Ο Χάακον Μάγκνουσον (Håkon VI Magnusson, 1340 -1380) ήταν βασιλιάς της Νορβηγίας (ως Χάακον ΣΤ΄) από το 1343 μέχρι τον θάνατό του και βασιλιάς της Σουηδίας μεταξύ 1362 και 1364. Αναφέρεται μερικές φορές ως «Χάακον Μάγκνουσον ο νεώτερος» για να διακρίνεται από τον προπάππου του, Χάακον Ε΄ που βασίλεψε τα έτη 1299-1319)[4].
Ο Χάακον ήταν ο νεότερος γιος του Μάγκνους Δ΄ της Σουηδίας (Magnus Eriksson), βασιλιά της Νορβηγίας και της Σουηδίας. Ο μεγαλύτερος αδελφός του, Έρικ ΙΒ' της Σουηδίας, επρόκειτο να διαδεχτεί τον πατέρα του στον θρόνο της Σουηδίας, ενώ ο Χάακον έγινε βασιλιάς της Νορβηγίας ενώ ο πατέρας του ήταν εν ζωή. Ο Μάγκνους ευνόησε σε μεγάλο βαθμό τον Χάακον έναντι του Έρικ, πράγμα που οδήγησε στην εξέγερση του τελευταίου και την κατάληψη της Νότιας Σουηδίας. Ο Έρικ πέθανε το 1359 και ο Χάακον έγινε συγκυβερνήτης της Σουηδίας με τον πατέρα του τρία χρόνια αργότερα. Οι δυο τους βασίλευσαν στη Σουηδία μαζί μέχρι το 1364, οπότε εκθρονίστηκαν υπέρ του ανιψιού (από αδελφή) του Μάγκνους, Αλβέρτου, από κλίκα εξόριστων Σουηδών ευγενών με επικεφαλής τον Μπο Γιόνσον Γκριπ. Ο Μάγκνους και ο Χάακον προσπάθησαν να ξαναπάρουν τον σουηδικό θρόνο, αλλά χωρίς επιτυχία[5].
Το 1363 ο Χάακον παντρεύτηκε τη Μαργαρίτα, κόρη του Βάλντεμαρ Δ΄ της Δανίας. Ο γάμος, ένας σημαντικός σταθμός στη σκανδιναβική πάλη για την εξουσία, οδήγησε στη γέννηση ενός γιου, του Όλαφ. Οι συνεχείς συγκρούσεις του Χάακον με τον πεθερό του έληξαν μόνο με τον θάνατο του τελευταίου το 1375. Ο Χάακον άδραξε την ευκαιρία να εκλεγεί ο γιος του διάδοχος του Βάλντεμαρ, παρά τις αξιώσεις των συγγενών του ίδιου και της γυναίκας του από το Μεκλεμβούργο.
Μετά τον θάνατό του το 1380 τον διαδέχθηκε ο Όλαφ, με τη Μαργαρίτα ως αντιβασιλέα. Ο Όλαφ πέθανε άτεκνος επτά χρόνια αργότερα και η χήρα του Χάακον διεκδίκησε την εξουσία και στα τρία σκανδιναβικά βασίλεια ως η πρώτη γυναίκα μονάρχης τους.
Πρώτα χρόνια
Ο Χάακον γεννήθηκε το 1340 (πιθανώς στα μέσα Αυγούστου), πιθανότατα στη Σουηδία, αν και η ακριβής ημερομηνία και τοποθεσία της γέννησής του παραμένει άγνωστη.[5][6] Ήταν ο νεότερος γιος του Μάγκνους Έρικσον, βασιλιά της Σουηδίας και της Νορβηγίας, και της Λευκής του Ναμύρ.[7] Ο μεγαλύτερος αδελφός του Eρικ ήταν αντίπαλος βασιλιάς της Σουηδίας εναντίον του πατέρα τους μεταξύ 1356 και 1359. Ο Χάακον και η πατρική οικογένειά του ανήκαν στον Σουηδικό Οίκο του Μπγιέλμπο, που είχε διαδεχθεί τον Οίκο του Έρικ στη Σουηδία και τον Οίκο του Σβέρε στη Νορβηγία. Ο Χάακον ήταν δισέγγονος του Χάακον Ε΄ της Νορβηγίας από τη μοναδική νόμιμη κόρη του Ίνγκεμποργκ[8][9] και θεωρήθηκε αποδεκτός κληρονόμος του θρόνου από τους Νορβηγούς ευγενείς. Αλλος σημαντικός πρόγονος του Χάακον, από τον εκ πατρός προπάππο του Έρικ Μάγκνουσον, δούκα του Σάντερμανλαντ ήταν ο Μάγκνους Γ΄ της Σουηδίας.[10][11]
Ανάρρηση στη Νορβηγία
