Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 15/04/2023.
Η Σύνοδος της Φλωρεντίας, γνωστή και ως Σύνοδος της Φερράρας - Φλωρεντίας, ήταν παπική συνεδρίαση και θεωρείται πως είναι η συνέχεια της συνόδου της Βασιλείας. Πραγματοποιήθηκε στη Φερράρα το 1438 και στην Φλωρεντία το 1439 αντίστοιχα.
Κατά τη διάρκεια της συνόδου της Βασιλείας, ο πάπας Μαρτίνος Ε΄ πέθανε και στη θέση του στη Ρώμη εξελέγη ο Ευγένιος Δ΄. Οι περισσότεροι επίσκοποι που ήταν παρόντες στη σύνοδο της Βασιλείας αρνήθηκαν την εξουσία του Ευγενίου Δ΄ επί της συνόδου και τον καθαίρεσαν, εκλέγοντας στη θέση του τον Φήλικα Ε΄. Οι επίσκοποι της συνόδου της Βασιλείας, άλλωστε, εμφορούντο από το πνεύμα του λεγόμενου «συνοδικού κινήματος», που ζητούσε την επιστροφή της Εκκλησίας στο συνοδικό σύστημα διοίκησης. Έτσι οι ρωμαιοκαθολικοί βρέθηκαν να έχουν δύο αντιπάλους πάπες. Ο Ευγένιος Δ΄, για αντιπερισπασμό, μετέφερε σε πρώτη φάση τη σύνοδο, με όσους επισκόπους τού ήταν πιστοί, στη Φερράρα το 1438 και αργότερα (λόγω πανώλης στην περιοχή), το 1439 στη Φλωρεντία, όπου και εκεί συζητήθηκε το ζήτημα της «Ένωσης των Εκκλησιών», Ανατολικής και Δυτικής, υπό την ηγεσία του. Προφανώς μέσω της Ένωσης, ο Ευγένιος Δ΄ ήθελε να ενισχύσει το κύρος του έναντι της συνόδου της Βασιλείας και όσων επισκόπων δεν τον αναγνώριζαν. Το αποτέλεσμα της Συνόδου ήταν να ψηφισθεί η «Ένωση των Εκκλησιών» αλλά εξαιτίας αντιδράσεων από τον λαό και τον κλήρο στην Κωνσταντινούπολη, δεν έγινε πράξη ποτέ.
Η προϊστορία της Συνόδου
Η Σύνοδος της Βασιλείας είχε προγραμματιστεί ήδη από το 1424 να γίνει σε 7 χρόνια από τον πάπα Μαρτίνο Ε΄ αλλά αυτός πέθανε λίγους μήνες πριν αρχίσει. Ο διάδοχός του Βενετσιάνος καρδινάλιος, που σαν Πάπας ονομάστηκε Ευγένιος Δ΄ (1431-1447) συνέχισε την προετοιμασία όπως είχε προγραμματιστεί και πρόεδρο των συνεδριάσεων τοποθέτησε τον έμπιστό του Τζουλιάνο Τσεζαρίνι. Η Βασιλεία επιλέχτηκε από μια ομάδα καρδιναλίων κι αρχόντων της πόλης που ήθελαν να είναι εκτός του πεδίου άμεσης επιρροής του Πάπα, δηλ. τις ιταλικές πόλεις και την Αβινιόν. Η ομάδα αυτή αμφισβητούσε την κυριαρχία του κι ήθελε περισσότερη δύναμη, ζητώντας πολιτική στήριξη από τον Γερμανό βασιλιά Σιγισμόνδο. Η Σύνοδος της Βασιλείας ανήκε σε μια σειρά συνόδων για τη μεταρρύθμιση της καθολικής εκκλησίας αλλά και την καταδίκη των όλο και συχνότερα εμφανιζομένων αιρετικών, όπως των Χουσιτών στη Βοημία. Ένα μεγάλο θέμα ήταν για πολλούς η καθαίρεση του ίδιου του Ευγένιου Δ΄. Η πλειοψηφία αυτή επέβαλε στον Πάπα να στέψει στη Ρώμη στις 31 Μαϊου 1433 τον Σιγισμόνδο αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τότε ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος, που είχε αναγκαστεί λόγω της περικύκλωσης της Πόλης από τους Οθωμανούς να διαπραγματευθεί την υποταγή του με την ένωση των εκκλησιών για στρατιωτική βοήθεια των Δυτικών Πάπα, αρχικά σκέφτηκε να προσεγγίσει την ομάδα αυτή υπό τον Σιγισμόνδο, που έδειχνε