Οι Έλληνες (σλαβομακεδονικά: Грци, Grci) της Βόρειας Μακεδονίας αποτελούν εθνική μειονότητα της χώρας αυτής. Από την περιοχή κατάγονταν πολλοί οπλαρχηγοί και αγωνιστές του Μακεδονικού Αγώνα, ενώ αργότερα αναδείχθηκαν πολλοί πολιτικοί του ελληνικού κράτους. Σήμερα βρίσκονται εγκατεστημένοι κυρίως στην Γευγελή (Гевгелија, Γκεβγκέλιγια) και το Μοναστήρι (Битола, Μπίτολα),[1] το οποίο είναι η πρωτεύουσα της ιστορικής περιοχής της Πελαγονίας, περιοχής η οποία προσαρτήθηκε στο μακεδονικό βασίλειο τον 4ο αιώνα π.Χ. και έγινε μία από τις επαρχίες του. Οι περισσότεροι Έλληνες στη χώρα είναι απόγονοι των πολιτικών προσφύγων που εγκατέλειψαν την Ελλάδα εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου.[2][3]
Ιστορία
Άνω Μακεδονία
Η περιοχή της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας γνώρισε νέες εισβολές την περίοδο μεταξύ του 1300 και του 1200 π.Χ. Υπεύθυνα γι' αυτές ήταν φύλα του Αιγαίου και Ιλλυριοί[4] που διέσχισαν τη χώρα και σταδιακά αφομοιώθηκαν με τον τοπικό πληθυσμό. Η εγκατάσταση της δωρικής φυλής των Μακεδόνων στην Άνω Μακεδονία τοποθετείται τη 2η χιλιετία π.Χ.. Η Άνω Μακεδονία κάλυπτε γεωγραφικά την σημερινή ελληνική περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας καθώς και περιοχές βόρεια αυτής, πέριξ των ελληνικών συνόρων, στο έδαφος της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας, καθώς και νότια, στα βόρεια ημιορεινά τμήματα της Θεσσαλίας.[5] Μετά τον 6ο αιώνα π.Χ., η ελληνική επιρροή συνεχώς αυξανόταν στην περιοχή[6] και η τελευταία καλύφθηκε από οχυρωμένες πόλεις οι οποίες κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν την περσική εισβολή του 490 π.Χ. Το Βασίλειο της Παιονίας, του οποίου το έδαφος αντιστοιχούσε στο μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας, τελικώς κατελήφθη από τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας το 358 π.Χ.[7] Οι σημαντικότερες ελληνικές πόλεις της Άνω Μακεδονίας την περίοδο της ακμής της περιοχής τον 4ο-2ο αι.π.Χ., ήταν η Αιανή και η Ηράκλεια Λυγκηστίς. Στην αρχαιότητα οριζόταν περίπου από την Παιονία προς τα βόρεια και ανατολικά, τη Λυγκηστίδα και την Αλμωπία στα νότια και την Ιλλυρία προς τα δυτικά.
Πελαγονία
Η αρχαία Πελαγονία βρίσκεται στις νοτιοδυτικές περιοχές της σύγχρονης Βόρειας Μακεδονίας.[8] Ήταν η χώρα του ελληνικού φύλου των Πελαγόνων οι οποίοι, πριν υποταχθούν στο Μακεδονικό Βασίλειο, τελούσαν υπό τη κυριαρχία των Λυγκηστών.[9][10] Παλαιότερα οι Πελαγόνες κατείχαν και τις δύο όχθες της πεδιάδας του Αξιού, αλλά υπό τη πίεση των Παιόνων περιορίστηκαν στη δυτική όχθη και μάλιστα στο βόρειο τμήμα της πεδιάδας του Εριγώνος. Η περιοχή προσαρτήθηκε στο μακεδονικό βασίλειο τον 4ου αιώνα π.Χ. και έγινε μία από τις επαρχίες της.
