Η χριστιανική κοινότητα της Σμύρνης ήταν μία από τις Επτά Εκκλησίες της Ασίας, τις οποίες αναφέρει ο Απόστολος Ιωάννης στο Βιβλίο της Αποκάλυψης. Αρχικά ήταν αρχιεπισκοπή και προήχθη σε μητρόπολη τον 9ο αιώνα. Αν και το τοπικό χριστιανικό στοιχείο μειώθηκε κατά τον 14ο και 15ο αιώνα, η επαρχία διατήρησε την εκκλησιαστική της αυτονομία συνεχώς μέχρι το 1922.
Το 2016 η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, εξέλεξε Μητροπολίτη Σμύρνης τον Βαρθολομαίο (Σαμαρά).
Ιστορικά στοιχεία
Πρώιμη χριστιανική και βυζαντινή εποχή
Δεν είναι γνωστή η ακριβής εποχή διάδοσης του Χριστιανισμού στην περιοχή της Σμύρνης. Ίσως εισήχθη από τον Απόστολο Παύλο ή έναν από τους μαθητές του[2]. Μέχρι το τέλος του 1ου αιώνα, η πόλη διέθετε ήδη μια μικρή χριστιανική κοινότητα[2], ενώ ο πρώτος της επικεφαλής λεγόταν Αρίστων[3]. Η Εκκλησία της Σμύρνης ήταν μία από τις Επτά Εκκλησίες της Ασίας, που αναφέρονται στην Αποκάλυψη του Ιωάννου[2]. Περί το 110, ο Ιγνάτιος Αντιοχείας έγραψε μια σειρά επιστολών, μεταξύ αυτών και μία προς τον λαό της Σμύρνης και τον επίσκοπό του, τον Πολύκαρπο. Ο τελευταίος μαρτύρησε στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ.[4] Ο επόμενος επίσκοπος της Σμύρνης ήταν ο Παπύριος, τον οποίο διαδέχθηκε αργότερα ο Καμέριος[5]. Στην Σμύρνη επίσης μαρτύρησε ο Άγιος Πιόνιος, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Δεκίου[6].
Ήδη από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια η Σμύρνη ήταν μια αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή εντός της Μητρόπολης Εφέσου. Κατά τον 9ο αιώνα η τοπική αρχιεπισκοπή προήχθη σε μητρόπολη[4]. Την εποχή του προβιβασμού της, η επισκοπή της Σμύρνης κατείχε την 39η θέση στο Notitiae Episcopatuum, ενώ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ (886-912) κατείχε την 44η θέση[4]. Η πόλη ήταν ο τόπος εξορίας του μοναχού Θεόδωρου του Στουδίτη[4], ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναβίωση τόσο του βυζαντινού μοναχισμού όσο και των κλασικών λογοτεχνικών ειδών στο Βυζάντιο[7].
Κατά τον 14ο αιώνα, οι τουρκικές επιδρομές και τελικά η κατάληψη της πόλης προκάλεσαν την παρακμή της τοπικής Εκκλησίας και την συρρίκνωσή της. Έτσι, στο τέλος αυτού του αιώνα μόνο οι επισκοπές Φωκαίας και Μαγνησίας ήταν υπό την δικαιοδοσία της μητρόπολης. Επιπλέον, δεν σώζονται αρχεία τοπικού μητροπολίτη μετά το 1389. Τον Δεκέμβριο του 1402 η Σμύρνη λεηλατήθηκε από τον στρατό του Ταμερλάνου. Ωστόσο, φαίνεται ότι η χριστιανική κοινότητα επέζησε της καταστροφής της πόλης[4][8].
Φαίνεται πως οι ντόπιοι χριστιανοί απολάμβαναν ένα ιδιαίτερο καθεστώς μετά την οθωμανική κατάκτηση της Σμύρνης, σε αντίθεση με πολλές γειτονικές μητροπόλεις που καταργήθηκαν[3], ενώ την πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453) στους Οθωμανούς ακολούθησε σημαντική αναδιοργάνωση στην εκκλησιαστική διοίκηση μετά ον νέο ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως εκπροσώπου των χριστιανών εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας[3]. Έτσι, παρότι ο Χριστιανισμός στην Ανατολία μειώθηκε σταθερά κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, η επισκοπή της Σμύρνης διεσώθη, αν και με περιορισμένη δικαιοδοσία, και κατάφερε να διατηρήσει το καθεστώς της ως μητρόπολη της Ορθόδοξης Εκκλησίας[4].