να κερδίζει το παιχνίδι εξουσίας. Γι' αυτό έστειλε στη Βασιλεία τον νεαρό ηγούμενο της μονής του Αγ. Δημητρίου Ισίδωρο (αργότερα μητροπολίτη του Κιέβου). Ο Πάπας Ευγένιος άδραξε την ευκαιρία για να ισχυροποιήσει τη θέση του, αντιπρότεινε ότι αυτός παραμένει ο δυνατός επίσκοπος Ρώμης και διάδοχος του Αγ. Πέτρου, με το οποίο συμφωνούσε περισσότερο ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Ιωσήφ Β'[1]. Αλλά κι οι υπόλοιποι Έλληνες δεν ήθελαν ένα τόσο μακρινό μέρος όσο η Βασιλεία. Κάποιοι πρότειναν την Αβινιόν, η ιταλική πλευρά τότε πρότεινε τη Φερράρα, σε συνεννόηση με τον άρχοντα της πόλης Μαρκήσιο του Έστε. Η πόλη ήταν κοντά και στο λιμάνι που θα έφταναν οι Έλληνες, τη Βενετία, κι έγινε αμέσως αποδεκτή. Το 1437 ο Σιγισμόνδος αντιμετώπιζε διάφορα προβλήματα (και τελικά πέθανε στη Βοημία στις 9 Δεκεμβρίου). Ο πάπας, που προς το τέλος της Συνόδου με τη βοήθεια του Τσεζαρίνι κέρδιζε όλο και περισσότερους καρδιναλίους με το μέρος του όπως τον Νικόλαο Κουζάνο, χρησιμοποίησε τη δικαιολογία αυτή στα τέλη του 1437 για να φύγει από τη Βασιλεία, να διακόψει τις συνεδριάσεις της Συνόδου και να πάει στη Φερράρα, όπου είχε πολύ μεγαλύτερη επιρροή. Για τον σκοπό αυτό έστειλε τον Οκτώβρη καρδιναλίους στην Κωνσταντινούπολη, ανάμεσά τους και τον Νικόλαο Κουζάνο. Οι Βυζαντινοί συμφώνησαν και με μεγάλη προετοιμασία απέπλευσαν στις 27 Νοεμβρίου από τις Βλαχέρνες της Πόλης, κι έφτασαν στη Βενετία τον Ιανουάριο του 1438. Η σύνοδος της Βασιλείας συνεχίστηκε και παρόλο που τυπικά καθαίρεσε τον Ευγένιο Δ΄ το 1439, δεν κατόρθωσε να τον πλήξει ουσιαστικά.[2]
Στη Φερράρα
Η πρώτη δημόσια συνεδρίαση της Φερράρας πραγματοποιήθηκε στις 10 Ιανουαρίου του 1438. Κήρυξε και επίσημα τη μεταφορά της συνόδου από τη Βασιλεία στη Φερράρα και ακύρωσε τις αποφάσεις των διαβουλεύσεων που κάποιοι επίσκοποι συνέχιζαν στη Βασιλεία ερήμην του πάπα. Στη δεύτερη δημόσια συνεδρίαση ο πάπας Ευγένιος Δ΄ αφόρισε τους επισκόπους αυτούς που παρά τις διαταγές του συνέχιζαν να διαβουλεύονται στη Βασιλεία.
Οι Έλληνες, έχοντας αποδεχθεί τη σύνοδο της Φερράρας ως νόμιμη, αναχώρησαν από την Κωνσταντινούπολη επιβιβαζόμενοι σε βενετικά πλοία στο τέλος Νοεμβρίου του 1437. Η αντιπροσωπεία είχε αρχηγούς τον ίδιο τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η', τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ Β΄ και τον Μητροπολίτη Πασών των Ρωσιών Ισίδωρο (τότε ακόμα η Ρωσία δεν είχε δικό της αυτοκέφαλο πατριάρχη αλλά μητροπολίτη υπαγόμενο στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως). Η αρχική αντιπροσωπεία περιελάμβανε τον Μάρκο Ευγενικό, μητροπολίτη Εφέσου, ο οποίος ορίστηκε και εκπρόσωπος (τοποτηρητής) του πατριαρχείου Αλεξανδρείας, ενώ ήταν ακόμη ιερομόναχος. Ο Αντιοχείας όρισε αρχικά τοποτηρητή τον Εφέσου Ιωάσαφ, ο οποίος απεβίωσε κατά τη διάρκεια των προετοιμασιών του ταξιδιού, και τον πνευματικό Γρηγόριο, ο Ιεροσολύμων τον Σάρδεων Διονύσιο, και τον Ρωσίας Ισίδωρο, που ήταν και αυτοί τότε ιερομόναχοι. Τοποτηρητές όλων των Αγιορειτών ορίστηκαν οι ιερομόναχοι Μωυσής από τη μονή της Λαύρας και Δωρόθεος από τη μονή Βατοπεδίου[3]. Τελικά ορίστηκαν ως τοποτηρητές του Αλεξανδρείας ο Ηρακλείας και ο πνευματικός Γρηγόριος, του Αντιοχείας ο Εφέσου και ο Ρωσίας και του Ιεροσολύμων μόνον ο Σάρδεων[4]
