Ταΰγετος (ή Πενταδάκτυλος επί Βυζαντινών) ονομάζεται η υψηλότερη οροσειρά της Πελοποννήσου.
Η υψηλότερη κορυφή του φθάνει σε ύψος 2.405 μέτρα [1][2] και ονομάζεται Προφήτης Ηλίας ή Αγιολιάς, από το ομώνυμο εκκλησάκι που κτίσθηκε κοντά στην κορυφή του.
Η ονομασία Ταΰγετος , όπως μαρτυρά ο Παυσανίας, έχει μυθολογικές ρίζες.Προέρχεται από την Ταϋγέτη, μία από τις Ατλαντίδες, η οποία, γεμάτη ντροπή από το αθέλητο ζευγάρωμά της με τον Δία, έβαλε τέλος στη ζωή της πέφτοντας σε γκρεμό του βουνού.
Ο Όμηρος αποκαλεί τον Ταΰγετο "περιμήκειον", λόγω του μεγάλου μήκους της οροσειράς, ενώ ο Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς θεωρεί ότι το όνομά του προέρχεται από τη λέξη "ταΰς", η οποία σημαίνει "μέγας" ή "πολύς".
Ο Βιργίλιος τον αναφέρει ως "Ταΰγετα", ενώ κατά τη βυζαντινή περίοδο λεγόταν και "Πενταδάκτυλος" [4], λόγω των πέντε κορυφών του κεντρικού συγκροτήματος.
Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας επικράτησε η ονομασία "Ζυγός του Μελιγού", από το σλαβικό φύλο των Μελιγγών οι οποίοι, μαζί με τους επίσης σλαβόφωνους Εζερίτες, κατοικούσαν εκεί [5].
Στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, η οροσειρά λεγόταν "Αγιολιάς ο μακρυνός", από το μεγάλο μήκος της οροσειράς, ή ""Ψηλός Αγιολιάς" λόγω του υψομέτρου, μέχρι τελικά που ξαναπήρε το αρχαίο όνομα, "Ταΰγετος".
Από τους Έλληνες ναυτικούς που βλέπουν την κορυφή του σε διοπτεύσεις, ονομάζεται "Βουνό της Μάνης".
Περιγραφή
Μεγαλοπρεπής και επιβλητικός, "όρος υψηλόν τε και όρθιον" κατά τον Στράβωνα, ο Ταΰγετος είναι ένα από τα μεγαλύτερα βουνά της Ελλάδας, με μήκος 115 χλμ. περίπου, μέγιστο πλάτος 30 χιλιόμετρα και έκταση 2.500 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Είναι ψηλότερος από όλα τα βουνά της Πελοποννήσου (2.405 μ.) και γι' αυτό του έχει δοθεί ο χαρακτηρισμός "τρούλος του Μοριά". Το υψόμετρο της κορυφής του αναφέρεται και ως 2.407 μ.
Όμορφα χωριά, δύσβατα μονοπάτια, εύφορες κοιλάδες, διαδοχικές χαραδρώσεις που καταλήγουν στη θάλασσα, απότομες κορυφές και μεγάλα οροπέδια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του Ταΰγετου. Στη δυτική πλευρά του βρίσκεται η περιοχή της Καλαμάτας και στην ανατολική ο Μυστράς και η Σπάρτη.
Η περιοχή έχει ενταχθεί στο δίκτυο βιοτόπων Natura 2000.[6][7][8] Επίσης, η περιοχή υπάγεται στις σημαντικές για τα πουλιά περιοχές της Ελλάδας (Important Bird Areas).
Ο Ταΰγετος καταλαμβάνει εκτάσεις των νομών Λακωνίας, Μεσσηνίας και Αρκαδίας. Στα ανατολικά, τον χωρίζει από τον Πάρνωνα ο Ευρώτας ποταμός. Στα δυτικά, οι απολήξεις του φτάνουν στη Μεσσηνιακή πεδιάδα, ενώ στα νότια προβάλλει η χερσόνησος της Μάνης μεταξύ του Λακωνικού και του Μεσσηνιακού κόλπου. Βόρεια, η λεκάνη της Μεγαλόπολης παρεμβάλλεται μεταξύ των Αρκαδικών βουνών και των βορειότερων προεκτάσεων του Ταΰγετου.
Η οροσειρά του Ταΰγετου μπορεί να διαχωριστεί σε τρεις ευρύτερες περιοχές: α) τον Βόρειο Ταΰγετο που εκτείνεται περίπου από το χωριό Λεοντάρι έως τη χαράδρα της Λαγκάδας β) τον Κεντρικό Ταΰγετο που εκτείνεται περίπου από τη Λαγκάδα έως το Οίτυλο γ) τον Νότιο Ταΰγετο, που περιλαμβάνει το όρος Σαγγιά, σχηματίζει τη χερσόνησο της Μάνης και καταλήγει στο ακρωτήριο Ταίναρο.
