Με τον όρο Νεότουρκοι (τουρκικά: Jön Türkler και Genç Türkler) εννοείται το τουρκικό εθνικιστικό κόμμα «Ένωση και Πρόοδος» της μεταρρύθμισης που ξεκίνησε στην τουρκοκρατούμενη τότε Θεσσαλονίκη το 1908. Στα συμφραζόμενα του όρου Νεότουρκοι εντάσσονται αξιωματικοί, πολιτικοί, αστοί και διανοούμενοι, οι οποίοι ξεσηκώθηκαν για την επαναφορά του Συντάγματος του 1876, υιοθετώντας το σύνθημα Ελευθερία (Hurriyet), Ισότητα (Musavat) και Δικαιοσύνη (Adalet). Βασικοί στόχοι του κινήματος ήταν η κατάλυση της απολυταρχίας του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β' και η εγκαθίδρυση ενός εκσυγχρονισμένου κράτους στο ευρωπαϊκό πρότυπο, που θα μπορούσε να διατηρήσει την εδαφική ακεραιότητα της αυτοκρατορίας, καθώς και να αντισταθεί στις επεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Το κίνημα των Νεοτούρκων υπήρξε, συνέχεια του κινήματος των Νεο-οθωμανιστών του 1876.
Πολιτική
Το νεοτουρκικό κίνημα του 1908 με τις αρχικά φιλελεύθερες επαγγελίες του στάθηκε αφορμή να τερματιστεί ο Μακεδονικός Αγώνας και η δράση των Ελλήνων αξιωματικών. Η Ελληνική κυβέρνηση ανακάλεσε τον Ιούνιο του 1908 όσους αξιωματικούς βρίσκονταν ακόμα στη Μακεδονία και τους απέσπασε, ώσπου να τοποθετηθούν σε κανονικές μονάδες, στο «Ειδικό Γραφείο Εθνικής Δράσεως». Ο Αλέξανδρος Μαζαράκης σημειώνει: «Όλοι όσοι επανήλθαμεν εκ Μακεδονίας, μετά την κατάπαυσιν του εκεί αγώνος, εφέρομεν μαζί μας την πεποίθησιν, ότι πολύ ταχέως ο αγών επικρατήσεως μεταξύ των Βαλκανικών λαών, ο προς στιγμήν ανασταλείς και ο αγών κατά των Νεοτούρκων θα εξελίσσετο εις πόλεμον και ότι αλλοίμονο εις τήν Ελλάδα αν τήν εύρισκε ο πόλεμος αυτός ασθενή στρατιωτικώς...»[1]
Οι Νεότουρκοι επιχείρησαν να εκτουρκίσουν όλους τους πληθυσμούς του ευρωπαϊκού τμήματος της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η πολιτική αυτή πρωτοδιατυπώθηκε ρητώς κατά το πρώτο ανοιχτό Συνέδριο του Κόμματος Ένωση και Πρόοδος, που έλαβε χώρα στην Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1911. Εκεί αναγγέλθηκαν πολιτικές αφοπλισμού των Χριστιανών, απαγόρευσης αγοράς ακίνητης περιουσίας, μετεγκαταστάσεως Μουσουλμανικών πληθυσμών και πλήρους εξοθωμανισμού όλων των Τούρκων υπηκόων, διά της πειθούς ή διά της βίας.[2] Υπό την πίεση του κινήματος τα χριστιανικά έθνη των βαλκανίων προετοίμασαν από κοινού αγώνα κατά των Τούρκων[3]. Αρχικά, σε αρκετές περιπτώσεις οι Νεότουρκοι προσπάθησαν να προσεταιριστούν τους βαλκανικούς λαούς και ιδίως τους Έλληνες, τις αντάρτικες ομάδες των οποίων χρησιμοποίησαν συχνά, ώστε να διασχίζουν με ασφάλεια τη Μακεδονία. Οι διαβαλκανικές προστριβές της περιόδου, ήταν επίσης η κατάλληλη ευκαιρία για την εφαρμογή μιας πολύπλοκης εξωτερικής πολιτικής, στόχος της οποίας υπήρξε η ενίσχυση της βαλκανικής έριδας, μέσω μιας υποθετικής προστασίας σε περίπτωση επικείμενης εισβολής κατά βαλκανικής χώρας από μία άλλη.[4]. Στη συνέχεια όμως, βλέποντας ότι η ολοκληρωτική επικράτηση του Ελληνισμού στη Μακεδονία απειλούσε ακόμη και την Τουρκική παρουσία, επέδειξαν ιδιαίτερα ευνοϊκή στάση απέναντι στο Βουλγαρικό Κομιτάτο, επιτρέποντας βιαιότητες κατά Ελληνικών πληθυσμών, που προκάλεσαν την εκ νέου Ελληνική αντάρτικη δράση.[5]
Φωτογραφίες
Το πρώτο συνέδριο της Οθωμανικής αντιπολίτευσης στο Παρίσι (1902)
Διαδήλωση κατά του Σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη (1908)
Ο Ισμαήλ Εμβέρ πασάς, Τούρκος αξιωματικός, ηγετική μορφή του νεοτουρκικού κινήματος.
Αχμέτ Ριζά, (1894), πρώτος Πρόεδρος του Κοινοβουλίου.
Παραπομπές
↑Αλέξανδρος Μαζαράκης, Αι ιστορικαί περιπέτειαι της Μακεδονίας, 1912