Η αντιπροσωπεία αποτελείτο συνολικά από σχεδόν 700 άτομα, που εκπροσωπούσαν ολόκληρη την ελληνική διανόηση της εποχής. Οι εργασίες της Συνόδου άρχισαν στις 9 Απριλίου 1438 στον καθεδρικό ναό του Αγίου Γεωργίου της Φερράρας. Η σύνοδος αποφάσισε να συνέρχονται τρεις φορές την εβδομάδα στον ναό του Αγίου Ανδρέα της Φερράρας. Από ελληνικής πλευράς λάμβαναν μέρος οι Μητροπολίτες Εφέσου, Μονεμβασίας, Νίκαιας, Αγχιάλου, ο μέγας χαρτοφύλακας, ο μέγας εκκλησιάρχης, ο ηγούμενος της Μονής Παντοκράτορα, ο ηγούμενος της Μονής Καλέως και ο ιερομόναχος Μωυσής. Από τη μεριά των Λατίνων υπήρχαν δυο καρδινάλιοι, δύο μητροπολίτες, δύο επίσκοποι και 4 κληρικοί. Οι πρώτες συνεδριάσεις κράτησαν μέχρι τις 17 Ιουλίου του 1438. Συζητήθηκαν όλες οι διαφορές που είχαν προκύψει από το Σχίσμα του 1054, όπως ο γάμος των κληρικών, το καθαρτήριο των ψυχών και κυρίως η προέλευση του Αγίου Πνεύματος (Filioque), το δυσκολότερο σημείο των συνομιλιών.
Στη Φλωρεντία
Τον Ιανουάριο του 1439 η σύνοδος μεταφέρθηκε στη Φλωρεντία λόγω της πανώλης που ξέσπασε στη Φερράρα, αλλά και λόγω της προθυμίας του Κὀζιμο των Μεδίκων να χρηματοδοτήσει τις εργασίες της. Για το θέμα του Filioque, η διαφωνία συνεχιζόταν, τόσο μεταξύ ορθοδόξων και ρωμαιοκαθολικών, όσο και μεταξύ του αυτοκράτορα και του Mάρκου Ευγενικού, Μητροπολίτη Εφέσου, κυρίως. Οι ορθόδοξοι τελικά υποχώρησαν και συμφώνησαν στη χρησιμοποίηση της φράσης «εκ του Πατρός δια του Υιού εκπορευόμενον» κάτι που οι Λατίνοι που εξελάμβαναν ως «εκπόρευση εκ του Υιού». Συμφώνησαν επίσης και στα πρωτεία του Πάπα έναντι όλων των ορθόδοξων πατριαρχών της Ανατολής. Σε αντάλλαγμα, ο Πάπας θα έστελνε δυο πολεμικές τριήρεις και 300 στρατιώτες για την άμυνα της Κωνσταντινούπολης[5].
Έτσι, στις 6 Ιουλίου του 1439 σε επίσημη λειτουργία στον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε διαβάστηκαν από ελληνικής πλευράς από τον Μητροπολίτη Νικαίας Βησσαρίωνα οι «Όροι της Ένωσης»[6]. Το κείμενο έφερε τις υπογραφές όλων, εκτός του πατριάρχη Ιωσήφ Β΄ που είχε στο μεταξύ πεθάνει, του Μάρκου Ευγενικού που αρνήθηκε να υπογράψει και του Γεωργίου Πλήθωνα Γεμιστού. Επίσης δεν υπέγραψαν ο επίσκοπος Ιβηρίας και ο Ιωάννης Ευγενικός –αδελφός του Μάρκου- διάκονος και νομοφύλακας της μεγάλης εκκλησίας, ο Λακεδαίμονος και ο Σταυρουπόλεως Ησαΐας που έφυγε πριν τη λήξη για να μην υπογράψει: «μόνος εφάνη και πρώτον και μέσον καν τω τελεί μάχαιρα μεν δίστομος κατά των επί τω ευγενεί σπόρω των ιερών της Εκκλησίας δογμάτων νόθων και μοχθηρών ζιζανίων», όπως γράφει για τον Μάρκο Ευγενικό ο αδελφός του Ιωάννης, στη βιογραφία του.
