Η Ιερά Μητρόπολις Φιλιππουπόλεως (βουλγαρικά: Пловдивска Света Митрополия) είναι σημαντική πρώην επισκοπή του Οικουμενικού Πατριαρχείου και σημερινή επαρχία της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μητρόπολη εδρεύει στην Φιλιππούπολη της Νότιας Βουλγαρίας και είναι η μεγαλύτερη της Βουλγαρίας.
Ιστορία
Η επισκοπή Φιλιππουπόλεως ιδρύθηκε γύρω στο έτος 36, όταν κατά την παράδοση ο Απόστολος Παύλος χειροτόνησε τον πρώτο επίσκοπο Ερμά[1], εκ των Εβδομήκοντα.
Σύμφωνα με πηγές του 7ου αιώνα, η επισκοπή Φιλιππουπόλεως ήταν Μητρόπολη που περιελάμβανε, εκτός από τη Φιλιππούπολη, επισκοπές με έδρα την Διοκλητιανούπολη, τη Σεβαστούπολη και τη Διόσπολη και ο Μητροπολίτης της έφερε τον τίτλο «Έξαρχος Θράκης Δραγοβιτίας». Τον 8ο αιώνα οι επισκοπές Βερόης, Μαρκέλλας, Λιθοπροσώπου, Δεκατερού και Λεβεδού υπήχθησαν επίσης στην Μητρόπολη Φιλιππουπόλεως[2].
Το 879 η Μητρόπολη έγινε μέρος της νεοσύστατης αυτοκέφαλης Βουλγαρικής Εκκλησίας, όπου παρέμεινε μέχρι την επιστροφή της Φιλιππούπολης στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 969, οπότε υπήχθη ξανά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Προς τα τέλη του 10ου αιώνα, οι επισκοπές Αγαθονικείας, Λιτίτζης, Σκουταρίου, Βλεπτού, Λεύκης, Δραμίτσης, Ιωαννιτσών, Κωνστάντειας, Βελίκειας και Βουκόβου ή Βούκοβας υπάγονταν στην Μητροπολίτη Φιλιπποπόλεως. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα, οπόταν η επισκοπή Λιτίτζης αναβαθμίστηκε σε Μητρόπολη και η επισκοπή Περπερακίου υπήχθη στη Μητρόπολη Φιλιππουπόλεως[3].
Νεότερα χρόνια
Το 1861, εν μέσω της ανόδου του βουλγαρικού εθνικισμού, ο Μητροπολίτης Παΐσιος (Ζαφίρωφ ή Ζαφειρίου ή Κλεινόβιος) έπαψε να μνημονεύει τον Οικουμενικό Πατριάρχη και στις 25 Φεβρουαρίου 1861 καθαιρέθηκε και εξελέγη νέος Μητροπολίτης ο Ξάνθης Πανάρετος (Μισαΐκωφ). Ο Παΐσιος συνέχισε να λειτουργεί παράλληλα ως Μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως, ανεξάρτητος από το Πατριαρχείο και τον Απρίλιο του 1861 το Πατριαρχείο ζήτησε τον εκτοπισμό του. Εκτοπίστηκε για τρία χρόνια στο Άγιον Όρος, κατόπιν στα Δαρδανέλια και τέλος στη Χάλκη. Συμμετείχε στις ενέργειες για την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και ήταν ο πρώτος Εξαρχικός Μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως ως τον θάνατό του στις 25 Φεβρουαρίου 1872.
Ο Πατριαρχικός Μητροπολίτης Πανάρετος προσχώρησε το 1868 στο μέρος των Βουλγάρων και συμμετείχε και αυτός στις διεργασίες για την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Στις 15 Ιανουαρίου 1872 η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον καθαίρεσε, στις 19 Ιανουαρίου εξέλεξε διάδοχό του και στις 13 Μαΐου 1872 τον αφόρισε. Στις 20 Ιουνίου 1872 η Βουλγαρική Εξαρχία τον εξέλεξε Μητροπολίτη Φιλιππουπόλεως, θέση στην οποία παρέμεινε ως το θάνατό του στις 26 Νοεμβρίου 1883.
Δύο Μητροπολίτες Φιλιππουπόλεως, ένας Πατριαρχικός και ένας Εξαρχικός, συνέχισαν να υπάρχουν ως τις 21 Ιουλίου 1925, οπότε ο Βενιαμίν (Ψωμάς ή Κυριακού) εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης και το Πατριαρχείο δεν εξέλεξε διάδοχό του. Έκτοτε, Βούλγαροι Μητροπολίτες που χειροτονούνταν από την Εξαρχία συνέχισαν να θεωρούνται σχισματικοί ως το 1945. Μετά την άρση του σχίσματος το 1945, η Ιερά Μητρόπολις Φιλιππουπόλεως αποτελεί μέρος της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (από το 1953 Πατριαρχείο Βουλγαρίας).
Επισκοπικός κατάλογος
Όνομα
Έτη
Παρατηρήσεις
Επίσκοποι Φιλιππουπόλεως
Ερμάς
36 – 57
εκ των Εβδομήκοντα, χειροτονημένος από τον Απόστολο Παύλο[4][5][1]
Preiser-Kapeller, J. Das Episkopat im späten Byzanz. Ein Verzeichnis der Metropoliten und Bischöfe des Patriarchats von Konstantinopel in der Zeit von 1204 bis 1453. Saarbrücken, 2008, 362 - 365.
Кесякова, Елена· Пижев, Александър· Шивачев, Стефан· Петрова, Недялка (1999). Книга за Пловдив. Пловдив: Издателство „Полиграф“. ISBN954-9529-27-4.
Данчева-Василева, А. (2009). Пловдив през Средновековието ІV-ХІV в. С. БАН Марин Дринов.
Gautier, P. (1981). «The Defense of the Lazarus of Philippoupolis by Michel Psellos». Travaux et Mémoires (Centre de Recherche d’Histoire et Civilisation Byzantines)8.