Η παραπάνω κατηγοριοποίηση είναι απλουστευτική και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αυστηρό γεωγραφικό όριο. Αντιστοίχως υπάρχουν αρκετές ιστοσελίδες και αναφορές στην διοικητική διαίρεση των νομών Λακωνίας και Μεσσηνίας που χωρίζουν το βουνό σε Λακωνικό Ταΰγετο και Μεσσηνιακό Ταΰγετο.
Χαρακτηριστικά της μορφολογίας του Ταΰγετου είναι η Μεγάλη Λαγκάδα που καταλήγει στο χωριό Τρύπη και τα φαράγγια του Ριντόμου, του Βυρού και της Βαρδούνιας. Ψηλότερη κορυφή του βουνού, αλλά και της Πελοποννήσου, είναι ο Προφήτης Ηλίας (2.405 μ.). Άλλες κορυφές του βουνού είναι το Σιδηρόκαστρο (2.340 μ.), το Σπανακάκι (2.024 μ.), η Νεραϊδοβούνα (2.020 μ.), τα Γούπατα (2.031 μ.), το Κουφοβούνι (1.850 μ.), το Χαλασμένο Βουνό (2.204 μ.) κ.α.
Το μεγαλύτερο μέρος του βουνού -όπως και τα περισσότερα βουνά της Πελοποννήσου- και ιδιαίτερα η ανώτερη ζώνη του, αποτελείται από πλακώδεις κρυσταλλικούς ασβεστόλιθους. Στο ανατολικό μέρος εμφανίζονται σχιστόλιθοι και φυλλίτες, ενώ πολλές ορθοπλαγιές σχηματίζονται από κρυσταλλικούς ασβεστόλιθους και δολομίτες. Γεωτεκτονικά, ο Ταΰγετος ανήκει στη ζώνη των Ταλέων ορέων.
Οι ανατολικές πλαγιές του βουνού σχηματίζουν πολλές χαράδρες, οι οποίες τροφοδοτούν με νερό τον Ευρώτα, το σπουδαιότερο ποτάμι της νότιας Πελοποννήσου. Από το συγκρότημα των κεντρικών κορυφών απορρέουν τα νερά που σχηματίζουν στα δυτικά το ποτάμι της Καρδαμύλης και της Σάνταβας, το Νέδωνα και τον Πάμισσο, ενώ στα βόρεια απορρέει ο παραπόταμος του ΑλφειούΚαρνίων.
Το κλίμα του Ταΰγετου είναι γενικά ηπειρωτικό, με μεγάλες χιονοπτώσεις κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Το μεγαλύτερο μέρος του καλύπτεται από έλατα και μαυρόπευκα, ενώ έχει μεγάλο αριθμό ρεμάτων και μικρών ποταμών.
Οικολογία
Στον Ταΰγετο διακρίνονται τέσσερις ζώνες βλάστησης, που έχουν σχέση με το υψόμετρο. Στα χαμηλά, ως τα 700-800 μ., κυριαρχούν οι μεσογειακοί θαμνώνες (μεσογειακή μακία), με μεγάλη ποικιλία θάμνων και φρυγάνων. Κυρίαρχα είδη είναι τα πουρνάρια, οι χουμαριές, τα σχίνα, τα σφενδάμια, οι γκορτσιές κ.ά. Από τα 700-800 μ. ως τα 1.700-1.800 μ. βρίσκεται η ζώνη των ορεινών κωνοφόρων, με κυρίαρχα είδη το μαυρόπευκο (pinus nigra), το έλατο και τον κέδρο. Πιο ψηλά, ως τα 2.000 μ., απλώνεται η λεγόμενη υποαλπική ζώνη, όπου φυτρώνουν μόνο λιγοστά έλατα και μαυρόπευκα και το έδαφος καλύπτεται από πολυετή, νανώδη φυτά και μικρούς θάμνους. Πάνω από τα 2.000 μ. βρίσκεται πλέον η αλπική ζώνη, όπου δεν υπάρχουν καθόλου δέντρα και μόνο νανώδη, πολυετή φυτά φύονται ανάμεσα στους βράχους και στα πετρολίβαδα.
Στον Ταΰγετο παρατηρείται και η λεγόμενη αζωνική βλάστηση των ρεματιών. Κυρίαρχο είδος αυτού του τύπου βλάστησης είναι ο πλάτανος (platanus orientalis), που φυτρώνει στις όχθες των ρεμάτων και σε χαράδρες, ανεξάρτητα από το υψόμετρο.
