Αυτό το λήμμα αφορά το γεωγραφικό διαμέρισμα. Για την Περιφέρεια, δείτε: Περιφέρεια Πελοποννήσου.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 06/11/2022.
Το έδαφος της Πελοποννήσου είναι ορεινό κατά το μεγαλύτερο μέρος του, με πολλούς μεγάλους ορεινούς όγκους και βουνά• όπως και στο κέντρο της, όπου πλεονάζουν τα οροπέδια. Αντίθετα, υπάρχουν, κοντά σε ακτές, μεγάλες πεδιάδες, όπως της Ηλείας, της Μεσσηνίας, του Άργους, της Αχαΐας, της Τριφυλίας και της Κορινθίας.
Το Ταίναρο αποτελεί το νοτιότερο σημείο της Πελοποννήσου και ταυτόχρονα της ηπειρωτικής Ελλάδος και της Βαλκανικής χερσονήσου. Το Σκύλλαιο είναι το ανατολικότερο σημείο της Πελοποννήσου, ενώ η περιοχή του Αρκουδίου στην Κυλλήνη είναι το δυτικότερο σημείο της. Το βορειότερο σημείο της Πελοποννήσου είναι το Ακρωτήριο του Δρεπάνου.
Χερσόνησοι
Μεγαλύτερες χερσόνησοι είναι της Αργολίδας και της Επιδαύρου στα ανατολικά, της Επιδαύρου Λιμηράς στα νοτιοανατολικά, της Μάνης στα νότια και της Πυλίας στα νοτιοδυτικά. Χαρακτηριστική είναι και η χερσόνησος των Μεθάνων (Μέθανα) - το μόνο ενεργό ηφαίστειο της Πελοποννήσου.
Όρη
Τα όρη της Πελοποννήσου είναι μέρος των ορεινών ζωνών της Ελλάδος, καταλαμβάνουν όλο το κεντρικό τμήμα της Πελοποννήσου και τα μεγαλύτερα μέρη όλων των τμημάτων της.
Το βορειότερο βουνό της Πελοποννήσου είναι το Παναχαϊκό (ή Βοδιάς 1.926 μ.) που βρίσκεται στα ανατολικά της Πάτρας. Νοτιοανατολικά του Παναχαϊκού βρίσκεται ο Μπαρμπάς (1.613 μ.), ως βουνό που αποτελεί ανατολική απόληξη του πρώτου. Νότια του Παναχαϊκού υψώνεται το βουνό Ερύμανθος (ή Ωλονός, 2.224 μ.). Νότια του Ερυμάνθου υψώνεται η παρυφάδα του, ο Αστράς (ή Αστερίων ή Λάμπεια, 1.797 μ.), δυτικά το βουνό Σκόλλις (ή Σανταμέρι / Σανταμεριάνικο ή Πορτοβούνι, 966 μ.) και Ν.Α. τα βουνά Φραγκόβουνο (1.946 μ.), Υψούς (ή Κλινίτσα, 1.543 μ.), Αφροδίσιο (1.456 μ.), και Μεδάρα (1.327 μ.). Ανατολικά του Ερυμάνθου βρίσκονται τα βουνά Καλλιφώνι (1.996 μ.) και Τρεις Γυναίκες (1.795 μ.), όπου αποτελούν προεκτάσεις του ορεινού αυτού όγκου. Νότιως του Ερυμάνθου και του Αστρά βρίσκεται το Αφροδίσιο όρος (1.445 μ.) και το βουνό-οροπέδιο Φολόη (798 μ.) και στα νότιά του μετά την κοιλάδα του Αλφειού ποταμού υψώνονται τα βουνά Μίνθη (1.327 μ.), Λύκαιο (1.419 μ.) και Τετράζιο (ή Τετράγιο, 1.388 μ.). Ν.Δ. του Τετραζίου βρίσκονται τα βουνά της Κυπαρισσίας Αιγάλεω (1.224 μ.) και Α. τους το βουνό Ιθώμη (ή Βουλκάνο, 798 μ.). Στα νότια των βουνών της Κυπαρισσίας βρίσκεται το νοτιότερο βουνό της Δυτικής Πελοποννήσου, το Λυκόδημο (ή Μαθία, 959 μ.).