Κατά τη διάρκεια του 17ου και του 18ου αιώνα, καταγράφεται σημαντικός αριθμός τοπικών αγίων νεομαρτύρων στην πόλη, οι οποίοι αρνήθηκαν να ασπαστούν το Ισλάμ και βασανίστηκαν από τις μουσουλμανικές αρχές[9]. Την περίοδο αυτή η χριστιανική κοινότητα αυξήθηκε πάρα πολύ, λόγω της γενικής δημογραφικής έκρηξης της περιοχής ως αποτέλεσμα της εμπορικής ανάπτυξης της Σμύρνης[3][4]. Η πόλη έγινε κέντρο του Ελληνικού Διαφωτισμού, ενώ ιδρύθηκαν αρκετά σχολεία, όπως η Ευαγγελική Σχολή και το Φιλολογικό Γυμνάσιο. Από την άλλη πλευρά, η τοπική ηγεσία της Εκκλησίας ήταν επιφυλακτική απέναντι σε προοδευτικές ιδέες, ειδικά στην εκπαίδευση, και υποστήριξε ένα πιο παραδοσιακό εκπαιδευτικό σύστημα[3].
Το 1907, το διοικητικό μοντέλο της τοπικής ελληνικής Ορθόδοξης κοινότητας διατηρούσε ακόμη τις παραδοσιακές κοινοτικές αρχές της Εκκλησίας και της Δημογεροντίας, αλλά η εξουσία ασκούνταν στην πραγματικότητα από ένα νέο όργανο, την Κεντρική Επιτροπή, η οποία δεν περιλάμβανε μόνο Οθωμανούς Έλληνες αλλά και πολίτες του ανεξάρτητου Βασιλείου της Ελλάδος[3]. Ωστόσο, σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, ο μητροπολίτης Σμύρνης διατηρούσε ουσιαστικό ρόλο, εκπροσωπούσε τόσο την Εκκλησία όσο και την Ορθόδοξη κοινότητα της Σμύρνης σε όλες τις εξωτερικές τους υποθέσεις και τις επόπτευε μαζί με το Συμβούλιο των Πρεσβυτέρων και την Κεντρική Επιτροπή. Ο σημαντικός ρόλος των Εκκλησιαστικών αρχών έγινε πιο εμφανής στην δραστηριότητα του μητροπολίτη Χρυσόστομου που επέδειξε πολύπλευρη δράση για την παιδεία, τον αθλητισμό, την κοινωνική πρόνοια και τη διατηρηση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων.[3][10]
Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος
Στις 11 Μαρτίου1910 ο Χρυσόστομος μετετέθη στη Σμύρνη, ως Μητροπολίτης Σμύρνης. Στη Σμύρνη συνέχισε τους εθνικούς αγώνες, οργανώνοντας μάλιστα πάνδημο συλλαλητήριο ώστε να καταγγείλει τις βιαιότητες των Βουλγάρων στην Μακεδονία εναντίον των Ελλήνων και την υποστήριξη των τουρκικών αρχών προς την βουλγαρική προπαγάνδα.
Το πολύπλευρο έργο του επεκτάθηκε σε όλα τα επίπεδα της κοινοτικής ζωής - ποιμαντικό, εθνικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό, φιλανθρωπικό - με πρωτοποριακή πρωτοβουλία το μεγάλο κοινωνικό έργο δημιουργίας ευαγών ιδρυμάτων και αθλητικών εγκαταστάσεων για τη νεολαία.
Ενδεικτικά με έμπνευση και ενέργειες του Χρυσοστόμου δημιουργήθηκε στη Σμύρνη το γήπεδο του Πανιωνίου Γυμναστικού Συλλόγου Σμύρνης, έχοντας μάλιστα αρνηθεί δάνειο 100.000 χρυσών λιρών που του προσέφεραν οι Άγγλοι. [11]. Συγκεκριμένα, με εισήγηση του μητροπολίτη Χρυσόστομου η Δημογεροντία και η Κεντρική Επιτροπή παραχώρησαν έκταση 105 στρεμμάτων, αν και είχαν δελεαστική προσφορά 100.000 λιρών από Άγγλους, για να την πουλήσουν. Εκεί κτίστηκε το νέο στάδιο του συλλόγου, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1912 στους ΙΔ΄ Πανιώνιους Αγώνες. Το νέο στάδιο περιλάμβανε στίβο περιμέτρου 334 μέτρων, γήπεδο ποδοσφαίρου διαστάσεων 95x65 μ., γυμναστήριο εξοπλισμένο με σύγχρονα όργανα, εξέδρα για 7.000 θεατές, αποδυτήρια και γραφεία.
