Ο Ηρακλής ή Αλκαίος[1] ή Αλκείδης[2] (αρχ. ελλην.: Ἡρακλῆς, από το όνομα Ἥρα και το επίθημα -κλῆς του ουσιαστικού κλέος = δόξα) ήταν αρχαίος μυθικόςήρωας, θεωρούμενος ως ο μέγιστος των Ελλήνων ηρώων. Ανήκει στο γένος των Περσειδών, στην μυθική γενιά του Περσέα, του ιδρυτή των Μυκηνών. Γεννήθηκε στη Θήβα θεωρούσε, ωστόσο, πραγματική πατρίδα του το Άργος, στο οποίο προσπαθούσε να επιστρέψει ξεπερνώντας τα εμπόδια τα οποία του έβαζε κάθε φορά ο Ευρυσθέας.
Ο μύθος
Ο Ηρακλής ήταν γιός της Αλκμήνης και του Αμφιτρύωνα, αλλά πραγματικός του πατέρας ήταν ο Δίας. Η μητέρα του Αλκμήνη ήταν παντρεμένη με τον Αμφιτρύωνα, με τον οποίον κατέφυγαν στη Θήβα, επειδή ο Αμφιτρύωνας είχε σκοτώσει κατά λάθος τον Ηλεκτρύωνα, πατέρα της Αλκμήνης.
Κάποτε ο Αμφιτρύωνας είχε φύγει σε εκστρατεία εναντίων των Τηλεβόων. Ο θεός τότε βρήκε την ιδανική ευκαιρία, όχι απλώς για να ικανοποιήσει το πάθος του για την θνητή γυναίκα, αλλά για να δημιουργήσει τον ισχυρότερο και δυνατότερο άνθρωπο.[3] Παίρνοντας την μορφή και την όψη του συζύγου της, πλησίασε την Αλκμήνη προσφέροντάς της ως δώρο ένα πολύτιμο λάφυρο από την εκστρατεία του, το χρυσό δέπας του βασιλιά των Τηλεβόων Πτερέλαου. Άρχισε τότε να διηγήται στην ανυποψίαστη γυναίκα τα στρατιωτικά του κατορθώματα κατά την διάρκεια της εκστρατείας του. Ευτυχής για την επιστροφή του συζύγου της η Αλκμήνη, αγνοώντας την θεϊκή παγίδα, έπεσε στην αγκαλιά του Δία. Και τότε, κατά την διάρκεια μιας ατελείωτης ερωτικής νύχτας έπειτα από εντολή, που έδωσε ο πατέρας των θεών στις δυνάμεις της φύσης, η Αλκμήνη συνέλαβε τον ήρωα.[4] Το επόμενο πρωί επέστρεψε ο αληθινός Αμφιτρύωνας από την χώρα των Τηλεβόων αποκαλύπτοντας έτσι το θείο τέχνασμα. Και χρειάσθηκε να μεσολαβήση ο ίδιος ο Δίας για να συμφιλιώσει το ζευγάρι. Ο Αμφιτρύωνας ταπεινωμένος μπροστά στη θεϊκή βούληση υποχώρησε και δέχθηκε να είναι απλώς ο πατριός του παιδιού. Πριν γεννηθεί ακόμη ο Ηρακλής, ο Δίας ανήγγειλε στους θεούς ότι θα γεννηθεί από την Αλκμήνη απόγονος του Περσέα, που θα βασιλεύσει στον θρόνο των Περσειδών.
Όμως, η θεά Ήρα η γυναίκα του Δία, θυμωμένη από τις διαρκείς ατασθαλίες του συζύγου της διψούσε για εκδίκηση και δεν έπαυσε να κυνηγάει τον ήρωα κατά την διάρκεια της ζωής του. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ένα βράδυ, λίγες ημέρες μετά την γέννηση του Ηρακλή και καθώς ο ίδιος κοιμόταν μαζί με τον αδερφό του, Ιφικλή, η θεά έστειλε δύο πελώρια φίδια. Τα ερπετά τυλίχθηκαν γύρω από το σώμα των μικρών παιδιών. Τότε ο Ιφικλής έβαλε τις φωνές ξυπνώντας τον αδελφό του ο οποίος κατάφερε να πνίξει τα δύο φίδια, στραγγαλίζοντάς τα, μόνο με την μυϊκή δύναμη των χεριών του.
