Ο Λουκιανός ήταν Σύρος στην καταγωγή. Γεννήθηκε στα Σαμόσατα, πρωτεύουσα της Κομμαγηνής, στον άνω Ευφράτη της Συρίας, γύρω στο 125 μ.Χ. Εκεί έλαβε τη στοιχειώδη εκπαίδευση και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Επειδή είχε δείξει από μικρός κάποιο ταλέντο στην τέχνη, οι γονείς του τον έστειλαν μαθητευόμενο σε κάποιο θείο του γλύπτη. Η μαθητεία του δεν κράτησε πολύ· ο νεαρός Λουκιανός έσπασε από αδεξιότητα μια πλάκα και ο θείος του τον επέπληξε αυστηρά. Έτσι, εγκατέλειψε το εργαστήρι του θείου του και επέστρεψε στο σπίτι των γονέων του.[7]
Η έντονη φιλομάθειά του τον έκανε να στραφεί στα γράμματα (στο έργο του Περὶ τοῦ ἐνυπνίου αφηγείται πώς ενισχύθηκε αυτή του η απόφαση μετά από όνειρο που είδε τη νύχτα της επιστροφής του στο σπίτι). Αφού μελέτησε τα ελληνικά, ξεκίνησε να μάθει τη ρητορική τέχνη στις ρητορικές σχολές της Ιωνίας.[8] Στην Αντιόχεια άσκησε τη δικανική ρητορεία,[9] που θεωρούνταν το κατώτερο είδος ρητορικής. Στη Σμύρνη σπούδασε τη σοφιστική (ή επιδεικτική) ρητορική, κυρίως ως μέσον προσπορισμού χρημάτων.[10] Κατόπιν άρχισε να ταξιδεύει, επιδεικνύοντας τις ρητορικές του ικανότητες, σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας, της Ελλάδας,[11] της Ιταλίας και της Γαλατίας.
Ωστόσο, δεν έμενε ικανοποιημένος με τη ρητορική, και τελικά απογοητεύτηκε, θεωρώντας τη ρηχή. Σε ηλικία 40 ετών, παράτησε την τέχνη του σοφιστή και στράφηκε στη φιλοσοφία.[12] Σημαντική επίδραση είχε πάνω του η διδασκαλία του Πλατωνικού φιλοσόφου Νιγρίνου, τον οποίον εθαύμαζε.[13] Πνεύμα κατεξοχήν ανήσυχο, εντρύφησε σχεδόν σε όλες τις φιλοσοφικές σχολές, αλλά τα φιλοσοφικά ρεύματα των Επικούρειων και των Κυνικών ήταν που προσέλκυσαν κυρίως τη συμπάθειά του. Θαύμαζε τη στάση ζωής των κυνικών φιλοσόφων, πράγμα που αντανακλάται στους χαρακτήρες πολλών διαλόγων του. Αντίθετα, αντιπαθούσε σφόδρα τους Στωϊκούς, ίσως για την πασίγνωστη τάση τους να ανακατεύονται στην πολιτική, το πομπώδες ύφος τους και τον δογματισμό τους.
Γενικά, ο Λουκιανός απεχθανόταν τους δογματισμούς, την αδιαλλαξία και τις ακραίες φιλοσοφικές διαμάχες, όπως και την επιτηδευμένη γλώσσα και τα σοφίσματα. Στον διάλογό του Ερμότιμος ή Περί αιρέσεων, καυτηριάζει τον δογματικό τρόπο σκέψης και την όλη ψυχολογία του "οπαδού" μιας σχολής, ενός ρεύματος ή μιας πίστης.
Το 165 μ.Χ. εγκαταστάθηκε στην Αθήνα,[14] την "πρωτεύουσα του πνεύματος" της εποχής εκείνης. Εκεί ανέπτυξε τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής του, χρησιμοποιώντας κατά κόρον τον λιτό και απέριττο διάλογο και τη χαριτολογία. Τα έργα του έχουν ένα κωμικό, πειρακτικό ύφος, που είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του γνώρισμα. Συχνά όμως, ιδιαίτερα προς το τέλος της ζωής του, ο λόγος του γεμίζει με πικρία και σαρκασμό.
