Το Αντί ήταν ελληνικό πολιτικό και πολιτιστικό περιοδικό της Αριστεράς, το οποίο κυκλοφόρησε μόνον μία φορά το 1972 και απαγορεύθηκε αμέσως από τις Αρχές της Δικτατορίας. Ξανακυκλοφόρησε χωρίς διακοπή ανά δεκαπενθήμερο από το 1974 έως το 2008. Ιδρυτές του περιοδικού ήταν ο δημοσιογράφος Αντώνης Καρκαγιάννης και ο αρχιτέκτονας Χρήστος Γ. Παπουτσάκης. Από τον Σεπτέμβριο του 1974 και μέχρι το κλείσιμο, ιδιοκτήτης και αρχισυντάκτης του Αντί ήταν ο Παπουτσάκης.
Το ξεκίνημα και η πολιτική τοποθέτηση
Το πρώτο Αντί κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1972 και περιείχε συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη, άρθρο του Γεωργίου-Αλέξανδου Μαγκάκη για τη δημοκρατία, σκίτσα του Μποστ με τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι και από πάνω να γράφει «υπέρ Δικτατορίας», μια διαφήμιση με αφίσα του Τσε Γκεβάρα, μια άλλη για βιβλίο του Παντελή Πουλιόπουλου, κ.λπ. Οι Αρχές της Χούντας συνέλαβαν τον εκδότη του περιοδικού και δεν επέτρεψαν την έκδοση άλλων τευχών[1]. Το περιοδικό επανακυκλοφόρησε στις 7 Σεπτεμβρίου 1974, αμέσως μετά την κατάρρευση της Δικτατορίας. Γι' αυτό και στο εξώφυλλο όλων των επόμενων τευχών υπήρχε η ένδειξη «Περίοδος Β΄».
Όταν πρωτοξεκίνησε, αλλά και κατά την εποχή της επανέκδοσής του, μεταφράστηκαν και αναδημοσιεύθηκαν στο Αντί άρθρα από το αμερικανικό περιοδικό Ramparts του κινήματος New Left (Νέα Αριστερά).[2] Για πολλά χρόνια, ήταν το κύριο μέσο έκφρασης της αριστεράς εκτός του ΚΚΕ αλλά κυρίως της ανανεωτικής της πτέρυγας.[3] Αν και δεν αποτέλεσε ποτέ κομματικό μέσο έκφρασης, εν τούτοις το Αντί σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις τάχθηκε υπέρ του ΚΚΕ Εσωτερικού και των διαδόχων σχημάτων αυτού του κόμματος (Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου, κ.λπ.).
Συχνά το Αντί έβγαζε ειδικά τεύχη με αφιερώματα σε πρόσωπα της Τέχνης και των Γραμμάτων, σε τόπους και σε γεγονότα. Μέσα από συνέδρια, φεστιβάλ και άλλες εκδηλώσεις, το περιοδικό είχε λάβει σθεναρή θέση σε πολλά ζητήματα, όπως η δημόσια υγεία στην Ελλάδα, η προστασία του ελάχιστου πράσινου της Αθήνας, κ.λπ.
Θέσεις και συγκρούσεις
Μεταξύ άλλων, το περιοδικό Αντί πρωτοστάτησε στο άνοιγμα της ελεύθερης (μη κρατικής) ραδιοφωνίας τη δεκαετία του 1980.[6] Τoν Απρίλιο του 1982, το περιοδικό έβαλε σε λειτουργία έναν μικρό ραδιοφωνικό σταθμό στην Αθήνα κατά τη διάρκεια του «Αντιφεστιβάλ». Το 1983, το περιοδικό προχώρησε στη λειτουργία του ραδιοσταθμού «Ράδιο-Αντίλαλος 108,8 FM», χωρίς να λάβει σχετική άδεια. Ο σταθμός αυτός επέζησε μόνον για δύο ημέρες (15–16 Δεκ. 1983). Οι κυβερνητικές Αρχές το έκλεισαν με βάση το τότε κρατικό μονοπώλιο στη ραδιοτηλεόραση.
