Το 1458, ο πατέρας του Ιωάννη, Βασιλιάς Χριστιανός Α΄, υποχρέωσε το νορβηγικό βασιλικό συμβούλιο να δεσμευτεί για την εκλογή του μεγαλύτερου γιου του ως επόμενου Βασιλιά της Νορβηγίας μετά το θάνατό του. Μια παρόμοια διακήρυξη έγινε και στη Σουηδία. Μετά το θάνατο του Βασιλιά Χριστιανού, το Μάιο του 1481, η θέση του Ιωάννη ήταν αδιαμφισβήτητη στη Δανία, ενώ στη Νορβηγία το βασιλικό συμβούλιο απέκτησε τη βασιλική εξουσία και κήρυξε μία περίοδο μεσοβασιλείας. Παρότι δεν υπήρχαν αξιόλογοι αντίπαλοι του Ιωάννη για το νορβηγικό θρόνο, το συμβούλιο ήταν αποφασισμένο να καταδείξει ότι η Νορβηγία ενεργούσε ως ανεξάρτητο κράτος. Μια συνάντηση μεταξύ των βασιλικών συμβουλίων της Δανίας, της Σουηδίας και της Νορβηγίας ορίστηκε να διεξήχθη στις 13 Ιανουαρίου του 1483 στο Χάλμσταντ, προκειμένου να οριστούν οι προϋποθέσεις για την εκλογή του Ιωάννη ως Βασιλιά των τριών χωρών. Η σουηδική αντιπροσωπεία απέτυχε να παρουσιαστεί στη συνάντηση, στην οποία οι αντίστοιχες της Δανίας και της Νορβηγίας έβγαλαν κοινή διακύρυξη με τους όρους για την ενθρόνιση του Ιωάννη. Αναμενόταν ότι η Σουηδία θα δεχθεί αργότερα την ίδια διακήρυξη ώστε να αναγνωρίσει τον Ιωάννη ως Βασιλιά της, κάτι που δεν συνέβη. Στις 18 Μαΐου 1483 ο Ιωάννης στέφθηκε στην Κοπεγχάγη Βασιλιάς της Δανίας και στις 20 Ιουλίου του ίδιου χρόνου στο Τρόντχαϊμ Βασιλιάς της Νορβηγίας.[2]
Κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, ο Ιωάννης, ακολούθησε μια ισορροπημένη πολιτική. Με διπλωματικά μέσα προσπάθησε να αποδυναμώσει τη θέση του Σουηδού Αντιβασιλέα Στεν Στούρε, ενώ αναζήτησε επίσης νέες συμμαχίες, όπως με τη Ρωσία.[2]
Στην εσωτερική πολιτική, ο Ιωάννης, στήριξε οικονομικά Δανούς εμπόρους, καθώς και χρησιμοποίησε κοινούς πολίτες ως κρατικούς αξιωματούχους ή ακόμα και ως σύμβουλους, κάτι που εξόργισε την τάξη των ευγενών. Μία από τις πιο σημαντικές πρωτοβουλίες του ήταν η δημιουργία του Πολεμικού Ναυτικού της Δανίας, κάτι που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στα επόμενα χρόνια της βασιλείας του.[2]
Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Ρίμπε η Δίαιτα των Ευεγενών των δουκάτων του Σλέσβιχ και Χόλσταϊν επρόκειτο να εκλέξει ένα Δούκα από τους γιους του προηγούμενου δούκα. Πολλοί ευγενείς στο Σλέσβιχ και το Χόλσταϊν προτίμησαν για Δούκα τον μικρότερο αδελφό του Ιωάννη, τον Φρειδερίκο. Ο Ιωάννης, ωστόσο, υποστήριξε και πέτυχε την εκλογή του ίδιου και του αδελφού του στην ηγεσία των δουκάτων. Παρά το γεγονός ότι αρχικά είχε συμφωνηθεί η από κοινού διακυβέρνηση, τα δουκάτα παρ 'όλα αυτά χωρίστηκαν.[2]
Στις 6 Οκτωβρίου 1497 ο Ιωάννης κατέκτησε τη Σουηδία κατά τη διάρκεια μιας σύντομης και αποτελεσματικής στρατιωτικής εκστρατείας, νικώντας τον Στεν Στούρε στη Μάχη του Ρότεμπρο, αφού πρώτα είχε υπονομεύσει τη θέση του κερδίζοντας την υποστήριξη του μεγαλύτερου μέρους των Σουηδών ευγενών. Ο Στεν παραδόθηκε στον Ιωάννη και του κήρυξε την αφοσίωσή του. άννη στη Στοκχόλμη και συμφιλιώθηκε μαζί του. Η στέψη του Ιωάννη ως Βασιλιά της Σουηδίας έγινε στις 26 Νοεμβρίου 1497, ενώ ο Στεν διατήρησε μεγάλο μέρος της εξουσίας του.[2]