Τα βορειότερα βουνά της Ανατολικής Πελοποννήσου και της Ανατολικής οροσειράς είναι τα Αροάνια (ή Χελμός, 2.355 μ.) στα δυτικά, και η Κυλλήνη (ή Ζήρια, 2.376 μ.) στα ανατολικά. Στα νότια των Αροανίων υψώνονται τα βουνά Πεντέλεια (ή Ντουρντουβάνα, 2.112 μ.) και Μαίναλο (ή Αϊντίνι ή Προφήτης Ηλίας Λεβιδίου, 1.981 μ.), ενώ στα βορειοδυτικά τους βρίσκεται ο Κλωκός (1.780 μ.). Στα νότια της Κυλλήνης και ανατολικά των παραπάνω βουνών υψώνονται κατά σειρά από Β. προς Ν. τα αργολιδοαρκαδικά βουνά Ολίγυρτος (ή Σκίπιζα, 1.935 μ.), Τραχύ (1.616 μ.), Λύρκειο (ή Γούπατο ή Λυρείσιο, 1.756 μ.), Αρτεμίσιο (1.772 μ.), Κτενιάς (1.599 μ.) και Παρθένιο (1.215 μ.). Νότια του Μαινάλου και μετά το οροπέδιο της Ασέας εκτείνεται η οροσειρά του Πάρνωνα (ή Μαλεβού, 1.936 μ.) που τελειώνει στο ακρωτήριο Ιέραξ. Νοτιότερα του Πάρνωνα εκτείνεται η οροσειρά της Κριθίνας με μεγαλύτερο υψόμετρο τα (793μ.) που καταλήγει στο Ακρωτήριο Μαλέας. Νότια της Μεγαλόπολης και δυτικά του Πάρνωνα εκτείνεται το ψηλότερο βουνό της Πελοποννήσου, ο Ταΰγετος (2.407 μ.) και καταλήγει στο ακρωτήριο Ταίναρο στη Μάνη.
Στα Β.Α. της Πελοποννήσου εκτείνονται τα βουνά Τραπεζώνα (1.139 μ.), Αγγελόκαστρο (1.080 μ.) και Αραχναίο (1.119 μ.). Στα νότια του Αραχναίου βρίσκονται τα όρη Δίδυμο (1.113 μ.) και Αδέρες (ή Δάριζα, 721 μ.).
Οι κυριότερες πεδιάδες της Πελοποννήσου βρίσκονται στο δυτικό τμήμα του διαμερίσματος. Είναι η πεδιάδα της Αχαΐας και η πεδιάδα της Μανωλάδας-Βουπρασίας. Οι δύο μαζί αποτελούν την πεδιάδα της Ηλείας. Στα δυτικά των βουνών της Κυπαρισσίας απλώνεται η στενή παραλιακή πεδιάδα της Κυπαρισσίας-Γαργαλιάνων. Τέλος στο ΝΔ τμήμα της Πελοποννήσου εκτείνεται η πεδιάδα της Μεσσηνίας. Στην Ανατολική Πελοπόννησο υπάρχουν, στο Β. μέρος η Αργολική πεδιάδα, η οποία απλώνεται ως την πεδιάδα του Κρανιδίου και στο νότιο τμήμα η πεδιάδα του Έλους, η οποία προς τα Β. συνεχίζεται με την κοιλάδα του Ευρώτα και προς Ν. με τις παραλιακές πεδιάδες Ασωπού και Νεάπολης Βοιών. Στα βόρεια της Πελοποννήσου υπάρχει μια στενή παραλιακή πεδιάδα, η οποία φέρει διάφορες τοπικές ονομασίες, όπως πεδιάδα της Βόχας, του Αιγίου, Σικυώνιο Πεδίο κλπ.
Οροπέδια
Στην Πελοπόννησο υπάρχουν και αξιόλογα εύφορα οροπέδια. Αυτά είναι οι λεκάνες της Μαντινείας, Τεγέας και Αλέας. Και τα δύο μαζί ονομάζονται Οροπέδιο της Τρίπολης. Προς τα δυτικά από αυτό το οροπέδιο βρίσκεται το οροπέδιο της Μεγαλόπολης.
Επίσης, υπάρχουν στα ανατολικά του Χελμού μικρότερα οροπέδια, όπως των Καλαβρύτων και των Λουσών (Απανώκαμπος), της Κλειτορίας.