Απογραφές πληθυσμού
Σύμφωνα με στατιστικές της εθνολογικής σύνθεσης του πληθυσμού της Πελαγονίας, σε κάθε απογραφή σχεδόν υπερίσχυε ο ελληνικός πληθυσμός αισθητά. Το 1664, στην Οχρίδα, υπήρχαν 142 χριστιανικές κατοικίες. Ο Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρει ότι οι χριστιανοί κάτοικοί της ήταν κυρίως Έλληνες (μεταξύ των οποίων και πολλοί Βλάχοι) και δευτερευόντως Βούλγαροι.[11] Οι πρώτες γραπτές αναφορές για τη Γευγελή υπάρχουν από το 1690.[12] Στις 20 Νοεμβρίου 1715 διατάχθηκε με σουλτανικό φιρμάνι η είσπραξη κεφαλικού φόρου και εκ των Ελλήνων (Γιουνάν), πλην των μουσουλμάνων της Γευγελής.[12] Ο Ελληνισμός αποτελούσε μία από τις κύριες συνιστώσες της πόλης Στρώμνιτσα, η οποία ήταν έδρα ελληνορθόδοξης μητρόπολης. Η ελληνική κοινότητα έπαθε μεγάλες ζημιές από πυρκαγιά το 1896 κατά την οποία κατεστράφηκαν οι δύο ναοί και τα σχολεία της. Με εράνους και έξωθεν βοήθεια έγινε μερική επισκευή των σχολείων και ενός ναού, αλλά λόγω της ανόδου του σλαβικού εθνικισμού και των εθνικοθρησκευτικών αντιπαλοτήτων η κοινότητα βρέθηκε σε δεινή θέση.[13]
Το 1905 ο αριθμός των Ελλήνων ολόκληρης της περιοχής ανερχόταν στους 279.964, ενώ το 1910 στις 637.704.[εκκρεμεί παραπομπή] Οι Σλάβοι αποτελούσαν την μεγαλύτερη αριθμητικά εθνική μειονότητα, χωρίς ωστόσο να αποτελούν και την πλειοψηφία (η πλειοψηφία ήταν Έλληνες).[14] Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του Γάλλου γεωγράφου Αλεξάντρ Σινβέ, η Γευγελή είχε συνολικό χριστιανικό πληθυσμό 290 οικογένειες (1.740 άτομα) το 1878, αποτελούμενο από 35 Βουλγάρους χριστιανούς και τους υπόλοιπους Έλληνες χριστιανούς με 4 ελληνικά σχολεία.[15] Το 1913, όταν η περιοχή περιήλθε στη σερβική κατοχή, στο Μοναστήρι κατοικούσαν 14.000 Έλληνες σε σύνολο 42.000. Στο Κρούσοβο κατοικούσαν 3.218 Έλληνες σε σύνολο 4.918. Το Μεγάροβο ήταν αμιγώς ελληνικό με 2.410 κατοίκους όπως και η Μολοβήστη με 2.150, καθώς και η Νιζόπολη με 1.890, το Τίρνοβο με 2.430, το Μπούκοβο με 1.474, το Ντράγκος με 717, η Ρέσνα με 1.000 κ.ά. Ακόμα και στα Σκόπια, σε κείμενο διαμαρτυρίας για τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) συγκεντρώθηκαν 10.000 ελληνικές υπογραφές.[16]
Κατά την απογραφή του 1941, η οποία έγινε με ευθύνη των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής, επί συνόλου 800.000 πληθυσμού κατεγράφησαν 100.000 Έλληνες το γένος, χριστιανοί ορθόδοξοι στο θρήσκευμα, δηλαδή το 12% του πληθυσμού.[16]
Η απογραφή του 1951 δίνει 158.000 ελληνικό στοιχείο. Εξ αυτών 25.000 είναι Έλληνες γηγενείς κάτοικοι Μοναστηρίου, 100.000 βλαχόφωνοι, 3.000 Σαρακατσαναίοι και 32.000 Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες του εμφυλίου, δηλαδή το 18% του εξ 900.000 πληθυσμού.