Το 1500 ο Ιωάννης έκανε μια μοιραία προσπάθεια να κατακτήσει το Ντιτμάρχεν, μια περιοχή που οι βασιλείς της Δανίας θεωρούσαν για μεγάλο διάστημα ότι ανήκε στο βασίλειό τους, που όμως στην πραγματικότητα ήταν μια ανεξάρτητη μικρή δημοκρατία υπό τη χαλαρή επικυριαρχία του Πρίγκιπας-Αρχιεπισκόπου της Βρέμης. Στα μέσα Ιανουαρίου του 1500 ο Ιωάννης προσέλαβε τη λεγόμενη Μαύρη Φρουρά των αδίστακτων και βίαιων Ολλανδών και Ανατολικών Φρίσων μισθοφόρων προκειμένου να επιβοηθηθεί στην εκστρατεία του για την κατάκτηση της περιοχής. Μαζί με τον αδελφό του Φρειδερίκο, ο Ιωάννης, διεξήγαγε μια μεγάλης κλίμακας εκστρατεία, στην οποία όμως υπέστη συντριπτική ήττα στις 17 Φεβρουαρίου 1500 στο Χέμινγκστετ. Έτσι, η προσπάθεια του Ιωάννη να κατακτήσει το Ντιτμάρχεν είχε στεφθεί με αποτυχία.[2]
Μετά την ήττα στο Ντιμάρχεν, ο Ιωάννης έχασε το κύρος του, ενώ ένα χρόνο αργότερα, το 1501, η Σουηδία τον αποκήρυξε από Βασιλιά της. Ο Ιωάννης έδωσε ανεπιτυχές μάχες εναντίον του Στεν Στούρε και του διαδόχου του, Σβάντε Νίλσον. Στις συγκρούσεις, μάλιστα, προστέθηκαν και οι τριβές των Δανών ευγενών με τις Χανσεατικές πόλεις, και κυρίως το Λίμπεκ. Το 1509, με την Ολλανδία να ενεργεί ως διαιτητής, η Σουηδία συμφώνησε σε μια διακήρυξη με την οποία αναγνωριζόταν ο Ιωάννης ως Βασιλιάς της, ωστόσο του απαγορευόταν η επάνοδός του στη Στοκχόλμη για όσο ακόμη ζούσε.[2]
Στη Νορβηγία προσπάθειες αντιπολίτευσης κατεστάλησαν από το γιο του Ιωάννη, τον Πρίγκιπα Χριστιανό (μετέπειτα Βασιλιάς Χριστιανός Β΄), ο οποίος ήταν αντιβασιλέας της Νορβηγίας από το 1507. Μεταξύ των ετών 1510 και 1512 ο Βασιλιάς διεξήγαγε ένα τελευταίο πόλεμο με τη Σουηδία και το Λίμπεκ, κατά τον οποίο αρχικά η Δανία πιέστηκε έντονα, όμως αργότερα κατάφερε να συνυπογράψει ειρήνη. Το αποτέλεσμα για τη Σουηδία ήταν αμετάβλητο, ενώ το Λίμπεκ υπέστη μεγάλη πολιτική και οικονομική ζημιά ως αποτέλεσμα της ειρήνης.[2]
Στην εποχή του, και εν μέρει στις επόμενες γενιές, ο Ιωάννης εμφανίζεται συχνά ως κοινός Βασιλιάς, κεφάτος και απλός άντρας με λαϊκούς τρόπους. Πίσω από την εικόνα του, ωστόσο, φαίνεται να ήταν ένας σκληρός ρεαλιστής και γεμάτος ζήλο στους πολιτικούς υπολογισμούς.[2]
Ο Βασιλιάς Ιωάννης θα αποβιώσει το 1513 στο Άλμποργκ, λίγο διάστημα μετά από την πρώση του από άλογο. Ο τάφος του τοποθετείται στον Καθεδρικό ναό του Αγίου Κνούτου στο Όντενσε. Μετά το θάνατό του, στο θρόνο ανήλθε ο 32χρονος γιος του ως Χριστιανός Β΄.[1][2]
Οικογένεια
Το 1478, ο Ιωάννης, νυμφεύτηκε τη Χριστίνα των Βέττιν, κόρη τού Ερνέστου εκλέκτορα της Σαξονίας. Ο Ιωάννης και η Χριστίνα απέκτησαν πέντε ή παιδιά:[1][3][2]
Ερνέστος 1480-1500, απεβ. 20 ετών.
Χριστιανός Β΄ 1481-1559, βασιλιάς της Δανίας, Νορβηγίας, Σουηδίας.
Η αρίθμηση των Έρικ αρχίζει από τον Έρικ ΣΤ΄, που είναι στην πραγματικότητα ο Α΄, καθώς οι πρώτοι πέντε είναι μυθικοί. Το ίδιο και οι πρώτοι έξι Κάρολοι είναι μυθικοί: ο Κάρολος Ζ΄ θα έπρεπε να είναι ο Α΄.