Τον Οκτώβριο του 1993, με την επάνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου δημοσίευσε αναλυτικό κατάλογο των ΜΜΕ που είχε χρηματοδοτήσει η αμέσως προηγούμενη κυβέρνηση Μητσοτάκη (1990-93) από τα μυστικά κονδύλια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), του Υπουργείου Εξωτερικών και του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Ενώ τα περισσότερα ΜΜΕ που είχαν εισπράξει χρήματα από τα μυστικά κονδύλια ήταν δεξιά ή και ακροδεξιά (η εφημερίδα «Στόχος» και το περιοδικό «Άμυνα και Διπλωματία»), ανάμεσα σ' αυτά που είχαν εισπράξει τα μεγαλύτερα ποσά ήταν και το Αντί (συγκεκριμένα, εισέπραττε από 45 έως και 60 εκατομμύρια δραχμές κάθε χρόνο μεταξύ 1990 και 1993). Οι εφημερίδες της Κεντροαριστεράς, αλλά και κορυφαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ (Κάρολος Παπούλιας, Γεράσιμος Αρσένης, Γιώργος Κατσιφάρας, Σήφης Βαλυράκης) κατηγόρησαν το Αντί και προσωπικά τον Παπουτσάκη, ότι ουσιαστικά δωροδοκήθηκαν από την κυβέρνηση Μητσοτάκη για να «χτυπάνε» τον Ανδρέα Παπανδρέου από τα αριστερά.[7]
Μάλιστα ο Χρήστος Παπουτσάκης και ο δημοσιογράφος του περιοδικού Βασίλης Ζήσης είχαν καταθέσει στη δίκη για το σκάνδαλο Κοσκωτά εναντίον του Ανδρέα Παπανδρέου, με τον Παπουτσάκη να υποστηρίζει ότι ο τότε πρωθυπουργός ελάμβανε ανά τακτά χρονικά διαστήματα μεγάλα χρηματικά ποσά από τον Γιώργο Κοσκωτά, αρνούμενος όμως να κατονομάσει συγκεκριμένα τις πηγές του. Ο αρεοπαγίτης και μέλος του Ειδικού Δικαστηρίου Βασίλειος Λαμπρίδης του υπενθύμισε ότι με αποφάσεις του ο Άρειος Πάγος δεν αναγνωρίζει το δημοσιογραφικό απόρρητο, «άρα κύριε, ότι λέτε δεν έχει καμία αξία. Με μεγάλη και επιεικώς επικίνδυνη ευκολία κάνετε εκτιμήσεις χωρίς να τις τεκμηριώνετε, και θίγετε υπολήψεις δημοσίων προσώπων εκ του ασφαλούς».[8] Για τις καταθέσεις αυτές ο Παπουτσάκης και ο Ζήσης επικρίθηκαν έντονα από τις φιλοΠΑΣΟΚικές εφημερίδες Αυριανή, Έθνος, Ελευθεροτυπἰα και Τα Νέα, που αμφισβήτησαν την ειλικρίνεια των καταθέσεὠν τους.[9]
Το ίδιο το περιοδικό υποστήριξε ότι στοχοποιήθηκε λόγω των αντιΠΑΣΟΚικών ρεπορτάζ του για το σκάνδαλο Κοσκωτά και πως είχε λάβει μόνον 2,5 εκατ. δραχμές το 1993 για 107 συνδρομές προς ελληνικές πρεσβείες και άλλες υπηρεσίες του Υπουργείου Εξωτερικών,[10] για τις οποίες είχε εκδώσει και τιμολόγιο.[9][11] Σύμφωνα με δημοσίευμα της στήλης «Ιός» της Ελευθεροτυπίας, οι καταγγελίες για παράνομο χρηματισμό του Αντί και άλλων μέσων ενημέρωσης από μυστικά κονδύλια ερευνήθηκαν από τις δικαστικές Αρχές, αλλά ουδέποτε επιβεβαιώθηκαν «λόγω παντελούς έλλειψης στοιχείων, έστω και ενδεικτικών» στα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών.[12]
Το τέλος
Το 2004, το Αντί ενεπλάκη σε δικαστική διαμάχη εξαιτίας ενός ειρωνικού σχολίου που δημοσίευσε το περιοδικό με στόχο τον συλλέκτη έργων τέχνης Βλάση Φρυσίρα. Επειδή ο Χρήστος Παπουτσάκης αρνήθηκε να αποκαλύψει τον συντάκτη του σχολίου, η διαμάχη έφτασε στα δικαστήρια και ο ιδιοκτήτης του περιοδικού καταδικάστηκε ερήμην, το 2007, να καταβάλει αποζημίωση στον Φρυσίρα το ποσό των 81.000 ευρώ.[13] Τον επόμενο χρόνο, λόγω οικονομικών δυσκολιών και βαρειάς ασθένειας του εκδότη[14], το περιοδικό οδηγήθηκε στο οριστικό κλείσιμο στις 11 Απριλίου του 2008.
↑Καρασαββίδου, Ελένη (26 Απριλίου 2008). «Τα σημαντικά πρόσωπα του περιοδικού Αντί. Ένας κύκλος έκλεισε, μια αριστερή συνείδηση ζει». Η Εποχή (Αθήνα) (Σημ.: Στο άρθρο αυτό αναφέρεται λανθασμένα πως το Αντί κυκλοφόρησε ξανά τον «Γενάρη του 74».).