↑Ο τίτλος πηγάζει από την προαγωγή του Επισκόπου Ρόδου σε Μητροπολίτη, που σήμανε και την πρωτοκαθεδρία του έναντι των άλλων Επισκόπων που λειτουργούσαν στην ίδια εκκλησιαστική επαρχία και η οποία λεγόταν «επαρχία Κυκλάδων».
↑Τότε η επαρχία Κυκλάδων περιελάμβανε, πέρα από το σύμπλεγμα που γνωρίζουμε σήμερα ως Κυκλάδες, τη σημερινή Δωδεκάνησο και αρκετά νησιά του Βορείου Αιγαίου.