Καλλιέργησε σχέσεις με ισχυρούς ανθρώπους[15] και γύρω στο 171 μ.Χ. ο Λουκιανός έφυγε από την Αθήνα, για να αναλάβει μια αξιόλογη και καλά αμειβόμενη θέση στον δικαστικό κλάδο της αυτοκρατορικής διοίκησης της Αιγύπτου, με προοπτικές για προαγωγή σε ανώτερες διοικητικές θέσεις.[16] Πάντως οι ελπίδες του Λουκιανού για σταδιοδρομία στη δημόσια διοίκηση δεν επαληθεύτηκαν, καθώς η θητεία του επάρχου C. Calvisius Statianus, που τον είχε καλέσει στη θέση αυτή τερματίστηκε απότομα με την αποτυχία της επανάστασης του C. Avidus Cassius (στην οποία συμμετείχε και ο έπαρχος) το καλοκαίρι του 175 μ.Χ. οπότε ο Λουκιανός θα πρέπει τότε να επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα.
Η τελευταία χρονολογική ένδειξη για τη ζωή του είναι το έτος 180 μ.Χ., κατά το οποίο πέθανε ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος, γεγονός που υποδηλώνεται στον Αλέξανδρος ή Ψευδόμαντις.[17] Ο θάνατός του Λουκιανού θα πρέπει να τοποθετηθεί λίγα χρόνια αργότερα, κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Κομμόδου (180-192 μ.Χ.
Η φιλοσοφία στην εποχή του Λουκιανού
Ο Λουκιανός έζησε σε μια εποχή κατά την οποία δεν αναπτύχθηκαν εντελώς καινούργιες φιλοσοφικές τάσεις, οι παλαιότερες όμως σχολές φιλοσοφίας εξακολούθησαν να υπάρχουν και να ασκούν σημαντική επίδραση στην πνευματική ζωή του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Οι γνωστές φιλοσοφικές επιλογές και σχολές πυθαγόρειοι, πλατωνικοί, κυνικοί, περιπατητικοί, σκεπτικιστές, επικούρειοι, στωικοί, συνέχιζαν τη δράση και τη διδασκαλία τους, αλλά με την ευρεία διάδοση των διαφόρων απόψεων άρχισε να παρουσιάζεται το φαινόμενο του εκλεκτικισμού, δηλαδή η τάση να υιοθετεί κανείς επιμέρους απόψεις από διαφορετικές φιλοσοφικές σχολές, επιλέγοντας τις διδασκαλίες που τον ικανοποιούν και τον εκφράζουν.[18]
Αυτοχαρακτηρισμός
Όταν τον ρωτά η φιλοσοφία ποιο είναι το όνομά του, απαντά: «Παρρησιάδης Αληθίωνος του Ελεγξικλέους»[19] και αμέσως παρακάτω λέει: «Μισαλαζών ειμι και μισογόης και μισοψευδής και μισότυφος και μισώ παν το τοιουτώδες είδος των μιαρών ανθρώπων», ενώ στη Θεών εκκλησία αναφέρει: «Αξιώνω, Δία, να μου επιτρέψεις να μιλήσω με παρρησία. Δεν θα μπορούσα άλλωστε να μιλήσω διαφορετικά·... Επικρίνω τα πάντα και λέω φανερά την άποψή μου, χωρίς να φοβάμαι κανένα ή να αποκρύπτω τη γνώμη μου από ντροπή. Έτσι οι πολλοί με θεωρούν ιδιαίτερα δυσάρεστο και εκ φύσεως συκοφάντη και με αποκαλούν δημόσιο κατήγορο».[20]
Ύφος και θεματολογία
Το πιο εκπληκτικό σχετικά με τον τρόπο γραφής του Λουκιανού είναι το πόσο έντεχνα χειρίζεται την ελληνική γλώσσα. Διακρίνεται για τη διαύγεια και την παραστατικότητα του ύφους του, ιδιαίτερα στις περιγραφές.[21]
Ωστόσο, ο Λουκιανός δεν περιορίζεται στο να μιμείται τη φόρμα και τους εκφραστικούς τρόπους των συγχρόνων του και των παλαιότερων συγγραφέων. Από νωρίς αναπτύσσει ένα ιδιαίτερα προσωπικό και αναγνωρίσιμο είδος λόγου.