Με την απογραφή του 1991 αποκαθίσταται εν μέρει η αλήθεια. Παρότι δεν κοινοποιήθηκαν λεπτομερή απογραφικά στοιχεία, εν τούτοις στον αντιπολιτευόμενο Τύπο δημοσιεύθηκαν πληροφορίες περί του ότι ποσοστό μεταξύ 12 και 18% δήλωσε ότι έχει ελληνική εθνική συνείδηση.[17]
Η επίσημη απογραφή του 2002 κατέγραψε 422 άτομα, τα οποία δήλωσαν την εθνικότητά τους ως Έλληνες.[18]
Απόψεις για τον πληθυσμό
Tο ακριβές πληθυσμιακό μέγεθος της μειονότητας των Ελλήνων στη Βόρεια Μακεδονία είναι άγνωστο. Το 1991 η Βουλγαρία είχε καταθέσει υπόμνημα στον ΟΑΣΕ λέγοντας ότι στο νέο αυτό κράτος κατοικούν 2.000.000 Βούλγαροι και 200.000 Ελληνες.[19] Ο πρώτος πρόεδρος της χώρας, Κίρο Γκλιγκόροφ, δήλωσε στην τσεχική εφημερίδα Cesny Denik τον Ιούνιο του 1992 την ύπαρξη 100.000 πολιτών ελληνικής καταγωγής.[20] Το 1991 μία δημοσκόπηση του περιοδικού PULS στην οποία σχεδόν 11% των ερωτηθέντων απάντησε ότι θα προτιμούσε να ζει στην Ελλάδα σε περίπτωση διάλυσης της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας παρουσιάστηκε στα ελληνικά ΜΜΕ ως δήλωση ελληνικής εθνικής συνείδησης.[21] Ανάμεσα στο τέλος του 1991 και τις αρχές του 1992 ξεκίνησε να γίνεται λόγος αρχικά στη Θεσσαλονίκη και αργότερα και από κύκλους του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών για την ύπαρξη ελληνικής μειονότητας εκατοντάδων χιλιάδων στην πρώην γιουγκοσλαβική Μακεδονία, ενώ οι διατελέσαντες Έλληνες πρόξενοι στο Γενικό Προξενείο Σκοπίων από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ως τότε ποτέ δεν είχαν καταγράψει τέτοιας τάξης ελληνικό πληθυσμό. Η ρητορική αυτή παραπλάνησε την ελληνική κοινή γνώμη, δημιούργησε αλυτρωτικές προσδοκίες και συνέβαλε στη δημιουργία διεθνούς εικόνας για την Ελλάδα ως χώρας που επιζητούσε να παρέμβει στην τότε πρώην γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.[22] Σε έκθεση του Αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών για τα δικαιώματα των μειονοτήτων που δημοσιεύτηκε στις 31 Ιανουαρίου 1995, έκανε λόγο για «καταπιεζόμενη ελληνική μειονότητα».[20]
Το ελληνικό δεξιό–ακροδεξιόκόμμαΛαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός (ΛΑ.Ο.Σ.), ισχυρίσθηκε, το 2008, μέσω ερωτήσεων που υποβλήθηκαν στην Βουλή των Ελλήνων, ότι υπήρχαν περισσότεροι από 100.000 (μέχρι 280.000) Έλληνες που ζούσαν τότε στη Βόρεια Μακεδονία.[εκκρεμεί παραπομπή] Αυτός ο αριθμός δεν υποστηρίζεται επισήμως από το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας. Σύμφωνα επίσης με τον πολιτικό επιστήμονα, αναλυτή και αρθρογράφο θεμάτων ιστορίας & εξωτερικής πολιτικής Κωνσταντίνο Χολέβα, το 2017, εκτιμάτο ένα μέγεθος πληθυσμού των Ελλήνων στη Βόρεια Μακεδονία της τάξης των 250.000 ατόμων, το οποίο όμως δεν μπορεί να αποδειχθεί επαρκώς.[19] Ο πληθυσμός των Ελλήνων στη Βόρεια Μακεδονία πάντως, ανεξαρτήτως του μεγέθους, θεωρείται ότι ήταν υπόλοιπο της πρώην πολύ μεγαλύτερης ελληνικής κοινότητας του τμήματος της Μακεδονίας, που περιήλθε εντός των συνόρων του Βασιλείου της Σερβίας (1882–1918) μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος 1912–1913, Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος 1913).[23][24][25][26][27][28][29]
Το 2018 ένα νέο ελληνικό συμβούλιο σχηματίστηκε από δημάρχους, δημοσιογράφους και καθηγητές για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της «ελληνικής μειονότητας» στη δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας. Ο πρόεδρος του συμβουλίου, Στέργιος Καλογερός, απέστειλε επιστολή στον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας και στον Πρωθυπουργό της Ελλάδος προκειμένου να ζητήσει από αυτούς να προστατεύσουν τους Έλληνες-Βλάχους της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας οι οποίοι, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι 500.000.[εκκρεμεί παραπομπή]