Ο Χακόν ανατράφηκε στη Νορβηγία,[6] ώστε να προετοιμαστεί ως νεαρός πρίγκιπας για να κυβερνήσει αργότερα το βασίλειο ο ίδιος. Στις αρχές του φθινοπώρου του 1343 τα πιο εξέχοντα μέλη του Νορβηγικού Συμβουλίου του Βασιλείου παραβρέθηκαν σε μια συνάντηση με τον Μάγκνους στο Κάστρο Βάρμπεργκ. Στις 15 Αυγούστου 1343 εστάλησαν επιστολές σε ολόκληρη τη Νορβηγία και τη Σουηδία, που ανακοίνωναν ότι ο Βασιλιάς και το Συμβούλιο είχαν αποφασίσει να τοποθετήσουν τον Χάακον στον θρόνο της Νορβηγίας.[5][6][12]
Μόλις ένα χρόνο αργότερα εκπρόσωποι των πόλεων και γενικά του λαού συγκεντρώθηκαν στο Κάστρο Μπόχους, όπου χαιρέτισαν τον Χάακον ως βασιλιά τους και έδωσαν όρκο αιώνιας υποτέλειας και υποταγής.[5][6] Αν και η συνάντηση στο Κάστρο Μπόχους σφυρηλατούσε ιστορικούς δεσμούς με την παλαιά αιρετή μοναρχία της Νορβηγίας, στα έγγραφα της ενθρόνισης που ενέκρινε το Συμβούλιο του Βασιλείου αναφερόταν ότι ο Χάακον θα κυβερνούσε μόνο τμήματα της Νορβηγίας και επίσης διατυπωνόταν προσεκτικά ότι θα εφαρμοζόταν ο Νορβηγικός Νόμος της Διαδοχής, αν δεν άφηνε κανένα νόμιμο γιο, εξασφαλίζοντας έτσι ότι θα διατηρείτο η κληρονομική μοναρχία.[5][6][12][13] Ο επόμενος στη σειρά για τον νορβηγικό θρόνο θα ήταν τότε ο μεγαλύτερος αδελφός του Eρικ και οι απόγονοί του, αλλά η διάταξη κατέστη ανενεργός όταν ο Eρικ πέθανε το 1359.[5] Οι συναντήσεις που έγιναν στα Κάστρα Βάρμπεργκ το 1343 και Μπόχους το 1344 επικυρώθηκαν αργότερα σε νέα συνάντηση στην πόλη του Μπέργκεν μόλις το 1350.[5]
Ο Μάγκνους παραιτήθηκε από τον νορβηγικό του θρόνο κάπου μεταξύ 8 και 18 Αυγούστου το 1355. Ο Χάακον θα κυβερνούσε τότε ως μοναδικός βασιλιάς στο βασίλειο, αν και ο πατέρας του εξακολούθησε να ασκεί τον έλεγχο της Νορβηγίας τα επόμενα χρόνια, αν και όχι πλέον κατ' όνομα.[5][6][12] Το πρώτο τεκμηριωμένο γεγονός στο οποίο ο Χάακον ενήργησε ως μοναδικός βασιλιάς και κυβερνήτης του βασιλείου του ήταν στις 22 Ιανουαρίου 1358, όταν έστειλε επιστολή έγκρισης των προνομίων της πρωτεύουσας του Όσλο[5]. Η Νορβηγία το 1355 χωρίστηκε στην πραγματικότητα μεταξύ του Χάακον και του Μάγκνους: ο δεύτερος είχε ζητήσει συγκεκριμένα τα εδάφη του Χολόγκαλαντκαι τα Νορβηγικά νησιά στη Βόρειο Θάλασσα κατά τη συνάντηση επικύρωσης στο Μπέργκεν το 1350. Ο Μάγκνους επιπλέον κράτησε τα εδάφη του Τένσμπεργκ και του Σίεν και ήταν επίσης ο πραγματικός ηγεμόνας στα εδάφη του Μπόργκαρ και στο μεγαλύτερο μέρος του Μπόχουσλεν, που ήταν προσωπικά φέουδα της Βασίλισσας Λευκής. Εξαιτίας αυτών το βασίλειο του Μάγκνους επικεντρωνόταν στα νοτιοανατολικά, απέναντι στη σημαντική Νοτιοσουηδική ύπαιθρο και τη Σουηδική επαρχία Σκάνια.[5][14]
Ανάρρηση στη Σουηδία