Ο θετός πατέρας του Ηρακλή, ο Αμφιτρύωνας, ο οποίος ανέλαβε να τον μεγαλώσει, τον δίδαξε την τέχνη του ηνιόχου, ο Κάστορας του δίδαξε την οπλασκία, ο Αίλυκος την πάλη, ο Εύρυτος το τόξο, ο κένταυροςΧείρωνας τις επιστήμες και ο Λίνος τη Μουσική.
Ἥρα + κλέος
Ο αρχαίος ιστοριογράφος Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει πως ο Ηρακλής δεν έφερε πάντοτε αυτό το όνομα, αλλά ότι το έλαβε αμέσως μετά το περιστατικό με τα φίδια. Σύμφωνα με τους περισσότερους μυθογράφους, το όνομα του ήρωα δεν είναι αυτό που είχε στην αρχή.[5] Το όνομα «Ἡρακλῆς» είναι ένας μυστικός κώδικας που του επεβλήθηκε από τον θεό Απόλλωνα. Αρχικά, ο γιος του Αμφιτρύωνα και της Αλκμήνης ονομάζονταν Ἀλκ(ε)ίδης, δηλαδή ισχυρός (από την α.ε. λέξη ἀλκή), ή Ἀλκαῖος όπως ο παππούς του.
Σε ηλικία 18 ετών ο Αλκείδης πραγματοποίησε τον πρώτο του άθλο, κατάφερε να σκοτώσει το τρομερό λιοντάρι του Κιθαιρώνα. Επιστρέφοντας από το κυνήγι, όμως συνάντησε τους απεσταλμένους του βασιλιά του Ορχομενού Εργίνου, που έρχονταν για την είσπραξη των φόρων από τους Θηβαίους. Ο Αλκείδης τους πολέμησε γενναία και κατάφερε να απαλλάξει την πόλη από τον δυνάστη. Ο βασιλιάς της ΘήβαςΚρέων επιθυμώντας να ευχαριστήσει τον ήρωα του προσέφερε ως γυναίκα την κόρη του, Μεγάρα, με την οποία απέκτησε πολλά παιδιά. Η θεά Ήρα φθονώντας τον Αλκείδη που γινόταν όλο και πιο ευτυχισμένος και μην μπορώντας να ξεχάσει ότι ήταν γιος του Δία, τον «χτύπησε» με τρέλα. Μετά την μανία που τον κατέλαβε, ο Αλκείδης δολοφόνησε με σκληρό και απάνθρωπο τρόπο τα παιδιά του. Όταν συνήλθε με την βοήθεια της θεάς Αθηνάς, εγκατέλειψε την Μεγάρα και ζήτησε εξιλέωση από την Πυθία στο μαντείο του Απόλλωνα στους Δελφούς. Η τελευταία τον υποχρέωσε - προκειμένου να απαλειφθή το μίασμα, που έφερε - να ονομάζεται στο εξής Ηρακλής, δηλαδή αυτός που δοξάζει την Ήρα. Και για να επαληθεύσει το όνομά του θα έπρεπε να φέρει εις πέρας μια σειρά άθλων, οι οποίοι θα οδηγούσαν στην εξύμνηση της θεάς. Σύμφωνα με τον Ευριπίδη, ο Ηρακλής θα έπρεπε να εκτελέση μία σειρά έργων υπηρετώντας τον βασιλιά των ΜυκηνώνΕυρυσθέα, τα οποία είχαν ως σκοπό να απαλλάξουν τον κόσμο από ορισμένα τέρατα.[6]
Η επιλογή του Ηρακλή
Ο μύθος που σώθηκε από τον Ξενοφώντα, μας διηγείται το περιστατικό εκείνο, όταν ο Ηρακλής καθισμένος σε κάποιο σταυροδρόμι, είδε να περνούν από μπροστά του δύο πανέμορφες κοπέλες. Η μια του έδειξε έναν εύκολο δρόμο, φαρδύ και ίσιο, που αν τον ακολουθούσε, θα χαιρόταν τη ζωή, αλλά θα έκανε ένα σωρό κακές πράξεις που θα τον καταδίκαζαν στην κρίση των ανθρώπων. Αυτή ήταν η Κακία. Η άλλη κόρη, η Αρετή, του έδειξε ένα δύσκολο δρόμο, γεμάτο κοφτερές πέτρες και αγκάθια, στενό και δύσβατο, που θα τον βάδιζε δύσκολα, αλλά θα κέρδιζε στο τέλος του την αναγνώριση από τους συνανθρώπους του. Έτσι ο Ηρακλής ακολούθησε την Αρετή, προτιμώντας να υποφέρει για να διαβεί το δύσβατο δρόμο της, αλλά να γνωρίσει τη δόξα και την τιμή με τις καλές του πράξεις και την αρετή του.[7]
Εκτός από τους άθλους, ο Ηρακλής πραγματοποίησε κι άλλα μυθικά κατορθώματα.
Πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία κι ελευθέρωσε την Ησιόνη, κόρη του Τρώα βασιλιά Λαομέδοντα, από ένα θαλάσσιο τέρας. Δεν συνέχισε όμως μέχρι τέλους την εκστρατεία.
Στη Λιβύη νίκησε τον γίγαντα Ανταίο, γιο του Ποσειδώνα και της Γης, ο οποίος ήταν πολύ δυνατός, επειδή έπαιρνε δύναμη πατώντας στη Γη, το κορμί της μητέρας του. Ο Ηρακλής, καταλαβαίνοντας σε τι οφειλόταν η δύναμή του, τον σήκωσε στον αέρα με τα δυνατά μπράτσα του και τον έπνιξε χωρίς δυσκολία.
Ύστερα από αυτό το κατόρθωμα, ο Ηρακλής, κουρασμένος, έπεσε να κοιμηθεί. Τότε οι Πυγμαίοι, ένας λαός νάνων, τον αλυσόδεσαν και τον κάρφωσαν στη γη. Όταν ξύπνησε ο Ηρακλής, τινάχτηκε επάνω κι αρπάζοντάς τους στη χούφτα του, τους τύλιξε όλους στο τομάρι του λέοντα της Νεμέας που φορούσε.
Ο Ηρακλής ελευθέρωσε και τον Προμηθέα, που τον είχε δέσει ο Δίας στον Καύκασο για να τον τιμωρήσει επειδή είχε χαρίσει στους ανθρώπους το μυστικό της φωτιάς και σκότωσε τον αετό που έτρωγε το συκώτι του Τιτάνα.
Αυτός έφερε την Άλκηστη από τον Άδη, αφού πάλεψε με τον Χάρο και την ελευθέρωσε. Η Άλκηστη ήταν γυναίκα του βασιλιά των Φερών Αδμήτου, η οποία, για να σώσει τον άντρα της, δέχτηκε να πεθάνει αντί γι' αυτόν. Ο Ηρακλής έτυχε να περνά εκείνες τις μέρες από τις Φερές και πέρασε να επισκεφτεί τον φίλο του τον βασιλιά. Μαθαίνοντας τη μεγάλη συμφορά που είχε βρει το παλάτι του, έτρεξε και, προλαβαίνοντας τον Χάρο, πάλεψε μαζί του κι έφερε στη ζωή ξανά την όμορφη Άλκηστη.
Ο Ηρακλής σκότωσε, ακόμη, για να απαλλάξει τους ανθρώπους από την τυραννία, τον αιμοβόρο τύραννο της Αιγύπτου Βούσιρι.
Επιστρέφοντας από την Ισπανία μετά τον άθλο με τα βόδια του Γηρυόνη, ο Ηρακλής εξόντωσε στην ιταλική χερσόνησο τον τρικέφαλο γίγαντα Κάκο ο οποίος του άρπαξε τέσσερις δαμάλες και τέσσερις ταύρους.
Το τελευταίο κατόρθωμα του Ηρακλή ήταν ο φόνος του κενταύρουΝέσσου, ο οποίος προσπάθησε να κλέψει τη γυναίκα του ήρωα, την όμορφη Δηιάνειρα.
Σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη (4.14) και τον Απολλόδωρο (2.139-141) η καθιέρωση των Ολυμπιακών αγώνων αποδίδεται στον Ηρακλή.