Χρησιμοποιεί κατά κόρον τον διάλογο για να σατιρίσει, να καυτηριάσει και να αναπτύξει τα θέματα που τον απασχολούν. Είναι ένας διάλογος λιτός και γεμάτος χαριτολογίες, απαλλαγμένος από τα περίτεχνα και πομπώδη σχήματα λόγου που συναντά κανείς συχνά σε φιλοσοφικούς διαλόγους. Ο Λουκιανός απεχθάνεται την εξεζητημένη χρήση της γλώσσας, τα παραφορτωμένα ρητορικά σχήματα, τη σοβαροφάνεια και την άμετρη χρήση της Αττικής διαλέκτου (υπεραττικισμός), και δεν χάνει ευκαιρία να τα σατιρίσει. Στα έργα του συχνά χλευάζει τους φιλοσόφους και τους ρήτορες για τον γεμάτο στόμφο λόγο τους, αντλώντας πιθανότατα και από τα προσωπικά του βιώματα ως ρήτορα κατά τη νεότητά του. Μια ακόμη τολμηρή καινοτομία του Λουκιανού είναι ότι ανέμειξε πεζό με ποιητικό λόγο. Οι διάλογοί του συχνά διανθίζονται με εκλεκτά ποιητικά αποσπάσματα και παροιμιώδεις φράσεις, που δίνουν ζωντάνια στη ροή του κειμένου.
Ο λόγος του Λουκιανού είναι αιχμηρός και διεισδυτικός. Με μεγάλη οξύνοια αποκαλύπτει και καυτηριάζει τα σφάλματα των συγχρόνων του: τη διαφθορά των ηθών, την κενοδοξία των φιλοσόφων, τη σχολαστικότητα των γραμματικών καθώς και τη δεισιδαιμονία και τη μωρία του απλού λαού. Απέναντι σε όλα τούτα τοποθετεί το ελληνικό ιδεώδες, τη λογική και το μέτρον ως φιλοσοφημένη στάση ζωής.[22]
Παρότι αντιπαθούσε την αστρολογία (βλ. Ἀλέξανδρος ή Ψευδόμαντις) και τις νέες μυστικιστικές τάσεις της εποχής του, ο σκεπτικισμός του κατευθύνεται κυρίως κατά της λαϊκής δεισιδαιμονίας και της παραδοσιακής θρησκείας. Την τελευταία την αντιμετωπίζει με ορθολογικό πνεύμα. Συχνά ειρωνεύεται τις υπερβολές της μυθολογίας, όπως αυτή εκφράζεται στην ποίηση, και δε διστάζει να θίξει ακόμη και "ιερά τέρατα" της ποιητικής παράδοσης, όπως ο Όμηρος. Στην τάση του προς απομυθοποίηση είναι εμφανείς οι επιρροές που δέχτηκε από την Επικούρεια φιλοσοφία.
Συχνά καταλογίζεται στον Λουκιανό ότι ασκεί κριτική χωρίς ουσιαστικά να προτείνει λύσεις, ότι "γκρεμίζει" χωρίς να οικοδομεί κάτι νέο στη θέση των αξιών που αποκαθηλώνει. Μπορεί ωστόσο να υποστηρίξει κανείς ότι με την κριτική του οδηγεί τον αναγνώστη σε μια πιο σοβαρή και υπεύθυνη στάση ζωής, στην πορεία για την εξεύρεση λύσεων.
Έργα του Λουκιανού
Σήμερα, αποδίδονται στον Λουκιανό 82 βιβλία,[23] μερικά από τα οποία θεωρούνται νόθα ή αμφισβητούμενα, ενώ το έργο του Σώστρατος που αναφέρεται ότι έχει γράψει στο «Δημώνακτος βίος» δεν σώζεται. Στο έργο του, κυριαρχούν οι διάλογοι. Ανάλογα με τη φύση τους, τα έργα του κατατάσσονται στις παρακάτω κατηγορίες:
Μελέτες ή επιδεικτικοί λόγοι
Αυτά είναι έργα που έγραψε ο Λουκιανός κατά την περίοδο που ασκούσε τη ρητορική, και γενικά δεν είναι αντιπροσωπευτικά του ύφους που ανέπτυξε αργότερα. Αυτά είναι:
Αυτοί διαιρούνται σε πολλές κατηγορίες, ανάλογα με το ύφος, το περιεχόμενο και την περίοδο που γράφτηκαν.