Ως βασιλιάς ο Χάακον σύρθηκε αμέσως στην εσωτερική διαμάχη του πατέρα του στη Σουηδία, όπου μια αυξανόμενη σύγκρουση τελικά είχε ξεσπάσει σε ανοιχτό πόλεμο. Ο Eρικ ήταν δυσαρεστημένος με τον πατέρα του, πιθανότατα επειδή δεν τον είχε κάνει μέλος του Σουηδικού Συμβούλιου του Βασιλείου και λόγω της προτίμησης που ο Μάγκνους έδειχνε προς τον μικρότερο γιο του.[15] Με τον Eρικ ως ενοποιό μορφή, ένα μέρος των πιο ισχυρών ευγενών της Σουηδίας εξεγέρθηκε ενάντια στην κυριαρχία του Μάγκνους. Η εξέγερση ήταν βραχύβια και οι Μάγκνους και Eρικ έκαναν ειρήνη μεταξύ τους ένα χρόνο μετά την έκρηξη της σύγκρουσης [16]. Ο Έρικ ΙΒ΄ αναδείχτηκε Βασιλιάς της Σουηδίας και έγινε συνηγεμόνας με τον πατέρα του στην ειρηνευτική συμφωνία που ακολούθησε. Ελαβε επίσης την κυριαρχία της νότιας Σουηδίας.[17] Όλα πήραν μια δραματική στροφή όταν ο Eρικ πέθανε ξαφνικά από την πανώλη το 1359. Σύμφωνα με την ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ πατέρα και μεγαλύτερου γιου το 1357 η σουηδική αριστοκρατία εκθρόνισε αμέσως τον Μάγκνους και εξέλεξε τον Χάακον ως Βασιλιά της Σουηδίας στην Ουψάλα στις 15 Φεβρουαρίου 1362. Το 1357 Ο Χάακον είχε ονομαστεί "Κύριος της Σουηδίας"[5], τίτλο που απέβαλε κατά την εκλογή του και αυτοανακηρύχθηκε "Βασιλιάς της Νορβηγίας και της Σουηδίας".[18][19]
Γάμος
Το 1359 η μικρότερη κόρη Βάλντεμαρ Δ΄ της ΔανίαςΜαργαρίτα αρραβωνιάστηκε τον Χάακον σε ένα γαμήλιο συμβόλαιο που προοριζόταν να είναι μέρος μιας μεγαλύτερης συνθήκης συμμαχίας μεταξύ του Μάγκνους και του Βάλντεμαρ.[5] Προβλεπόταν ότι ο Βάλντεμαρ θα βοηθούσε τον Μάγκνους στην προαναφερθείσα εξέγερση, που ξεκίνησε ο μεγαλύτερος γιος του Eρικ, εισβάλλοντας στην επαρχία της Σκάνιας, που είχε δοθεί από τον Χριστόφορο Β΄ της Δανίας πριν από τον θάνατό του το 1332 στον Μάγκνους και ήταν υπό Σουηδική κυριαρχία. Ο Βάλντεμαρ με τη σειρά του θα έπαιρνε το Κάστρο του Χέλσινγκμποργκ ως αποζημίωση γι'αυτή τη βοήθεια [20], αλλά τον Ιούνιο του 1359 ο Eρικ πέθανε απροσδόκητα από την πανώλη και ο Μάγκνους προσπάθησε να απαρνηθεί την υπόσχεσή του να επιστρέψει το Κάστρο στο Δανικό Στέμμα. Ο Βάλντεμαρ ήταν πολύ φιλόδοξος ηγεμόνας για να αφήσει το σχέδιό του ανασύστασης του Βασίλειου της Δανίας να αποτύχει και έτσι προχώρησε σε εισβολή στη Σκάνια το 1360 με τον μισθοφορικό στρατό του.[17] Οι δυνάμεις του κατέλαβαν γρήγορα την επαρχία και άρχισαν να πολιορκούν το Κάστρο του Χέλσινγκμποργκ, αναγκάζοντας τελικά τη σουηδική φρουρά να το παραδώσει. Με την κατάληψη του κάστρου ο Βάλντεμαρ απέκτησε ουσιαστικά τον έλεγχο όλης της Σκάνιας και όταν αποδείχθηκε αδύνατο για τον Μάγκνους να ανακτήσει την επαρχία με τη βία, αυτή επανήλθε στην κυριαρχία της Δανίας [21]. Η περαιτέρω διαμάχη μεταξύ των δύο βασιλείων ανέστειλε το γαμήλιο συμβόλαιο για μερικά χρόνια, ως ότου τα δύο μέρη τελικά συμφιλιώθηκαν το 1363. Ο Χάακον και η Μαργαρίτα παντρεύτηκαν εκείνη τη χρονιά στον Καθεδρικό Ναό της Κοπεγχάγης[22]. Ο γάμος αυτός θεωρήθηκε ευρέως τμήμα της διαπάλης για την εξουσία στις Βόρειες Χώρες[17].