Η επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη
Οι βυζαντινοί εγκατέλειψαν την Φλωρεντία στις 19 Οκτωβρίου του 1439. Φθάνοντας στην Κωνσταντινούπολη την 1η Φεβρουαρίου1440 λαός και κλήρος τους αποδοκίμασε έντονα.[7] Ο Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος που τόλμησε να αναγνώσει την ενωτική διακήρυξη προσθέτοντας στο Πιστεύω τη φράση «εκ του Πατρός δια του Υιού εκπορευόμενον» αποκλείστηκε από τη δημόσια ζωή και σύντομα εγκατέλειψε τη βασιλεύουσα για την Ιταλία. Θα ακολουθήσει εμφύλιος διχασμός, οι πάντες θα χωριστούν σε «ενωτικούς» και «ανθενωτικούς». Ηγέτης των τελευταίων υπήρξε ο Μάρκος ο Ευγενικός και μετά τον θάνατό του ο Γεώργιος Γεννάδιος Σχολάριος. Ο αδελφός του αυτοκράτορα, αρνούμενος την ένωση, θα κάνει με τη βοήθεια των Τούρκων πραξικόπημα για να πάρει την εξουσία στα χέρια του. Η Ένωση, τελικά, επισημοποιήθηκε λίγους μήνες πριν την Άλωση, από τον τελευταίο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο, ο οποίος εκ του λόγου αυτού δεν είχε ορίσει Πατριάρχη.
Αμέσως μετά την Άλωση, ο ίδιος ο Μωάμεθ διόρισε τον υπό αυτοκρατορική δυσμένεια ανθενωτικό πατριάρχη. Για την ακρίβεια επέλεξε σαν νέο Οικουμενικό Πατριάρχη τον ηγέτη των Ανθενωτικών μοναχό Γεννάδιο (τον γνωστό κατά κόσμον Γεώργιο Σχολάριο), που λέγεται ότι ήταν «αιχμάλωτος στην Αδριανούπολη», τον οποίο και εγκαθίδρυσε πολιτικά με τις δέουσες τιμές, όπως ακριβώς έκαναν οι βυζαντινοί Βασιλείς σε ανάλογες περιπτώσεις.[8] Το 1480 σε σύνοδο που θα γίνει στον πατριαρχικό ναό της Παμμακαρίστου στην Κωνσταντινούπολη η σύνοδος της Φλωρεντίας θα κηρυχθεί αντικανονική και οι αποφάσεις της άκυρες.[9] Επίσης τη Σύνοδο της Φλωρεντίας είχαν αποδοκιμάσει (πριν την Άλωση) και τα πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων καθώς και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας (μετά την Άλωση) το 1484. Αντίθετα αυτών οι Καθολικοί θεωρούν τη Σύνοδο της Φλωρεντίας ως τη μόνη μετά το σχίσμα Οικουμενική Σύνοδο. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αναγνωρίζει σαν «Οικουμενικές» και άλλες μετά το Σχίσμα (1054) αποκλειστικά δικές της Συνόδους.
Παράλληλες επιδράσεις
Η Σύνοδος της Φλωρεντίας παρόλο που δεν είχε τελικά πολιτικά οφέλη για την ελληνική πλευρά, έφερε κοντά τους λόγιους των δυο πολιτισμών και βοήθησε στη δημιουργία του κινήματος της Αναγέννησης της Δύσης. Με την παρουσία στη Φλωρεντία του ανθού της ελληνικής λογιοσύνης όπως του Γεώργιου Γεμιστού ή Πλήθωνα, του Μητροπολίτη και αργότερα Καρδινάλιου Βησσαρίωνα, του Ιωάννη Αργυρόπουλου και πολλών άλλων θεολόγων και νομομαθών αλλά και με την ύπαρξη του Κόζιμο των Μεδίκων και της αυλής του στη Φλωρεντία εκείνη την εποχή - ενός άρχοντα διάσημου για την πατρωνία και την οικονομική υποστήριξη των λογίων- δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργική ανάμιξη των δυο πολιτισμών. Παράλληλα με τις συνεδριάσεις, οι λόγιοι συζητούσαν για τον Αριστοτέλη και κυρίως τον Πλάτωνα που ο Πλήθωνας θα κάνει γνωστό στους Ιταλούς λογίους. Έτσι θα ξεκινήσει- με τη βοήθεια των Ελλήνων λογίων και θεολόγων- η αναζήτηση από μέρους των δυτικών των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, η μετάφρασή τους στα λατινικά,η διδαχή τους από Έλληνες καθηγητές στα ιταλικά πανεπιστήμια, η σύνταξη ελληνικών γραμματικών και λίγο αργότερα και η έκδοση βιβλίων με τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς που θα προωθήσει όσο τίποτε άλλο, το πνεύμα και το ήθος της Αναγέννησης.[10]
Εκτός της σημασίας της στην εκκλησιαστική ιστορία και θεολογική σκέψη, η Σύνοδος της Φλωρεντίας έπαιξε τελικά σημαντικότατο ρόλο και ως προς τη στάση της πλειονότητας των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης στην επελθούσα στη συνέχεια Άλωση της Πόλης και πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δικαιολογώντας τις τύψεις τους, πότε με το «Ήτανε θέλημα Θεού η Πόλη...», και πότε με το «Σώπαινε Κυρά Δέσποινα και μη πολυδακρύζεις...»[εκκρεμεί παραπομπή].