1. Αρχικά, έχουμε κωμικούς και σατιρικούς διαλόγους, που διακωμωδούν την ανθρώπινη ευπιστία και δεισιδαιμονία, τη λαϊκή πίστη στους θεούς, τις φιλοσοφικές διενέξεις μεταξύ των διαφόρων σχολών και την απάτη των σοφιστών. Τέτοιοι διάλογοι είναι:
2. Άλλοι διάλογοι αφορούν φιλοσοφικά θέματα ή την ίδια τη φιλοσοφία και τον τρόπο που ασκείται από τους φιλοσόφους. Σε δύο μόνον διαλόγους ο Λουκιανός στάθηκε ευνοϊκός απέναντι σε φιλοσόφους που τον γοήτεψαν:
Νιγρίνος
Δημώνακτος βίος
Στην πλειονότητα των διαλόγων, οι δάσκαλοι της φιλοσοφίας γελοιοποιούνται ανελέητα:
Μεγαλύτερο βάθος και σοβαρότητα έχει ο διάλογός του Ἑρμότιμος, όπου κατακρίνει τον δογματικό τρόπο σκέψης. Ο διάλογος Κυνικός είναι πολύ υποδεέστερος, σε βαθμό να εκφράζεται η άποψη ότι δεν γράφτηκε από τον Λουκιανό. Άλλοι διάλογοι της κατηγορίας αυτής είναι:
3. Έχουμε επίσης τους Ἑταιρικούς διαλόγους, δηλ. διαλόγους μεταξύ εταιρών. Αυτοί είναι ανάλαφροι και χαρακτηρίζονται από την έμφαση σε "καθημερινά" ζητήματα και ασχολίες - τα "μικροπράγματα" της ζωής, θα μπορούσαμε να πούμε. Ο Λουκιανός βάζει την καθημερινότητα στο "μικροσκόπιο" και την εξετάζει με ιδιαίτερα κριτικό, αλλά αυτή τη φορά καλοσυνάτο, πνεύμα. Άλλοι παρόμοιοι διάλογοι είναι:
4. Τέλος, έχουμε διαλόγους που χαρακτηρίζονται από έντονη πικρία και δηκτικότητα, οι οποίοι γράφτηκαν κυρίως προς το τέλος της ζωής του. Εδώ ο Λουκιανός, υιοθετώντας το παρατσούκλι Λυκίνος, γίνεται και ο ίδιος πρόσωπο του διαλόγου και επιτίθεται προσωπικά σε συγκεκριμένα άτομα. (Το παρωνύμιο αυτό το χρησιμοποιεί και στον Ἑρμότιμο). Τέτοιοι διάλογοι είναι:
Ψευδοσοφιστής
Λεξιφάνης
Εὐνοῦχος
Δραπέται
Φιλοψευδής
Επιστολές
Πρόκειται για έργα με τη μορφή επιστολής που γράφτηκαν από τον Λουκιανό κατά την ώριμη ηλικία του και στηλιτεύουν πρόσωπα και καταστάσεις. Σ' αυτή την κατηγορία ανήκουν:
Ο Λουκιανός ήταν ένας από τους πρώτους μυθιστοριογράφους του δυτικού πολιτισμού. Στο Ἀληθῆ διηγήματα, ένα φανταστικό αφηγηματικό έργο γραμμένο σε πεζό λόγο, παρωδεί μερικές από τις φανταστικές ιστορίες που είπε ο Όμηρος στην Οδύσσεια και επίσης τις μη φανταστικές ιστορίες του ιστορικού Θουκυδίδη. Προείδε και περιέγραψε θέματα σύγχρονης επιστημονικής φαντασίας, όπως τα ταξίδια στη Σελήνη και την Αφροδίτη, την εξωγήινη ζωή, τον διαπλανητικό πόλεμο και την τεχνητή ζωή, σχεδόν δύο χιλιετίες πριν από τον Ιούλιο Βερν και τον Χ. Τζ. Γουέλς. Το μυθιστόρημα θεωρείται ως το παλαιότερο γνωστό έργο επιστημονικής φαντασίας.