Eπανάσταση στη Σουηδία
Το 1363 πρώην μέλη του Σουηδικού Συμβουλίου του Βασιλείου, με επικεφαλής τον Μπο Γιόνσον Γκριπ, έφθασαν στην αυλή του Δουκάτου του Μεκλεμβούργου-Σβερίν.[5][23][24] Οι Σουηδοί ευγενείς έπεισαν αμέσως τον Δούκα Αλβέρτο Β΄ του Μεκλεμβούργου, που είχε επιρροή στις υποθέσεις της Σουηδίας έχοντας παντρευτεί την αδελφή του Μάγκνους Ευφημία,[5][25][26] να παρέμβει εναντίον των Mάγκνους και Χάακον στη Σουηδία και να τους εκθρονίσει υπέρ του γιου του ίδιου και της Ευφημίας Αλβέρτου.[5][27] Το 1364 ο Δούκας Αλβέρτος εξασφάλισε στρατιωτική υποστήριξη από αρκετούς ισχυρούς ευγενείς της Βόρειας Γερμανίας και προχώρησε στην άμεση εισβολή και κατάκτηση της Σουηδίας και στη συνέχεια εγκατέστησε τον γιο του ως νέο βασιλιά.[5][28] Τον Νοέμβριο του 1365 ο Αλβέρτος ο νεότερος ανακηρύχθηκε επίσημα ως νέος βασιλιάς της Σουηδίας, αν και είχε ήδη στεφθεί στις 18 Φεβρουαρίου 1364.[5][6][23] Ο Mάγκνους προσπάθησε να καταφύγει με τον γιο του στη Νορβηγία, όπου σχεδίασαν αμέσως την ανακατάληψη της Σουηδίας.[29][30] Μετά την εισβολή δημιουργήθηκε μια προσωρινή εκεχειρία μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων μερών και, παρόλο που ο Χάακον και ο Mάγκνους είχαν χάσει τον έλεγχο μεγάλου μέρους της Σουηδίας, διατηρούσαν τον έλεγχο των σημαντικών επαρχιών Βεστεργκέτλαντ, Ντάλσλαντ και Βέρμλαντ [31].
Στις αρχές του 1365 ο Χάακον και ο Mάγκνους συγκέντρωσαν έναν μεγάλο στρατό στο Βεστεργκέτλαντ, αποτελούμενο κυρίως από Νορβηγούς αλλά και μεγάλο αριθμός Σουηδών από την εν λόγω επαρχία, και βάδισε κατά της γερμανοκρατούμενης πόλης της Στοκχόλμης. Στις 27 Φεβρουαρίου ο Χάακον εξέδωσε μια διακήρυξη εναντίον του Αλβέρτος του Μεκλεμβούργου και των υποστηρικτών του, ενθαρρύνοντας τον τοπικό πληθυσμό να εξεγερθεί εναντίον του Γερμανού σφετεριστή. Ο Νορβηγικός στρατός εισχώρησε στο Ούπλαντ μέσω του Βεστερός και συγκρούστηκε με τον Σουηδογερμανικό στρατό στην ολέθρια Μάχη του Γκατασκόγκεν, όπου οι Χάακον και Mάγκνους υπέστησαν συντριπτική ήττα και ο δεύτερος συνελήφθη από τους Γερμανούς για να παραμείνει κρατούμενος για έξι χρόνια.[6][32]
Η κύρια εξωτερική πολιτική του Χάακον ήταν τώρα να ανακτήσει τη Σουηδία από τους Γερμανούς και τον πατέρα του από την αιχμαλωσία. Εξακολουθούσε να κατέχει τη Δυτική Σουηδία και διαπίστωσε ότι θα μπορούσε να βασιστεί στην υποστήριξη πολλών ευγενών, που ήταν δυσαρεστημένοι με τους Γερμανούς. Ο πόλεμος μεταξύ Νορβηγίας και Σουηδίας συνεχίστηκε και ο Χάακον σύντομα χρειάστηκε συμμάχους. Συνήψε μια συμμαχία με τον Βασιλιά Βάλντεμαρ, πατέρα της συζύγου του, κάτι που αργότερα θα έστρεφε θεαματικά τη νορβηγική εξωτερική πολιτική προς τα ανατολικά, αντί για την παραδοσιακή δύση.[6][32][33][34] Μετά από μια ταραχώδη σύγκρουση και πόλεμο κατά των πόλεων της Βόρειας Γερμανίας και της Χανσεατικής Ένωσης ο Χάακον ήταν και πάλι ελεύθερος να στρέψει την προσοχή του στη Σουηδία και ξεκίνησε μια επιτυχημένη εκστρατεία εναντίον των εκεί Γερμανών. Η εκστρατεία τερματίστηκε με την πολιορκία της Στοκχόλμης το 1371, όπου φαινόταν ότι ο Χάακον θα μπορούσε να νικήσει αποφασιστικά τους Γερμανούς και να πάρει εκδίκηση για την ήττα του στη Μάχη του Γκατασκόγκεν, αλλά ο Αλβέρτος και οι Γερμανοί υποστηρικτές του κατάφεραν να αντισταθούν στην πολιορκία και ο Χάακον αναγκάστηκε να υπογράψει μια συνθήκη ειρήνης. Η συνθήκη υπογράφηκε στις 14 Αυγούστου 1371 και ο Χάακον μπόρεσε να απελευθερώσει τον πατέρα του από την αιχμαλωσία έναντι πολλών λύτρων. Όταν απελευθερώθηκε ο Mάγκνους ανέκτησε την κυβέρνηση των απομενόντων κτήσεών του στη Νορβηγία και τη Σουηδία μέχρι τον θάνατό του το 1374, μόνο τρία χρόνια αργότερα.[6][32][33][35]
