Η καταγωγή του ήταν από τη Μάδυτο της Θράκης, όπου γεννήθηκε περί το 1770. Σπούδασε βυζαντινή μουσική στην Κωνσταντινούπολη με δάσκαλο τον Πέτρο Βυζάντιο, όπου και δίδαξε εκκλησιαστική ψαλμωδία από το 1815. Ήταν εξαιρετικός γνώστης της αραβικής και οθωμανικής παραδοσιακής μουσικής, και γνώριζε λατινικά και γαλλικά[1]. Το 1819 χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Δυρραχίου, όπου έζησε μέχρι το 1833, οπότε εξελέγη Μητροπολίτης Σμύρνης. Το 1837 εξελέγη Μητροπολίτης Προύσης, θέση στην οποία παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του, το 1846[2].
Το έργο του
Ήταν ένας από τους τρεις ανανεωτές της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής, μαζί με τον Χουρμούζιο τον Χαρτοφύλακα και τον Γρηγόριο Λευίτη. Εισήγαγε μεταρρύθμιση, στόχος της οποίας ήταν να απλοποιήσει τη βυζαντινή νευματική σημειογραφία, η οποία στις αρχές του 19ου αιώνα θεωρούνταν εξαιρετικά περίπλοκη και ως εκ τούτου προσβάσιμη μόνο σε επαγγελματίες ψάλτες. Ο Χρύσανθος πρότεινε το δικό του είδος μουσικής ανάγνωσης, χρησιμοποιώντας τα πρώτα επτά γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου: Π α Β ου Γ α Δ ι Κ ε Ζ ω Ν η. Επιπλέον, ο Χρύσανθος πρότεινε μια νέα ταξινόμηση οκτώ τόνων που βασίζεται σε τρεις τύπους μελωδιών - διατονικών, χρωματικών και εναρμονικών, και περιέγραψε πιθανές μεταβάσεις κατά γένος. Για τον ίδιο σκοπό απλοποίησης, ο Χρύσανθος αναθεώρησε εκκλησιαστικούς ύμνους του 14ου-15ου αιώνα, αντικαθιστώντας τα αρχικά σημάδια με κατανοητές «θέσεις» του τόνου. Χάρη στη μεταρρύθμιση αυτή, το τεράστιο ρεπερτόριο της βυζαντινής μονωδίας έγινε διαθέσιμο σε απλούς τραγουδιστές που δεν γνώριζαν τις περιπλοκές της μεσοβυζαντινής σημειογραφίας.
Χρύσανθος εκ Μαδύτων (1821). Εισαγωγή εις το θεωρητικόν και πρακτικόν της Εκκλησιαστικής Μουσικής συνταχθείσα προς χρήσιν των σπουδαζόντων αυτήν κατά την νέαν μέθοδον παρά Χρυσάνθου του εκ Μαδύτων, Διδασκάλου του Θεωρητικού της Μουσικής. Παρίσι: Ριγνίου.