Τέχνεργο (αρχαιολογία)

Χρυσοί ζυγοί ψυχοστασίας από τις Μυκήνες. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

Με τον όρο τέχνεργο (ή και τεχνούργημα) στην αρχαιολογία εννοείται οποιοδήποτε είδος κινητών ευρημάτων[1] και αποτελούν τμήμα της αρχαιολογικής μαρτυρίας. Σε αυτά περιλαμβάνονται αντικείμενα επεξεργασμένα ή τροποποιημένα από τον άνθρωπο, όπως εργαλεία, όπλα, αγγεία, αγάλματα, οικοσκευές, νομίσματα, λατρευτικά αντικείμενα και άλλα, που αποτελούν βασική πηγή πληροφοριών για την αρχαιολογία[2] . Ο όρος αναφέρεται τόσο σε τελικά προϊόντα, όσο και σε προϊόντα ενδιάμεσα είτε αυτά είναι ημιτελή είτε απορρίμματα κατεργασίας τελικών προϊόντων, π.χ. απολεπίσματα από τα οποία προήλθαν οι μικρόλιθοι ή μικρολεπίδες που προέρχονται από δευτερογενή επεξεργασία, δηλαδή τη διαδικασία μεταποίησης ενός εργαλείου, ακατάλληλου πιθανώς για χρήση, σε νέο είδος εργαλείου.

Σημειώσεις και παραπομπές

  1. Κουκουζέλη Αλ., Μανακίδου, Ε. και Κ. Σμπόνιας (2003). Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο. Πάτρα: ΕΑΠ. σελ. 93. ISBN 960-538-489-2. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  2. «artefact. (n.d.)». Collins English Dictionary - Complete & Unabridged 11th Edition. Ανακτήθηκε στις 2 Αυγούστου 2012 – μέσω CollinsDictionary.com. 

Βιβλιογραφία

  • Κουκουζέλη Αλ., Μανακίδου, Ε. και Κ. Σμπόνιας (2003). Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο. Πάτρα: ΕΑΠ. ISBN 960-538-489-2. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)

Περαιτέρω ανάγνωση

  • Renfrew C. Bahn P., Αρχαιολογία: Θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές, (μτφρ. Ι. Καραλή-Γιαννακοπούλου) Καρδαμίτσας, (Αθήνα, 2001)