Eξωτερική πολιτική στην ανατολή
Το 1361 ο Βάλντεμαρ είχε εισβάλει και κατέλαβε τη σουηδική επαρχία της Σκάνιας, καθώς και τα δύο νησιά Έλαντ και Γκότλαντ, και στη συνέχεια τη μεγάλη Χανσεατική πόλη του Βίσμπυ[36]. Το 1361 ο στόλος της Χανσεατικής Ενωσης εξαπέλυσε μια αντεπίθεση στον Δανικό στόλο, με αποκορύφωμα τη Μάχη του Χέλσινγκμποργκ, στην οποία ο Δανικός στόλος κατέφερε συντριπτική ήττα στον στόλο της Ενωσης. Επιπλέον η Ενωση αναγκάστηκε να δεχθεί μια ταπεινωτική εκεχειρία, που τελικά οδήγησε στη δυσμενή γι' αυτή Συνθήκη του Βόρντινγκμποργκ, περιορίζοντας σοβαρά τη δύναμη και την επιρροή της Ενωσης [37]. Στη Νορβηγία ο Χάακον είχε στρέψει το πολιτικό και εξωτερικό του ενδιαφέρον προς την ανατολή και η ανάκτηση του Σουηδικού βασιλείου ήταν ιδιαίτερα το ισχυρότερο κίνητρο του για τη συμμαχία με το ανερχόμενο βασίλειο της Δανίας [5]. Η συμμαχία μεταξύ των Νορβηγών και των Δανών απειλούσε να μεταβάλει τις πολιτικές και στρατιωτικές ισορροπίες στις περιοχές των Βόρειων και των Βαλτικών χωρών και το 1365 μια σειρά γερμανικών διαμαρτυριών στην πόλη του Μπέργκεν οδήγησε τελικά στο κλείσιμο του Χανσεατικού γραφείου στο Μπρύγκεν της πόλης μέχρι το 1366, γεγονός που ζημίωσε προσωρινά το εμπόριο του βασίλειου.[5] Ο Βάλντεμαρ δεν μπορούσε να επιβάλει την εύθραυστη ειρήνη με τις Χανσεατικές πόλεις και το 1367 η Ένωση ίδρυσε τη Συνομοσπονδία της Κολωνίας ενάντια στη Δανία και τη Νορβηγία, για να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες φιλοδοξίες των δύο συμμάχων βασιλιάδων. Η Συνομοσπονδία ανανέωσε τη συμμαχία της με τη Γερμανοκρατούμενη Σουηδία και συγκέντρωσε ένα μεγάλο στόλο πολεμικών πλοίων και στη συνέχεια επιτέθηκε στις νορβηγικές ακτές και συνέχισε τις επιθέσεις σε όλο το μήκος τους μέχρι το Άγκντερ. Επίσης η Συνομοσπονδία ξεκίνησε μια επιτυχημένη εκστρατεία εναντίον του Βάλντεμαρ στη Δανία, που αποδείχθηκε καταστροφική για τα σχέδια του για ανασυγκρότηση του Δανικού βασιλείου. Η Συνομοσπονδία εισέβαλε και λεηλάτησε τις δανικές ακτές, εισέβαλε στην επαρχία της κατεχόμενης από τη Δανία Σκάνιας και ακόμα κατέλαβε και λεηλάτησε την πόλη της Κοπεγχάγης μετά από επιτυχή πολιορκία. Αυτό, σε συνδυασμό με τους εξεγερθέντες ευγενείς της Γιουτλάνδης, ανάγκασε τον Βάλντεμαρ να εγκαταλείψει το βασίλειό του το Πάσχα του 1368. Συνηδειτοποιώντας τη ματαιότητα ενός παρατεταμένου και δαπανηρού πολέμου, καθώς και τη διστακτική διάθεση του Χάακον για μια ολέθρια σύγκρουση, ο Βάλντεμαρ ανέθεσε στον φίλο και σύμβουλό του Χένινγκ Πόντεμπουσκ να διαπραγματευτεί ειρήνη με τη Συνομοσπονδία απουσία του.[5][6][12][21][36][37][38][39] Η Συνομοσπονδία συμφώνησε σε εκεχειρία αλλά μόνο με την υπόσχεση ότι ο Βάλντεμαρ θα αναγνώριζε το δικαίωμά της να φορολογεί τις συναλλαγές σε ολόκληρη τη Βαλτική Θάλασσα και θα ανανέωνε τα αλιευτικά δικαιώματα στα Δανικά Στενά. Εκτός αυτού η Συνομοσπονδία υποχρέωσε τον Βάλντεμαρ να παραχωρήσει στη Χανσεατική Ένωση σημαντική επιρροή στις μελλοντικές εκλογές των βασιλιάδων της Δανίας, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος βέτο εναντίον οποιουδήποτε υποψηφίου του θρόνου [36]. Τέλος η Συνομοσπονδία έθεσε αρκετές πόλεις στις ακτές της Σκάνιας και το Κάστρο του Χέλσινγκμποργκ υπό τον έλεγχο της Χανσεατικής Ένωσης για μια σταθερή περίοδο δεκαπέντε ετών.[21]
