Ο Τζον Γκίλγκουντ γεννήθηκε στο Σάουθ Κένσιγκτον του Λονδίνου και ήταν γιος του Φρανκ Χένρυ Γκίλγκουντ (1860-1949), που εργαζόταν ως χρηματιστής στο Σίτι του Λονδίνου και της Κέιτ Τέρρυ-Γκίλγκουντ (1868-1958). Οι πρόγονοι του πατέρα του κατάγονταν από το χωριό Gielgaudskis της Λιθουανίας. Η μητέρα του προερχόταν από μια σπουδαία οικογένεια θεατράνθρωπων, την περίφημη «δυναστεία των Τέρρυ»[10]. Είχε εργαστεί και αυτή ως ηθοποιός, αλλά εγκατέλειψε το σανίδι όταν παντρεύτηκε.
Και οι δυο γονείς του ήταν θεατρόφιλοι αλλά δεν ενθάρρυναν τα παιδιά τους ν’ ακολουθήσουν θεατρική καριέρα. Στα 17 του, ο Γκίλγκουντ τους έπεισε με δυσκολία να του επιτρέψουν να ακολουθήσει θεατρικές σπουδές, δίνοντας την υπόσχεση πως αν μέχρι τα 25 του χρόνια δεν κατάφερνε να βγάζει τα προς το ζην, θα εγκατέλειπε και θα αναζητούσε μια δουλειά γραφείου. Ξεκίνησε τη θεατρική του μαθητεία σε μια ιδιωτική σχολή, η ιδιοκτήτρια της οποίας, είχε αμέσως σχολιάσει το ότι περπατούσε σαν ραχιτική γάτα. Πριν και μετά τη σχολή αυτή συμμετείχε σε διάφορες ερασιτεχνικές παραστάσεις. Τον Νοέμβριο του 1921 έκανε την πρώτη του εμφάνιση σε επαγγελματικό θίασο, αλλά χωρίς να αμείβεται: έπαιξε τον κήρυκα στον Ερρίκο Ε’ στο Ολντ Βικ, όπου είχε μια και μοναδική ατάκα.
Την επόμενη χρονιά προσελήφθη από τον θίασο της εξαδέλφης του Φύλλις Νίλσον-Τέρρυ. Ένας συνάδελφος διέκρινε ταλέντο σε αυτό το νεαρό αγόρι, αλλά παρατηρώντας ότι του έλειπε η τεχνική, τον σύστησε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης. Ο Γκίλγκουντ κατάφερε να γίνει δεκτός με υποτροφία και φοίτησε καθ’ όλη τη διάρκεια του 1923. Το 1924 άρχισε να παίζει μικρούς ρόλους σε διάφορους θιάσους, σε κλασσικά και μοντέρνα έργα, βελτιώνοντας σιγά σιγά τις τεχνικές του ικανότητες. Ο ρόλος που χάρηκε ιδιαίτερα ήταν αυτός του Τροφίμωφ στον Βυσσινόκηπο και ήταν η πρώτη του εμπειρία σε τσεχωφικό έργο. Όπως λέει και ο ίδιος: «ήταν η πρώτη φορά που βγήκα στη σκηνή νιώθοντας ότι ίσως και να μπορούσα να γίνω ηθοποιός».
Το 1924 έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο στην βωβή ταινίαWho Is the Man? Την επόμενη χρονιά εργάστηκε για πρώτη φορά στο ραδιόφωνο του BBC, μια συνεργασία που κράτησε για 70 χρόνια. Την ίδια χρονιά συμμετείχε σε ένα νέο πολύ επιτυχημένο ανέβασμα του Βυσσινόκηπου, παράσταση που προκάλεσε τσεχωφική μανία στη βρετανική θεατρική σκηνή και καθιέρωσε τον Γκίλγκουντ ως βασικό ερμηνευτή των έργων του Τσέχωφ. Τον Οκτώβρη του 1925 έπαιξε τον Κονσταντίν στον Γλάρο και στη συνέχεια τον βαρόνο Τούσεμπαχ στη βρετανική πρεμιέρα των Τριών Αδελφών.