Η χλωρίδα του Ταΰγετου είναι εξαιρετικά πλούσια και περιλαμβάνει περισσότερα από 1.000 είδη φυτών. Από αυτά, 33 είναι ενδημικά της περιοχής και 100 είναι ενδημικά της Ελλάδας. Υπάρχουν όμως και είδη που, χωρίς να είναι ενδημικά, είναι πολύ σπάνια για την Ελλάδα και την Ευρώπη και έχουν ασιατική προέλευση.
Ξεχωρίζουν η ακουιλέγια του Ταΰγετου (aquilegia ottonis ssp. taygeta), ο αστράγαλος του Ταΰγετου (astralagus taygeteus), η γιουρινέα του Ταΰγετου (jurinea taygetea), η καμπανούλα (campanula topoliana ssp. tordifolia) και το υπερικό του Ταΰγετου (hypericum taygeteum). Υπάρχουν επίσης πολλά ορχεοειδή, κρόκοι και καμπανούλες.
Σε παλαιότερες εποχές υπήρχαν στον Ταΰγετο πολύ περισσότερα είδη θηλαστικών. Είναι ιστορικά βεβαιωμένα ότι στα δάση του ζούσαν αρκούδες, λύκοι, λύγκες, ελάφια, ζαρκάδια και αγριογούρουνα. Σήμερα το βουνό φιλοξενεί 19 είδη θηλαστικών, όπως η αλεπού, ο λαγός, ο σκαντζόχοιρος, το κουνάβι, η νυφίτσα και ο ασβός, και ίσως το τσακάλι.
Η ορνιθοπανίδα του βουνού εξακολουθεί να είναι πλούσια, ενώ περιλαμβάνει και αρκετά σπάνια είδη. Από τα 87 είδη πουλιών που έχουν καταγραφεί, ξεχωρίζουν αρπακτικά, όπως ο φιδαετός, η γερακίνα, ο χρυσαετός, ο σπιζαετός, αλλά και πλήθος στρουθιόμορφων και άλλων πουλιών, όπως κίσσες, κοτσύφια, δρυοκολάπτες, φάσες κ.α.
Σημαντική είναι και η ερπετοπανίδα του Ταΰγετου, η οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει και δύο σπάνιες σαύρες: την podarcis peloponnesiaca και τη lacerta graeca, καθώς και την κρασπεδοχελώνα. Μεγάλοι πληθυσμοί από σπάνια έντομα, τρωκτικά, χειρόπτερα και εντομοφάγα συμπληρώνουν το ζωικό κόσμο του βουνού. Στον Ταΰγετο έχουν, τέλος, καταγραφεί 100 είδη πεταλούδας μ' ένα ενδημικό (polyommatus menelaos).
Ο Ταΰγετος, όπως και τα περισσότερα όρη της Ελλάδας, αντιμετωπίζει οικολογικά προβλήματα, όπως αλόγιστη υλοτόμηση, πυρκαγιές, εκχερσώσεις και υπερβόσκηση[9] που εμπόδισαν την φυσική αναγέννηση των δασών του, αλλά και τις λατομικές δραστηριότητες, τα έργα οδοποιίας και την αυθαίρετη δόμηση που αλλάζουν ανεπανόρθωτα το περιβάλλον του.
"Άλλοτε, πριν δω τον Ταΰγετο, εθεωρούσα κι εγώ, μαζί με όλους τους άλλους, κατώτερη τη φυλή αυτή, που χάθηκε από το πρόσωπο της γης χωρίς να αφήσει τίποτα για να θυμίζει τη διάβασή της: ούτε ένα ναό, ούτε ένα έργο τέχνης. Τώρα αισθάνομαι ότι οι Σπαρτιάτες άφησαν ως μνημείο τους τον Ταΰγετο, γιατί εμπνεόμενοι από την περήφανη παρουσία του, ύψωσαν την ψυχή τους ίσαμε την ψηλότερη κορφή του κι έγιναν ένα με αυτόν".
Ο ποιητής Κώστας Πασαγιάννης, με τη σειρά του, τον αντιμετωπίζει ως τη "μήτρα", που συμβολίζει την επιστροφή στην πατρίδα, ενώ για τον Νίκο Καζαντζάκη είναι "η σκληρή φωνή του ανήλεου θεού του γένους". Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, τέλος, τον θέλει "αγαθό γέροντα", ο οποίος "του στάθηκε όπως ο κόρφος της μητέρας" του.