Στις 24 Μαΐου 1370 οι εκπρόσωποι των Χανσεατικών πόλεων, η Δανία και η Νορβηγία υπέγραψαν τη Συνθήκη του Στράλσουντ στο Κάστρο Μπόχους, τερματίζοντας επισήμως το μεταξύ τους πόλεμο. Η συνθήκη περιελάμβανε παράταση της ήδη καθιερωμένης ανακωχής για άλλα πέντε χρόνια. Με αυτή τη συνθήκη η Χανσεατική Ένωση έφθασε στο αποκορύφωμα της ισχύος της στην περιοχή μονοπωλώντας ουσιαστικά το προσοδοφόρο εμπόριο. Η ήττα από τις Χανσεατικές πόλεις ήταν ένα ακόμη ταπεινωτικό πλήγμα στην εξωτερική πολιτική του Χάακον στα ανατολικά. Όχι μόνο η δύναμη του μονάρχη εξασθένησε σταδιακά κάτω από την αυξανόμενη πίεση και επιρροή των Χανσεατικών πόλεων, αλλά και το νορβηγικό εμπόριο υπέστη επίσης τις συνέπειες του Χανσεατικού μονοπωλίου.[37][39][40][41][42] Ο Χάακον ενδιαφερόταν πια λιγότερο για τις υποθέσεις της Δανίας μετά τις στρατιωτικές αποτυχίες εναντίον των Χανσεατικών πόλεων και έστρεψε πάλι την προσοχή του στην κύρια εξωτερική πολιτική του της ανάκτησης της Σουηδίας από τους Γερμανούς, με περιορισμένη όμως επιτυχία κατά τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο ο Χάακον απέκτησε πάλι ενδιαφέρον για τις υποθέσεις της Δανίας όταν η ευκαιρία να εκλεγεί ο γιος του βασιλιάς της Δανίας προέκυψε από τον θάνατο του Βάλντεμαρ το 1375.[5][6][43]
Δανική διαδοχή
Στις 24 Οκτωβρίου 1375 ο Βάλντεμαρ υπέκυψε σε ασθένεια και πέθανε στο Κάστρο Γκούρε του Σέλαιν.[21] Ο νέος μονάρχης έπρεπε να εκλεγεί από το Δανικό Συμβούλιο του Βασιλείου και οποιοσδήποτε δυνητικός υποψήφιος έπρεπε να εγκριθεί από τη Χανσεατική Ένωση. Δεδομένου ότι ο Βάλντεμαρ δεν άφησε κανένα άμεσο σαφώς διάδοχο του θρόνου προβλήθηκαν δύο υποψήφιοι για την εκλογή: ο Χάακον και η Μαργαρίτα πρότειναν τον μοναδικό τους γιο Όλαφ ως διεκδικητή του θρόνου.[5][44] Ο γαμπρός τους Ερρίκος του Μεκλεμβούργου (χήρος της μεγαλύτερης αδελφής της Μαργαρίτας Ίνγκεμποργκ και γιος της θείας του Χάακον Ευφημίας) με τη σειρά του πρότεινε τον γιο του (και ανιψιό τους) Αλβέρτο[45] ως αντίπαλο διεκδικητή.[46][47][48] Ο Χάακον, έχοντας ήδη χάσει σημαντικό κομμάτι του Σουηδικού βασιλείου του από τους Γερμανούς, ήταν αποφασισμένος πολύ και με κάθε κόστος να εξασφαλίσει την ανάρρηση του γιου του στον θρόνο της Δανίας. Για να το πετύχει δανείστηκε μεγάλα χρηματικά ποσά και τα πρόσφερε στη Χανσεατική Ένωση με αντάλλαγμα την ουδετερότητά της στην επερχόμενη εκλογή, που το δέχτηκε αμέσως [5]. Εκτός αυτού το Δανικό Συμβούλιο του Βασιλείου έκλινε περισσότερο σε μια ενδεχόμενη ένωση και συμμαχία με τη Νορβηγία, κυρίως λόγω των αντιγερμανικών αντιλήψεών στους κόλπους του του και της γενικής απροθυμίας για ένα δεύτερος Γερμανό ηγεμόνα στη Σκανδιναβία. Στις 3 Μαΐου 1376 ο Όλαφ εκλέχτηκε βασιλιάς στο Σλάγγελσε, διαδεχόμενος τον παππού του [43]. Η εκλογή αποδείχθηκε μια σημαντική νίκη για τον Χάακον και τις φιλοδοξίες του στο εξωτερικό, περιορίζοντας τη γερμανική επιρροή, επεκτείνοντας παράλληλα σημαντικά τη δική του σε μεγάλο μέρος της Σκανδιναβίας.[5][49]
Εσωτερική πολιτική
