Το τιμάριο ήταν ένα κτήμα γης, που παραχωρούσε ο Οθωμανός σουλτάνος σε κάποιον υπήκοό του, ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του. Οι κάτοχοι των τιμαρίων ονομάζονται τιμαριώτες και, συνήθως, ανήκαν στη στρατιωτική τάξη των Σπαχήδων, χωρίς όμως να αποκλείονται και μη στρατιωτικοί κάτοχοι. Το σύστημα αυτό αποτελεί μετεξέλιξη του βυζαντινού συστήματος των προνοιών και μοιάζει αρκετά με το ευρωπαϊκό φεουδαρχικό σύστημα, αλλά δεν ταυτίζεται απόλυτα μαζί του. Λειτούργησε από το 14ο αι. έως το 16ο αι., όταν, σταδιακά, άρχισαν να σχηματίζονται τα τσιφλίκια και η γαιοκτησία να πέρασε στον έλεγχο λίγων.
Ετυμολογία
Η λέξη τιμάριο προέρχεται από την περσική تیمار (timar), που σημαίνει πρόνοια. Πρόκειται για αντιδάνειο, καθώς ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το βυζαντινό σύστημα των προνοιών, από το οποίο προήλθε το σύστημα των τιμαρίων, μετά τη σταδιακή κατάκτηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς.[1]
Περιγραφή
Μετά την κατάκτηση νέων εδαφών από τους Οθωμανούς, ορίζονταν υπάλληλοι που αναλάμβαναν να τα χωρίσουν σε τιμάρια. Τα εδάφη αυτά ανήκαν στο σουλτάνο, αλλά εκείνος τα παραχωρούσε σε υπηκόους του· ως ανταμοιβή υπηρεσιών που προσέφεραν στο παρελθόν ή αναμενόταν να προσφέρουν στο μέλλον. Κάτοχοι τιμαρίων μπορούσαν να χριστούν στρατιωτικοί, αυλικοί, κρατικοί υπάλληλοι ή ακόμα και θρησκευτικά ιδρύματα[2].
Σε καιρό ειρήνης οι τιμαριώτες μεριμνούσαν για το τιμάριό τους. Προσλάμβαναν υπαλλήλους με τη βοήθεια των οποίων επιθεωρούσαν την καλλιέργεια της γης από τους χωρικούς και φρόντιζαν για την ασφάλειά τους, αφού μπορούσαν να συλλάβουν κακοποιούς (δεν τους δίκαζαν όμως). Σε κάποιες περιπτώσεις επιφορτίζονταν με τη συλλογή φόρων από τους οποίους λάμβαναν ένα μέρος. Σε καιρό πολέμου, οι τιμαριώτες που δεν ανήκαν στην τάξη των στρατιωτικών είχαν την υποχρέωση να παρέχουν στρατιώτες και προμήθειες. Αυτοί που ανήκαν στην τάξη των στρατιωτικών ήταν κατά κανόνα Σπαχήδες και είχαν την υποχρέωση να παρουσιαστούν έφιπποι, εξοπλισμένοι και με συνοδεία συγκεκριμένου πλήθους στρατιωτών. Το πλήθος των στρατιωτών ή/και το ύψος των προμηθειών που έπρεπε να παρέχει ένας τιμαριώτης εξαρτιόταν από την αποτίμηση των ετήσιων εσόδων του τιμαρίου του.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα τιμάρια ανήκαν στον σουλτάνο· οι τιμαριώτες λάμβαναν τα έσοδα από τη διαχείρισή τους, αλλά δεν τους ανήκαν. Αν μάλιστα επιδείκνυαν αδιαφορία για το τιμάριο ή δεν εκπλήρωναν τις στρατιωτικές υποχρεώσεις τους, ο σουλτάνος μπορούσε να τους το αφαιρέσει. Σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά φέουδα, ο κάτοχος του τιμαρίου δεν είχε κανένα δικαίωμα επί των χρηστών των εδαφών αυτών, είτε αυτοί ήταν Μουσουλμάνοι, είτε όχι. Επίσης, η παραχώρηση ήταν προσωπική και το τιμάριο δεν κληρονομούταν (στην πράξη πολλές φορές ένας γιος λάμβανε το τιμάριο του πατέρα αναλαμβάνοντας τις ίδιες στρατιωτικές δεσμεύσεις). Επίσης, ένας δικαιούχος μπορούσε να λάβει τιμάρια διαφορετικής αξίας στη διάρκεια της στρατιωτικής του καριέρας, ανάλογα με την πρόοδό του στα αξιώματα.
Παρακμή του συστήματος
Το σύστημα λειτουργούσε καλά όσο η Οθωμανική αυτοκρατορία επεκτεινόταν. Όταν, κατά τον 16ο αι., έπαυσε η εδαφική επέκταση, εμφανίστηκαν προβλήματα, καθώς ο ανταγωνισμός για τα τιμάρια αυξανόταν. Ο ανταγωνισμός ασκούσε πίεση και προς τον ίδιο τον σουλτάνο, που έκανε παραχωρήσεις προς τους πιο ισχυρούς αξιωματούχους του, όπως η κληρονομική κατοχή της γης. Τα ιδιόκτητα κτήματα (mülk), που αρχικά ήταν η εξαίρεση στον κανόνα, ολοένα αυξάνονταν και τελικά μετεξελίχθηκαν στα τσιφλίκια.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
- Nicoara Beldiceanu, Le timar dans l'État ottoman (XIVe-XVe siècles) en ligne
Παραπομπές
- ↑ Claude, Cahen. (2014) The Formation of Turkey: The Seljukid Sultanate of Rum: Eleventh to Fourteen Century (Translated and edited by P.M. Holt). Routledge, NY, USA. [1]
- ↑ Nicoară Beldiceanu, Marġarid : un timar monastique in Revue des études byzantines Vol. 33 Num 33 (en ligne[νεκρός σύνδεσμος])