Ο Ηρακλής στο αρχαίο θέατρο
Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο της κλασικής εποχής, ο Ηρακλής εμφανίζεται σε πολλές τραγωδίες.
Στο έργο «Προμηθέας Δεσμώτης» του Αισχύλου, ο Ηρακλής σκοτώνει τον αετό και σπάει τις αλυσίδες και ο Προμηθέας απελευθερώνεται.
Στο έργο του Σοφοκλή "Τραχίνιαι", όπου ο Ηρακλής εμφανίζεται ετοιμοθάνατος από τον ποτισμένο με το αίμα του Κενταύρου Νέσσου χιτώνα, όπου καταλαβαίνει πως επαληθεύεται ένας παλαιός χρησμός που είχε πάρει.
Στο έργο του Ευριπίδη "Ηρακλής μαινόμενος" η δαιμόνισα Λύσσα, σταλμένη από την "Ήρα θολώσει το μυαλό του Ηρακλή με αποτέλεσμα να φονεύει τη γυναίκα του και παιδιά του. Πηγή * [1] Remacle
Στην κωμωδία Όρνιθες του Αριστοφάνη, ο Ηρακλής εμφανίζεται στους στίχους 1639-1773.
Ο Ομηρικός Ύμνος Προς Ἡρακλέα λεοντόθυμον υμνεί τα κατορθώματα του Ηρακλή
Στα Ειδύλλια του Θεόκριτου μετά το νανούρισμα της Αλκμήνης εμφανίζονται δυο μαύρα φίδια που έστειλε η Ήρα αλλά ο Ηρακλής κατάφερε να τα πνίξει με τα χέρια του.
Το τέλος του ήρωα
Τη στιγμή που ο Νέσσος πέθαινε από τα δηλητηριασμένα βέλη του Ηρακλή, εκμυστηρεύθηκε στη Δηιάνειρα ότι ο σύζυγός της δεν την αγαπούσε πια, και ότι για να ξανακερδίσει την αγάπη του, έπρεπε να του δώσει να φορέσει έναν χιτώνα, αφού τον βουτήξει πρώτα μέσα στο αίμα του νεκρού κενταύρου. Η Δηιάνειρα, η οποία δεν ήξερε ότι το αίμα του Νέσσου ήταν δηλητηριασμένο από τα βέλη, έδωσε τον χιτώνα στον ήρωα. Οι πόνοι του Ηρακλή ήταν τόσο φρικτοί, ώστε τρελάθηκε. Μάζεψε ξύλα και παρακαλούσε κάποιον να τον κάψει. Ο Φιλοκτήτης τότε τον λυπήθηκε και άναψε τη φωτιά πάνω στην κορυφή του βουνού Οίτη, και ο Ηρακλής κάηκε ζωντανός. Ακόμη και σήμερα, η υψηλότερη κορυφή αυτού του βουνού ονομάζεται Πυρά. Σύμφωνα με τον Martin Nilsson το φρικτό τέλος του Ηρακλή στην Οίτη προέρχεται από έθιμο, που υπήρχε στο βουνό Οίτη, στο οποίο λατρευόταν ο Ηρακλής. Οι πιστοί άναβαν φωτιές και πετούσαν μέσα ανθρώπινα ομοιώματα και δικαιολογούσαν αυτό το έθιμο λέγοντας ότι γινόταν εις ανάμνηση της αυτοπυρπολήσεως του Ηρακλή.[8]
Μετά το θάνατό του, ο Ηρακλής αποθεώθηκε, έγινε δηλαδή θεός της δύναμης και της ρώμης, και αρχηγός των ηρώων. Ο Δίας τον πήρε στον Όλυμπο και τον πάντρεψε με τη θεά της νιότης, την Ήβη. Η Ήρα τον έκανε παιδί της.
Τον Ηρακλή οι αρχαίοι Έλληνες τον παρίσταναν συνήθως ντυμένο με τη λεοντή, να κρατά ένα ρόπαλο στο χέρι, με παράστημα γίγαντα και σώμα δυνατό, νεανικό και εύρωστο.
Ο Ηρακλής θεωρείται σύμφωνα με τους Ορφικούς ο δημιουργός του Θεών και του Κόσμου και λέγεται "Δράκων ελικτός"
[9][10][11]