Το 1927 ο Γκίλγκουντ κέρδιζε πλέον αρκετά χρήματα ώστε ν’ αφήσει την πατρική στέγη και να πιάσει μόνος του ένα διαμέρισμα. Αυτή την εποχή είχε και την πρώτη σοβαρή ερωτική σχέση της ζωής του, με τον Τζον Πέρρυ, ηθοποιό και μετέπειτα συγγραφέα, με τον οποίον παρέμειναν φίλοι για όλη τους τη ζωή και μετά το τέλος της σχέσης τους. Ο Μόρλεϋ, βιογράφος του Γκίλγκουντ, υποστηρίζει ότι ήταν τέτοιο το πάθος του για το θεατρικό σανίδι ώστε επέλεγε ερωτικούς συντρόφους που δεν εμπόδιζαν τη θεατρική του δουλειά και τις φιλοδοξίες του[11].
Το 1928 κάνει το ντεμπούτο του στο Μπρόντγουεϊ. Το έργο, Ο πατριώτης, δεν είχε επιτυχία αλλά στον Γκίλγκουντ άρεσε η Νέα Υόρκη και ο ίδιος έλαβε θετικές κριτικές για το παίξιμό του. Το 1928 έπαιξε στη δεύτερη ταινία του, το The Clue of the New Pin, η οποία διαφημίστηκε ως η πρώτη βρετανική μεγάλου μήκους ομιλούσα ταινία.
1929-1949
Ολντ Βικ
Το 1929 εγκαταλείπει τα θέατρα του Γουέστ Εντ, όπου βρίσκονταν οι κύριες θεατρικές σκηνές, και πηγαίνει να εργαστεί στο Ολντ Βικ. Το εν λόγω θέατρο βρισκόταν σε υποβαθμισμένη γειτονιά του Λονδίνου, νότια του Τάμεση, είχε φθηνό εισιτήριο και απευθυνόταν στην εργατική τάξη. Το θέατρο ήταν γνωστό για το κλασικό του ρεπερτόριο, κυρίως με έργα του Σαίξπηρ και πολλοί ηθοποιοί, παρόλο που έπαιρναν χαμηλή αμοιβή, πήγαιναν να εργαστούν εκεί γιατί ήταν το ιδανικό μέρος για να εντρυφήσουν στη σαιξπηρική τεχνική και να δοκιμάσουν νέες ιδέες.
Κατά την πρώτη σεζόν στο Ολντ Βικ, ο Γκίλγκουντ έπαιξε τον ρόλο του Ρωμαίου στο έργο του Σαίξπηρ, τον ρόλο του Αντώνιου στον Έμπορο της Βενετίας, τον Κλεάνθη στον Κατά φαντασίαν ασθενή και ενσάρκωσε τον Ριχάρδο Β’ στο ομώνυμο έργο. Ο Ρωμαίος δεν πήρε ιδιαίτερα καλές κριτικές αλλά ως Ριχάρδος αναγνωρίστηκε από τους κριτικούς ως γνήσιος σαιξπηρικός ηθοποιός, με ευαισθησία και στιβαρότητα στο παίξιμο και απαράμιλλη εκφορά του λόγου. Ο Άλεκ Γκίνες, πολλά χρόνια αργότερα, θα περιγράψει τη φωνή του σαν «ασημένια τρομπέτα τυλιγμένη στο βελούδο».
Τον Απρίλη του 1930 έπαιξε τον Άμλετ. Το ανέβασμα αυτό έμεινε στην ιστορία γιατί το έργο δεν ανέβηκε με τις περικοπές που γίνονταν στις προηγούμενες παραγωγές αλλά διατήρησε ολόκληρο το κείμενο. Η πεντάωρη παράσταση έγινε δεκτή με ενθουσιασμό τόσο από το κοινό όσο και από την κριτική. Το έργο απέκτησε τόση φήμη ώστε προσέλκυσε και θεατρόφιλο κοινό από την κεντρική θεατρική πιάτσα του Γουέστ Εντ. Η ερμηνεία του Γκίλγκουντ κρίθηκε συγκλονιστική και θεωρήθηκε η καλύτερη της εποχής. Τον ρόλο του Άμλετ τον επανέλαβε αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της καριέρας του.