Οροπέδιο λογίζεται και η Φολόη όπου σε αυτή και στη γύρω περιοχή με τα φαράγγια της, φύεται το πολύ μεγάλο δρυόδασος, γνωστό και ως Κάπελη, που αποτελεί ένα από τα λίγα αμιγώς σπερμοφυή σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Δεύτερος μεγαλύτερος ποταμός της Πελοποννήσου είναι ο Ευρώτας που πηγάζει από το οροπέδιο της Μεγαλόπολης, δέχεται τα νερά των χειμάρρων του Ταΰγετου και του Πάρνωνα και αφού ρέει δίπλα από την πόλη της Σπάρτης εκβάλει στο Λακωνικό κόλπο.
Την Ηλεία διασχίζει ο Πηνειός (με τον μεγάλο παραπόταμό του τον Πηνειακό Λάδωνα), ο οποίος πηγάζει από τα όρη Ερύμανθος και Λάμπεια και χύνεται στον κόλπο της Κυλλήνης. Στον Νομό Ηλείας βρίσκεται επίσης η Νέδα, ένα από τα λίγα ποτάμια στην Ελλάδα με θηλυκό όνομα, που χύνεται στον κόλπο της Κυπαρισσίας, και πηγάζει από τα βουνά Μίνθη, Λύκαιο και Τετράζιο.
Από τον Ταΰγετο πηγάζουν οι ποταμοί Νέδων και Πάμισος που χύνονται στον Μεσσηνιακό κόλπο. Στην ίδια περιοχή χύνεται και ο ποταμός Βελίκας, που πηγάζει από τα βουνά της Κυπαρισσίας.
Στον Αργολικό κόλπο εκβάλουν οι ποταμοί Ερασίνος (Κεφαλάρι) και ο Ίναχος που πηγάζει από τα βουνά Λύρκειο και Τραχύ. Από το όρος Τραχύ πηγάζει και ο ποταμός Ασωπός που διασχίζει την Κορινθία και εκβάλει στον Κορινθιακό κόλπο.
Αξιόλογες λίμνες δεν υπάρχουν στην Πελοπόννησο. Υπάρχουσες σήμερα λίμνες είναι η Τάκα, η Στυμφαλία, η τεχνητή του Λάδωνα που δημιουργήθηκε με την κατασκευή των υδροηλεκτρικών έργων, η λίμνη Δόξα επίσης τεχνητή σε υψόμετρο 900 μέτρων, η τεχνητή λίμνη του Πηνειού, η λίμνη Αστεριού που δημιουργήθηκε με το Φράγμα Πείρου-Παραπείρου, καθώς και η λίμνη του Τσιβλού.
Παλιότερα υπήρχαν επίσης οι λιμνοθάλασσες της Αγουλινίτσας και της Μουριάς οι όποιες έχουν πλέον αποξηρανθεί.
Κλίμα
Το κλίμα της Πελοποννήσου διαφέρει ανάλογα με την περιοχή και το υψόμετρο της. Είναι ήπιο και ζεστό στα παράλια και κρύο (αλλά υγιεινό) στο εσωτερικό. Γενικά η Πελοπόννησος είναι προνομιούχος περιοχή, από άποψη κλίματος, γιατί διαθέτει το χαρακτηριστικό μεσογειακό τύπο κλίματος. Η θερμοκρασία παρατηρείται μεγαλύτερη στις περιοχές των Πατρών, της Καλαμάτας, του Πύργου καθώς επίσης στο Άργος και στο Ναύπλιο κι ελαττώνεται κατά πολύ στα ορεινά, π.χ. στην περιοχή της Τρίπολης.
Σεισμογραφία
Πολλές περιοχές της Πελοποννήσου προσβάλλονται από σεισμούς, αρκετές φορές καταστρεπτικούς. Γενικά διακρίνονται οι εξής σεισμικές περιοχές: τα δυτικά παράλια της Πελοποννήσου και ιδιαίτερα η δυτική ακτή της Μεσσηνίας, η περιοχή της Κορινθίας και η περιοχή της Αργολίδας, καθώς και η κεντρική Πελοπόννησος (Αρκαδία). Καταστρεπτικοί σεισμοί έγιναν το 464 π.Χ. στον Ευρώτα και τον Ταΰγετο, το 373 π.Χ. (ολικός καταποντισμός της αρχαίας Ελίκης στη θάλασσα, καταστροφή της Βούρας), το 1817 και 1861 στο Αίγιο, το 1928 στην Κόρινθο, το 1947 στην Πυλία, το 1986 στην Καλαμάτα και το 1995 επίσης στο Αίγιο.
Συνδέεται με την περιφέρεια Πελοποννήσου (de facto).