Το 1349 ο Μαύρος Θάνατος μεταδόθηκε στο Μπέργκεν από ένα αγγλικό εμπορικό πλοίο με καταστροφικές συνέπειες, σκοτώνοντας 50% ως 60% του πληθυσμού [50] και αφήνοντας το βασίλειο σε περίοδο κοινωνικής και οικονομικής παρακμής [51]. Η οικονομία του βασιλείου (που ήταν από την αρχή αδύναμη) ουσιαστικά κατέρρευσε καθώς η πανώλη σάρωσε το βασίλειο και η επιθετική εξωτερική πολιτική του Χάακον επιβάρυνε τη φθίνουσα οικονομία του βασιλείου.[12][51][52][53] Το 1371 ο Χάακον πέτυχε την απελευθέρωση του πατέρα του από τις γερμανικές φυλακές εναντίον πολλών λύτρων (12.000 ασημένια μάρκα), που ήταν μεγαλύτερο από τα συνήθη φορολογικά εισοδήματα του βασιλείου λίγο πριν από την εκδήλωση της πανώλης. Έτσι ένας ειδικός φόρος επιβλήθηκε στους υπηκόους του για την πληρωμή των λύτρων.[54] Το 1379 ο Χάακον επέλυσε τη διένεξη για τη διαδοχή της Κομητείας των Ορκάδων, νορβηγική κτήση εντός του Βασίλειου της Σκωτίας. Στις 2 Αυγούστου του ίδιου έτους, στο Μάρστραντ κοντά στο Τένσμπεργκ, ο Χάακον έδωσε και επικύρωσε τον τίτλο του Κόμη των Ορκάδων στον Ερρίκο Σίνκλερ, Βαρόνο του Ρόσλιν ενάντια στον αντίπαλο διεκδικητή, εξάδελφο του Σίνκλερ, Μάλιζ Σπαρ. Σε αντάλλαγμα ο Σίνκλερ υποσχέθηκε να καταβάλει ποσό 1.000 (χρυσών) νομπλ πριν από τις 11 Νοεμβρίου του ίδιου έτους και, όποτε καλείτο, να υπηρετεί τον Νορβηγό βασιλιά στις Ορκάδες ή αλλού με 100 εξοπλισμένους άνδρες για διάστημα ως και τρεις μήνες. Ως εγγύηση για την τήρηση αυτής της συμφωνίας ο Σίνκλερ άφησε πολύτιμους ομήρους όταν αναχώρησε για την κομητεία του. Είναι άγνωστο αν ο Χάακον προσπάθησε ποτέ να προσκαλέσει τις δυνάμεις που είχε υποσχεθεί ο Σίνκλερ ή αν το συμφωνηθέν ποσό πράγματι καταβλήθηκε. Λίγο πριν τον θάνατό του το 1380 ο Χάακον επέτρεψε στους ομήρους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.[53][55][56] Επιπλέον καθ' όλη τη βασιλεία του ο Χάακον φέρεται να είχε μια μη προβληματική σχέση με την εκκλησία. Επίσης, καθ 'όλη τη βασιλεία του, ιδιαίτερα μετά την απώλεια της Σουηδίας προς τους Γερμανούς, σημαντικός αριθμός Σουηδών ευγενών δεσμεύθηκε να υποστηρίξει τον Χάακον και εγκαταστάθηκε σε νορβηγικά δάφη. Ο γενικώς αποδεκτός λόγος ήταν η δυσαρέσκειά τους για τον Γερμανό σφετεριστή και την εύνοιά του προς τους δικούς του συγγενείς.[53] Περιέργως Γερμανοί ευγενείς από το Μεκλεμβούργο φέρονται να εισήλθαν στην υπηρεσία του Χάακον κατά τη διάρκεια της βασιλείας του.[6].
Στρατιωτική πολιτική
Καθ 'όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Χάακον ο νορβηγικός στρατός αναμορφώθηκε εκτεταμένα. Η στρατιωτική δομή μεταβλήθηκε από εκείνη της παραδοσιακής στρατολόγησης των αγροτών σε νέα τον άμεσο έλεγχο των πιστών στον βασιλιά Νορβηγών αρχόντων. Ο Νορβηγός προκάτοχός του είχε ακολουθήσει μια εσωτερική πολιτική για τη δημιουργία μιας λειτουργικής δημόσιας υπηρεσίας στο βασίλειό του, που επεκτεινόταν και στον στρατό. Αυτό όμως δεν συνεχίστηκε από τον Χάακον, που επέλεξε να μεταβιβάσει περισσότερες εξουσίες και στρατιωτικές ευθύνες στους πιστούς του άρχοντες. Ως εκ τούτου ήταν σε θέση να έχει πολύ μεγαλύτερο στρατό, αλλά η διατήρηση αυτού του συστήματος ήταν όλο και πιο δαπανηρή. Λόγω του πολέμου κατά της Σουηδίας και της επιθετικής νορβηγικής πολιτικής στα ανατολικά ο Χάακον αναγκάστηκε να δανειστεί σε μια άνευ προηγουμένου κλίμακα για να διατηρήσει τα στρατεύματά του και έπρεπε να βασίζεται όλο και περισσότερο στους Νορβηγούς ευγενείς και στους πλούσιους Γερμανούς εμπόρους. Η σημαντική αύξηση του εξωτερικού χρέους θα κατέληγε τελικά στη μετατόπιση της πολιτικής εξουσίας στη Νορβηγία και σταδιακά εξασθένησε τη δύναμη του μονάρχη [12].