Βλάχοι
Η διαμάχη γύρω από την αμφισβήτηση του πληθυσμιακού μεγέθους της ελληνικής μειονότητας της Βόρειας Μακεδονίας προέρχεται από τη στατιστική μεταχείριση των πληθυσμιακών ομάδων των Αρμάνων (9.695 με βάση την απογραφή του 2002), γνωστών και ως Βλάχων, οι οποίες αυτές πληθυσμιακές ομάδες στην πλειοψηφία τους έχουν ιστορικά αναγνωριστεί ως Έλληνες του «Έθνους των Ρωμαίων» (Ρουμ μιλλέτ, τουρκική γλώσσα: millet-i Rûm), όπως ονομαζόταν το μιλλέτ των ΟρθόδοξωνΧριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[30] Βέβαια μεγάλος αριθμός Βλάχων έφυγε από την περιοχή, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, ενώ υπάρχουν αναφορές για την άφιξη ενός μεγάλου ελληνόφωνου πληθυσμού από το Μοναστήρι (Μπίτολα) στη Φλώρινα.[31] Ωστόσο, η βάση δεδομένων Ethnologue παραπέμπει την ελληνική γλώσσα ως «μεταναστευτική γλώσσα» στη Βόρεια Μακεδονία.[32] Οι Βλάχοι της Γευγελής πήραν μέρος, στο 28ο Αντάμωμα των Βλάχων, στην Καλαμπάκα, τον Ιούνιο του 2012[33] και έκτοτε συμμετέχουν σε όλα τα πανελλήνια ανταμώματα των βλάχων.
Σαρακατσάνοι
Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, οι Σαρακατσάνοι ήταν διασκορπισμένοι σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα, με αυτούς το βόρειων περιοχών να μετακινούνται συχνά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες προς τις γειτονικές χώρες, την Αλβανία, τη Βουλγαρία, τη νότια Γιουγκοσλαβία και την Ανατολική Θράκη. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το κλείσιμο των συνόρων στα Βαλκάνια, πολλές σαρακατσάνικες οικογένειες εγκλωβίστηκαν στις χώρες αυτές. Σήμερα δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για τον αριθμό τους στην Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία.
Στην κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία έγιναν επίσης προσπάθειες για αφομοίωση των Σαρακατσάνων χωρίς μεγάλη επιτυχία, οπότε και επιδιώχθηκε ο έμμεσος διωγμός τους ενώ πολλοί δικάστηκαν, φυλακίστηκαν για κατασκοπεία, αναγκάστηκαν να αλλάξουν επίθετα και οι περιουσίες τους δεσμεύθηκαν από το κράτος.[εκκρεμεί παραπομπή] Περίπου 300 οικογένειες γύρισαν στην Ελλάδα από το 1953 μέχρι το 1968 και εγκαταστάθηκαν κυρίως στο Κορδελιό Θεσσαλονίκης. Σήμερα οι εναπομείναντες Σαρακατσάνοι στην Βόρεια Μακεδονία διατηρούν με δυσκολία την ελληνική τους ταυτότητα, ενώ δεν υπάρχουν επίσημες αναφορές στον αριθμό τους, πιθανόν για να αποφευχθούν διεκδικήσεις της Ελλάδας περί ελληνικής μειονότητας στη γειτονική χώρα.[35] Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν αναφορές για ύπαρξη Σαρακατσάνων στις ορεινές περιοχές κοντά στη Μπίτολα και νότια των Σκοπίων, ενώ η παρουσία τους εκτείνεται και βορειότερα μέχρι και το Κόσοβο.[35] Οι Σαρακατσάνοι έχουν ιδρύσει από το 2003 στα Σκόπια ένα σύλλογο με την επωνυμία «Το Χελιδόνι», ο οποίος έχει έως σήμερα 320 μέλη.[εκκρεμεί παραπομπή] Το 2008, στον ελληνικό τηλεοπτικό σταθμό Alter, ο πρόεδρος του συλλόγου Σαρακατσάνων Σκοπίων, Δημήτρης Αποστόλου, δήλωσε πως οι Σαρακατσάνοι της χώρας αναγκάζονται να δηλώνουν Βούλγαροι παρόλο που η ρίζες τους είναι ελληνικές και ότι ζητούν τα δικαιώματα που έχουν ήδη αποκτήσει όλες οι άλλες εθνότητες.
Διασυνδέσεις με την Ελλάδα
Κάθε χρόνο εκπρόσωποι συλλόγων των Αρμάνων από την Μπίτολα, το Κρούσοβο και την Γευγελή συμμετέχουν στο Πανελλήνιο Αντάμωμα των Βλάχων και κάθε δύο χρόνια εκπρόσωποι του Συνδέσμου Σαρακατσαναίων των Σκοπίων συμμετέχουν στο Πανελλήνιο Συνέδριο Σαρακατσαναίων.[36] Στο Κρούσοβο, κάθε χρόνο, η Παγκόσμια Βλάχικη Αμφικτυονία και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων Ελλάδας πραγματοποιούν φεστιβάλ με τη συμμετοχή των ενώσεων της Θεσσαλονίκης, Ιωαννίνων, Θεσπρωτίας και Πτολεμαΐδας με τους βλάχικους συνεταιρισμούς του Κρούσεβου, του Μοναστηρίου και της Γευγελής.[37] Τον Απρίλιο του 2012 πραγματοποιήθηκε το ετήσιο χορευτικό φεστιβάλ των Βλάχων του Συλλόγου Μοναστηρίου "Αφοί Μανάκη" με τη συμμετοχή συλλόγων Βλάχων από την Ελλάδα όπως ο σύλλογος Βλάχων της Αβδέλλας από τα Γρεβενά, της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Βλάχων και το σύλλογο Μοναστηριωτών της Θεσσαλονίκης.[38] Το 2015 δημιουργήθηκε μια νέα ελληνική ένωση στα Σκόπια.[39] Στο Μοναστήρι λειτουργεί πολιτιστικός σύλλογος της ελληνικής κοινότητας και φροντιστήρια εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας. Στο χωριό Πέχτσεβο υπάρχει σύλλογος Ελλήνων.[40][41] Αρκετοί Έλληνες από τη Φλώρινα επισκέπτονται τη αγορά της πόλης κάθε Τρίτη και Παρασκευή αλλά και τα καζίνο.[42] Το Akto Festival for Contemporary Arts είναι ένα περιφερειακό φεστιβάλ στη Μπίτολα της Βόρειας Μακεδονίας. Το φεστιβάλ περιλαμβάνει εικαστικές τέχνες, παραστατικές τέχνες, μουσική και θεωρία πολιτισμού που περιελάμβανε καλλιτέχνες από περιφερειακές χώρες όπως η Σλοβενία, η Ελλάδα ή η Βουλγαρία, αλλά και από τη Γερμανία, την Ιταλία, τη Γαλλία και την Αυστρία.[43] Επίσης, η Οχρίδα έχει αδελφοποιηθει με την Πάτρα.
Ελληνικές επιχειρήσεις
Η Ελλάδα εξάγει στη Βόρεια Μακεδονία πετρελαϊκά προϊόντα, ελαφρά λάδια και παρασκευάσματα, προϊόντα σιδήρου και χάλυβα, υφάσματα, τρόφιμα (ελιές, πορτοκάλια κλπ) κ.ά. Σημειώνεται δε ότι τα ελληνικά προϊόντα κατέλαβαν το 8,1% της τοπικής αγοράς επί του συνόλου των εισαγωγών στη Βόρεια Μακεδονία. Η Ελλάδα διατηρεί σημαντική θέση μεταξύ των εμπορικών εταίρων και χωρών προμηθευτών της Βορείου Μακεδονίας (στην 3η θέση, βάσει του όγκου εμπορίου). Επιχειρήσεις ελληνικών ή μεικτών συμφερόντων περιλαμβάνονται στον κατάλογο των 200 μεγαλύτερων επιχειρήσεων στη Βόρεια Μακεδονία, για το 2018 που εξέδωσε πρόσφατα το Κέντρο Ευρωπαϊκών Επιχειρήσεων Σκοπίων. Συγκεκριμένα, ως προς τον κύκλο εργασιών, καταγράφονται οι εταιρείες: OKTA (του ομίλου ΕΛΠΕ, 2η), “EDS” (πάροχος ηλεκτρικής ενέργειας - της ΔΕΗ, 28η), “Veropoulos Dooel” (29η), “Dojran Steel” (του ομίλου ΣΙΔΕΝΟΡ, 30η), “USJE” (του ομίλου ΤΙΤΑΝ, 33η), “Pivara Skopje” (Coca Cola HBC - Heineken, 36η), “Mermeren Kombinat” (Παυλίδης Μάρμαρα - Γρανίτες, 67η) και η “Zito Luks” (Elbisco, 152η). ελληνικών συμφερόντων στη χώρα εκτιμώνται σε πάνω από 400 και απασχολούν περίπου 20.000 εργαζόμενους.[44] Οκτώ ελληνικές ή μεικτές εταιρείες περιλαμβάνονται στον κατάλογο των 200 μεγαλύτερων επιχειρήσεων το 2016. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, κατά την περίοδο Ιανουαρίου - Σεπτεμβρίου 2017, σύμφωνα με το συνολικό όγκο του εξωτερικού εμπορίου, οι σημαντικότεροι εμπορικοί εταίροι της χώρας ήταν η Γερμανία, η Μεγάλη Βρετανία, η Ελλάδα, η Σερβία και η Βουλγαρία. Είκοσι δύο ελληνικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στη Γευγελή.[45][46][47] Τον Ιούνιο του 2020 ιδρύθηκε στα Σκόπια η πρώτη Ένωση Ελληνικών Επιχειρήσεων. Ιδρυτικά μέλη της Ένωσης είναι 16 μεγάλες επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων. Πρόεδρος εξελέγη ο Άρης Βλάχος, ενώ στο διοικητικό συμβούλιο συμμετέχουν εκπρόσωποι της Stopanska Banka (μέλος του ομίλου της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας), της εταιρίας εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας EDS (μέλος του ομίλου της ΔΕΗ), της τσιμεντοβιομηχανίας USJE (συμφερόντων του ομίλου ΤΙΤΑΝ) και της κατασκευαστικής εταιρίας INTRAKAT.[48]
↑[1][νεκρός σύνδεσμος]Καραμήτρου-Μεντεσίδη Γεωργία, Αιανή: Η έκθεση στο Αρχαιολογικό Μουσείο: α) Oι Μακεδόνες αυτοί, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, μετέβησαν από την Πίνδο στη Δρυοπίδα και την Πελοπόννησο, όπου ονομάστηκαν Δωριείς. β) Το όριο του μυκηναϊκού κόσμου (1600- 1100 π.Χ.) μετατίθεται βορειότερα από τη Θεσσαλία προς τη Μακεδονία, αφού τα ευρήματα δηλώνουν κάποιας μορφής εγκαταστάσεις Mυκηναίων και πλούσιες επαφές. γ) Η ακμή στα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια και οι οργανωμένες πόλεις με δημόσια κτήρια, εκατό και πλέον χρόνια πριν από τον Φίλιππο Β΄, στον οποίο οι ιστορικοί απέδιδαν την ίδρυση των πρώτων πόλεων-αστικών κέντρων στην Άνω Μακεδονία. Έτσι αναθεωρήθηκε η άποψη περί πολιτισμικής απομόνωσης της Άνω Μακεδονίας. δ) Το υψηλό βιοτικό και πολιτισμικό επίπεδο προβάλλει ανάγλυφο μέσα από τα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία μετατρέπονται σε ιστορικό λόγο και εντάσσουν την περιοχή στην πολιτιστική «κοινή» του υπόλοιπου ελληνισμού, διαχρονικά από την Ύστερη Eποχή Χαλκού μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια, ενώ παράλληλα ο εντοπισμός υστεροαρχαϊκών και κλασικών επιγραφών (από τις πρωιμότερες όλης της Μακεδονίας) αποδεικνύει ότι η μέχρι τώρα έλλειψή τους οφειλόταν στην περιορισμένη και μη συστηματική ανασκαφική έρευνα.
↑(Αγγλικά) Jovan Pavlovski et Mishel Pavlovski (1996). «Pre-Slavic Culture in Macedonia». MI-An Publishing. Ανακτήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2012.
↑(Αγγλικά) «Paeonia». Encyclopædia Britannica. 2011. Ανακτήθηκε στις 18 Μαρτίου 2011.
↑John Boardman and N. G. L. Hammond. The Cambridge Ancient History Volume 3, Part 3: The Expansion of the Greek World, Eighth to Sixth Centuries BC. Cambridge: Cambridge University Press, 1982, p. 284.
↑Stavrova, Biljana· Alagjozovski, Robert (12 Σεπτεμβρίου 2003). «Macedonia's census opens new doors». Transitions Online. Ανακτήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 2008.
↑Few, William Preston; William Henry Glasson; John Spencer Bassett; William Kenneth Boyd και άλλοι. (1918). Search for Greek Monastir on Greek Monastir.