Το βιβλίο ξεκινά με μια αναφορά ότι η ιστορία δεν είναι «αληθινή» και ότι όλα σε αυτήν είναι, στην πραγματικότητα, ένα πλήρες και απόλυτο ψέμα. Η αφήγηση ξεκινά με τον Λουκιανό και τους συνταξιδιώτες του να ταξιδεύουν έξω από τους Στύλους του Ηρακλή. Έχοντας βγει από την πορεία τους, εξαιτίας μιας καταιγίδας, έρχονται σε ένα νησί με ένα ποτάμι κρασιού γεμάτο ψάρια και αρκούδες, κάτι που δείχνει ότι ο Ηρακλής και ο Διόνυσος έχουν ταξιδέψει σε αυτό το σημείο, και δέντρα που μοιάζουν με γυναίκες. Λίγο μετά την αναχώρησή τους από το νησί, τους πιάνει ένας ανεμοστρόβιλος, σηκώνει το πλοίο ψηλά στην ατμόσφαιρα και τους μεταφέρει στη Σελήνη, όπου βρίσκονται μπλεγμένοι σε έναν πόλεμο πλήρους κλίμακας μεταξύ του βασιλιά της Σελήνης και του βασιλιά του Ήλιου για τον αποικισμό της Αφροδίτης. Και στους δύο στρατούς υπήρχαν παράξενες υβριδικές μορφές ζωής. Οι στρατοί του Ήλιου, μετά από μάχες με εναλλαγές στο αποτέλεσμα, κέρδισαν τον πόλεμο χτίζοντας ένα ουράνιο τείχος που εμπόδιζε το φως του Ήλιου και έριξε ολικό σκοτάδι στη Σελήνη (εμφανής παρωδία της έκλειψης Σελήνης). Ακολούθως και οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία ειρήνης. Ο Λουκιανός στη συνέχεια περιγράφει τη ζωή στη Σελήνη και πώς διαφέρει από τη ζωή στη Γη.
Μετά την επιστροφή στη Γη, οι ταξιδιώτες καταπίνονται από μια φάλαινα μήκους άνω των 1.500 σταδίων, δηλαδή 300 χιλιομέτρων, στην κοιλιά της οποίας ανακαλύπτουν μια ποικιλία ανθρώπων ψαριών, τους οποίους πολεμούν και θριαμβεύουν. Σκοτώνουν τη φάλαινα ανάβοντας μια φωτιά και δραπετεύουν αφήνοντας το στόμα της ανοιχτό. Στη συνέχεια, συναντούν μια θάλασσα από γάλα, ένα νησί από τυρί και τη νήσο των Μακάρων. Εκεί, ο Λουκιανός συναντά τους ήρωες του Τρωικού Πολέμου, άλλους μυθικούς ανθρώπους, όπως επίσης τον Όμηρο και τον Πυθαγόρα. Βρίσκουν τους αμαρτωλούς να τιμωρούνται, με τους χειρότερους να είναι αυτοί που είχαν γράψει βιβλία με ψέματα και φαντασιώσεις, μεταξύ των οποίων ο Ηρόδοτος και ο Κτησίας. Αφού άφησαν το Νησί, παρέδωσαν ένα γράμμα στην Καλυψώ που τους είχε δώσει ο Οδυσσέας εξηγώντας ότι θα ήθελε να είχε μείνει μαζί της για να μπορούσε να ζήσει αιώνια. Στη συνέχεια ανακαλύπτουν ένα χάσμα στον Ωκεανό, αλλά τελικά πλέουν γύρω του, και ανακαλύπτουν μια μακρινή ήπειρο, την οποία αποφασίζουν να εξερευνήσουν. Το βιβλίο τελειώνει απότομα με τον Λουκιανό να δηλώνει ότι οι μελλοντικές τους περιπέτειες θα περιγραφούν σε επόμενες συνέχειες, μια υπόσχεση που ένας απογοητευμένος σχολάρχης περιέγραψε ως «το μεγαλύτερο ψέμα όλων».