Η χερσόνησος είχε κατοικηθεί από την προϊστορική εποχή. Το όνομά της προέρχεται από την αρχαία Ελληνική μυθολογία, συγκεκριμένα το μύθο του ήρωα Πέλοπα, που φερόταν να είχε κατακτήσει όλη την περιοχή.
Αρχαία Ελλάδα
Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός, ο πρώτος μεγάλος πολιτισμός της ηπειρωτικής Ελλάδας (και της Ευρώπης) κυριαρχούσε στην Πελοπόννησο την Εποχή του Χαλκού από το οχυρό του στις Μυκήνες στα βορειοανατολικά της χερσονήσου. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός κατέρρευσε ξαφνικά στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. Αρχαιολογικές έρευνες έχουν διαπιστώσει ότι πολλές από τις πόλεις και τα ανάκτορά του φέρουν ίχνη καταστροφής. Η περίοδος που ακολούθησε, γνωστή ως Γεωμετρική εποχή, χαρακτηρίζεται από απουσία γραπτών μαρτυριών.
Μετά τη διχοτόμηση της Αυτοκρατορίας το 395, η Πελοπόννησος αποτέλεσε τμήμα της Ανατολικής Ρωμαϊκής ή Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η ερήμωση από την επιδρομή του Αλάριχου το 396-397 μ.Χ. οδήγησε στην κατασκευή του Εξαμιλίου τείχους κατά μήκος του Ισθμού της Κορίνθου. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ύστερης Αρχαιότητας (3ος - 7ος αιώνας μ.Χ.) η χερσόνησος διατήρησε τον αστικό της χαρακτήρα: κατά τον 6ο αιώνα ο Ιεροκλής απαρίθμησε 26 πόλεις στο έργο του Συνέκδημος. Τα τελευταία όμως χρόνια του αιώνα αυτού, η οικοδομική δραστηριότητα φαίνεται να έχει σταματήσει ουσιαστικά παντού εκτός από την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, την Κόρινθο και την Αθήνα. Αυτό έχει παραδοσιακά αποδοθεί σε δεινά όπως η πανώλης, σεισμοί και Σλαβικές επιδρομές. Μια από τις σημαντικότερες μάχες του Ελληνισμού δόθηκε κατά τον 6ο αιώνα στην Πάτρα, της οποίας οι κάτοικοι αντιστάθηκαν στους Αβάρους, συμβάλλοντας σημαντικά στην καταστροφή αυτής της μεγάλης απειλής για το Ρωμαϊκό Κράτος και τους Έλληνες. Περί τα τέλη του 6ου αιώνα κάποιες περιοχές έγιναν αντικείμενο αποικισμού από τους Αβαροσλάβους. Εντούτοις νεότερες αναλύσεις δείχνουν ότι η παρακμή των πόλεων ήταν στενά συνδεδεμένη με την κατάρρευση των υπεραστικών και των περιφερειακών εμπορικών δικτύων, που θεμελίωσαν και υποστήριξαν την αστικοποίηση της ύστερης αρχαιότητας στην Ελλάδα, καθώς επίσης με την απόσυρση των αυτοκρατορικών στρατευμάτων και της διοίκησης από τα Βαλκάνια. Η κλίμακα της Σλαβικής διείσδυσης και εγκατάστασης τους 7ο και 8ο αιώνα αποτελεί αντικείμενο διαφωνίας. Οι Σλάβοι κατέλαβαν πράγματι το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου, όπως αποδεικνύεται από Σλαβικά τοπωνύμια. Εντούτοις τα εκτεταμένα Σλαβικά τοπωνύμια συσσωρεύτηκαν μάλλον κατά τη διάρκεια αιώνων, παρά ήταν αποτέλεσμα μιας αρχικής «πλημμύρας» Σλαβικών εισβολών και πολλά από αυτά φαίνεται να είχαν χρησιμοποιηθεί από Ελληνόφωνους. Λιγότερα Σλαβικά τοπωνύμια εμφανίζονται στην ανατολική ακτή, που παρέμεινε στα χέρια των Βυζαντινών και συμπεριλήφθηκε στο θέμα της Ελλάδος, που συστάθηκε από τον Ιουστινιανό Β΄ γύρω στα 690. Ενώ η παραδοσιακή ιστοριογραφία χρονολογεί την άφιξη των Σλάβων στη νότια Ελλάδα στα τέλη του 6ου αιώνα δεν υπάρχει μαρτυρία Σλαβικής παρουσίας στην Πελοπόννησο πριν το 700, που πιθανόν αποίκησε μια ειδάλλως έρημη περιοχή.