Τελευταία χρόνια και θάνατος
Προς το τέλος της ζωής του ο Χάακον ήταν εξαντλημένος από τους σχεδόν συνεχείς πολέμους και την έντονη σύγκρουση με τον ξάδερφό του, Αλβέρτο του Μεκλεμβούργου. Έχει υποτεθεί ότι αυτό, εκτός από τις σημαντικές οικονομικές δυσκολίες της βασιλείας του, μπορεί να συνέβαλε στον πρώιμο θάνατό του.[54][57] Ο Χάακον δεν έπαψε ποτέ να ακολουθεί την κληρονομημένη του ευθύνη να ανακτήσει τα χαμένα σουηδικά εδάφη και τον Μάρτιο του 1380 έστειλε επιστολές για να προετοιμαστεί για πόλεμο εναντίον των Γερμανών στη Σουηδία. Οι επιστολές ζητούσαν τη συγκέντρωση του στόλου και την προετοιμασία για απόπλου. Προφανώς οι Γερμανοί είχαν αθετήσει την προηγούμενη συνθήκη ειρήνης και συνωμοτούσαν για πόλεμο εναντίον του Χάακον. Ωστόσο δεν υπάρχουν σωζόμενες πηγές για πόλεμο ή μάχες που να διεξήχθησαν αυτή την περίοδο.[5] Κάποια στιγμή στα τέλη του καλοκαιριού ή στις αρχές του φθινοπώρου [5] ο Χάακον πέθανε στο Όσλο [5], μόλις έφτασε στην ηλικία των σαράντα και ετάφη εκεί στην εκκλησία της Αγίας Μαρίας. Ο γιος του τον διαδέχθηκε ως βασιλιάς της Νορβηγίας με τη βασίλισσα Μαργαρίτα να ενεργεί ως αντιβασιλέας του.[5][6][43]
↑Den svenska historien: Medeltid 1319–1520. (Stockholm: Bonniers, 1966) p. 74–83
↑Nordman, Viljo Adolf in Albrecht Herzog von Mecklenburg König von Schweden, Suomalaisen Tiedeakatemian Tuomituksia B:44:1, Suomalaisen Tiedeakatemia, Helsinki, 1939 p 336.
↑Den svenska historien: Medeltid 1319-1520. Bonniers (1966), s. 74-83
↑Albrekt af Meklenburg och Magnus Eriksson, 1364–1371 (Berättelser ur svenska historien )
↑ 36,036,136,2a b c d e f Peter N. Stearns, William Leonard Langer, The Encyclopedia of World History: Ancient, Medieval, and Modern, Chronologically Arranged, Houghton Mifflin Harcourt, 2001, p.265, (ISBN0-395-65237-5)
↑ 37,037,137,2Phillip Pulsiano, Kirsten Wolf, Medieval Scandinavia: An Encyclopedia, Taylor & Francis, 1993, p.265, (ISBN0-8240-4787-7)
↑Pulsiano, Phillip; Kirsten Wolf (1993). Medieval Scandinavia: An Encyclopedia. Taylor & Francis. p. 265. (ISBN0-8240-4787-7).
↑Peter N. Stearns, William Leonard Langer, The Encyclopedia of World History: Ancient, Medieval, and Modern, Chronologically Arranged, Houghton Mifflin Harcourt, 2001, p.265, (ISBN0-395-65237-5)
↑Angus MacKay, David Ditchburn, Atlas of Medieval Europe, Routledge, 1997, p.171, (ISBN0-415-01923-0)
↑ 43,043,143,2Olav 4 Håkonsson – utdypning (Store norske leksikon)
↑Margrete Valdemarsdatter" (in Norwegian). Norsk biografisk leksikon. Retrieved 28 August 2012.
↑Nordman, Viljo Adolf in Albrecht Herzog von Mecklenburg König von Schweden, Suomalaisen Tiedeakatemian Tuomituksia B:44:1, Suomalaisen Tiedeakatemia, Helsinki, 1939 p 334.
↑Our Family History and Ancestry. "Ingeborg Valdemarsdatter, Prinsesse of Denmark". Retrieved 2011-05-05.
↑Cawley, Charles, DENMARK, Medieval Lands, Foundation for Medieval Genealogy
Η αρίθμηση των Έρικ αρχίζει από τον Έρικ ΣΤ΄, που είναι στην πραγματικότητα ο Α΄, καθώς οι πρώτοι πέντε είναι μυθικοί. Το ίδιο και οι πρώτοι έξι Κάρολοι είναι μυθικοί: ο Κάρολος Ζ΄ θα έπρεπε να είναι ο Α΄.