Ως τσιφλίκι (αγροτικές περιοχές που συνήθως ανήκαν στους Τούρκους)(Οθωμανικά Τούρκικα: Çiftlik, Αλβανικά: çiflig, Βουλγαρικά & Σλαβομακεδόνικα: чифлик, τσιφλίκ, Σερβικά: читлук/čitluk) ορίζεται η μεγάλη αγροτική περιοχή, ακόμη και ολόκληρο χωριό που ανήκε σε ιδιώτη κατά την περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης και στο οποίο δούλευαν υποχρεωτικά οι κολίγοι. Ο ίδιος όρος χρησιμοποιήθηκε αργότερα προκειμένου να περιγράψει το μεγάλο αγρόκτημα, ιδιοκτησία πλούσιων οικογενειών.[1] Σε σύγκριση με το σύστημα των τιμαρίων, το τσιφλίκι έχει κληρονομικό χαρακτήρα και ο ιδιοκτήτης (τσιφλικάς) δεν έχει πολιτική εξουσία στο έδαφος του τσιφλικιού. Εσωτερικά, το τσιφλίκι λειτουργεί σαν κλασικό φέουδο – ο τσιφλικάς προσφέρει το έδαφος, ενίοτε και τους σπόρους, ενώ ο κολίγος προσφέρει την εργασία του.
Οθωμανική αυτοκρατορία
Ο θεσμός των τσιφλικιών, ως κοινωνικός και παραγωγικός μηχανισμός, υπήρξε απότοκος της κρίσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ήταν τύπος φεουδαλικής διαχείρισης της γης και των συναφών μέσων παραγωγής, και μετέτρεψε μερίδα Οθωμανών αξιωματούχων σε φεουδάρχες και μερίδα του αγροτικού κόσμου σε δουλοπάροικους.[2] Για παράδειγμα, οι οικονομικοί πόροι της οικογένειας του Αλή Πασά συνίσταντο κατά κύριο λόγο «στα εισοδήματα από τα τσιφλίκια τα οποία απέκτησε, καθώς και σε σημαντικά ποσά τα οποία προέρχονταν από την ενοικίαση ακίνητης περιουσίας».[3]
Ο Β. Νιτσιάκος ορίζει το τσιφλίκι ως «μορφή μεγάλης εγγείας ιδιοκτησίας, η οποία καλλιεργείται από γεωργούς στη βάση του κολιγικού συστήματος» και συμφωνεί ότι υπήρξε ταυτόχρονα αίτιο και αποτέλεσμα της αποσύνθεσης του οθωμανικού φεουδαλικού συστήματος, που άρχισε το 17ο αιώνα με τη διείσδυση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, τα τσιφλίκια μεταλλάχθηκαν σταδιακά σε μεγάλο μέρος τους, σε ατομικές ιδιοκτησίες.[4]
Μετάλλαξη και διευθέτηση
Τα τσιφλίκια μεταλλάχθηκαν αναγκαστικά με την προσάρτηση της Άρτας, Θεσσαλίας και της Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος. Η φεουδαρχική σχέση μετατράπηκε σε σχέση μισθωτής εργασίας, ενώ, παράλληλα, μέσω της διαμόρφωσης κεφαλαιοκρατικών επιχειρήσεων από τη μεγάλη έγγειο ιδιοκτησία, διαμορφώθηκε μια μεταβατική κατάσταση στις σχέσεις παραγωγής, αλλά και στον ίδιο τον θεσμό. Δεδομένης της διαμόρφωσης της ατομικής ιδιοκτησίας στην ελληνική επικράτεια διαμορφώθηκαν επίσης και τα «ελεύθερα χωριά», οι «ελεύθεροι αγρότες», με βάση την αγροτική οικογένεια, δηλαδή τον αγρότη, τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Το ζήτημα των τσιφλικιών διευθετήθηκε οριστικά μετά τη 2η Αγροτική Μεταρρύθμιση, (1917–1931). Μια σειρά από ευνοϊκές ρυθμίσεις είχε ήδη προλειάνει το έδαφος, καθώς είχε καταργηθεί ο φόρος «αροτριόντων κτηνών» για τους καλλιεργητές και δια νόμου απαγορεύτηκαν το 1914 οι εξώσεις των κολίγων. Τον ίδιο χρόνο ψηφίστηκε ο νόμος για τους γεωργικούς συνεταιρισμούς, αλλά επί της ουσίας η αγροτική μεταρρύθμιση επιταχύνθηκε πιεστικά από την έλευση 1,5 εκατομμυρίου Ελλήνων προσφύγων μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, σημαίνοντας το τέλος της μεγάλης γαιοκτησίας στην Ελλάδα.
Νιτσιάκος Β. 1997, «Τσιφλίκι και τσελιγκάτο: Η συμπληρωματικότητα δύο κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών» στο Β. Νιτσιάκος, Λαογραφικά Ετερόκλητα, Οδυσσέας, Αθήνα.