Κατά τον πρώτο διωγμό των Μικρασιατών (επί Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου) βοήθησε πολλές οικογένειες με ναυλωμένα πλοία να διασωθούν σε ασφαλείς τόπους. Παράλληλα, επικοινωνούσε συνεχώς με Οθωμανούς αξιωματούχους και εξηγούσε με συνεντεύξεις κι επιστολές για τον διωγμό των Ελλήνων της Ανατολής σε πρόσωπα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ο τότε πρέσβης της Γερμανίας στην Κωνσταντινούπολη, Βόλφ Μέττερνιχ, γράφει σχετικά με τον Χρυσόστομο: "…Δεν γνωρίζω προσωπικώς τον αρχηγόν της Ορθοδόξου Εκκλησίας Σμύρνης. Αλλά από τας εκθέσεις της πρεσβείας δύναμαι να βεβαιώσω ότι ο ελληνικός κλήρος της Σμύρνης κατά την αγωνιώδη περίοδο των ταραχών εξήρθη εις το ύψος του καλυτέρου επί της γης κλήρου, του Αγγλικανικού. Επικεφαλής αυτού του κλήρου ο Μητροπολίτης Σμύρνης, μαζί με τρεις άλλους εκτοπισθέντες επισκόπους, είχε το θάρρος να εξαπολύση εις τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος τας φλογεράς διαμαρτυρίας του, ενώ εγνώριζεν ότι ίστατο επί ηφαιστείου”.[12] Ο υπουργός θρησκευμάτων του Σουλτάνου ζήτησε την ανάκληση του από την Σμύρνη καθώς οι τουρκικές αρχές είχαν θορυβηθεί έντονα από την πολυσχιδή δράση του υπέρ του Ελληνισμού. Στις 20 Αυγούστου1914 Τούρκοι αστυνομικοί απομακρύνουν τον Μητροπολίτη και τον οδηγούν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Χρυσόστομος επιστρέφει στη Σμύρνη μετά την Ανακωχή του Μούδρου το 1918, ενώ η υποδοχή του πίσω στην πρωτεύουσα της Ιωνίας ήταν παλλαϊκή.
Κατά τα έτη 1919 έως 1922, οπότε και η περιοχή της Σμύρνης βρισκόταν υπό Ελληνική Διοίκηση, ο Χρυσόστομος αποτελούσε τον εθνάρχη του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Μάλιστα ήταν ο εμπνευστής της «Μικρασιατικής Άμυνας» για τη δημιουργία αυτόνομου κράτους σε περίπτωση ήττας του ελληνικού στρατού. Η κατάρρευση του Μικρασιάτικου μετώπου τον Αύγουστο του 1922 απογοήτευσε τον Χρυσόστομο, ο όποιος αποδοκίμασε τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων για την απομάκρυνση του Ελληνικού στοιχείου από την Μικρά Ασία, ενώ ταυτόχρονα ζητούσε έντονα από την Ελληνική Κυβέρνηση τρόπους, έως την ύστατη, ώρα για τη διάσωση του Ελληνισμού από την επερχόμενη σφαγή.
Παρά τις προτάσεις που του έγιναν να αποχωρήσει ασφαλής από τη Σμύρνη καθώς το μέτωπο κατέρρεε, ο Χρυσόστομος αρνήθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιό του[13]. Το απόγευμα της 27ης Αυγούστου, Τούρκος αρχιαστυνόμος μαζί με ένοπλους στρατιώτες, μετέβη στα γραφεία της Μητρόπολης Σμύρνης και διέταξε τον Χρυσόστομο να παρουσιαστεί στον Τούρκο στρατιωτικό διοικητή Νουρεντίν πασά, μαζί με τους Έλληνες Δημογέροντες της Σμύρνης Γεώργιο Κλιμάνογλου και Νικόλαο Τσουρούκτσογλου.
Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος προσήχθη ενώπιον του Νουρεντίν στο Διοικητήριο. Εκεί ο τούρκος διοικητής τον κατηγόρησε για τη φιλελληνική του στάση και τις ενέργειές του εναντίον του τουρκικού έθνους και αφού τον εξύβρισε τον παρέδωσε στους εξαγριωμένους Τούρκους που είχαν κατακλύσει την πλατεία του Διοικητηρίου. Πρώτοι δολοφονήθηκαν από τους Τούρκους οι δύο Δημογέροντες Γεώργιος Κλιμάνογλου και Νικόλαος Τσουρουκτσόγλου. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος βασανίσθηκε, τυφλώθηκε και διαμελίστηκε από τον τουρκικό όχλο βρίσκοντας έτσι μαρτυρικό θάνατο, στις 27 Αυγούστου1922.[14][15][16][17]
Ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός εκριζώθηκε από την Σμύρνη ως αποτέλεσμα του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1919-1922. Τον Σεπτέμβριο του 1922, κατά τη διάρκεια των γεγονότων της Μεγάλης Φωτιάς της Σμύρνης, χιλιάδες πολίτες έχασαν τη ζωή τους και οι επιζώντες βρήκαν καταφύγιο ως πρόσφυγες στην Ελλάδα. Υπολογίζεται ότι από συνολικά 459 κληρικούς της μητρόπολης Σμύρνης, οι 347 δολοφονήθηκαν από τον τουρκικό στρατό. Ανάμεσά τους ήταν και ο μητροπολίτης Χρυσόστομος[18].
Στις 29 Αυγούστου2016, η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξέλεξε τον Βαρθολομαίο Σαμαρά ως νέο Μητροπολίτη Σμύρνης, μετά το μαρτύριο του αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης και τη χηρεία του μητροπολίτικού θρόνου για 94 ετη.
Αγίασμα της Παναγίας Γαλακτοτροφούσης Σμύρνης (Ana Meryem Sütveren),
Ιερός Ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Μενεμένη και
Ιερός Ναός του Τιμίου Σταυρού στο Ροδοχώρι του Μπουρνόβα (κτισμένος το 1866)[57].
Στην χρήση της Μητρόπολης και του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στη Σμύρνη βρίσκεται από το 1952 ο Ναός της Αγίας Φωτεινής, πρώην προτεσταντικός Ναός - διοκτησία του Βασιλείου της Ολλανδίας. Ο Ναός αφιερώθηκε στην Αγία Φωτεινή σε ανάμνηση του ομώνυμου καταστραφέντος (το 1922) Ναού[58][59].
Επίσης υπάρχει και το παρεκκλήσιο των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ, που διαμορφώθηκε εντός του Ελληνορθόδοξου Κοιμητηρίου Σμύρνης σε ανάμνηση του παλαιού ομωνύμου Κοιμητηριακού Ναού της Σμύρνης. Στο παρεκκλήσιο τελείται Θεία Λειτουργία τα Ψυχοσάββατα κάθε έτους.
Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 2010, με μέριμνα των Δήμων της Επαρχίας Σμύρνης, ανακαινίστηκαν 4 παλιοί ελληνορθόδοξοι ναοί (Αγίων Βουκόλου και Πολυκάρπου Σμύρνης, Αγίασμα Παναγίας Γαλακτοτροφούσης Σμύρνης, Ναός Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Μενεμένη και ο Ναός του Τιμίου Σταυρού στον Μπουρνόβα). Χρησιμοποιούνται ως πολιτιστικά κέντρα και περιστασιακά τελούνται Θείες Λειτουργίες και ακολουθίες μετά από άδεια των αρχών[60][61][62] (στο Ναό των Αγίων Βουκόλου και Πολυκάρπου την εορτή των Θεοφανίων, στις μνήμες των Αγίων, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, το Μεγάλο Σάββατο το βράδυ και την Κυριακή του Πάσχα και στο Ναό του Τιμίου Σταυρού στον Μπουρνόβα κατά την πανήγυρη αυτού στις 14 Σεπτεμβρίου).
Ο Ναός του Προφήτη Ηλία (τρίκλιτη βασιλική του 1846) σώζεται αλλά βρίσκεται εγκαταλελειμμένος χωρίς αποκατάσταση. Επίσης σώζονται τμήματα του ναού του Αγίου Ιωάννου (χτίστηκε το 1700, επεκτάθηκε το 1773 και ανοικοδομήθηκε το 1804).
Ο ιστορικός Ναός της Θεοτόκου στη Σμύρνη (εσωτερικό)
Η Ελληνική κοινότητα επίσης συντηρεί έναν σύλλογο με την ονομασία «Ρωμαίικος Πνευματικός και Πολιτιστικός Σύνδεσμος Σμύρνης» (İzmir Rum Kültür ve Düşünce Derneği)[65].
↑Shariat-Panahi S., Mohammad T. «Σεισμός στη Σμύρνη, 1688». Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουλίου 2022.