Οι σχέσεις μεταξύ Σλάβων και Ελλήνων ήταν πιθανότατα ειρηνικές με σπάνιες εξεγέρσεις. Υπήρχε συνέχεια του Πελοποννησιακού Ελληνικού πληθυσμού, ιδιαίτερα στη Μάνη και στην Τσακωνιά, όπου οι Σλαβικές εισβολές ήταν ελάχιστες ή ανύπαρκτες. Όντας γεωργοί οι Σλάβοι συναλλάσσονταν με τους Έλληνες, που παρέμεναν στις πόλεις, ενώ Ελληνικά χωριά εξακολουθούσαν να υπάρχουν στο εσωτερικό, πιθανότατα αυτο-κυβερνώμενα, πληρώνοντας ίσως φόρο στους Σλάβους. Υπό το Νικηφόρο Α´, μετά από μία εξέγερση και επίθεση των Σλάβων κατά της Πάτρας υλοποιήθηκε μια αποφασιστική διαδικασία εξελληνισμού. Σύμφωνα με το (όχι πάντα αξιόπιστο) Χρονικόν της Μονεμβασίας η χώρα πέρα από την Πάτρα ονομαζόταν Τέρα Σλαβινία. Εντούτοις αυτό προσδιόριζε ενδεχομένως την απουσία αυτοκρατορικού ελέγχου σε μια περιοχή, κατοικούμενη όχι μόνο από Σλάβους αλλά από οποιουσδήποτε άλλους «βαρβάρους» και στασιαστές. Επίσης, σύμφωνα με το Χρονικό, το 805 ο Βυζαντινός κυβερνήτης της Κορίνθου πολέμησε με τους Σλάβους, τους εξολόθρευσε και επέτρεψε στους αρχικούς κατοίκους να διεκδικήσουν τη γη τους. Παρομοίως η Χρονογραφία αναφέρει ότι το 783 ο Σταυράκιος κινήθηκε κατά των Σλάβων της Πελοποννήσου και «απέσπασε πολλούς αιχμαλώτους και πολλά λάφυρα για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία». Η επιβολή της Βυζαντινής εξουσίας στους Σλαβικούς θύλακες ήταν ίσως κυρίως μια διαδικασία εκχριστιανισμού και ένταξης των Σλάβων οπλαρχηγών στο Αυτοκρατορικό πλαίσιο, καθώς ενδείξεις λογοτεχνικές, επιγραφικές και από σφραγίδες εμφανίζουν Σλάβουςάρχοντες να συμμετέχουν στις αυτοκρατορικές υποθέσεις.[1] Θεωρείται ότι με την εκστρατεία του Σταυράκιου αιχμαλωτίστηκαν πολλοί Σλάβοι, αλλά είναι άγνωστος τόσο ο ακριβής αριθμός, όσο και η συγκεκριμένη εθνικότητα των αιχμαλώτων αυτών. Στα τέλη της δεκαετίας του 780 τρία σημαντικά κέντρα - η Μονεμβασιά, η Πάτρα και η Τροιζήνα - βρίσκονταν πάλι στα χέρια των Βυζαντινών. Πολλοί Έλληνες από τη Μικρά Ασία, τη Σικελία και την Καλαβρία μετεγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο, μαζί με μεγάλη ποικιλία διαφορετικών τοπικά, εθνικά και θρησκευτικά ομάδων (Εβραίοι, Αρμένιοι, Καφέροι, Θρακέσιοι, Τσάκωνες και Μαρδαΐτες). Ενώ οι ανατολικές περιοχές αποτελούσαν αρχικά τμήμα του θέματος της Ελλάδος, ολόκληρη η χερσόνησος συγκροτήθηκε στο νέο θέμα της Πελοποννήσου, με πρωτεύουσα την Κόρινθο, μετά το 800 περίπου.[εκκρεμεί παραπομπή]
Στο τέλος του 9ου αιώνα η Πελοπόννησος ήταν πάλι διοικητικά Ελληνική. Επί της βασιλείας του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου οι περισσότεροι Σλάβοι στη νότια Ελλάδα είχαν υποταχθεί στη Βυζαντινή εξουσία. Ακόμη και οι αυτόνομοι και κατά καιρούς στασιάζοντες Μηλιγγοί και Εζερίτες ήξεραν να μιλούν Ελληνικά και φαίνεται ότι ήταν Χριστιανοί. Η Ελληνοσλαβική διγλωσσία ήταν σχετικά συχνή επίσης και κατά την Οθωμανική εποχή. Μερικές ιστορικές αναφορές δείχνουν ότι μετά την Αραβική κατάληψη της Κρήτης τη δεκαετία του 820 και την ίδρυση εκεί ενός εμιράτου πειρατών, οι παραλιακές περιοχές υπέφεραν σοβαρά από επανειλημμένες Αραβικές επιδρομές, στην πραγματικότητα όμως ήδη από το 10 αιώνα, και ιδιαίτερα μετά την ανακατάληψη του νησιού από το Βυζάντιο το 961, η περιοχή γνώρισε μια νέα περίοδο ευημερίας, οπότε άνθισαν η γεωργία, το εμπόριο, η αστική οικονομία και ο Χριστιανισμός.