Αμέσως μετά έπαιξε έναν άλλο ρόλο που θεωρείται κι αυτός σταθμός στην καριέρα του, τον ρόλο του Τζον Γουόρθινγκ στο έργο Η σημασία του να είσαι σοβαρός του Όσκαρ Ουάιλντ. Ο βιογράφος του, Τζόναθαν Κρολ, σχολιάζει ότι αυτοί οι δυο ρόλοι αναπαριστούν τις δυο όψεις της προσωπικότητας του Γκίλγκουντ: από τη μια ο ρομαντικός και συγκινητικός Άμλετ και από την άλλη ο πνευματώδης και επιφανειακός Γουόρθινγκ[12].
Τη σεζόν 1930-31 συνεχίζει τη συνεργασία του με το Ολντ Βικ, νέο μέλος του οποίου είναι πλέον και ο Ραλφ Ρίτσαρντσον. Οι δυο ηθοποιοί έχουν αρκετά διαφορετικούς χαρακτήρες και αρχικά οι σχέσεις τους δεν είναι και οι καλύτερες αλλά βελτιώνονται όταν ανεβάζουν την Τρικυμία, με τον Γκίλγκουντ ως Πρόσπερο και τον Ρίτσαρντσον στο ρόλο του Κάλιμπαν. Η φιλία τους και ο επαγγελματικός τους σύνδεσμος θα κρατήσει για πάνω από 50 χρόνια, μέχρι τον θάνατο του Ρίτσαρντσον.
Γουέστ Εντ
Επιστρέφοντας στο Γουέστ Εντ, πρωταγωνίστησε στο έργο του Πρίστλεϋ Οι καλοί σύντροφοι, έργο που απετέλεσε την πρώτη μεγάλη εμπορική επιτυχία του Γκίλγκουντ, κάτι που μαρτυρούν οι 331 παραστάσεις που δόθηκαν. Η επιτυχία ήταν τέτοια ώστε το 1933 το έργο έγινε κινηματογραφική ταινία. Σε ένα γράμμα που απηύθυνε σε ένα φίλο του εκείνη την εποχή, ο Γκίλγκουντ φανερώνει την άποψή του για τον κινηματογράφο, λέγοντας ότι η συμμετοχή του στην ταινία «προκαλεί φρίκη στην ψυχή του αλλά γοητεύει την τσέπη του». Γι’ αυτό και για αρκετά χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο συμμετείχε σε πολύ λίγες ταινίες. Το 1994 μάλιστα δήλωσε τα εξής: «Ήμουν αρκετά βλάκας ώστε να χώσω το κεφάλι μου στο σανίδι ενώ έβλεπα τον Λάρυ (Λώρενς Ολίβιε) και τον Ραλφ (Ραλφ Ρίτσαρντσον) να υπογράφουν πλουσιοπάροχα συμβόλαια με κινηματογραφικά στούντιο».
Το 1935 ανέβηκε ο Ρωμαίος και Ιουλιέτα με τους Γκίλγκουντ και Ολιβιέ να παίζουν τους ρόλους του Ρωμαίου και του Μερκούτιου εναλλάξ. Το έργο έσπασε όλα τα ρεκόρ εισπράξεων και δόθηκαν συνολικά 189 παραστάσεις. Οι διθυραμβικές κριτικές για τον Γκίλγκουντ ενόχλησαν τον Ολιβιέ και η φιλία μεταξύ των δυο ανδρών χάλασε.
Το 1936 γύρισε την τελευταία πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ταινία του. Ήταν ο Μυστικός πράκτορας του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Η αναισθησία του σκηνοθέτη προς τους ηθοποιούς εκνεύρισε τον Γκίλγκουντ και αύξησε τη δυσφορία του για τα γυρίσματα ταινιών.
Από τον Σεπτέμβρη του 1936 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1937 πήγε περιοδεία στην Β. Αμερική παίζοντας τον Άμλετ. Ξεκίνησε από το Τορόντο και συνέχισε στη Νέα Υόρκη και τη Βοστόνη. Στο Μπρόντγουεϊ έλαβε χώρα αυτό που ο Τύπος ονόμασε «Η μάχη των Άμλετ», γιατί την ίδια περίοδο ανέβηκε το ίδιο έργο με πρωταγωνιστή τον Λέσλι Χάουαρντ. Η παράσταση με τον Γκίλγκουντ έσπασε τα ρεκόρ του Μπρόντγουεϊ, ενώ αυτή με τον Χάουαρντ έκλεισε μέσα σε ένα μήνα.