↑Ιστορία της ανθρωπότητας της UNESCO, τόμος 12, κεφάλαιο 3, ο ρωμαιοκαθολικός παπισμός
↑Συρόπουλος, Σίλβεστρος (1971). Les memoires du grand ecclesiarque de l’eglise de Constantinople Sylvestre Syropoulos, sur le concile de Florence 1438-1439. ROMA: Pontificium institutum, orientalium, studiorum. σελ. 164, 172, 184.
↑Συρόπουλος, Σίλβεστρος (1971). Les memoires du grand ecclesiarque de l’eglise de Constantinople Sylvestre Syropoulos, sur le concile de Florence 1438-1439. ROMA: Pontificium institutum, orientalium, studiorum. σελ. 248.
↑ιστορία της ανθρωπότητας από την Unesco, τόμος 13, σελ. 3732
↑Ιωάννη Α. Μελισσείδη, «Συνοπτική Ιστορία των Γεγονότων στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο 1440-1453», σελ. 105-119 κ.ά., εκδ.5η επηυξ. Αθήνα 2004, (Εάλω η Πόλις, Γεωργίου Φραντζή, Εκδ.Βεργίνα), ISBN 9607171918
↑Όπως επισημαίνει κι ο Χρίστος Πατρινέλης, «...έχοντας υπ' όψιν την προηγηθείσαν αποτυχίαν της Ενώσεως της Λυών, πάσα απόπειρα προς ένωσιν ήτο καταδικασμένη εκ των προτέρων. Όχι διότι θα ήτο αδύνατος η εξεύρεσις σχήματος τινός δογματικού συμβιβασμού, αλλά διότι πάσα τυχόν ένωσις θα εστερείτο λαϊκού ερείσματος.[...] Η Ένωσις της Φλωρεντίας [..] απέτυχε κυρίως διότι προσέκρουσεν εις το λαϊκόν θρησκευτικόν συναίσθημα», Χ.Γ.Πατρινέλης, «Βιβλιοκρισία του βιβλίου του Joseph Gill, The Council of Florence, Cambridge University Press, 1959, στο: Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, τομ.29 (1959), σελ.499».
↑ο Γεννάδιος Σχολάριος παρών στη σύνοδο σαν λαϊκός τότε, υπεραμύνθηκε της ένωσης και άλλαξε άποψη αρκετά αργότερα. Χρήστος Γιανναράς, ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΔΥΣΗ ΣΤΗ ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ, εκδ. Δόμος, 1992, σελ.88
↑ αρχιμ. Ανδρόνικος Δημητρακόπουλος, «η ιστορία του σχίσματος», εκδ. Τήνος,1996
↑το έργο του Κωνσταντίνου Σάθα, Βιογραφίες των Ελλήνων λογίων, επιδεικνύει με κάθε λεπτομέρεια το έργο και την επίδραση των Ελλήνων λογίων του 15ου αιώνα στην Ιταλία
Χ.Γ. Πατρινέλης, «Βιβλιοκρισία του βιβλίου του Joseph Gill, The Council of Florence, Cambridge University Press, 1959» στο: Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, τομ. 29 (1959), σελ. 494-49
Π. Γρηγορίου, «Σχέσεις Καθολικών και Ορθοδόξων», Αθήναι 1958, σελ. 506-524 (Horizon Information Portal, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων)
Ιωάννης Α. Μελισσείδης, «Συνοπτική Ιστορία των Γεγονότων στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο 1440-1453», στο Γεωργίου Φραντζή, Εάλω η Πόλις, έκδοση 5η επηυξημένη, Εκδόσεις Βεργίνα, Αθήνα 2004, σελ. 105-119 κ.ά., ISBN 9607171918 (Ελληνική Εθνική Βιβλιογραφία 1999/2004, ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ)