Δεν είναι όμως μόνο οι καταγραφές. Θεωρείται βέβαιο ότι η Μεσόγειος Θάλασσα υπήρξε ο πρώτος ευρύς γεωγραφικός χώρος, όπου η πειρατεία απέκτησε μαζικά χαρακτηριστικά. Ως μέθοδος προσπορισμού υλικού πλούτου και δούλων, αξιοποιήθηκε από σχεδόν όλους τους λαούς, που κατοίκησαν τις ακτές της κατά την αρχαιότητα: από τους προϊστορικούςΛαούς της Θάλασσας και τους Ετρούσκους μέχρι τους Ιλλυριούς και τους Κίλικες των τελευταίων προχριστιανικών αιώνων, ακόμη και τους Έλληνες που μαζί με τον κλασικό πολιτισμό γέννησαν κάποιους από τους φοβερότερους πειρατές του τότε γνωστού κόσμου. Ενίοτε η ηγεμονία κάποιων δυνάμεων σε ευρύτερα τμήματα της θάλασσας (Αιγύπτιοι, Μινωίτες, Αθηναίοι) περιόριζε προσωρινά τις πειρατικές δραστηριότητες, αλλά αυτό επ' ουδενί σήμαινε την εξάλειψή τους. Η πλήρης καταστολή του φαινομένου επιτεύχθηκε μόλις τον 1ο αι. π.Χ. από τους Ρωμαίους με το Γαβίνειο Νόμο, ήταν δε αποτέλεσμα διπλής ωρίμανσης: στρατιωτικής, αφού μόνο τότε κάποιο κράτος κατέκτησε τέτοια ισχύ ώστε να μπορεί να επιβάλει το νόμο του σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, και πολιτικής με τη μετατροπή της Μεσογείου σε ρωμαϊκή θάλασσα.
Αίτια του φαινομένου
Δεν είναι υπερβολή εάν ειπωθεί, πως η ιστορία της πειρατείας ξεκινά σχεδόν ταυτόχρονα με την ιστορία της ναυτιλίας και του εμπορίου.[1] Το πού ακριβώς ο άνθρωπος ξεκίνησε να χρησιμοποιεί συστηματικά θαλάσσια μέσα, το γνωρίζουμε: στη Μεσόγειο. Το πότε, δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Σίγουρα πάντως ήταν πολύ πριν απ' το 3000 π.Χ., όταν δημιουργήθηκαν οι πρώτες σωζόμενες αναπαραστάσεις πλοίων.[2]Τέχνεργα από οψιανό (ορυκτόγυαλί της Μήλου) που βρέθηκαν σε νεολιθικούς οικισμούς της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου, πιστοποιούν ότι η ναυσιπλοΐα δεν ήταν άγνωστη για τον κάτοικο της νεολιθικής Ελλάδας. Στο ίδιο συμπέρασμα συνηγορεί η εμφάνιση ενός ώριμου πολιτισμού άγνωστης προέλευσης στην Κρήτη γύρω στο 6000 π.Χ.[3]
Τι παρακινούσε όμως τον ψαρά ή τον έμπορο της Μεσογείου να γίνει «ληστής της θάλασσας»; Η απάντηση δίνεται από τον ακόλουθο συνδυασμό παραγόντων[4]:
Επειδή μπορούσε. Καταγόταν από κοινωνίες με ναυτική πείρα, άρα διέθετε τις απαραίτητες δεξιότητες για να καταλάβει ένα πλοίο στη θάλασσα, ή να μεταφέρει άνδρες σε μια γειτονική στεριά, να την ληστέψει και μετά να εξαφανιστεί.
Επειδή σε κάποιο βαθμό τού ήταν απαραίτητο. Συνήθως η πατρώα γη του ήταν πετρώδης και απέφερε χαμηλή ή μηδενική αγροτική παραγωγή, η δε αλιεία δεν αρκούσε από μόνη της για να εξασφαλίσει ευημερία σε μεγάλη κλίμακα. Επομένως, όσο ο πληθυσμός αυξανόταν, έπρεπε να βρει εναλλακτικές πηγές εισοδήματος γι' αυτόν και την κοινότητά του.
Το κυριότερο, επειδή υπήρχε πρόσφορο έδαφος. Ο κύριος όγκος του εμπορίου διεκπεραιωνόταν μέσω θαλάσσης, αφού οι τρεις μεγάλες χερσόνησοι του τότε γνωστού κόσμου (Μικρά Ασία, Βαλκανική, Ιταλική), με τις απότομες οροσειρές και την έλλειψη πλωτών ποταμών, καθιστούσαν πολύ αργές και ακριβές τις χερσαίες μεταφορές ακόμη και μεταξύ γειτονικών περιοχών. Όμως η ναυτοσύνη δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι εφικτή η ναυσιπλοΐα στην ανοιχτή θάλασσα. Συνήθως τα πλοία έπλεαν κοντά στην ξηρά για να είναι εύκολος ο προσανατολισμός, ώστε να βρουν γρήγορα αγκυροβόλιο εάν χαλάσει ο καιρός ή γιατί χρειάζονταν συχνό ανεφοδιασμό. Έτσι λοιπόν, εντοπίζονταν εύκολα από κακόβουλα βλέμματα και ήταν ευάλωτα σε πειρατικές ενέδρες.
Εξ αιτίας των παραπάνω, η πειρατεία είχε ενδημικό χαρακτήρα στα περισσότερα ύδατα της Μεσογείου. Για να κατανοηθεί όμως καλύτερα, είναι απαραίτητο να έχουμε κατά νου και δύο παραμέτρους, οι οποίες όριζαν το ιδεολογικό πλαίσιο, εντός του οποίου μεμονωμένοι άνθρωποι ή ολόκληρες κοινότητες επιδίδονταν στη συγκεκριμένη δραστηριότητα:
Πρώτον, στην αρχαιότητα δεν υφίστατο διάκριση μεταξύ πειρατείας και κούρσας, συνεπώς δύσκολα διακρινόταν ηθικά και πολιτικά η καθαρή πειρατεία (με τα σημερινά κριτήρια) από τη λεηλασία ξένων πλοίων σε καιρό πολέμου ή τα αντίποινα.[5]
Δεύτερον, ο βιοπορισμός μέσω της ληστείας (τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα) θεωρείτο φυσιολογικός ακόμη και στις πλέον εξελιγμένες κοινωνίες - χαρακτηριστικά, στα Πολιτικά του Αριστοτέλη ο «ληστρικός βίος» συμπεριλαμβάνεται στις πέντε κατά φύσιν δραστηριότητες με τις οποίες εξασφαλίζεται η αυτάρκεια, δίπλα στην κτηνοτροφία, την αλιεία, το κυνήγι και τη γεωργία.[6]
Αρχαία Ελλάδα
Στη μυκηναϊκή και γεωμετρικήΕλλάδα, η πειρατεία θεωρείτο κοινωνικά αποδεκτή δραστηριότητα που έχρηζε καταστολής μόνο όταν στρεφόταν εναντίον συμπολιτών, ο δε πειρατής συχνά λάμβανε την ενθάρρυνση των τοπικών ηγεμόνων στο έργο του.[5] Αυτό αντικατοπτρίζεται εύγλωττα στον τρόπο που ο μεταμφιεσμένος Οδυσσέας συστήνεται στον Εύμαιο ως δήθεν βετεράνος του Τρωικού Πολέμου που εν συνεχεία έγινε πειρατής στην Αίγυπτο, με λόγια που δείχνουν ότι ο πειρατής ήταν αξιοσέβαστη προσωπικότητα.[7]
Γενικά, ο Όμηρος περιγράφει συχνά με θαυμασμό σχετικές πράξεις από Έλληνες. Αναφέρει μάλιστα πόλεις-κράτη που ζούσαν σχεδόν αποκλειστικά από την καταλήστευση ξένων εμπορικών πλοίων, όπως για παράδειγμα η Τάφος (σύμπλεγμα μικρών νησιών ανατολικά της Λευκάδας) που οι πολίτες της αγαπούσαν το κουπί.[8] Οι Τάφιοι πειρατές ήταν τόσο ξακουστοί, που μια κεντητή απεικόνισή τους «επί το έργον» ήταν το κεντρικό θέμα στη διακόσμηση του μαγικού χιτώνα, τον οποίο χάρισε η Αθηνά στον Ιάσονα σύμφωνα με τη φαντασία του Απολλώνιου του Ρόδιου.[9]
Συναφής δραστηριότητα ήταν και η ληστεία πλοίων από τους ναυαγιστές. Αυτοί άναβαν παραπλανητικές φωτιές στην ξηρά τα βράδια, ώστε να μπερδέψουν τους καπετάνιους των διερχόμενων πλοίων (που νόμιζαν ότι πλησίαζαν σε λιμάνι) και να τους οδηγήσουν σε ξέρες. Τότε επέδραμαν στα ακινητοποιημένα ή βυθιζόμενα πλοία και τα λεηλατούσαν - πρόκειται για μια πρακτική που εγκαταλείφθηκε μόλις το 19ο αιώνα μ.Χ.[5] Διάσημος ναυαγιστής της μυθολογίας ήταν ο αργοναύτηςΝαύπλιος, πατέρας του Παλαμήδη που θανατώθηκε άδικα με λιθοβολισμό στον Τρωικό Πόλεμο. Για να εκδικηθεί την εκτέλεση του γιου του, ο Ναύπλιος οδήγησε με το παραπάνω τέχνασμα πολλά ελληνικά καράβια στα βράχια του Καφηρέα ενώ επέστρεφαν απ' την Τροία.[10]
Αρχαϊκή και κλασική περίοδος
Καθώς ο ελληνικός κόσμος όδευε προς την κλασική εποχή, οι περισσότερες πόλεις προσπαθούσαν να θωρακιστούν εναντίον όσων ληστών απειλούσαν τις ακτές ή τα πλοία τους κατά μόνας, αλλά συνέχιζαν να αδιαφορούν για την εξάλειψη της πειρατείας εκτός των ορίων τους. Αρκετές εξακολούθησαν να είναι ηθικοί ή φυσικοί αυτουργοί: ο Ηρόδοτος περιγράφει σχετικές δραστηριότητες των Σαμίων και των Ιώνων της Μικράς Ασίας, ενώ ο Θουκυδίδης αναφέρει τους Λοκρούς, Αιτωλούς και Ακαρνάνες ως λαούς που επιδίδονταν στη θαλάσσια ληστεία.[5] Εξίσου επικίνδυνα ήταν τα Κύθηρα, για τα οποία ο Σπαρτιάτης σοφός Χίλων είχε πει ότι καλύτερα να καταποντίζονταν στο βυθό της θάλασσας, παρά να γίνονταν σπαρτιατική κτήση - τις τακτικές των Κυθηρίων θα πρότεινε αργότερα ο Δημάρατος στον Ξέρξη για να καταλάβει τη Λακεδαίμονα.[12]
Χαρακτηριστικότερη όλων ήταν η περίπτωση του Σαμίου τυράννουΠολυκράτη, ο οποίος συγκρότησε ένα στόλο από 100 πεντηκοντόρους (πολεμικά πλοία με 50 κουπιά) και 1.000 τοξότες και λυμαινόταν το Αιγαίο Πέλαγος.[13] Για τον Ηρόδοτο, ο Πολυκράτης δεν ήταν κατακριτέος για αυτές καθ' αυτές τις ενέργειες, αλλά διότι «ἔφερε καὶ ἦγε πάντας διακρίνων οὐδένα», δηλ. λήστευε τους πάντες χωρίς να κάνει διάκριση σε φίλους και εχθρούς.[5]
Η πρώτη προσπάθεια συστηματικής καταστολής και συνάμα ηθικής απονομιμοποίησης της πειρατείας στους ιστορικούς χρόνους, ήλθε από την Αθήνα τον 5ο αιώνα π.Χ. Έχοντας εξασφαλίσει τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο σχεδόν ολόκληρου του Αιγαίου Πελάγους μέσω της Δηλιακής Συμμαχίας, οι Αθηναίοι εξαπέλυσαν άγριο κυνηγητό εναντίον οποιουδήποτε απειλούσε την απρόσκοπτη διακίνηση των πλοίων και των εμπορευμάτων. Από εκείνη την περίοδο διασώζονται τουλάχιστον δύο εκστρατείες με αποκλειστικό αντικειμενικό σκοπό την καταστολή της πειρατείας: του Κίμωνα εναντίον των Δολόπων της Σκύρου[14] και του Περικλή στη Θράκη, τη γεμάτη πειρατικά λημέρια.[11] Πιστεύεται ότι η προστασία που προσέφερε η αθηναϊκή θαλασσοκρατία στο μέσο ταξιδιώτη ή κάτοικο του Αιγαίου, μπορεί να συγκριθεί μόνο με τα χρόνια του Μίνωα που αναπολούσαν οι αρχαίοι συγγραφείς.[5]
Με εξαίρεση τα πρώτα χρόνια μετά την ήττα τους στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οι Αθηναίοι κράτησαν έως και τον 4ο αιώνα π.Χ. τα σκήπτρα στο Αιγαίο, καταδιώκοντας την πειρατεία. Ο Δημοσθένης διασώζει πως στην εποχή του ίσχυε το ψήφισμα του συγχρόνου του Μοιροκλή «κατὰ τῶν τοὺς ἐμπόρους ἀδικούντων», βάσει του οποίου τιμώρησαν τους Μηλίους με πρόστιμο δέκα ταλάντων, επειδή υποδέχτηκαν πειρατές στο νησί τους.[15] Όμως οι πειρατές δε σταμάτησαν να αποτελούν κίνδυνο, ιδιαίτερα όσοι εξορμούσαν από μακρινές περιοχές, δεδομένου μάλιστα ότι η Αθήνα έμπαινε σε φάση παρακμής. Στο επιτύμβιο επίγραμμα κάποιου Λεωνίδα απ' τον Τάραντα που διασώζεται στην Παλατινή Ανθολογία, αναπαράγεται η στερεότυπη αντίληψη πως οι Κρήτες είναι πάντοτε ληστές και πειρατές, ποτέ δίκαιοι.[5] Πράγματι, από τις αρχές της 1ης χιλιετίας που το νησί κατακτήθηκε απ' τους Δωριείς μέχρι και τα ελληνιστικά χρόνια, οι Κρήτες αποτελούσαν φόβο και τρόμο για τους ναυτικούς. Πόλεις όπως η Κυδωνία ή η Ελεύθερνα εξελίχτηκαν σε σπουδαία εμπορικά κέντρα χάρη στη διάθεση σκλάβων (κυρίως γυναικόπαιδων) και αγαθών που προέρχονταν από την πειρατεία.[16] Παρόμοιο παράδειγμα ήταν οι πειρατές της Μαύρης Θάλασσας, οι οποίοι συνεργάζονταν με πόλεις του Βοσπόρου και ειδικεύονταν στις απαγωγές ταξιδιωτών - κατόπιν έβαζαν τα θύματά τους να γράψουν δακρύβρεχτες επιστολές προς συγγενείς για να τους εξαγοράσουν.[5]
Φοβεροί πειρατές προς τα τέλη της κλασικής περιόδου θεωρούνταν επίσης οι Ιλλυριοί και οι Ετρούσκοι, οι οποίοι λυμαίνονταν τα δρομολόγια μεταξύ της μητροπολιτικής και της Μεγάλης Ελλάδας. Ο Μέγας Αλέξανδρος κατάφερε προσωρινά να περιορίσει τους πρώτους, όταν εξανάγκασε ολόκληρη την Ιλλυρία σε υποταγή και πήρε κάποιους στο στρατό του. Οι δεύτεροι, των οποίων χώρος δράσης ήταν αρχικά η Δυτική Μεσόγειος, βγήκαν στην βόρεια Αδριατική τον 5ο αι. π.Χ. και σύντομα εξελίχθηκαν σε μείζονα απειλή για το αθηναϊκό εμπόριο. Διασώζεται ότι οι Αθηναίοι είχαν απευθύνει έκκληση προς τον Αλέξανδρο να λάβει μέτρα - αυτός εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του (για να τον καταλαγιάσουν οι Ετρούσκοι απέστειλαν πρεσβεία που τον βρήκε στη Βαβυλώνα),[17] αλλά ήταν υπερβολικά απασχολημένος στην Ανατολή για να ασχοληθεί με κάτι που είχε τις ρίζες του στην ιταλική χερσόνησο. Ταυτόχρονα πρεσβεία έστειλαν κι οι Ρωμαίοι, είτε επειδή και αυτοί είχαν κατηγορηθεί από τον Αλέξανδρο για πειρατεία,[18] ή από ανταγωνισμό προς τους Ετρούσκους για το ποιος θα έχει καλύτερες σχέσεις με τον Έλληνα ηγεμόνα.[17]
Ελληνιστική περίοδος
Η διάσπαση της αυτοκρατορίας του Μ. Αλεξάνδρου σε μικρότερα βασίλεια, τα οποία αναλώνονταν σε μεταξύ τους διενέξεις, οδήγησε την πειρατεία σε νέα άνθιση. Δεν ήταν μόνο η αδυναμία των διαδόχων να ελέγξουν τις θάλασσες, αλλά και το ότι συχνά τα ελληνιστικά βασίλεια επιζήτησαν τη συνεργασία των πειρατών στους μεταξύ τους πολέμους, εργαλειοποιώντας την πειρατεία σε μέθοδο ρύθμισης των ναυτικών ισορροπιών της Ανατολικής Μεσογείου. Πολλοί μονάρχες στρατολογούσαν Κρήτες και Αιτωλούς. Ο «αρχιπειρατής» του 3ου αιώνα π.Χ. υπηρετούσε όποιον του προσέφερε περισσότερα σε καιρό πολέμου, ενώ λεηλατούσε πλοία και πόλεις για λογαριασμό του σε καιρό ειρήνης.[5]
Επίσης οι Ιλλυριοί επανεμφανίστηκαν στο Ιόνιο Πέλαγος, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία των Αντιγονιδών και των Ηπειρωτών, και από εκεί επέδραμαν εναντίον των ακτών της Δυτικής Ελλάδας (χαρακτηριστικά: Ήπειρος και Μοθώνη,[19]Αιτωλία[20]) ή λεηλατούσαν ελληνικά και ρωμαϊκά πλοία. Η Ρώμη δοκίμασε το 230 π.Χ. να έλθει σε συνεννόηση μαζί τους, ώστε να εξασφαλίσει ελεύθερο διάπλου για τα καράβια της, αλλά οι Ιλλυριοί δολοφόνησαν ένα μέλος της αντιπροσωπείας (άγνωστο εάν έγινε με βασιλική εντολή). Μετά από αυτό, ρωμαϊκές λεγεώνες εξεστράτευσαν για πρώτη φορά στα Βαλκάνια (Α' Ιλλυρικός Πόλεμος).[21]
Στο Αιγαίο, βασικός διώκτης των πειρατών σε αυτήν την περίοδο υπήρξε η Ρόδος, η οποία γύρω στο 300 π.Χ. δημιούργησε ένα νέο σκάφος, την τριημιολία, για την καταδίωξη των πειρατικών ημιολιών.[22] Στο πρώτο μισό του 2ου αι. π.Χ. οι Ρόδιοι δοκίμασαν να περιορίσουν την κρητική πειρατεία στα πλαίσια δύο πολέμων, του Α' και του Β' Κρητικού, χωρίς απόλυτη επιτυχία.
Ύστερη ελληνιστική περίοδος: οι Κίλικες
Καθώς η ελληνιστική εποχή πλησίαζε προς το τέλος της, τα πιο διαβόητα πειρατικά λημέρια του ελληνικού κόσμου μεταφέρονταν στην Τραχεία Κιλικία, δηλ. τα μικρασιατικά παράλια ΒΑ της Κύπρου.
Για μεγάλο διάστημα στον 3ο π.Χ. αιώνα, όσο η Αυτοκρατορία των Σελευκιδών περιπολούσε τις ρότες μεταξύ Συρίας και ελλαδικού χώρου, η πειρατεία στην Κιλικία βρισκόταν σε ύφεση, τουλάχιστον σε σύγκριση με το Αιγαίο. Όμως μετά το 190 π.Χ. και τις ήττες του Αντιόχου Γ' σε Μαγνησία και Μυόνησο, οι Σελευκίδες απέσυραν το ναυτικό τους, αφήνοντας ένα «κενό αστυνόμευσης» που δεν μπόρεσαν να αναπληρώσουν οι νέοι κύριοι της ευρύτερης περιοχής (οι σύμμαχοι των Ρωμαίων). Αυτό επέτρεψε την εγκατάσταση πειρατών από τον ελλαδικό χώρο (κυρίως Ακαρνάνων), φυγάδων κατά την περίοδο των Μακεδονικών Πολέμων. Έτσι πολύ σύντομα εγκαθιδρύθηκε στην Κιλικία μια απρόσβλητη πειρατική επικράτεια, ενισχυόμενη και από κάποιους τελευταίους αντι-ρωμαίους ηγεμόνες της Μικράς Ασίας, από όπου για παραπάνω από έναν αιώνα εξορμούσαν σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.[23]
Ο Πλούταρχος, ο οποίος έζησε λίγες δεκαετίες μετά την καταστολή των Κιλίκων από τους Ρωμαίους, μας άφησε μία περιγραφή που ταιριάζει περισσότερο σε οργανωμένη κοινότητα παρά σε άθροισμα ληστρικών ομάδων. Αναφέρει ότι είχαν δικό τους θεό (το Μίθρα) και διέθεταν ένα οργανωμένο δίκτυο αμυντικών οχυρώσεων και λιμανιών, υπολογίζει δε ότι στο απόγειό τους διέθεταν πάνω από 1000 πλοία, είχαν καταλάβει 400 πόλεις και οργάνωναν επιδρομές μέχρι τη Σαμοθράκη, τη Λευκάδα και το Λακίνιο (περιοχή της Καλαβρίας).[24]
Δυτική Μεσόγειος
Τα νερά στα δυτικά της ιταλικής χερσονήσου δεν ήταν λιγότερο επικίνδυνα. Βασικός χώρος άσκησης της πειρατείας ήταν το Τυρρηνικό πέλαγος, απ' όπου διερχόταν το μεγαλύτερο κομμάτι του εμπορίου της Δυτικής Μεσογείου.
Σε αιγυπτιακές επιγραφές (με την πρώτη να χρονολογείται την εποχή του Αμένοφι Γ', αρχές 14ου αι. π.Χ.) εμφανίζεται επανειλημμένα ένας Λαός της Θάλασσας με την ονομασία Σερντέν ή Σαρντάνα υπό διάφορες ιδιότητες: μισθοφόροι των φαραώ, εισβολείς, ναυτικοί, πειρατές. Πολλοί ιστορικοί τοποθετούν την έδρα τους στη Σαρδηνία και την Κορσική. Επίσης κάποιοι ταυτίζουν τους Σεκλές (ή Σακλάσα) των ίδιων πηγών με προϊστορικούς αποικιστές της Σικελίας.[25] Εάν αυτές οι ταυτίσεις είναι σωστές, οι Σερντέν και οι Σεκλές συγκαταλέγονται στους πρώτους καταγεγραμμένους πειρατές της Δυτικής Μεσογείου.
Ετρούσκοι
Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι ένας από τους Λαούς της Θάλασσας, αυτός που στις αιγυπτιακές γραφές περιγράφεται με το όνομα «Trš.w», είναι οι Τυρρηνοί (δηλ. οι Ετρούσκοι). Είτε αυτή η ερμηνεία στέκει είτε όχι, κατά τους αρχαϊκούς και πρώτους κλασικούς αιώνες η πειρατεία του Τυρρηνικού Πελάγους και οι Ετρούσκοι εξελίχθηκαν σε σχεδόν συνώνυμες έννοιες. Η συγκεκριμένη ενασχόληση, ως μία μορφή «πολύ ενεργητικού εμπορίου» κατά τα τότε ήθη, αποτέλεσε έναν από τους τρεις βασικούς παράγοντες για την άνθιση του πολιτισμού τους (οι άλλοι δύο ήταν η γεωργία και τα πλούσια μεταλλείασιδήρου).[26]
Ο μύθος της απαγωγής του Διονύσου καταδεικνύει πως δεν περιορίζονταν απλά στις κοντινές τους θάλασσες, αλλά μπορούσαν να φθάσουν μέχρι την Κύπρο, την Αίγυπτο και τη Μαύρη Θάλασσα.[27] Θύματά τους ήταν κυρίως οι Ρωμαίοι, οι Έλληνες της Μεγάλης Ελλάδας ή άλλοι μικρότεροι λαοί της περιοχής, και αραιότερα οι Καρχηδόνιοι.
Κατά τα κλασικά χρόνια βγήκαν και στις ανατολικές τους θάλασσες (συμμετείχαν μάλιστα στη Σικελική Εκστρατεία), αλλά πλέον η δύναμή τους έβαινε φθίνουσα από το 474 π.Χ. (Μάχη της Κύμης) και ύστερα. Το κράτος τους κατέρρευσε οριστικά στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. αδυνατώντας να αντεπεξέλθει στην πίεση των Ρωμαίων και των Γαλατών.[26]
Έλληνες
Με την εγκατάσταση Ελλήνων στη Νότια Ιταλία -και ακόμη παραπέρα- κατά την αρχαϊκή εποχή (β' αποικισμός), οι Ετρούσκοι απέκτησαν ισχυρούς ανταγωνιστές. Πολλές φορές η τοποθεσία μιας αποικίας επιλεγόταν (μεταξύ άλλων κριτηρίων) από το πόσο θα ευνοεί τους νέους κατοίκους της στον πειρατικό ανταγωνισμό. Παραδείγματος χάριν, αυτός είναι ο βασικός λόγος που η Κύμη επέλεξε το συγκεκριμένο σημείο στο ΒΑ άκρο της Σικελίας για να ιδρύσει τη Ζάγκλη.[29] Επίσης οι Φωκαείς που εξαπλώθηκαν μέχρι τη Μασσαλία και την Αλαλία της Κορσικής (περ. 600 και 565 π.Χ. αντίστοιχα) αρέσκονταν στην πειρατεία.[30] To 535 οι Ετρούσκοι και οι Καρχηδόνιοι συνασπίστηκαν για να τους ανακόψουν, αλλά οι Φωκαείς τους καταναυμάχησαν ανοιχτά της Σαρδηνίας - έστω κι αν αυτή η νίκη ήταν καδμεία, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο.[31]
Οι Έλληνες πειρατές στη Δυτική Μεσόγειο πολλαπλασιάστηκαν στη συνέχεια, συνεπεία της κατάρρευσης των Ετρούσκων, της ίδρυσης νέων αποικιών στο νότιο Τυρρηνικό και των αναστατώσεων στον κυρίως ελληνικό χώρο κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. - χαρακτηριστική είναι η αφήγηση του Ηροδότου για ένα στρατηγό της Ιωνικής Επανάστασης, το Διονύσιο το Φωκαέα: όταν οριστικοποιήθηκε η ήττα του ιωνικού στόλου από τους Πέρσες στη Λάδη (494 π.Χ.), ο Διονύσιος εκτίμησε ότι σύντομα η πόλη του θα έμπαινε ξανά υπό περσικό ζυγό. Αντί λοιπόν να επιστρέψει στη Φώκαια, διέφυγε στη Σικελία και έζησε ως πειρατής, χωρίς να πειράζει τα ελληνικά καράβια αλλά μόνο τα καρχηδονιακά και τα τυρρηνικά.[32]
Οι Αιολίδες Νήσοι (ΒΔ της Ζάγκλης) έγιναν πειρατικός παράδεισος. Ο Λίβιος αναφέρει ένα περιστατικό που βρίσκουμε και σε άλλους συγγραφείς: Όταν οι Ρωμαίοι υπέταξαν τους Βηίους (396 π.Χ.), αποφάσισαν να στείλουν στο Μαντείο των Δελφών ένα αναθηματικό χρυσόκύπελλο, αξίας ίσης με το 1/10 της λείας. Οι Αιολιανοί όμως κατέλαβαν εν πλω το καράβι που μετέφερε την πρεσβεία και το πήγαν στο Λίπαρι, για να κάνει τη μοιρασιά ο ανώτατος άρχοντάς τους. Εκείνη τη χρονιά την ηγεσία είχε ο Τιμασίθεος, ο οποίος όταν έμαθε την εθνικότητα και τον ιερό σκοπό των ταξιδευτών, τους επέστρεψε το καράβι και το πολύτιμο φορτίο του και διέταξε τους άνδρες του να το συνοδεύσουν σε όλο το ταξίδι για να το προστατεύσουν από άλλους πειρατές.[28]
Ρωμαίοι και Καρχηδόνιοι
Σε αντίθεση με τους Ετρούσκους και τους Έλληνες, φαίνεται πως οι Ρωμαίοι δεν επιδόθηκαν στην πειρατεία σε κανένα στάδιο της εξέλιξής τους. Η αιτία είναι περισσότερο πρακτική παρά ηθική. Για να γίνει κάποιος πειρατής, πρέπει να προέρχεται από κοινωνία που διαθέτει συσσωρευμένες ναυτικές εμπειρίες, κάτι στο οποίο οι Ρωμαίοι υπολείπονταν, σε βαθμό που κάποιος μπορεί βάσιμα να ισχυριστεί ότι είχαν την αντιπάθεια για τη θάλασσα στο αίμα τους.[33] Η επιθυμία για επέκταση, δούλους και υλικό πλούτο, η οποία έσπρωχνε τους υπολοίπους λαούς στη θάλασσα, στη Ρώμη υλοποιήθηκε μέσω των λεγεώνων και της επικράτησης στην ξηρά. Έστω κι έτσι όμως, πρέπει να αναγνωρισθεί πως το Ρωμαϊκό Δίκαιο ήταν το πρώτο που κατέταξε την πειρατεία, απ' όπου κι αν προερχόταν, στις απεχθείς δραστηριότητες: Στο διαχωρισμό ανάμεσα σε «δίκαιο εχθρό» (iustes hostes) και «κοινό εχθρό του ανθρωπίνου γένους» (humani generis communes hostes), ο πειρατής ανήκε στη δεύτερη κατηγορία.[5]
Μια δύναμη που επίσης δεν επιδόθηκε στην πειρατεία, τουλάχιστον κατά την κλασική εποχή, ήταν η Καρχηδόνα. Μολονότι κατάγονταν από Φοίνικες, οι οποίοι φημίζονταν ως ικανότατοι πειρατές, οι Καρχηδόνιοι ενδιαφέρονταν για θάλασσες ανοικτές και ασφαλείς, ώστε να διεξάγουν απερίσπαστα το εμπόριό τους. Η απειλή της «εισαγόμενης» πειρατείας είναι ένας απ' τους βασικούς λόγους που τους οδήγησαν στην ετερόκλητη συμμαχία με τους Ετρούσκους που αναφέρθηκε παραπάνω: ο οικονομικός χώρος τους οριζόταν από το τρίγωνο Βόρεια Αφρική - Δυτική Σικελία - ΝΑ Ιβηρική, επομένως είχαν κάθε λόγο να βλέπουν εχθρικά κάθε ελληνική επέκταση στη Δύση, φοβούμενοι ότι θα έθετε τις ρότες του παραπάνω τριγώνου εντός της ακτίνας δράσης των πειρατικών πεντηκοντόρων.[35]
Η Ρώμη πατάσσει την πειρατεία
Η οριστική εκκαθάριση ολόκληρης της Μεσογείου από την πειρατεία έμελλε τελικά να επιτευχθεί από τη δύναμη που διέθετε τη μικρότερη ναυτική παράδοση: τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία.
Τον πρώτο καιρό αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα συγκεκριμένης αντιπειρατικής δράσης (με εξαίρεση ίσως τον Α' Ιλλυρικό), αλλά παράπλευρη συνέπεια της εγκαθίδρυσης του ρωμαϊκού imperium. Δηλαδή οι Ρωμαίοι κατακτούσαν νέες περιοχές και μια από τις συνέπειες της κατάκτησης ήταν οι πειρατές να χάνουν τα λημέρια τους. Η υποταγή της Ετρουρίας σήμανε το τέλος της ετρουσκικής πειρατείας στη Δυτική Μεσόγειο κατά τον 5ο αιώνα και στην Αδριατική λίγο αργότερα. Η ενσωμάτωση των ελληνικών πόλεων της Νότιας Ιταλίας στο ρωμαϊκό κράτος κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα, απέκοψε τους Έλληνες πειρατές της Τυρρηνικής από τις βάσεις τους. Κατά παρόμοιο τρόπο οι Ιλλυρικοί, Μακεδονικοί και ο Αιτωλικός πόλεμος επέφεραν βαρύτατα πλήγματα στην πειρατεία του Ιονίου Πελάγους.
Σε τέσσερις λοιπόν αιώνες οι Ρωμαίοι κατέκτησαν δύο μεγάλες χερσονήσους, την ιταλική και τη βαλκανική, και περιόρισαν την πειρατεία που προερχόταν από αυτές, αλλά αυτό δε σημαίνει πως το φαινόμενο είχε εξαλειφθεί. Βασικό εμπόδιο αποτελούσε η έλλειψη ισχυρού πολεμικού ναυτικού, ικανού να καταστείλει όσους θύλακες βρίσκονταν σε απομακρυσμένα ή καλά οχυρωμένα σημεία. Παραδείγματος χάριν, μπορεί η Ιλλυρία να έγινε προτεκτοράτο το 228 και να ενσωματώθηκε πλήρως ως επαρχία το 168 π.Χ., όμως πολλά ιλλυρικά πειρατικά λημέρια στη Δαλματία έμειναν άθικτα, αφού οι Ρωμαίοι αδυνατούσαν να εισέλθουν στις δαιδαλώδεις ακτές της.
Ένας ακόμη λόγος που η πειρατεία παρέμενε διαχρονικά ισχυρή, είναι πως σε κάποιο βαθμό ήταν οικονομικά χρήσιμη. Αφ' ενός έδινε διέξοδο σε ανθρώπους από φτωχές περιοχές, άγονες ή κατεστραμμένες από πολέμους, ώστε να πλουτίσουν οι ίδιοι και να βοηθήσουν τους συμπολίτες τους, αυτό που ο Θουκυδίδης παλαιότερα αποκαλούσε «να θρέψουν τους ασθενέστερους».[36] Αφ' ετέρου τροφοδοτούσε τις πλουσιότερες οικονομίες με ένα «εμπόρευμα» που αποτελούσε τη βασική παραγωγική δύναμη του αρχαίου κόσμου: με δούλους. Η Δήλος, το μεγαλύτερο σκλαβοπάζαρο όλης της 1ης χιλιετίας π.Χ., μας δίνει ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ούτε η αθηναϊκή θαλασσοκρατία των κλασικών χρόνων ούτε η ρωμαϊκή επέκταση προς ανατολάς περιόρισαν την κίνηση στην αγορά του νησιού - αντίθετα την οδήγησαν σε νέες εκρήξεις. Με τη Ρώμη να επιζητεί συνέχεια νέους σκλάβους, περισσότερους από όσους αποσπούσαν οι λεγεώνες της, οι πειρατές που τροφοδοτούσαν τα σκλαβοπάζαρα είχαν επιπλέον κίνητρο να εντείνουν τις δραστηριότητές τους, είτε απάγοντας ανθρώπους από βαρβαρικούς τόπους για να τους πουλήσουν, ή κλέβοντας ήδη δούλους από αδύναμες περιοχές και πουλώντας τους εκ νέου σε πιο πλούσιους αγοραστές.[37]
Πρώτες στοχευμένες προσπάθειες
Έπρεπε να διογκωθεί το πρόβλημα σε τέτοιο βαθμό που δεν είχε μείνει μέρος ελεύθερο για ναυσιπλοΐα ή για εμπόριο,[38] ώστε η Ρώμη να λάβει συγκεκριμένα μέτρα. Με την (ακόμη ελεύθερη) Κιλικία να λειτουργεί ως μαγνήτης για τους κυνηγημένους όλης της Μεσογείου και πάμπλουτη από τις επιδρομές και το δουλεμπόριο, τo 101 π.Χ. η Σύγκλητος ψήφισε τον πρώτο αντιπειρατικό νόμο, με τον οποίο απαγορευόταν στους συμμάχους/υποτελείς των Ρωμαίων να εμπορεύονται με πειρατές, αυτό όμως μικρή ζημιά έκανε στους τελευταίους. Η κατάσταση επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια των Μιθριδατικών Πολέμων, όταν τα κιλικικά πειρατικά λειτούργησαν ως τακτικός στόλος στο πλευρό του Μιθριδάτη του Ευπάτορος. Το 89 π.Χ. πολιόρκησαν τη Ρόδο, ενώ τρία χρόνια αργότερα νίκησαν το ρωμαϊκό στόλο στο Βρινδήσιο, προξενώντας βαρύ πλήγμα στις επικοινωνίες μεταξύ Ρώμης - Ελλάδας.[39]
Το 74 π.Χ. η Σύγκλητος ανέθεσε στον πραίτορα (και εν συνεχεία ανθύπατο) Μάρκο Αντώνιο, πατέρα του πιο διάσημου Μάρκου Αντωνίου της β' τριανδρίας, να χτυπήσει την πειρατεία. Η διαφορά με το παρελθόν δεν ήταν πως κάποιος ανώτατος αξιωματούχος αναλάμβανε ένα τέτοιο δύσκολο έργο, αλλά ότι για πρώτη φορά η πάταξη των πειρατών έμπαινε στην κορυφή των προτεραιοτήτων της Ρώμης και ο πραίτορας οπλιζόταν επίσημα με imperium infinitum (απεριόριστη εξουσία), κάτι πρωτόγνωρο για τις πολιτικές παραδόσεις της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Τελικά ο Μάρκος Αντώνιος αποδείχτηκε κατώτερος των περιστάσεων. Απ' όπου περνούσε προκαλούσε οργή, αφού απαιτούσε από τις υποτελείς πόλεις εξοντωτικές συνεισφορές στην εκστρατεία του. Ακόμη χειρότερα, μετά από κάποιες πρώτες επιτυχίες στην Ισπανία, η έλλειψη σαφούς στρατηγικής τον οδήγησε σε μια απροετοίμαστη ναυμαχία στην Κρήτη (73 π.Χ.) που όχι μόνο έχασε, αλλά πιάστηκε και αιχμάλωτος. Ακολούθησαν μακρές διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωσή του, οι οποίες απέβησαν άκαρπες και τελικά πέθανε αιχμάλωτος των πειρατών μετά από δύο χρόνια - εξ ου και το ειρωνικό προσωνύμιο Κρητικός.[40]
Την ίδια εποχή συνέβησαν δύο γεγονότα που κατέδειξαν ότι η απειλή δεν περιοριζόταν στις μακρινές επαρχίες, αλλά βρισκόταν προ των πυλών της Αιώνιας Πόλης. Πρώτον, κατά την Εξέγερση των Μονομάχων (73 έως 71 π.Χ.) ο Σπάρτακος βοηθήθηκε σημαντικά από τους Κίλικες.[41] Δεύτερον, σε μία επίδειξη δύναμης τo 68 π.Χ. οι πειρατές έφτασαν μέχρι τις εκβολές του Τίβερη. Απήγαγαν τους πραίτορες Σεξτίλιο και Μπελλίνο, λεηλάτησαν την Όστια (το επίνειο της Ρώμης) και βύθισαν τα πλοία που βρίσκονταν στο λιμάνι της.[42]
Lex Gabinia - Εκστρατεία του Πομπήιου
Η απάντηση των Ρωμαίων στα παραπάνω δόθηκε το 67 π.Χ. με ένα ad hoc νομοθέτημα που όπλιζε τον Πομπήιο με υπερεξουσίες για να καταστείλει την πειρατεία εντός τριών ετών, το Γαβίνειο Νόμο (λατινικά: Lex Gabinia). Κατά τη συζήτησή του στα αρμόδια όργανα, οι συγκλητικοί τρόμαξαν μπροστά στη στρατιωτική δύναμη και τα χρήματα που θα διαχειριζόταν ένας μόνο άνδρας, γι' αυτό ήταν αντίθετοι. Ένας απ' τους λίγους που τον στήριξαν ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας, θύμα κι αυτός των πειρατών σε νεαρή ηλικία. Τελικά ο νόμος πέρασε από το κοινοβούλιο των κατώτερων τάξεων με τέτοια πλειοψηφία, που η Σύγκλητος δεν τόλμησε να ασκήσει βέτο.[43]
Ο Πομπήιος αποδείχθηκε ικανότερος απ' το Μάρκο Αντώνιο. Σε πρώτη φάση χώρισε τη Μεσόγειο σε δεκατρείς τομείς, ή ορθότερα σε δώδεκα και την Κιλικία, και διόρισε σε κάθε τομέα δύο συγκλητικούς ως επικεφαλής (λεγάτους). Όταν έκρινε ότι οι προετοιμασίες είχαν ολοκληρωθεί, διέταξε τους επικεφαλής να επιτεθούν ταυτόχρονα και στους δώδεκα, ώστε να μην μπορούν οι πειρατές ενός τομέα να προστρέξουν σε βοήθεια των άλλων. Στη συνέχεια μια δύναμη ξεκίνησε με ταχύ ρυθμό σα σκούπα από το Γιβραλτάρ και απωθούσε όσους πειρατές είχαν γλιτώσει προς τα ανατολικά, μέχρι να πέσουν σε κάποιον τομέα και να καταστραφούν από τις εκεί δυνάμεις.
Όταν όλο αυτό το σχέδιο υλοποιήθηκε, μπήκε σε εφαρμογή η τελική φάση της εκστρατείας: η κατάληψη της Κιλικίας. Δημιουργώντας αλλεπάλληλους κλοιούς γύρω από τις κιλικικές ακτές και αποβιβάζοντας πεζικό σε συγκεκριμένα σημεία της ξηράς, εξανάγκασε κάποιους πειρατές σε παράδοση και τους υπολοίπους να συγκεντρωθούν στο Κορακήσιον, όπου κατανικήθηκαν εύκολα από τις λεγεώνες.[44]
Αποτελέσματα
Με αυτήν την αστραπιαία επιχείρηση που διήρκεσε λίγο περισσότερο από τρεις μήνες, ο Πομπήιος πέτυχε το καίριο πλήγμα στην πειρατεία των τότε γνωστών θαλασσών και εκθειάσθηκε ως ο ανθύπατος που προετοιμάσθηκε στα τέλη του χειμώνα, ανέλαβε δράση την άνοιξη και ολοκλήρωσε το καλοκαίρι.[45] Χρησιμοποιήθηκαν 500 πλοία, 120.000 στρατιώτες και 6.000 τάλαντα - ένα ποσό μεγαλύτερο του μισού ετήσιου προϋπολογισμού των ΗΠΑ σε σημερινές συνθήκες. Καταστράφηκαν 120 πειρατικές βάσεις, 500 πλοία και θανατώθηκαν (στη μάχη ή στην αιχμαλωσία) περίπου 10.000 πειρατές. Χιλιάδες άλλοι εξαναγκάστηκαν να κάψουν τα πλοία τους και να φύγουν στην ξηρά, ή αφέθηκαν ελεύθεροι με αντάλλαγμα λύτρα και πληροφορίες.[41]
Ο Πλούταρχος αποδίδει την επιτυχία του όχι μόνο στη στρατιωτική ισχύ, αλλά και στο ότι μπόρεσε να αναλύσει τις αιτίες του πειρατικού φαινομένου. Γράφει σχετικά πως (για τον Πομπήιο) ο άνθρωπος δεν είναι εκ φύσεως ούτε γεννιέται άγριος ή αντικοινωνικός, αλλά γίνεται έτσι από τις κακές συνθήκες (...) και γίνεται πολιτισμένος και ευγενής εάν αλλάξει τόπο, απασχόληση και τρόπο ζωής. Σε αυτή τη βάση έπεισε πολλούς πειρατές να λιποτακτήσουν, παραχωρώντας ως επιβράβευση χωράφια στη Μικρά Ασία και την επαρχία της Αχαΐας για να ζήσουν ειρηνικά.[46]
Η στρατιωτική επιτυχία όμως θα έμενε στη μέση, εάν δε συνέπιπτε με μια βαθιά πολιτική μετάλλαξη του ρωμαϊκού κράτους κατά το δεύτερο μισό του 1ου π.Χ. αιώνα: το πέρασμα από τη δημοκρατία στη μοναρχία. Η εγκαθίδρυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (31 π.Χ.) και ο ρόλος που επιφύλλασσε για τον εαυτό της ως εγγυήτριας της «ρωμαϊκής ειρήνης» (τμήμα της οποίας ήταν ο έλεγχος του mare nostrum), ήταν ο κρίσιμος παράγοντας που τα αποτελέσματα μιας τρίμηνης εκστρατείας διήρκεσαν επί αιώνες.[47]
Ύστερη αρχαιότητα
Για τους επόμενους αιώνες η ναυσιπλοΐα στη Μεσόγειο θα διεξαγόταν αδιατάρακτα, χωρίς το φόβο της πειρατείας, και οι λίγες προσπάθειες αναβίωσής της θα καταστέλλονταν εύκολα από τους Ρωμαίους (π.χ. Δυτικό Τυρρηνικό, 6 μ.Χ).[48] Η επανεμφάνισή της έγινε πια κατά την κρίση του 3ου αιώνα και αργότερα κατά το πέρασμα από την Αρχαία Εποχή στο Μεσαίωνα, όταν γερμανικά φύλα επέδραμαν κατά εδαφών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Στα μέσα του 3ου αιώνα οι επιδρομές Γότθων και Ερούλων, ορμώμενων από τα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου και την Αζοφική Θάλασσα, έπλητταν όχι μόνο τις παραθαλάσσιες πόλεις και τα νησιά του Αιγαίου, αλλά εισχωρούσαν βαθιά στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία.[49] Το 267 Έρουλοι πειρατές πέρασαν το Βόσπορο και, αφού καταλήστευσαν όσα νησιά βρήκαν στη ρώτα τους, αποβιβάστηκαν στην Αθήνα. Ακολούθησε γενικευμένη λεηλασία, από την οποία γλίτωσε μόνο η Ακρόπολη χάρη στην ισχυρή οχύρωσή της.[50] Δύο τουλάχιστον συνοικίες του κλεινού άστεως (Δίπυλον - Αγορά) ισοπεδώθηκαν εκ βάθρων και κάποια από τα λαμπρότερα οικοδομήματα καταστράφηκαν, όπως το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού και η Στοά του Αττάλου. Με τους Ρωμαίους ανήμπορους να σώσουν την πόλη, ο ΕλευσίνιοςΔέξιππος συγκρότησε μια πολιτοφυλακή 2.000 εθελοντών και ξεκίνησε να τους χτυπά από τα προάστια.[51] Έτσι οι πειρατές εξαναγκάστηκαν σε αποχώρηση, αφού όμως είχαν ήδη μετατρέψει την Αθήνα σε περιορισμένο σε έκταση, μικρό και ολιγάνθρωπο οικισμό, που αγωνιζόταν να επιβιώσει μέσα σ' ένα απέραντο και θλιβερό χώρο ερειπίων.[50]
Το 439, η κατάληψη της Καρχηδόνας από τους Βανδάλους σηματοδότησε την απώλεια των βορειοαφρικανικών επαρχιών και την έναρξη έντονης πειρατικής δραστηριότητας αυτού του γερμανικού φύλου, η οποία ταλαιπώρησε την ιταλική χερσόνησο και έφτανε έως τις ακτές του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας.[52] Σε μια από τις επιδρομές τους, κατέλαβαν και λεηλάτησαν την ίδια τη Ρώμη (455). Μια πολυέξοδη συνδυασμένη επιχείρηση της ανατολικής και της δυτικής Αυτοκρατορίας εναντίον της ίδιας της βάσης των Βανδάλων στην Αφρική (468) κατέληξε σε πανωλεθρία, με τους Βανδάλους να καταλαμβάνουν και τη Σικελία. Το βασίλειό τους θα καταλυθεί μόλις το 534, όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός έστειλε εναντίον τους το στρατηγό Βελισσάριο.[53]
Γενικά - και με αραιές εξαιρέσεις - το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας (γνωστό στις μέρες μας ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία) διατήρησε την ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο μέχρι την εμφάνιση των Αράβων πειρατών, σε αντίθεση με το δυτικό που κατέρρευσε και μαζί του η ειρήνη στις θάλασσες που εξουσίαζε.