Σύγχρονη μελέτη γενετικής, που συγκρίνει το DNA Πελοποννησίων και Σλάβων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σλαβική προέλευση διαφόρων πελοποννησιακών υποπληθυσμών κυμαίνεται από 0,2% έως 14,4%. Η μελέτη απορρίπτει τη θεωρία της εξαφάνισης του πελοποννησιακού πληθυσμού και της αντικατάστασής του από Σλάβους έποικους.[2] Ωστόσο η έρευνα έχει επικριθεί ως μεθοδολογικά προβληματική, βασιζόμενη σε ξεπερασμένες αρχαιολογικές απόψεις.[3][χρειάζεται καλύτερη πηγή]
Μετά την Οθωμανική κατάκτηση η χερσόνησος έγινε επαρχία (σαντζάκι) με 109 ζιαμέτια και 342 τιμάρια. Κατά την πρώτη περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας (1460-1687) η πρωτεύουσα ήταν πρώτα στην Κόρινθο (Τουρκικά Γκερντές), αργότερα στο Λεοντάρι (Λονταρί), στο Μυστρά (Μισιστιρέ) και τελικά στο Ναύπλιο (Αναμπολί). Για κάποιο διάστημα στα μέσα του 17ου αιώνα ο Μωριάς έγινε το κέντρο ενός ξεχωριστού βιλαετίου με πρωτεύουσα την Πάτρα (Μπαλιμπαντρά). Μέχρι το θάνατο του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή το 1570, ο Χριστιανικός πληθυσμός ( που αριθμούσε περίπου 42.000 οικογένειες γύρω στα 1550) κατάφερε να διατηρήσει ορισμένα προνόμια και ο εξισλαμισμός ήταν αργός, κυρίως μεταξύ των Αλβανών ή των γαιοκτημόνων, που ήταν ενσωματωμένοι στο Οθωμανικό φεουδαρχικό σύστημα. Αν και σύντομα κατάφεραν να ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος των γόνιμων γαιών, οι Μουσουλμάνοι παρέμεναν διακριτή μειονότητα. Οι Χριστιανικές κοινότητες διατήρησαν μεγάλο βαθμό αυτοδιοίκησης, αλλά ολόκληρη η Οθωμανική περίοδος χαρακτηριζόταν από τη φυγή του χριστιανικού πληθυσμού από τις πεδιάδες στα βουνά. Αυτό προκάλεσε τη δημιουργία των κλεφτών, ένοπλων ληστών και ανταρτών, στα βουνά και τον αντίστοιχο θεσμό των χρηματοδοτούμενων από την κυβέρνηση αρματολών, για να ελέγχουν τη δράση των κλεφτών.
Η Πελοπόννησος τώρα έγινε ο πυρήνας του Βιλαετίου του Μορέα, με επικεφαλής τον Μορά βαλεσί, που μέχρι το 1780 ήταν Πασάς πρώτης τάξεως (με τρεις αλογοουρές) και είχε τον τίτλο του βεζίρη. Μετά το 1780 και μέχρι την Ελληνική Επανάσταση του 1821 επικεφαλής της επαρχίας ήταν ένας μουχασίλ. Τον πασά του Μωρέα συνέδραμε αριθμός κατώτερων αξιωματούχων, μεταξύ αυτών ένας Χριστιανός διερμηνέας (δραγουμάνος), που ήταν ο ανώτερος Χριστιανός αξιωματούχος της επαρχίας. Όπως κατά την πρώτη Οθωμανική περίοδο, ο Μωριάς ήταν διαιρεμένος σε 22 περιοχές ή μπεηλίκια. Η πρωτεύουσα ήταν αρχικά στο Ναύπλιο, αλλά μετά το 1786 στην Τριπολιτσά (Τουρ. Τραμπλιτσέ).