Τα κέρδη του από την περιοδεία στην Αμερική τα επένδυσε στη δημιουργία δικού του θιάσου. Τη σεζόν 1937-8[13] ανέβασε τον Ριχάρδο Β' , το Σχολείο σκανδάλων, τις Τρεις αδελφές και τον Έμπορο της Βενετίας.
Με την αρχή του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου ο Γκίλγκουντ προσφέρθηκε να υπηρετήσει εθελοντής αλλά του είπαν ότι άντρες της ηλικίας του (ήταν 35 ετών) δεν χρειάζονταν για τουλάχιστον 6 μήνες. Έτσι, έκανε ότι πολλοί άλλοι συνάδελφοί του εκείνη την εποχή, έδινε παραστάσεις σε στρατόπεδα για την ψυχαγωγία και την εμψύχωση των στρατιωτών.
1950-1980
Το 1950 ανέλαβε τον ρόλο του Άγγελου στο ανέβασμα, από τον Πίτερ Μπρουκ του σαιξπηρικού Με το ίδιο μέτρο. Η συνεργασία τους συνεχίστηκε σε 3 ακόμη σαιξπηρικά έργα. Το 1953 γύρισε την πρώτη του χολιγουντιανή ταινία, το Ιούλιος Καίσαρ, με συμπρωταγωνιστές τον Μάρλον Μπράντο ως Αντώνιο και τον Τζέιμς Μέισον ως Βρούτο. Ο Γκίλγκουντ θεωρούσε ότι έμαθε πολλά για την τεχνική του κινηματογράφου από τον Μέισον[14].
Το βράδυ της 20ής Οκτωβρίου 1953 ο Γκίλγκουντ συνελήφθη για αναζήτηση ερωτικού συντρόφου στις δημόσιες τουαλέτες του Τσέλσι[11]. Την εποχή εκείνη στη Μ. Βρετανία ήταν ακόμη σε ισχύ οι αυστηρότατοι βικτωριανοί νόμοι κατά της ομοφυλοφιλίας. Όταν ο Τύπος ανέφερε την είδηση, ο Γκίλγκουντ φοβήθηκε ότι η καριέρα του θα καταστρεφόταν. Το κοινό όμως αδιαφόρησε για το τι έκανε στην ιδιωτική του ζωή και συνέχισε να τον αγαπά και να τον σέβεται γι’ αυτό που του πρόσφερε πάνω στη σκηνή. Η καριέρα του είχε σωθεί αλλά εξαιτίας του περιστατικού έπαθε νευρικό κλονισμό μερικούς μήνες αργότερα. Προς το τέλος της δεκαετίας του '50 η καριέρα του πάντως γνώρισε κάμψη γιατί το αγγλικό θέατρο πέρασε σε πιο πρωτοποριακά έργα νέων συγγραφέων ενώ ο Γκίλγκουντ παρέμενε ένας γνήσια σαιξπηρικός ερμηνευτής.
Σκηνοθέτησε κάποια έργα, όπως τους Τρώες του Μπερλιόζ στο Κόβεντ Γκάρντεν, αλλά η βασική παράσταση για την καριέρα του από το 1956 έως το 1967 ήταν το The Ages of Man, ένα one-man show με ανθολογία από σαιξπηρικούς μονολόγους και σονέτα. Σ' αυτήν την παράσταση, που πήγε και παγκόσμια περιοδεία, ξεδίπλωνε όλο το ταλέντο του και δίδασκε κυριολεκτικά από σκηνής πως πρέπει να εκφέρεται ο σαιξπηρικός λόγος. Έτσι, έγινε γνωστός και στο νεότερο θεατρόφιλο κοινό που δεν είχε προλάβει να παρακολουθήσει τις ιστορικές παραστάσεις των δεκαετιών '30 και '40. Η δυσκολία αυτής της παράστασης σχολιάζεται από τον ίδιο ως εξής: «Οκτώ παραστάσεις την εβδομάδα μόνος μου, και να κάθομαι ολομόναχος στα καμαρίνια, στα διαλείμματα, ήταν μια πολύ μοναχική και καταθλιπτική δουλειά». [15]
Το 1962 ο Γκίλγκουντ γνώρισε τον Μάρτιν Χένσλερ (1932-1999), έναν εξόριστο Ούγγρο διακοσμητή και σύναψε μαζί του μόνιμη σχέση, η οποία κράτησε μέχρι τον θάνατο του Χένσλερ. Μόνο στα μισά της δεκαετίας του '60 ο Γκίλγκουντ πήρε στα σοβαρά τη βιομηχανία του κινηματογράφου και έδωσε εντολή στον ατζέντη του να δέχεται κάθε λογική πρόταση. Όσον αφορά στο θέατρο, εργάστηκε περισσότερο ως σκηνοθέτης. Ως ηθοποιός γύρισε και αρκετά θεατρικά έργα για την τηλεόραση. Το 1970 ο Γκίλγκουντ είχε μεγάλη επιτυχία στο έργο Home με συμπρωταγωνιστή τον Ραλφ Ρίτσαρντσον. Το έργο ξεκίνησε στο Τσέλσι, συνεχίστηκε σε κεντρική σκηνή του Λονδίνου, μεταφέρθηκε στο Μπρόντγουεϊ και το 1972 μαγνητοσκοπήθηκε για την τηλεόραση. Ο Γκίλγκουντ συνέχισε τη συνεργασία του με τον Ρίτσαρντσον στο έργο του Χάρολντ ΠίντερΝεκρή ζώνη. Η παράσταση είχε εξαιρετική επιτυχία και συνεχίστηκε για 3 χρόνια.
Το 1977 γύρισε αυτή που ο ίδιος θεωρούσε την πιο συγκλονιστική ταινία της καριέρας του, το Προβιντάνς του Αλέν Ρενέ.
1980-2000
Στη δεκαετία του '80 συμμετείχε σε περισσότερες από 20 ταινίες, με πιο σημαντικές τον Άνθρωπο ελέφαντα, τους Δρόμους της φωτιάς, τον Γκάντι κ.α. Το 1983 συμμετείχε στην ταινία Βάγκνερ, τη μόνη ταινία στην οποία εμφανίζεται μαζί με τον Ρίτσαρντσον και τον Λόρενς Ολίβιε.
Τη δεκαετία του ’90 συνέχισε να εργάζεται για το ραδιόφωνο, όπως είχε κάνει σε όλη του την καριέρα. Υπάρχουν περισσότερες από 50 ραδιοφωνικές παραγωγές του BBC με θεατρικά έργα στα οποία πρωταγωνιστεί ο Γκίλγκουντ από το 1929 έως το 1994. Για τον εορτασμό των ενενηκοστών γενεθλίων του ηχογράφησε για το BBC για τελευταία φορά τον Βασιλιά Ληρ[16], παραγωγή για την οποία ο Κένεθ Μπράνα συγκέντρωσε ένα καστ διακεκριμένων ηθοποιών όπως ο Ντέρεκ Τζάκομπι, ο Μπομπ Χόσκινς, η Τζούντι Ντεντς, η Έμμα Τόμσον κ.ά.
Συνέχισε να κάνει μικρές εμφανίσεις σε ταινίες μέχρι και το 2000. Το 1999 πέθανε ο σύντροφός του, Μάρτιν Χένσλερ, γεγονός που οδήγησε τον Γκίλγκουντ σε απότομη σωματική και ψυχολογική κατάπτωση. Πέθανε την επόμενη χρονιά στο σπίτι του, στην ηλικία των 96 χρόνων. Σύμφωνα με την επιθυμία του, η νεκρώσιμος ακολουθία έγινε σε στενό ιδιωτικό κύκλο, μόνο για τα μέλη της οικογένειας και στενούς φίλους.
Ο Γκίλγκουντ πέρα από τα κινηματογραφικά βραβεία και τις θεατρικές βραβεύσεις, είχε λάβει διάφορους τιμητικούς τίτλους όπως αυτόν του ιππότη (Knight Bachelor, Μ. Βρετανία 1953), της Λεγεώνας της τιμής (Γαλλία 1960), Companion of Honour (Μ. Βρετανία 1977) και Order of Merit (Μ. Βρετανία 1996).
Για τη θεατρική του πορεία, είχε γράψει ο ίδιος το 1979: «το θέατρο ήταν παραπάνω από απασχόληση ή επάγγελμα, για μένα ήταν η ζωή».