Στην Παλατινή Ανθολογία σώζονται περί τα σαράντα επιγράμματα επιγραφόμενα με το όνομα του Λουκιανού, αλλά πολλά απ' αυτά αμφισβητούνται.
Νόθα έργα
Γενικά θα πρέπει να ειπωθεί ότι στην αντιμετώπιση του βασικού αυτού προβλήματος χρειάζεται επιφυλακτικότητα. Την υπόδειξη αυτή έχει κάμει και ο Ιωάννης Συκουτρής[32]: «Αλλά και από παραδόσεως δεν επιτρέπεται να απομακρυνθώμεν χωρίς ισχυρά και αναντίλεκτα επιχειρήματα». Στα νόθα εντάσσονται σχεδόν ομόφωνα[33] τα έργα:
Αλκυών ή Περί μεταμορφώσεως
Δημοσθένους ἐγκώμιον
Κυνικός
Μακρόβιοι
Περὶ ἀστρολογίας
Φιλόπατρις ή Διδασκόμενος
Χαρίδημος
Ἔρωτες
Μερικοί αμφισβητούν τη γνησιότητα και άλλων έργων, όπως:
Ο Λουκιανός ήταν ένας αποστάτης της σοφιστικής. Και όχι μονάχα αυτό. Αποστάτης έγινε και ο Δίων ο Χρυσόστομος, αλλά ο Φιλόστρατος τον βιογραφεί με τα επαινετικότερα λόγια.[35] Όμως Ο Λουκιανός γελοιοποίησε όσο μπορούσε τη σοφιστική που είχε απαρνηθεί. Η θέση του είναι στην ιστορία της σάτιρας και όχι της σοφιστικής. Η σιωπή συνεχίζεται ως το τέλος των αρχαίων χρόνων. Μικρές αναφορές κάνουν ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης και ο Ευνάπιος. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός που έγραψε τα σατιρικά Αντιοχικός ή Μισοπώγων και Συμπόσιον ή Καίσαρες είχε ενδιαφερθεί για το έργο του Λουκιανού.
Άξιος μιμητής του Λουκιανού υπήρξε ο Θεόδωρος Πρόδρομος ή Πτωχοπρόδρομος (πρώτο μισό του 12ου αιώνα), που εκτός από τα άλλα έγραψε και σατιρικά ποιήματα και σατιρικούς διαλόγους. Η μίμηση του Λουκιανού είναι πολύ φανερή στους διαλόγους Αμάραντος ή Γέροντος έρωτες και Βίων πράσις ποιητικών και πολιτικών.[36] Από τις σημαντικότερες και γνωστότερες απομιμήσεις του Λουκιανού είναι οι σάτιρες Τιμαρίων ή Περί των κατ΄αυτόν παθημάτων (του 12ου αιώνα). Και οι δύο μιμούνται τη λουκειάνεια Νεκυομαντία.[37]
Όμως η πλατύτερη και βαθύτερη επίδραση του Λουκιανού άρχισε από τους αιώνες της Αναγέννησης. Ο σατιρικός των Σαμοσάτων μεταφέρθηκε τότε πλησίστιος από τη βυζαντινή Ανατολή στην ουμανιστική Δύση. Τον 15ο αιώνα έγιναν οι πρώτες μεταφράσεις έργων του Λουκιανού. Τα μεταφράζουν ονομαστοί Ιταλοί ουμανιστές, όπως ο Lapo di Castilioncio, ο G.F. Poggio, ο Guarino της Βερόνας κ.α. Αλλά το όνομα του Λουκιανού συνδέθηκε και με τους δυο διασημότερους του Ουμανισμού των χρόνων αυτών, με τον Ολλανδό Έρασμο και τον Άγγλο Τόμας Μουρ. Από νωρίς και οι δυο έδειξαν ιδιαίτερη προτίμηση στα έργα του αρχαίου σατιρικού. Ο Έρασμος μετέφρασε στα λατινικά σε συνεργασία με τον Τόμας Μουρ πολλά έργα του Λουκιανού μεταξύ των οποίων τον Αποκηρυττόμενο και τον Τυραννοκτόνο. Ο Λουκιανός είχε τεράστια, ευρεία επίδραση στη δυτική λογοτεχνία. Έργα εμπνευσμένα από τα γραπτά του, περιλαμβάνουν την Ουτοπία του Τόμας Μουρ, τα έργα του Φρανσουά Ραμπελαί, τον Τίμωνα τον Αθηναίο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ και Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ του Τζόναθαν Σουίφτ.