Οι Χριστιανοί Μωραΐτες ξεσηκώθηκαν κατά των Οθωμανών με Ρωσική βοήθεια κατά τα λεγόμενα Ορλωφικά του 1770, αλλά άμεσα καταπνίγηκαν με βαναυσότητα. ΜουσουλμάνοιΑλβανοί που είχαν σταλεί για να καταστείλουν την επανάσταση, παρέμειναν στην Πελοπόννησο μέχρι το 1779 προκαλώντας τεράστιες καταστροφές, σφαγές και πουλώντας 20.000 κατοίκους ως δούλους.[4] Αποτέλεσμα ήταν ο συνολικός πληθυσμός να μειωθεί εκείνη την εποχή, ενώ το εντός αυτού Μουσουλμανικό στοιχείο αυξήθηκε. Παρόλα αυτά, τα προνόμια που παραχωρήθηκαν με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), ιδιαίτερα το δικαίωμα των Χριστιανών να εμπορεύονται υπό τη Ρωσική σημαία, οδήγησαν σε σημαντική οικονομική άνθηση των ντόπιων Ελλήνων, που, σε συνδυασμό με τις αυξημένες πολιτιστικές επαφές με τη Δύση (Νεοελληνικός διαφωτισμός) και τα ιδεώδη που ενέπνευσε η Γαλλική Επανάσταση έθεσαν τα θεμέλια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Κατά το 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα, η περιοχή έγινε σχετικά φτωχή και οικονομικά απομονωμένη[εκκρεμεί παραπομπή]. Σημαντικό μέρος του πληθυσμού της μετανάστευσε στις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας, ιδιαίτερα την Αθήνα και άλλες χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Αυστραλία. Επλήγη βαρύτατα από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο 1946-1949, γνωρίζοντας μερικές από τις χειρότερες φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια αυτών των συγκρούσεων. Το βιοτικό επίπεδο βελτιώθηκε θεαματικά σε όλη την Ελλάδα μετά την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1981. Η αγροτική Πελοπόννησος φημίζεται ως μία από τις πιο παραδοσιακές και συντηρητικές περιοχές της Ελλάδας[εκκρεμεί παραπομπή].Τα χωριά εξακολουθούν ακόμη να εμφανίζουν μείωση πληθυσμού, λόγω έλλειψης οικονομικών ευκαιριών, εκβιομηχάνισης της γεωργίας και γήρανσης του πληθυσμού. Όμως, παρά τη σχετική φτώχεια της ίδιας της περιοχής, οι κάτοικοι της Πελοποννήσου ανέκαθεν κυριαρχούσαν σχεδόν ολοκληρωτικά στην πολιτική και στην κυβέρνηση στην Ελλάδα. Από την Ελληνική ανεξαρτησία τη δεκαετία του 1820 η συντριπτική πλειοψηφία των πρωθυπουργών ήταν Πελοποννησιακής καταγωγής, αρκετοί επίσης επιχειρηματίες στο μεγαλύτερο μέρος κατάγονται από την Πελοπόννησο, ενώ οι Μανιάτες κυριαρχούν παραδοσιακά στις Ένοπλες Δυνάμεις. Όλα αυτά έχουν προσδώσει στους ανθρώπους της Πελοποννήσου τη φήμη επιτηδειότητας και πολιτικών διασυνδέσεων στην Ελληνική πολιτική κουλτούρα. Στα τέλη Αυγούστου του 2007 μεγάλα τμήματα της Πελοποννήσου επλήγησαν από δασικές πυρκαγιές, που προξένησαν σοβαρές ζημιές σε χωριά και δάση και το θάνατο 77 ανθρώπων. Άγνωστες είναι ακόμη οι συνέπειες των πυρκαγιών στο περιβάλλον και την οικονομία της περιοχής.
Χιονοδρομικά κέντρα
Χιονοδρομικό κέντρο του Χελμού (Καλάβρυτα) στην Αχαΐα
Ένα από τα πιο γνωστά χιονοδρομικά κέντρα. Το χιονοδρομικό κέντρο βρίσκεται στο όρος Χελμός, 15 χλμ. από τα Καλάβρυτα. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά οργανωμένο χιονοδρομικό σε ό,τι αφορά τις εγκαταστάσεις.
Χιονοδρομικό κέντρο Ζήρειας (Τρίκαλα) Ορεινής Κορινθίας
Το χιονοδρομικό κέντρο Ζηρείας στην Ορεινή Κορινθία βρίσκεται στο οροπέδιο της Ζήρειας, 12 χλμ. από τα Τρίκαλα Κορινθίας και Παρέχει στους επισκέπτες πλήθος δραστηριότήτων.
Χιονοδρομικό κέντρο Μαίναλου Ορεινή Αρκαδία
Το χιονοδρομικό κέντρο Μαινάλου βρίσκεται 30 χλμ. από την Τρίπολη και 12 χλμ. από τη Βυτίνα στην Ορεινή Αρκαδία στο οροπέδιο της Οστρακίνας, σε υψόμετρο 1.600 μ. Είναι από τα Χιονοδρομικά που εξυπηρετεί και το νομό Αργολίδας.
Οικονομία
Γεωργία
Το βασικό μετάλλευμα της Πελοποννήσου είναι ο λιγνίτης που τροφοδοτεί το θερμοηλεκτρικό σταθμό της Μεγαλόπολης. Τα υπόλοιπα είδη ορυκτών που έχουν βρεθεί δεν είναι εκμεταλλεύσιμα. Γι' αυτό στην Πελοπόννησο υπάρχουν λίγα μεταλλεία. Τα σπουδαιότερα μεταλλεύματα που εξάγονται είναι ο σιδηροπυρίτης (Ερμιόνης), μαγγάνιο, σίδηρος, λιγνίτες, χαλαζίας κλπ. Έρευνες για πετρέλαιο στις περιοχές Ηλείας και Τριφυλίας δεν έδωσαν θετικά αποτελέσματα. Επίσης, εικάζεται και ύπαρξη πετρελαίου στον Πατραϊκό κόλπο, χωρίς όμως να έχουν γίνει προσπάθειες εξακρίβωσης και εξεύρεσης μέχρι σήμερα.
Στην Πελοπόννησο υπάρχει εκτεταμένη καλλιέργεια της ελιάς, σε διάφορες ποικιλίες. Ανάμεσα τους οι πιο γνωστές και πιο συνηθισμένες είναι: το Μανάκι, η Κορωνέικη, και η Λαδολιά ή Καλαμών (επιτραπέζια). Άλλες ποικιλίες είναι: η Τσουνάτη, η οποία καλλιεργείται κυρίως στα ορεινά της κεντρικής Πελοποννήσου, η Νεμουτιάνα, η οποία καλλιεργείται κυρίως σε ορεινές περιοχές στα δυτικά του νομού Αρκαδίας και στα ορεινά της Αρχαίας Ολυμπίας, η Μεγαρίτικη, η οποία καλλιεργείται εκτεταμένα στην ορεινή Αργολίδα και η Μποτσικοελιά, η οποία καλλιεργείται κυρίως στο νομό Ηλείας και πιο συγκεκριμένα στην ευρύτερη περιοχή της Αρχαίας Ολυμπίας.
↑Kilian Klaus, «Αρχαιολογικές Ενδείξεις για τη σλαβική παρουσία στην Αργολιδοκορινθία (6ος-7ος αιώνας μ.Χ.)», Περιοδικό Πελοποννησιακά, τόμ. ΙΣΤ΄ (1987-1988), σελ. 295-304. Ο καθηγητής K. Kilian ήταν Δ/ντής του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου.
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Οι μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου (4ος-15ος αι.), Αθήνα 2000. ISBN 960-7998-03-0.
Jacob Philipp Falmerayer, Ιστορία της Χερσονήσου του Μοριά κατά το μεσαίωνα, Εκδόσεις «Μεγάλη Πορεία», Αθήνα 2014. ISBN 960-873-551-4.
Διαβάστε επίσης
Γεώργιος Κ. Λιακόπουλος, "Η Πελοπόννησος κατά την Πρώτη Οθωμανοκρατία (1460-1688)", στο: Η Πελοπόννησος, Χαρτογραφία και Ιστορία 16ος-18ος αιώνας, Αθήνα: Αρχείο Χαρτογραφίας του Ελληνικού Χώρου / ΜΙΕΤ, 2006, 53-69.