Και στη Ρωσία υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα έργα του Λουκιανού. Είχαν αρχίσει να τα μελετούν και να τα μεταφράζουν στα ρωσικά. Πρώτος μετέφρασε έναν Νεκρικό διάλογο ο ονομαστός επιστήμονας και συγγραφές Μιχαήλ Λομονόσοφ (1711-1765). Μεταφράσεις των Νεκρικών διαλόγων δημοσιεύονται στα σατιρικά περιοδικά του 18ου αιώνα. Η μεταφραστική αυτή δραστηριότητα για την πλατύτερη διάδοση των έργων του Λουκιανού συνεχίστηκε και στον επόμενο αιώνα και συνεχίζεται έως τις μέρες μας (εκδόσεις μεταφρασμένων έργων του 1915, του 1920, του 1935, του 1955)[38]
Η επίδραση του Λουκιανού στην τέχνη
Στο Περί του οίκου έργο του περιέχονται και ενδιαφέρουσες αισθητικές απόψεις[39] όπου περιγράφονται για μια αίθουσα διαλέξεων (auditorium) οι αναλογίες της, η ακουστική, ο φωτισμός της, ο διάκοσμος της οροφής, η λάμψη των χρωματικών συνδυασμών, τα ιριδίσματα πάνω στην ουρά του παγωνιού, που καμαρώνει σε λιβάδι ανθόσπαρτο και προπαντός οι τοιχογραφίες με έντονη καλλιτεχνική ευαισθησία και σωστή ζωγραφική όραση.
^α: Το 1906 ο Rudolf Helm υποστήριξε[44] ότι ο Λουκιανός ήταν απλώς ένας δουλικός μιμητής του Μενίππου, και η άποψή του έγινε ευρύτατα γνωστή, επειδή ο συγκεκριμένο Γερμανός φιλόλογος ήταν και ο συντάκτης του λήμματος για τον Λουκιανό (1927) σε ένα πολύ σημαντικό και παγκόσμια γνωστό εγκυκλοπαιδικό λεξικό αρχαιογνωσίας, τη: Realencyklopädie der classischen Altertums-wissenschaft. Τη θέση αυτή την αντέκρουσε με πολύ πειστικά επιχειρήματα η Barbara McCarthy το 1934, δείχνοντας ότι ο Μένιππος δεν ήταν παρά μόνο ένας από τους πολλούς αρχαιότερους συγγραφείς που ο Λουκιανός αξιοποίησε στη σύνθεση του έργου του.[45]
↑Paul of Samosata, Zenobia and Aurelian: The Church, Local Culture and Political Allegiance in Third-Century Syria Author(s): Fergus Millar Source: The Journal of Roman Studies (1971), τ. 61, σελ. 1-17
↑Βάγγος Παπαϊωάννου, Λουκιανός «Ο μεγαλύτερος σατυρικός της αρχαιότητας», Θεσσαλονίκη 1976.
↑«B.P.MacCarthy, Lucian and Menippus, περ. «Yale Classical Studies», 1934
Βιβλιογραφία
Croiset, Maurice. Essai sur la vie et les oeuvres de Lucien, Παρίσι 1882.
Bompaire, Jacques. Lucien écrivain: imitation et création [Ο συγγραφέας Λουκιανός: μίμηση και δημιουργία], Παρίσι: De Boccard, 1958.
Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ. Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Ελλ. μετ. Αντρέας Σαραντόπουλος και Διονυσία Μπιτζιελέκη. 3 τόμ. Αθήνα: Κέδρος, 1957-1961.